μέλω

From LSJ
Revision as of 13:04, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλω Medium diacritics: μέλω Low diacritics: μέλω Capitals: ΜΕΛΩ
Transliteration A: mélō Transliteration B: melō Transliteration C: melo Beta Code: me/lw

English (LSJ)

Med. μέλομαι, used in both voices, either in neut. sense,

   A to be an object of care or thought, or in act. sense, care for, take an interest in.    A pres. μέλω: impf. ἔμελον, Ep. μέλον Od.5.6: fut. μελήσω, Ep. inf. μελησέμεν Il.10.51: aor. ἐμέλησα: pf. μεμέληκα; also Ep. and Lyr. μέμηλα, Dor. part. μεμᾱλώς dub. in Pi.O.1.89 (for Ep. forms of Med.v.infr.111.2): almost always 3sg.and pl., exc. in pres. (v. infr.):—to be an object of care or thought, sts. with a personal subject (not in Att. Prose):    I πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω by all manner of wiles am I in men's thoughts, i. e. am well known to them, Od.9.20; Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα 12.70; μελήσεις ἄφθιτον ἀνθρώποις αἰὲν ἔχων ὄνομα Thgn.245; Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Pi.Fr.155; μέλει σφισὶ Καλλιόπα Id.O.10(11).14; ἵνα θανοῦσα νερτέροισιν μέλω E.Andr. 850 (lyr.); Ἔρως . . οὐρανίδαισι μέλων Id.Tr.842; μέλων πολλοῖσι AP 5.121 (Diod.); ἡ μέλουσα ἀγέλη Them.Or.1.10a: pf. part., ἀρεταῖσι μεμαλότας dear to virtue, Pi.O.1.89 (dub.); μέλεγάρ οἱ [Ὀδυσσεύς] Od. 5.6; τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν . . . Τηλεμάχῳ μελέμεν 18.420: but more freq. of things, μή τοι ταῦτα . . . μελόντων let not these things weigh on thy soul, Il.18.463, Od.13.362; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί Il.24.152; σοὶ χρὴ τάδε πάντα μέλειν 'tis good these things should be a care to thee, 5.490; πόλεμος δ' ἄνδρεσσι μελήσει 6.492; μελήσουσιν δ' ἐμοὶ ἵπποι 5.228; ᾧ τόσσα μέμηλε 2.25; οἷς ὕβρις μέμηλε κακή Hes.Op. 238; τοῖσιν . . ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od.1.151, cf. Il.2.614; ὅσα φημὶ μελησέμεν Ἀργείοισι 10.51; ἔλεγε . . κομιδῆς πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Hdt.8.19; μέλει γὰρ ἀνδρὶ . . τἄξωθεν A.Th.200; σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς Id.Pr.3; οὗτος . . δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος E.Supp.939; ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ar.Ec.459; τοῖσδε μελήσει γάμος E.El.1342 (anap.); τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός X.Ap.20.    2 impers. c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Od.16.465; so in A.Ag.1250, Th.1.141, etc.; also, μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι X.Cyr.6.3.19: united with the personal construction, οὗτος μητρὶ κηδεύειν μέλει E.Rh.983.    3 less freq. with a Conj., οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνῄσκει Hdt.9.72; σοὶ μελέτω ὅκως . . Id.1.9, cf. X.An.1.8.13, etc.; ὡς δὲ καλῶς ἕξει... ἐμοὶ μελήσει Id.Cyr.3.2.13; ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μὴ . . S.Ph.1121 (lyr.); οὐ τοσοῦτόν μοι μέλει εἰ . . Lys.21.12.    4 3sg. is freq. used impers. with the object in gen., and pers. in dat., ᾧ μέλει μάχας to whom there is care for the battle, who careth for it, A.Ch.946 (lyr.), cf. Ag.974; ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει Id.Pr.938; θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει S.Ph. 1036; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων E.Heracl.717; πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος Pl.Prt.339b; also μέλει μοι περί τινος A.Ch.780, Ar.Lys.502, Pl.Alc.2.150d; μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν Id.Cra.428b: less freq. with ὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν D. 21.37.    5 abs., μηδέ σοι μελησάτω A.Pr.334; οἶμαι θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν, οἳ (nisi leg. οἷς) ἠδίκηνται Antipho 1.31.    6 freq. with a neg., οὐδέν μοι μέλει I care not, Ar.Ra.655; μή νυν μελέτω σοι μηδέν Id.Pl. 208; τῷ δ' οὐδὲν μ. Alex.178.2; so τί δέ σοι μέλει; Diph.73.10.    II μέλον ἔστι periphr. for μέλει, as τοῖσδ' ἔσται μ. S.OC653, cf.1433.    2 neut. part. used abs., οὐδὲν ἄρ' ἐμοῦ μέλον for they took no thought of me, Ar.V.1288; δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι since you care about it, Pl.Ap.24d; οὐδὲν αὐτῷ μ. τοῦ τοιούτου Id.Phdr.235a; μ. αὐτοῖς ἰσχυρῶς ὅπῃ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο X.Cyr.5.2.24; οὔτε σκοπούμεναι οὔτε μ. αὐταῖς ἄλλο ἢ χαρίζεσθαι Pl.Grg.501b.    III Med. is used by Poets and in Hp. like Act., μελόμεθα, -ησόμεθα, Hp.Ep.27; to be an object of care, Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα E.Hipp.60: mostly in 3sg., ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Il.1.523; μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω let it not weigh on thy mind, Od.10.505; τἀντεῦθεν . . αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ A.Eu.61; τἀνθάδ' ἂν μέλοιτ' ἐμοί S.El.1436; γάμους . . σοὶ χρὴ μέλεσθαι E.Ph.759, etc.; ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς ib.1302: rarely impers., σοὶ . . μελέσθω φρουρῆσαι S.El.74; μέλεταί τινί τινος Theoc. 1.53, Orac. ap. Luc.Alex.24.    2 Ep. pf. and plpf. Pass. μέμβλεται, μέμβλετο (fr. μέ-μλ-εται, μέ-μλ-ετο), with pres. and impf. sense, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (for μέλει); Il.19.343; μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (for ἔμελε) 21.516; φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Od.22.12; ᾗσιν ἀοιδὴ μέμβλεται ἐν στήθεσσιν Hes. Th.61: hence later Ep. formed a pres. μέμβλομαι, 2pl. μέμβλεσθε A.R.2.217; 3pl. μέμβλονται, in act. sense (cf. B. 11 infr.), μ. πόνοισι Opp.H.4.77: the regul. pf. and plpf. (with pres. and impf. sense) also occur in later Poets, μεμέληται Opp.C.1.436; Φοίβῳ μεμελήμεθα AP10.17 (Antiphil.); μεμέληνται Call.Fr.anon.119, Opp.C.1.349: 2 and 3 plpf. μεμέλησο, -το, AP5.219 (Agath.), Theoc.17.46; part. μεμελημένος, α, ον, cared for, πολλοῖς μεμελημέναι ἡρωῖναι Id.26.36, cf. AP7.199 (Tymn.): aor. part. Pass. μεληθέν ib.5.200; cf. βέβλεσθαι.    B with an object, care for, take an interest in a thing, c. gen., Hom. only in pf. part., μέγα πλούτοιο μεμηλώς busied with, attending to... Il.5.708; μέγα πτολέμοιο μεμηλώς 13.297: later in pres., οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν A.Ag.370 (lyr.); μέλειν μὲν ἡμῶν S.Aj.689; δεινόν σε . . τικτούσης μέλειν Id.El.342: later c. dat., care for, μέλω κύρτοις AP10.10 (Arch. Jun.); θεοῖς μέλοντες Plu.Sull.7: abs., to be anxious, μέλει . . κέαρ A.Th.288, cf. Pers.1049 (both lyr.); μελούσῃ καρδίᾳ E.Rh.770.    2 rarely c. acc., πεντήκοντα βοῶν ἀντάξια ταῦτα μέμηλας thou hastinvented, h.Merc.437 (fort. μέμηδας).    3 c. inf., θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσι (μέλλουσι codd. opt.) καὶ τῶν ὁσίων ἐπᾴειν E.HF773 (s.v.l.).    II Med. μέλομαι, care for, take care of, c. gen., A.Th.177 (lyr.), S.OT1466, E.Hipp.109, Heracl.354 (lyr.), A.R.1.967; τὰ λοιπά μου μέλου (where τὰ λ. is adverbial) S.OC1138; μεμελημένοι ἀέθλων Opp.H.4.101: c. dat., ἐτητυμίῃ μεμελημένος Call. Aet.3.1.76; ἱππασίῃ μεμελημένον ἦτορ Q.S.4.500: c. acc., μέλομαι ῥόδον (prob. l. for μέλπομαι) Anacreont.53.2: with Preps., μέλεσθαι ἀμφί τι or τινος, A.R.2.376, 4.491; ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι AP6.221 (Leon.); ἐμέλοντο περὶ σφίσιν A.R.3.1172: c. inf., μέλομαι . . ἀείδειν Anacr.65; μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη A.Supp.367, cf. E.Heracl.96 (lyr.): aor. in same sense, c. gen., τάφου μεληθείς S.Aj.1184.

German (Pape)

[Seite 128] fut. μελήσω, Gegenstand der Sorge, Fürsorge sein, am Herzen liegen; πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω, durch Listen liege ich den Menschen im Sinne, daß alle von mir hören und mich kennen lernen wollen, Od. 9, 20, vgl. Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, die Argo, von der Alle hören wollen, die Allen im Sinne liegt, Od. 12, 70; ἵνα θανοῦσα νερτέροισι μέλω, Eur. Androm. 850; ἄνθρωποι θεοῖς μέλοντες, Plut. Sull. 7. – Gewöhnlich nur in der 3. Person, μέλει μοι, es liegt mir am Herzen, es kümmert mich, οὶς οὔτι μέλει πολεμήϊα ἔργα, die sich um den Krieg nicht kümmern, Il. 2, 338, u. so von jedem eifrig betriebenen Geschäft, vgl. Il. 6, 492. 10, 92 Od. 5, 67; Hes. Th. 216 u. öfter, ἐμοὶ τάδε πάντα μέλει, μελήσει; – τοὶ οὔει μέλει Τρώων πόνος, Il. 22, 11; οὔ νύ τι σοίγε μέλει κακόν, du bist wegen eines Uebels ohne Sorge, 24, 683; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσίν, 24, 152; σοὶ δ' ἐνθάδε πάντα μελόντων, Od. 18, 266, u. sonst, im plur., μέλουσί μοι ὀλλύμενοί περ, Il. 20, 21, wie μελήσουσι δέ μοι ἴπποι, 5, 228; auch c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι, ich bekümmerte mich nicht darum, danach zu fragen, Od. 16, 465. – Dazu gehört auch das perf. μέμηλα, mit der Präsensbedeutung, ᾡ τόσσα μέμηλε, dem so Viel am Herzen liegt, zu besorgen obliegt, Il. 2, 25, ᾑτ' αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν, 5, 876, öfter; auch μοὶ οὔτι μετὰ φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν, 19, 213; u. plusqpf., οὔ σφι θαλάσσια ἔργα μεμήλει Il. 2, 614, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od. 1, 151; aber auch c. gen. verbunden, μέγα πλούτοιο μεμηλώς, wie πτολέμοιο, Il. 5, 708. 13, 297, sehr auf Reichthum, auf den Krieg bedacht, des Krieges beflissen; auch ταῦτα μέμηλας, h. Merc. 437. – So auch Pind. u. Tragg.; χρὴ ἀγαθὰν ἐλπίδ' ἀνδρὶ μέλειν, Pind. I. 7, 15; ἀρεταῖσιν μεμαλότες, Ol. 1, 89; vgl. Βάκχῳ καὶ Μούσῃσι μεμηλότα, Diod. ep. 13 (VII, 370); Aesch. δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμνήστρᾳ μέλειν εἰκὸς μάλιστα, Ag. 571; c. inf., τοῖς δ' ἀποκτείνειν μέλει, 1223; ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. O. R. 377, der auch ἀλλὰ τοῖσδ' ἔσται μέλον sagt, O. C. 659, vgl. 1435 El. 451, für μελήσει; κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι, Eur. Alc. 729, öfter; u. in Prosa, ταῦτά οἱ νῦν μέλει, Her. 1, 36; auch ἔλεγε, οὐ μέλειν οἱ ὅτι πρὸ τῆς Ἑἱλάδος ἀποθνήσκει, 9, 72; οις οὐδὲν ἄλλο μέλει ἢ τοῦτο ζητεῖν, Plat. Lach. 182 e; auch im plur., ἐν ᾗ πόλει θυσίαι καὶ ἑορταὶ πᾶσι μέλουσι, Legg. VIII, 835 d; im partic. absolut, μέλον γέ σοι, da dir das am Herzen liegt, Apol. 24 d. – Auch mit dem gen. des Gegenstandes, der am Herzen liegt, für den man Sorge trägt, ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει, Aesch. Prom. 940; ᾡ μέλει κρυπταδίου μάχας, Ch. 934; θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει, Soph. Phil. 1025, vgl. El. 334, wo es dem λελῆσθαι entgeggstzt ist; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων Eur. Heracl. 717, u. sonst oft; bes. in Prosa die geläufigste Construction, οἱς τι μέλει τῆς αὑτῶν ψυχῆς, Plat. Phaed. 82 d; μηδενός σοι μελέτω, es kümmere dich Nichts, Lys. 211 c; μεμέληκέ σοι τῆς φυλακῆς Xen. Mem. 3, 6, 10, u. sonst. – Auch περί τινος, μέλει θεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι, Aesch. Ch. 769; περὶ στρατιῆς τῆσδε θεοῖσι μελήσει, Her. 6, 101. 8, 19 u. Plat., der auch das perf. so braucht, μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν, Crat. 428 b, ὅτι μεμεληκέναι ὑμῖν ἡγούμεθα περὶ τῶν τοιούτων, Lach. 187 c, vgl. noch Prot. 339 b, πάνο μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος, ich habe mich gerade mit dem Liede beschäftigt. – Es folgt auch eine indirekte Frage, ὅ, τι, Xen. Cyr. 5, 5, 37, οἵ τινες, Oec. 2, 16, ἀπεκρίνατο, ὅτι αὐτῷ μέλοι ὅπως καλῶς ἔχοι, An. 1, 8, 13; vgl. Plut. Artax. 8; ὡς, Cyr. 3, 2, 13; εἰ c. ind. fut., Andoc. 1, 24. – Das med. hat – a) dieselbe Bdtg mit dem act., ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται, Il. 1, 523, μήτι τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω, nicht mache dir Sorge um einen Wegweiser, Od. 10, 505; τἀντεῦθεν αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ, Aesch. Eum. 61; vgl. Soph. El. 1436; γάμους ἀδελφῆς σοι μελέσθαι, Eur. Phoen. 766; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 839; eben so ep. perf. u. plusqpf. μέμβλεται u. μέμβλετο (für μεμέληται, Opp. C. 1, 436, Theocr. 17, 461, mit Präsensbedeutung, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς, = μέλει, Il. 19, 343, μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος, 21, 516, φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο, Od. 22, 12; vgl. Hes. Th. 61; μεμελημένος τινί, Theocr. 26, 36; a. sp. D., die auch μέμβλομαι wie ein praes. behandeln, οἷσιν μέμβλεσθε κιόντες, Ap. Rh. 2, 217; μέμβλονται, Opp. H. 4, 77. – Auch wie das act. mit dem gen. des Gegenstandes, der Einem am Herzen liegt, μέλεταί μοί τινος, Theocr. 1, 53; vgl. αἷν μοι μέλεσθαι, Soph. O. R. 1466. – b) in trans. Bdtg, Sorge um Etwas tragen, besorgen, τινός; so Aesch. μέλεσθε δ' ἱερῶν δημίων, μελόμενοι δ' ἀρήξατε, Spt. 160; ξυνῇ μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη, Suppl. 362; der aber auch das act. so construirt, οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν, Ag. 361, daß die Götter sich nicht um die Sterblichen kümmern wollen, vgl. μέλει, φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ, Spt. 269, u. oben den homerischen Gebrauch von μεμηλώς; τὰ λοιπά μου μέλου δικαίως, Soph. O. C. 1140; vgl. Eur. Heracl. 355; sp. D., die auch ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι sagen, Leon. Al. 12 (VI, 221); der aor. pass. hat activische Bdtg, Soph. Ai. 1184, τάφου μεληθείς, für das Grab Sorge tragend; u. pass., besorgt werden, Ep. ad. 112 (V, 201), τὸ μεληθὲν βάρβιτον.

Greek (Liddell-Scott)

μέλω: μέσ. μέλομαι, ῥῇμα ἐν χρήσει κατ’ ἀμφοτέρας τὰς φωνάς, Α. ἐνίοτε ἐπὶ οὐδετέρας σημασίας, εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος ἢ σκέψεως, Β. ἐνίοτε ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, φροντίζω περί τινος, «ἐνδιαφέρομαι»· - οἱ διάφοροι τύποι οἱ ἐν χρήσει ἐπὶ ἑκατέρας τῶν σημασιῶν τούτων εὕρηνται ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει. Α. ὡς οὐδετέρας διαθέσεως ῥῆμα σημαίνει: εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος ἢ μερίμνης: Ι. πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω, εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους εἶμαι ἀφορμὴ ὁμιλίας, εἶμαι εἰς τὰ στόματα ἁπάντων διὰ τοὺς στρατηγικούς μου δόλους, Ὀδ. Ι. 20· οὕτω, Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, «πᾶσι τοῖς ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἐν φροντίδι οὖσα, ἐκ πάσης γὰρ τῆς Ἑλλάδος εἶχεν ἥρωας» (Σχόλ.), Μ. 70· μελήσεις ἄφθιτον ἀνθρώποις αἰὲν ἔχων ὄνομα Θέογν. 245· Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Πινδ. Ἀποσπ. 127· ἵνα θανοῦσα νερτέροισι μέλω Εὐρ. Ἀνδρ. 850 (Λυρ)· Ἰλίου κατασκαφὰν πυρὶ μέλουσαν δαΐῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 197, πρβλ. Τρῳ 842· χοροὶ πᾶσι μέλουσι διὰ βίου Πλάτ. Νόμ. 835D· πολλοῖσι μέλων Ἀνθ. Π. 5. 122, κτλ.· σπάνιον ἐν τῇ μετοχ. πρκμ., ἀρεταῖσι μεμᾱλότας, μέλημα ταῖς ἀρεταῖς, Πινδ. Ο. 11. 45. ΙΙ. συνηθέστατον ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ καὶ πληθ. τοῦ ἐνεργ. ἐνεστ. μέλει, μέλουσι· παρατ. ἔμελε Ἐπικ. μέλε· μέλλ. μελήσει: ἀπαρ. ἐνεστ. καὶ μέλλ. μέλειν καὶ μελήσειν· ἀόρ. ἐμέλησε Λυσ. 140. 18, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 19· πρκμ. μεμέληκε Πλάτ. Κρατ. 428Β, Μένων 81Α, Ψευδο-Δημ. 1360. 1· ὑπερσ. ἐμεμελήκει Ξεν. Κύρ. 8. 3, 25· Ἐπικ. πρκμ. μέμηλε, ὑπερσ. μεμήλει· - Σύνταξις: τὸ μὲν πρᾶγμα κατ’ ὀνομ. (τὸ ἀντικείμενον τῆς φροντίδος), τὸ δὲ πρόσωπον κατὰ δοτ., μή τοι ταῦτα... μελόντων, «μή σοι ταῦτα ἐν τῇ σῇ διανοίᾳ διὰ φροντίδος ἔστωσαν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 463, Ὀδ. Ν. 362· μέλε γάρ οἱ [Ὀδυσσεὺς] Ε. 6· μηδὲ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσὶ Ἰλ. Ω. 152· σοὶ δὲ χρὴ τάδε πάντα μέλειν νύκτας τε καὶ ἦμαρ, «σοὶ δὲ πάντα ταῦτα διὰ φροντίδος εἶναι προσήκει νύκτωρ τε καὶ μεθ’ ἡμέραν» (Θ. Γαζῆς), Ε. 490· τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν... Τηλεμάχῳ μελέμεν Ὀδ. Σ. 420· πόλεμος δ’ ἄνδρεσσι μελήσει Ἰλ. Ζ. 492· μελήσουσι δέ μοι ἵπποι Ε. 228· ᾧ τόσσα μέμηλε Β. 25, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 236· τοῖσιν... ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Ὀδ. Α. 151, πρβλ. Ἰλ. Β. 614· ὅσα φημὶ μελησέμεν Ἀργείοισι Κ. 51· μ. σφίσι Καλλιόπα Πινδ. Ο. 10 (11). 19· ἐκέλευσε τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Ἡρόδ. 8. 19· μέλει γὰρ ἀνδρί... τἄξωθεν Αἰσχύλ. Θήβ. 200· σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολὰς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 3· οὗτος... δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος Εὐρ. Ἱκέτ. 939· ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 456· τοῖσδε μελήσει γάμος Εὐρ. Ἠλ. 1342. 2) ἀντὶ τῆς ὀνομαστ. συχνάκις κεῖται ἀπαρ., οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Ὀδ. Π. 465· οὕτως ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1250, Θουκ. 1. 141, κτλ.· ὡσαύτως, μέλει μοι ὥστε εἰδέναι Ξεν. Κύρ. 6. 3, 19· ἀμφότεραι δὲ αἱ συντάξεις εὕρηνται ἡνωμέναι ἐν Εὐρ. Ρήσ. 983, οὗτος μητρὶ κηδεύειν μέλει. 3) σπανιώτερον ἀκολουθεῖ σύνδεσμος, οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνήσκει Ἡρόδ. 9. 72· μελέτω σοι ὅκως..., ὁ αὐτ. ἐν 1. 9, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ.· ὡς δὲ καλῶς ἕξει..., ἐμοὶ μελήσει ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 2, 13· ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μή... Σοφ. Φιλ. 1121· οὔ μοι μέλει εἰ... Λυσ. 162. 32. 4) παρ’ Ἀττ. τὸ γ΄ ἑνικ. συνηθέστατα κεῖται ἀπροσ. μετὰ τοῦ ἀντικειμένου κατὰ γεν., καὶ τοῦ προσώπου κατὰ δοτ., ᾧ μέλει μάχας, εἰς ὃν ὑπάρχει φροντὶς διὰ τὴν μάχην, ὅστις φροντίζει περὶ τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Χο. 946, πρβλ. Ἀγ. 974· ἐμοὶ δ’ ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 938· θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει Σοφ. Φιλ. 1036· Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων Εὐρ. Ἡρακλ. 717· καὶ λίαν συχνάκις ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῷ, Ἀντιφῶν 114. 37, κτλ.· πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος Πλάτ. Πρωτ. 339Β· - ὡσαύτως, μέλει μοι περί τινος Ἡρόδ. 8. 19, Αἰσχύλ. Χο. 780, Ἀριστοφ. Λυσ. 502, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 150D, κτλ.· σπανιώτερον μετὰ τῆς ὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν Δημ. 526. 3· - ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν γεν. μόνον μετὰ τοῦ ἀμελέῳ. 5) ὁπόταν ἀπαντᾷ ἀπολύτως, δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν πτῶσίν τινα, μηδέ σοι μελησάτω (τοῦδε ἢ τόδε) Αἰσχύλ. Πρ. 332. 6) συχν. μετ’ ἀρνήσ., οὐδέν μοι μέλει Ἀριστοφ. Βάτρ. 655· μὴ νῦν μελέτω σοι μηδὲν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 208· τῷ οὐδὲν μέλει Ἄλεξ. ἐν «Παρασίτῳ» 1· οὕτω, τί δέ σοι μέλει; Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 1. 10 ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ., μέλον ἐστί, περίφρ. ἀντὶ τοῦ μέλει, οἷον, τοῖσδ’ ἔσται μέλον Σοφ. Ο. Κ. 653, 1433· ἔστι μέλον τινὸς Πλάτ. Γοργ. 501Β· τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκὸς Ξεν. Ἀπολ. 20. 2) τοῦ οὐδ. ἡ μετοχ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ἀπολ., οὐδὲν ἄρ’ ἐμοῦ μέλον, οὐδόλως ἐσκέφθησαν περὶ ἐμοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 1288· δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι, ἀφοῦ ἔχεις σκεφθῆ περὶ αὐτοῦ, Πλάτ. Ἀπολ. 24D· οὐδὲν αὐτῷ μέλον τοῦ τοιούτου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 235Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 2, 24. ΙV. τὸ μέσ. κεῖται παρὰ ποιηταῖς καὶ τῷ Ἱππ. ὡς τὸ ἐνεργ. μελόμεθα, -ησόμεθα Ἱππ. Ἐπιστ. 849· εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος, Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα Εὐρ. Ἱππ. 60· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ, ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Ἰλ. Α. 523· μήτι τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω, νὰ μὴ ζαλήσῃς τὴν κεφαλήν σου περὶ κυβερνήτου, Ὀδ. Κ. 505· οὕτω, τἀντεῦθεν... αὐτῷ μελέσθω Λοξίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 61· τἀνθάδ’ ἂν μέλοιτό μοι Σοφ. Ἠλ. 1436· γάμους... σοὶ χρὴ μέλεσθαι Εὐρ. Φοίν. 759, κτλ.· οὕτως ἡ μετοχ., τάδε δὲ μελόμεν’ ἐπ’ ἐλπίσιν Σοφ. Τρ. 951 (καθ’ Ἕρμανν. ἀντὶ μέλλομεν, κατὰ Erfurdt μένομεν)· ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς Εὐρ. Φοίν. 1303· - οὐχὶ συχνάκις, σοί... μελέσθω φρουρῆσαι Σοφ. Ἠλ. 74· μέλεταί μοί τινος Θεόκρ. 1. 53. 2) ἰδιαζούσης προσοχῆς ἄξιοι εἶναι ὁ Ἐπικ. παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. μέμβλεται, μέμβλετο, συντετμημ. ἀντὶ μεμέληται, μεμέλητο, μὲ σημασ. ἐνεστ. καὶ παρατατ., ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ’ Ἀχιλλεὺς (ἀντὶ μέλει) Ἰλ. Τ. 343· μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (ἀντὶ ἔμελε) Φ. 516· οὕτω, φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Ὀδ. Χ. 12, πρβλ. Ἡσ. Θ. 61· - ἐντεῦθεν οἱ μεταγεν. Ἐπικ. ἐσχημάτισαν ἐνεστ. μέμβλομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 217, Καλλ. Ἀποσπ. 169, Ὀππ., κτλ.· - ὁ ὁμαλὸς πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς, μεμέληται Ὀππ. Κυν. 1. 435· Φοίβῳ μεμελήμεθα Ἀνθ. Π. 10. 17· β΄ καὶ γ΄ ὑπερσ. μεμέλησο, μεμέλητο, αὐτόθι 5. 220, Θεόκρ. 17. 46· μετοχ. μεμελημένος, α, ον, περὶ οὗ φροντίζει τις, ἀγαπητός, τινὶ ὁ αὐτ. 26. 36, Ἀνθ. Π. 7. 199. Β. μετ’ ἀντικειμένου, φροντίζω περί τινος, ἐπιμελοῦμαι, ἐνδιαφέρομαι εἴς τι, μόνον κατ’ ἐνεστ.· μετὰ γενικῆς (ὡς τὸ ἐπιμελέομαι), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ. πρκμ., μέγα πλούτοιο μεμηλώς, «μεμεληκώς, ἐπιμέλειαν ἔχων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 708· πολέμοιο μεμηλὼς Ν. 297, 469· οὐκ ἔφα τις θεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσθαι μέλειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 370· μέλειν μὲν ἡμῶν Σοφ. Αἴ. 689· δεινόν σε... τικτούσης μέλειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 342· θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσιν Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 772 οὕτω, παρὰ μεταγεν., μετὰ δοτ., φροντίζω περί τινος, μέλω κύρτοις Ἀνθ. Π. 10. 10· θεοῖς μέλοντες Πλουτ. Σύλλ. 7· - ἀπολ. εἶμαι ἀνήσυχος, ἔμφροντις, μεριμνῶ, μέλει... κέαρ Αἰσχύλ. Θήβ. 287, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 1049, Εὐρ. Ρῆσ. 770. 2) σπανίως μετ’ αἰτ., ταῦτα μέμηλας, ταῦτα ἐφεῦρες, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 437. II. Μέσ. μέλομαι, φροντίζω περί τινος, προνοῶ, προσέχω τι, μετὰ γεν., Αἰσχύλ. Θήβ. 177, Σοφ. Ο. Τ. 1466, Εὐρ. Ἱππ. 109, Ἡρακλ. 354, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 697· τὰ λοιπά μου μελοῦ (ἔνθα τό: τὰ λοιπὰ κεῖται ἐπιρρηματικῶς) Σοφ. Ο. Κ. 1138· ὡσαύτως, μέλεσθαι ἀμφί τι ἢ ἀμφί τινος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 376., Δ. 491· περί τινος ἤ τινι Ἀνθ. Π. 6. 221, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1172· μετ’ ἀπαρ., μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 367, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 97· - ὁ ἀόριστ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, μετὰ γεν., τάφου μεληθῶ Σοφ. Αἴ. 1184· ἀλλὰ μεληθέν, ὡς παθητικόν, περὶ οὗ ἐφρόντισέ τις, Ἀνθ. Π. 5. 201· καὶ παθητ. πρκμ. μεμελημένος, αὐτόθι 6. 221.

French (Bailly abrégé)

f. μελήσω, ao. ἐμέλησα, pf. μεμέληκα, pf.2 poét. μέμηλα, ces deux pf. au sens d’un prés.
1 intr. être un objet de soin, de souci, de préoccupation, τινι : ἀνθρώποισι μέλω OD je suis connu des hommes ; • impers. μέλει (impf. ἔμελε, f. μελήσει, ao. ἐμέλησε, pf. μέμηλε) : μέλει μοί τινος, περί τινος, ὑπέρ τινος, qch est pour moi un objet de souci, je me préoccupe de qch, je m’intéresse à qch ; μέλει μοι avec l’inf. je me préoccupe de, je songe à ; μέλει μοι ὅτι, ὅπως ou ὡς, εἰ avec l’ind., ὥστε avec l’inf. je me préoccupe de ce que, j’ai soin que ; abs. μηδέ σοι μελησάτω ESCHL ne t’occupe point de cela ; en prose att. le part. (prés. μέλον, fut. μελῆσον, ao. μελῆσαν) pour μέλει, μελήσει, ἐμέλησε : ἐστί τε μέλον μοι SOPH, ἔστι μέλον τινός PLAT qqn ou qch m’est à cœur, j’ai souci de qqn ou de qch ; abs. δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι PLAT il est évident que tu le sais, puisque tu t’en es préoccupé;
2 tr. prendre soin de, gén. ESCHL, SOPH ; Pass. μέλομαι (f. μελήσομαι, ao. ἐμελήθην, pf. μεμέλημαι) être un objet de soin, de sollicitude, d’attention : τινί, pour qqn ; ἐμοὶ ταῦτα μελήσεται IL j’aurai soin de ces choses ; σοὶ μελέσθω φρουρῆσαι SOPH aie soin de veiller ; fig. ῥανίσι αἱμακταῖς μελόμενος EUR qui est un objet de soin pour les aspersions sanglantes, càd qui est réclamé par, etc., destiné à, etc.
Moy. μέλομαι (les temps comme au Pass. v. ci-dessus) prendre soin de : τινός, de qqn ou de qch ; τάφου μεληθῶ SOPH que je prenne soin du tombeau.
Étymologie: R. Μελ, prendre soin.

English (Autenrieth)

μέλει, μέλουσι, imp. μελέτω, μελόντων, inf. μελέμεν, ipf. ἔμελε, μέλε, fut. μελήσει, inf. μελησέμεν, perf. μέμηλεν, subj. μεμήλῃ, part. μεμηλώς, plup. μεμήλει, mid. pres. imp. μελέσθω, fut. μελήσεται, perf. μέμβλεται, plup. μέμβλετο: be an object of care or interest; πᾶσι δόλοισι | ἀνθρώποισι μέλω, i. e. my wiles give me a world-widerenown,’ Od. 9.20; cf. Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, i. e. the Argoall-renowned,’ Od. 12.70; mostly only the 3d pers., μέλει μοί τις or τὶ, ‘I care for,’ ‘am concerned with’ or ‘in’ somebody or something, he, she, or it ‘interests me,’ ‘rests’ or ‘weighs upon my mind’; μελήσουσί μοι ἵπποι, ‘I will take care of the horses,’ Il. 5.228 ; ἀνὴρ ᾧ τόσσα μέμηλεν, who has so many ‘responsibilities,’ Il. 2.25; perf. part. μεμηλώς, ‘interested’ or ‘engaged in,’ ‘intent on,’ τινός, Ε , Il. 13.297; mid., Il. 1.523, Il. 19.343, Il. 21.516, Od. 22.12.