ἀνεπίληπτος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ἀνεπίληπτον, not open to attack, τοῖς ἐχθροῖς Th.5.17; not censured, blameless, βίος v.l. in E.Or.922, X.Cyr.1.2.15; perfect, τέχνη Ph.1.15; ἀνεπιληπτότερον less open to criticism, Pl.Phlb. 43c; ἐξουσία ἀνεπίληπτος = not subject to control, D.H.2.14; unassailable, not subject to cancellation, συγγραφαί PTaur.1.7.15. Adv. ἀνεπιλήπτως = without being attacked X.An.7.6.37, Ph.2.2,al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede ser suprimido συγγραφαί UPZ 162.7.15 (II a.C.), cf. PTeb.5.48 (II a.C.)
•no sometido a control ἐξουσία D.H.2.14.
2 de pers. no expuesto a ser acusado, irreprochable de Nicias, Th.5.17, Πέρσαι X.Cyr.1.2.15, διαφύλαξαν ἀνεπιλήπτους ἑαυτούς Plb.30.7.6, οἱ ... ἀπὸ Πύρρωνος Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a, ἢν δὲ ... καθαρὸς ὑμῖν καὶ ἀνεπίληπτος εὐρίσκωμαι Luc.Pisc.8, οἱ σύμμαχοι Ph.2.132
•de abstr. perfecto, irreprochable τὸ λεγόμενον Pl.Phlb.43c, δοκιμασία Ph.2.362, τέχνη Ph.1.15, D.Chr.12.66, νόμος φύσεως Ph.1.349, προαίρεσις Plb.14.2.14.
3 subst. τὸ ἀνεπίληπτον = la perfección τῆς ὀροφῆς ... τὸ ἀνεπίληπτον Luc.Dom.7.
II adv. ἀνεπιλήπτως = sin peligro, ἀνεπιλήπτως πορεύεσθαι X.An.7.6.37.
German (Pape)
[Seite 224] dem nicht beizukommen ist, tadellos, βίος Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; ἐξουσία, absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exposé à être attaqué ; fig. irréprochable.
Étymologie: ἀ, ἐπιλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίληπτος:
1 неуязвимый для нападок (τοῖς ἐχθροῖς Thuc.): ὦδ᾽ ἔσται ἀνεπιληπτότερον τὸ λεγόμενον Plat. правильнее будет сказать вот как;
2 безупречный, непорочный (βίος Eur., Xen., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίληπτος: -ον, ἀδιάβλητος, τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, ἄμεμπτος, βίος Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· ἐξουσία ἀν., ἀπόλυτος, Διον. Ἁλ. 2. 14· τέχνη Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of ἐπιλαμβάνομαι; not arrested, i.e. (by implication) inculpable: blameless, unrebukeable.
English (Thayer)
(L T Tr WH ἀνεπίλημπτος; see Mu, ἀνεπίληπτον (alpha privative and ἐπιλαμβάνω), properly, not apprehended, that cannot be laid hold of; hence, that cannot be reprehended, not open to censure, irreproachable (Tittmann i., p. 31; Trench, § ciii.): Euripides and) Thucydides down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίληπτος, -ον)
μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»].
Greek Monotonic
ἀνεπίληπτος: -ον, αυτός που δεν επιδέχεται επίθεση, αδιάβλητος, άμεμπτος, σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. -τως, σε Ξεν.
Middle Liddell
not open to attack, not censured, blameless, Eur., Thuc.: adv. -τως, Xen.
English (Woodhouse)
free from reproach, not liable to blame
Translations
irreproachable
Bulgarian: безукорен; Esperanto: senmanka; French: irréprochable; German: einwandfrei, tadellos, unbescholten, unsträflich, untadelhaft, untadelig; Greek: άμεμπτος; Ancient Greek: ἄβακτος, ἄβυκτος, ἀκατάψεκτος, ἀλοιδόρητος, ἄμεμπτος, ἀμεμφής, ἀμεμψιμοίρητος, ἄμομφος, ἀμύμων, ἄμωμος, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεπίλημπτος, ἀνεπίληπτος, ἀνεπίφθονος, ἀνεύθυνος, ἀνονείδιστος; Hungarian: feddhetetlen; Italian: irreprensibile; Luxembourgish: irreprochabel; Manx: gyn cron, neuchyndagh, neuoltooanagh; Norwegian: daddelfri; Bokmål: uklanderlig; Polish: nienaganny, nieskazitelny, nieposzlakowany; Portuguese: irreprochável; Romanian: ireproșabil; Russian: безукоризненный