ἐπιμαίομαι
English (LSJ)
Ep.fut. ἐπιμάσσομαι (also perhaps in S.Fr.55): aor. ἐπεμασσάμην: —
A strive after, seek to obtain, aim at, mostly c. gen., σκοπέλου ἐπιμαίεο make for (i.e. steer for) the rock, Od.12.220:metaph., ἐπιμαίεο νόστου strive after a return, 5.344; δώρων ἐπεμαίετο θυμός his mind was set upon presents, Il.10.401; λουτρῶν Theoc.23.57; φυγῆς Timo 5.7: c. dat., to be set upon, Orph.A.932.—Ep. word, dub. in S. l.c.
II. c. acc., lay hold of, grasp, ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην he clutched his sword-hilt, Od.11.531; τῶν ὁπότ' ἰθύσειε.. ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι ib.591; χείρ' (i.e. χειρί) ἐπιμασσάμενος having clutched [the sword] with my hand, 9.302, cf. 19.480; τὴν ἐπεμάσσατο χειρός took her by the hand, A.R.3.106.
2. touch, handle, feel, ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα Od.9.441; τὸν δ' ἐπιμασσάμενος προσέφη.. Πολύφημος ib. 446; τὴν (sc. οὐλὴν γνῶ ῥ' ἐπιμασσαμένη 19.468; ἐπὶ νῶτ' ἐπεμαίετο Hes.Fr.166; ἕλκος δ' ἰητὴρ ἐπιμάσσεται ἠδ' ἐπιθήσει φάρμαχ' Il.4.190; ὣς ἄρα μιν.. ῥάβδῳ ἐπεμάσσατ' Ἀθήνη Od.13.429, cf. 16.172; μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ' ἄρ' ἵππους she touched the horses sharply with the whip, Il.5.748, etc.; κεφαλὰν ἐπεμάσσατο stroked, AP7.730 (Pers.): metaph., πυρὸς δ' ἐπεμαίετο τέχνην = began to seek the art of fire, Lat. artem tractavit, h.Merc.108; νόῳ ἐ. ἕκαστα A.R.3.816.
III. later abs., of night, come slowly on, Orph.A.121.
German (Pape)
[Seite 959] (s. μαίομαι), 1) wonach trachten, Etwas zu erfassen suchen, wonach streben, σκοπέλου ἐπιμαίεο, steuere immer auf die Klippe zu, Od. 12, 220; ἐπιμαίεο νόστου, trachte nach der Heimkehr, 5, 344; δώρων ἐπεμαίετο θυμός, nach Schätzen trachtete der Sinn, Il. 10, 401; φυγῆς ἐπεμαίετο Tim. bei Sext. Emp. adv. Phys. 1, 57; Theocr. 23, 57. – Auch mit dem acc., ξίφεος ἐπεμαίετο κώπην, er faßte nach dem Griff des Schwertes, Od. 11, 531; auch ἐπεμαίετο τέχνην, er trachtete nach der Kunst, forschte ihr nach, Hh. Merc. 108; vgl. Bion. 7, 2; sp. D., νόῳ ἐπεμαίεθ' ἕκαστα Ap. Rh. 3, 816, wie ὀφθαλμοῖσιν 2, 546. – 2) berühren, betasten, ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα Od. 9, 441, u. nachher τὸν δ' ἐπιμασσάμενος u. öfter; μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ' ἄρ' ἵππους, schlug die Rosse mit der Peitsche, Il. 5, 748; vgl. Ἴφικλος δ' ἐπὶ νῶτ' ἐπεμαίετο Hes. bei Ath. XI, 498 b; ἰητὴρ ἐπιμάσσεται ἕλκος, d. i. er wird die Wunde untersuchen, Il. 4, 190; ῥάβδῳ μιν ἐπεμάσσατο, sie berührte ihn mit dem Zauberstabe, Od. 13, 429; ohne Casus, 16, 172. 19, 468; χείρ' ἐπιμασσάμενος, mit der Hand anpackend, 9, 302, wie χείρ' ἐπιμασσάμενος φάρυγος λάβε δεξιτερῆφιν 19, 480; bei Ap. Rh. τὴν ἐπεμάσσατο χειρός, er faßte sie an der Hand, 3, 106, πυκνὰ λαυκανίης ἐπεμάσσατο 4, 18. – Eigenthümlich δολιχὴ δ' ἐπεμαίετο πάντοθεν, die lange Nacht brach überall herein, Orph. Arg. 119; vgl. φρουραῖς δ' ἀκμήτοις ἐπιμαίεται ἄμμορος ὕπνου ibd. 932.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπεμαιόμην;
1 promener la main sur, tâter, acc. ; p. anal. ἐπ. σκοπέλλου OD louvoyer pour longer un écueil ; fig. νόστου OD faire effort pour le retour ; δώρων IL chercher à obtenir des présents;
2 toucher légèrement : τινα ῥάβδῳ OD qqn de sa baguette ; toucher en gén. : μάστιγι ἵππους IL fouetter des chevaux;
3 saisir, tenir ferme : ξίφεος κώπην OD la poignée de son épée ; χειρὶ ἐπ. OD tenir (qqn) par la main.
Étymologie: ἐπί, μαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμαίομαι: (fut. ἐπιμάσσομαι, aor. ἐπεμασσάμην)
1 дотрагиваться, прикасаться (τινα ῥάβδῳ Hom.): μάστιγι ἐ. ἵππους Hom. бичом ударить коней;
2 проводить рукой, ощупывать (ὀΐων νῶτα, ἕλκος Hom.): χείρ᾽ (= χειρὶ) ἐπιμασσάμενος Hom. (предварительно) нащупав рукой; ξίφεος ἐπεμαίετο κώπην Hom. (Неоптолем) взялся за рукоять меча; πυρὸς ἐ. τέχνην HH заняться искусством огня, т. е. разводить огонь;
3 устремляться, направляться, стремиться: σκοπέλου ἐ. Hom. держать путь на утес; νέων ἐπιμαίεο νόστου γαίης Φαιήκων Hom. вплавь устремись к земле феаков;
4 мечтать, жаждать, желать (μεγάλων δώρων Hom.; φίλων λουτρῶν Theocr.; φυγῆς Timon ap. Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμαίομαι: Ἐπικ. μέλλ. -μάσσομαι: ἀόρ. -εμασσάμην: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ἐπικ. Ἀποβλέπω εἴς τι, ἀγωνίζομαι νὰ φθάσω εἰς αὐτό, μετὰ γεν., σκοπέλου ἐπιμαίεο Ὀδ. Μ. 220· μεταφ., ἐπιμαίεο νόστου, ἀγωνίζου πρὸς ἐπάνοδον, Ὀδ. Ε. 344· ἦ ῥά νύ τοι μεγάλων δώρων ἐπεμαίετο θυμός, ἐπεζήτει, ἐπεθύμει, Ἰλ. Κ. 401· λουτρῶν Θεόκρ. 23. 57· φυγῆς Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 57: - οὕτω, μετὰ δοτ., ὁρμῶ πρός τι, ἔχω τι ὡς σκοπόν, Ὀρφ. Ἀργ. 930. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἁρπάζω τι, ἐπιλαμβάνομαι τινός, ξίφεος δ’ ἐπεμαίετο κώπην, «ἐζήτει, ἐφήπτετο, καὶ ἔστι τὸ κώπην ἀντίπτωσις, ἐφήπτετο τῆς κώπης τοῦ ξίφους» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 531· τῶν ὁπότ’ ἰχθύσει’ ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι, ὅτε ὥρμα ὁ γέρων ἐφάψασθαι ταῖς χερσί, αὐτόθι 591· χείρ’ (ὅ ἐστι χειρὶ) ἐπιμασσάμενος, ἁρπάσας τῇ χειρὶ ἐγκρατῶς τὸ ξίφος, Ι. 302 (ἔνθα ἴδε Nitzsch), πρβλ. Τ. 480· τὴν δ’ Ἥρη ῥαδινῆς ἐπεμάσσατο χειρός, ἔλαβεν αὐτὴν ἐκ τῆς τρυφερᾶς χειρὸς αὐτῆς, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 106. 2) ἐπιψαύω, ψηλαφῶ, ὁΐων ἐπεμαίετο νῶτα, «ἐζήτει, χερσὶ δηλαδὴ ψηλαφῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ι. 441· τὸν δ’ ἐπιμασσάμενος προσέφη κρατερὸς Πολύφημος, «ἐφαψάμενος» (Σχόλ.), αὐτόθι 446· γνῶ ῥ’ ἐπιμασσαμένη αὐτὸν Τ. 468, πρβλ. 480· ἐπὶ νῶτ’ ἐπιμαίετο Ἡσ. παρ’ Ἀθην. 498Β· ἕλκος δ’ ἰητὴρ ἐπιμάσσεται ἠδ’ ἐπιθήσει φάρμακα, «ψηλαφήσει, ἐξετάσει», Ἰλ. Δ. 190· ὣς ἄρα μιν φαμένη ῥάβδῳ ἐπεμάσσατ’ Ἀθήνη Ὀδ. Ν. 429, πρβλ. Π. 172· Ἥρη δὲ μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ’ ἄρ’ ἵππους, ἐπέψαυε τῇ μάστιγι, Ἰλ. Ε. 748, κτλ.· μεταφ., ἐπεμαίετο τέχνην, Λατ. artem tractavit, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 108· ἐπ. τι νόῳ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 816. ΙΙΙ. μεταγεν. ἀπολ., ἐπὶ τῆς νυκτός, βραδέως ἐπέρχομαι, Ὀρφ. Ἀργ. 119.
English (Autenrieth)
imp. ἐπιμαίεο, ipf. ἐπεμαίετο, fut. ἐπιμάσσεται, aor. ἐπεμάσσατο, part. ἐπιμασσάμενος: (1) feel over, feel for, touch up; of the blind Polyphēmus feeling over the backs of his sheep, hoping to catch Odysseus, ὀίων ἐπεμαίετο νῶτα, Od. 9.441; Odysseus feeling for the right place to stab the sleeping Polyphēmus, χείῤ (dat.) ἐπιμασσάμενος, Od. 9.302; the surgeon probing a wound, ἕλκος δ' ἶητὴρ ἐπιμάσσεται, Il. 4.190; of touching one with the magic wand, ῥάβδῳ, Il. 13.429; horses with the whip, Il. 5.748.—(2) make for, strive for; τινός, Od. 12.220, ε 3, Il. 10.401.
Greek Monolingual
ἐπιμαίομαι (Α)
1. αποβλέπω σε κάτι, αγωνίζομαι να πετύχω κάτι («σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο» — προσπάθησε να φτάσεις τον σκόπελο, Ομ. Οδ.)
2. αρπάζω κάτι («ξίφεος δ’ ἐπιμαίετο κώπην», Ομ. Οδ.)
3. ψηλαφώ, αγγίζω («ἕλκος δ’ ἱητὴρ ἐπιμάσσεται», Ομ. Ιλ.)
4. (για τη νύχτα) έρχομαι αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μαίομαι «επιχειρώ, προσπαθώ»].
Greek Monotonic
ἐπιμαίομαι: Επικ. μέλ. -μάσσομαι, αόρ. αʹ -εμασσάμην· αποθ.,
I. αποβλέπω σε, αγωνίζομαι να πετύχω, παλεύω να αποκτήσω, αποσκοπώ σε, με γεν., σκοπέλου ἐπιμαίεο, κατευθύνσου προς (δηλ. «βάλε πλώρη») τον βράχο, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., ἐπιμαίεο νόστου, αποβλέπε σε επιστροφή, στο ίδ.
II. 1. με αιτ., επιλαμβάνομαι, αρπάζω, ἐπεμαίετο κώπην, άρπαζε, έδραξε τη λαβή του ξίφους του, στο ίδ.· χείρ' (δηλ. χειρὶ) ἐπιμασσάμενος, έχοντας αρπάξει (το ξίφος) με το χέρι μου, στο ίδ.
2. ψηλαφώ, αισθάνομαι, στο ίδ.· ἕλκος ἰητὴρ ἐπιμάσσεται, θα ψηλαφήσει, θα εξετάσει την πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
epic fut. -μάσσομαι aor1 -εμασσάμην
Dep.
I. to strive after, seek to obtain, aim at, c. gen., σκοπέλου ἐπιμαίεο make for (i. e. steer for) the rock, Od.; metaph., ἐπιμαίεο νόστου strive after a return, Od.
II. c. acc. to lay hold of, grasp, ἐπεμαίετο κώπην he clutched his sword-hilt, Od.; χείρ' (i. e. χειρὶ) ἐπιμασσάμενος having clutched [the sword with my hand, Od.
2. to handle, feel, Od.; ἕλκος ἰητὴρ ἐπιμάσσεται will probe the wound, Il.
Translations
touch
Albanian: prek; Arabic: لَمَسَ; Gulf Arabic: جاس; Moroccan Arabic: قاس; Armenian: դիպչել, կպնել, շոշափել, ձեռք տալ; Assamese: চু, ছু; Asturian: tocar; Azerbaijani: toxunmaq, dəymək; Basque: ukitu; Belarusian: кранаць, крануць, датыкацца, даткнуцца; Belizean Creole: toch; Bengali: ধরা, লাগা; Bulgarian: докосвам се, докосна се, допирам се, допра се; Burmese: ထိ; Catalan: tocar; Cherokee: ᎠᏒᏂᎭ; Chinese Mandarin: 接觸, 接触, 觸摸, 触摸, 摸, 觸, 触; Min Dong: 撞; Chuukese: attapa; Crimean Tatar: toqunmaq; Czech: dotýkat se, dotknout se; Danish: røre, berøre; Dutch: aanraken, beroeren, raken; Esperanto: tuŝi; Estonian: puudutama; Farefare: kalʋm; Faroese: nema við; Finnish: koskea, koskettaa, kosketella; French: toucher; Friulian: tocjâ, točhâ; Galician: tocar, tanguer; Georgian: შეხება; German: anfassen, berühren; Gothic: 𐍄𐌴𐌺𐌰𐌽; Greek: αγγίζω; Ancient Greek: ἀποθιγγάνω, ἅπτεσθαι, ἅπτομαι, ἀφάσσω, ἀφάω, διαψαύω, ἐπαυρίσκω, ἐπιθιγγάνω, ἐπικύρω, ἐπιμαίομαι, ἐπιψαύειν, ἐπιψαύω, ἐπιψηλαφάω, ἐφάπτεσθαι, ἐφάπτομαι, θιγγάνειν, θιγγάνω, καθάπτω, καθικνέομαι, καθικνοῦμαι, κατάπτω, καταψάω, μάσσω, μάττω, περιψαύω, ποτιψαύειν, ποτιψαύω, προσάπτω, προσθιγγάνειν, προσθιγγάνω, προσχρίμπτω, προσψαύειν, προσψαύω, συκάζω, συμψαύω, χραύω, χροΐζω, χρώζειν, χρώζω, χρῴζω, ψαύειν, ψαύω, ψηλαφάω, ψηλαφεῖν, ψηλαφέω, ψηλαφίζω, ψηλαφῶ; Gujarati: અડવું; Haitian Creole: manyen, touche; Hebrew: נָגַע; Hindi: छूना; Hungarian: érint, megérint, hozzányúl, hozzáér, tapint, megtapint, érintkezik, összeér, ér; Iban: megai; Icelandic: snerta, koma við; Ido: tushar; Indonesian: menyentuh, menyinggung; Irish: bain do, bain le; Italian: toccare; Japanese: 触る, 触れる, 接触する; Kabuverdianu: palpa, palpá; Kambera: ràma; Kazakh: жанасу, тию; Khmer: ប៉ះ, ពាល់; Korean: 닿다, 만지다; Kurdish Central Kurdish: دەست لێدان; Northern Kurdish: dest lê dan; Kyrgyz: тийүү; Lao: ຈັບຕ້ອງ, ບາຍ, ແຕະຕ້ອງ; Latgalian: dūrtīs; Latin: tango, taxo; Latvian: skart; Lithuanian: liesti, paliesti; Low German: anraken, berören; Macedonian: допира, допре; Malay: menyentuh; Malayalam: സ്പർശിക്കുക, തൊടുക; Maltese: mess; Maori: whakapā, pā; Mongolian Cyrillic: барих; Norman: touchi; Norwegian Bokmål: berøre; Nyunga: bakiny, bakiny; Occitan: tocar, tochar; Old English: hrīnan; Oromo: tuquu; Ossetian: ныдзӕвын; Pashto: لمسول, بلېسول; Persian: پرماسیدن, زدن, لمس کردن; Polish: dotykać, dotknąć; Portuguese: tocar; Quechua: llamkhay; Romanian: atinge; Romansch: tutgar, tuccar, tutgear, tutgier, tucher, tocker; Russian: трогать, тронуть, дотрагиваться, дотронуться, касаться, коснуться, прикасаться, прикоснуться; Sardinian: apodhicare, apoddicare, apodhigai, apodighare, podhicare, tocae, tocai, tocare, togare; Serbo-Croatian Cyrillic: дирати, та̀кнути; Roman: dírati, tàknuti; Sicilian: tuccari; Slovak: dotýkať sa, dotknúť sa; Slovene: dotikati se, dotakniti se; Somali: taabasho; Spanish: tocar; Swahili: kugusa; Swedish: röra, beröra, ta på, tuscha, toucha; Tajik: ламс кардан, даст задан; Tatar: тиергә; Telugu: స్పర్శ అంటుకొను, తాకు, ముట్టుకొను; Thai: แตะ, สัมผัส, แตะต้อง, จับ; Tocharian B: täk-; Turkish: dokunmak, ellemek, değmek; Turkmen: degmek, ellemek; Tuvan: дээр; Ukrainian: доторкатися, доторкнутися, торкати, торкнути, торкатися, торкнутися; Urdu: چھونا; Uyghur: تېگىشمەك; Uzbek: tegmoq; Venetian: tocar; Vietnamese: sờ, rờ, chạm, động, đụng; Walloon: djonde; Yiddish: טאַפּן, באַטאַפּן, נוגע זײַן, אָנרירן, צורירן, באַרירן, פֿינגערן, טשעפּן זיך