ἐρρωμένος
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
η, ον, pf. part. Pass. of ῥώννυμι: generally used as adjective, in good health, D.2.21, etc.; ἐρρωμένος ὤν, opp. ἀσθενέστερος, Lys.24.7; powerful, influential, formidable, ἐρρωμένη τέχνης δύναμις Pl.Phdr.268a; μηχαναί Hero Aut.21.2 (sed leg. αἰρομένας): irreg. Comp., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Hdt.9.70; οἱ ἐρρωμηνέστεροι τῶν ἀνθρώπων Pl.Grg. 483c; ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις X.Cyr.3.3.31; τὸ φύσει ἐρρωμηνέστερον Pl.Smp. 181c: Sup. ἐρρωμενέστατος And.4.37, Pl.R. 477d. Adv. ἐρρωμένως stoutly, manfully, vigorously, A.Pr.65,76, Ar.V.230; ἐσθίειν Critias Fr.32 D.; χωρεῖν X.Ages.2.11: Comp. ἐρρωμενέστερον Pl. Hp.Ma.287a, ἐρρωμενεστέρως Isoc.4.163: Sup. ἐρρωμενέστατα Pl.R. 401d.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
robuste. fort, solide;
Cp. ἐρρωμενέστερος, Sp. ἐρρωμενέστατος.
Étymologie: part. pf. Pass. de ῥώννυμι.
German (Pape)
partic. perf. pass. von ῥώννυμι, adjekt. gebraucht, stark, tüchtig, δύναμις Plat. Phaedr. 286a; im Komparat., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Her. 9.70; τοὺς ἐρρωμενεστέρους τῶν ἀνθρώπων Plat. Gorg. 483c; πασῶν δυνάμεων ἐρρωμενεστάτην Rep. V.477e; Folgde.
• Adv., ἐρρωμένως πασσάλευε, θεῖνε πέδας Aesch. Prom. 65, 76; πρόβαινε Ar. Vesp. 230; neben θρασέως Xen. Cyr. 3.3.43; ἀμυνεῖται Plat. Symp. 221b; ἐπιτιμᾶν Isocr. 4.130; ἵνα ἐρρωμενέστερον μάθω Plat. Hipp. mai. 287a, ἐρρωμενεστέρως σκοπεῖν Isocr. 4.172; Xen. Hell. 3.5.14; ἐρρωμενέστατα Plat. Rep. III.401d.
Russian (Dvoretsky)
ἐρρωμένος: (part. pf. pass. к ῥώννυμι)
1 крепкий, сильный, мощный (δύναμις Plat.; τράχηλος, φωνή Arst.);
2 решительный, энергичный (ἄνθρωποι Plat.): ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Xen. с большей решимостью;
3 ожесточенный (τειχομαχίη Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρρωμένος: -η, -ον, μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ῥώννυμι, ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ἰσχυρός, ἀντίθετον τῷ ἄρρωστος, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α, Δημ. 24. 3· ἐρρωμένος ὢν Λυσ. 168. 38· ἐρρωμένη δύναμις Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α: - ανώμαλον συγκρ., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Ἡρόδ. 9. 70, Πλάτ. Γοργ. 483C· ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Ξεν. Κύρ. 3. 3, 31· τὸ φύσει ἐρρωμενέστερον Πλάτ. Συμπ. 181C:-ὑπερθ. -έστατος, Ἀνδοκ. 34. 15, Πλάτ. Πολ. 477Ε. - Ἐπίρρ. ἐρρωμένως, ἀνδρείως, Αἰσχύλ. Πρ. 65, 76, Ἀριστοφ. Σφ. 230· χωρεῖν Ξεν. Ἀγησ. 2, 11· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 278Α· -εστέρως, Ἰσοκρ. 74Ε· ὑπερθ. -έστατα, Πλάτ. Πολ. 401D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐρρωμένος, -η, -ον)
1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης
2. εύτολμος, ανδρείος
3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις», Ξεν.
β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»).
επίρρ...
ἐρρωμένως
σθεναρά, ρωμαλέα, με πείσμα, με γενναιότητα, άφοβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρρωμαι, παρακμ. του ρ. ρώννυμαι].
Greek Monotonic
ἐρρωμένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του ῥώννυμι, χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση, δυνατός, σφριγηλός, ρωμαλέος, εύρωστος, αντίθ. προς το ἄρρωστος, σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., ἐρρωμενέστερος, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἐρρωμένως, με αποφασιστικότητα, ανδροπρεπώς, έντονα, με θράσος, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐρρωμένος, η, ον part. perf. pass. of ῥώννυμι, used as adj.]
in good health, stout, vigorous, opp. to ἄρρωστος, Plat., Dem.; irreg. comp., ἐρρωμενέστερος, Hdt., Xen.: —Sup. -έστατος, Plat.:—adv. ἐρρωμένως, stoutly, manfully, vigorously, Aesch., Ar., etc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=δυνατός, ρωμαλέος). Μετοχή παθ. παρακείμενου τοῦ ῥώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
strong
Abkhaz: аӷәӷәа; Afrikaans: sterk; Akkadian: 𒆗; Albanian: i fortë; Amharic: ፈርጠም; Arabic: قَوِيّ; Aragonese: fuerte; Armenian: ուժեղ; Aromanian: vãrtos, cadãr, putut, ndrumin, silnãos, silnãvos; Assamese: বলী; Asturian: fuerte; Azerbaijani: güclü; Banjarese: iskaya; Bashkir: көслө, көстө; Belarusian: сі́льны, моцны; Bengali: শক্তিশালী; Bikol Central: makusog; Bulgarian: силен; Burmese: ကျန်း, ပြင်း, ဗလဝ; Catalan: fort; Chamicuro: tinowa; Chechen: нуьцкъала, чӏогӏа; Chinese Mandarin: 強, 强; Chuukese: pochokun; Crimean Tatar: küçlü; Czech: silný; Dalmatian: fuart; Danish: stærk; Dutch: sterk, krachtig; Esperanto: forta; Estonian: tugev; Even: эҥси; Evenki: эңэси; Extremaduran: huerti; Finnish: vahva, voimakas, väkevä; French: fort; Friulian: fuart; Galician: forte; Georgian: ძლიერი; German: stark, kräftig; Gothic: 𐍃𐍅𐌹𐌽𐌸𐍃; Greek: δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος, σθεναρός; Ancient Greek: ἄλκιμος, βριαρός, βριερός, δυνατός, ἐγκρατής, ἰσχυρός, ἴφιος, καρτερός, κραταιός, μεγαλοσθενής, μέγας, μεγασθενής, ὄβριμος, ῥωμαλέος, σθεναρός; Greenlandic: sakkortuvoq; Hebrew: חָזָק; Hindi: बलवान, ताक़तवर, शक्तिशाली; Hungarian: erős; Icelandic: sterkur; Indonesian: kuat; Irish: láidir, bríomhar, neartmhar, calma, urrúnta, tréan; Italian: forte, aitante; Japanese: 強い; Javanese: kuat, rosa; Kazakh: күшті; Khmer: ខ្លាំង; Kikai: 強さい; Korean: 강하다, 세다; Kunigami: 強ーせん; Kurdish Central Kurdish: بەقوەت; Kyrgyz: күчтүү; Laboya: maddo, kadiwoka, kulha, tuhula; Lao: ກຳລັງ, ກັດ, ແຂງແຮງ, ແຮງ; Latgalian: styprys, dykts; Latin: robustus, firmus, valens, validus, potens; Latvian: stiprs, varens, spēcīgs; Lithuanian: stiprus; Livonian: viš; Lombard: fort; Luxembourgish: staark; Macedonian: силен; Maguindanao: mabager; Malay: kuat; Maltese: qawwi; Manx: lajer; Maori: kaha, tāngutungutu, kōmārohi; Maranao: mabeger; Mbyá Guaraní: mbaraete; Mirandese: fuorte; Miyako: 強; Mongolian: бөх; Nanai: манга; Nepali: बलियो; Norman: fort; Northern Amami-Oshima: 強ーさり; Norwegian Bokmål: sterk; Occitan: fòrt; Okinawan: 強ーさん; Oki-No-Erabu: 強ーさん; Oromo: jabaa; Persian: قوی, زورمند; Plautdietsch: stoakj; Polish: silny, krzepki, mocny; Portuguese: forte; Quechua: sinchi; Romanian: puternic; Romansch: ferm; Russian: сильный, мощный; Sanskrit: प्रबल, बलवान, सबल; Vedic: तूय, तवस्; Sardinian: folte, forte, forti; Scottish Gaelic: làidir, cumhachdach, lùthmhor, neartmhor, treun; Serbo-Croatian Cyrillic: си̑лан, ја̏к, снажан; Roman: sȋlan, jȁk, snážan; Sidamo: jawaata; Slovak: silný; Slovene: močan, silen; Southern Amami-Oshima: 強ーさむっ; Spanish: fuerte; Sumerian: 𒆗; Swahili: imara; Swedish: kraftfull, stark; Tagalog: malakas; Tajik: қавӣ; Tatar: көчле, куәтле; Tausug: makusug; Telugu: బలమైన; Thai: แข็งแรง; Tibetan: ཤུགས་ཆེན་པོ; Toku-No-Shima: 強ーさい; Turkish: güçlü, kuvvetli; Turkmen: güýçli; Tuvan: шыдалдыг, шыырак, дыңзыг, күштүг, мөчэк; Ukrainian: сильний, мі́цний; Urdu: بلوان, طاقتور; Uyghur: كۈچلۈك; Uzbek: kuchli; Vietnamese: mạnh; West Frisian: sterk; Western Bukidnon Manobo: meviɣer; White Yaeyama: 強ーさん; Yakut: бөҕө, күүстээх; Yiddish: שטאַרק; Yonaguni: 強ん; Yoron: 強ーさん; Yámana: manakata; Zhuang: ak, rengz