ὄφρα
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
used as a Final and Temporal Conj., correlat. to τόφρα, by Ion. and Dor. Poets, and thrice (in the latter sense) in lyr. passages of Trag., A.Ch.360, Eu.338, S.El.225. A Final Conj., that, in order that: I with subj., 1 after primary tenses and imper., Il.1.524, 4.205, al.; so also ὄ. κε 22.382, etc.; ὄφρ' ἄν Od.17.10, 18.364; ὄ. μή Il.1.118, etc.; ἴομεν, ὄ. κε θᾶσσον ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα (where ἴομεν, ἐγείρομεν are Ep. for ἴωμεν, ἐγείρωμεν) 2.440; so ὄ. . . ἱερεύσομεν, for -ωμεν, 6.308, etc.; so also ὄ. . . αἰνέσω Pi.O.7.15; ὄ. . . κελαδῆτον Id.P.11.9; ὄ. βάσομεν . . ἵκωμαί τε Id.O.6.23 (where βάσομεν is prob. aor. subj.); ὄ. μήσεται B.17.42; but Hom. thrice uses it with fut. ind., ὄφρα καὶ Ἕκτωρ εἴσεται Il.16.242; ὄφρα . . ἔπος ὑποθήσεαι Od.4.163; ὄφρα με μήτηρ ὄψεται 17.6. 2 after past tenses, Il.1.158,444, 5.128, Od.3.15, 6.173, 9.13, Pi.P.4.92, A.R.1.16, 3.1307, 4.908. II with opt. after past tenses, Il.4.300, Od.1.261, etc.: rarely ὄφρα κε or ὄφρ' ἄν with opt., Il.12.26, Od.17.298. B Temporal conj.: I so long as, while, 1 commonly with impf., ἀνδρῶν . . ἄριστος ἔην Τελαμώνιος Αἴας, ὄφρ' Ἀχιλεὺς μήνιεν Il.2.769, cf. Od.20.136, al.: the correlat. τόφρα or τόφρα δέ . . commonly follows in apodosi, as ὄ. μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ, τόφρα δὲ . . 9.56, cf. Il.4.220,9.550, 15.343, etc. 2 with subj., and usu. with ἄν, κε or κεν, 6.113, Od.2.124, etc.: also pleon., ὄφρ' ἂν μέν κεν ὁρᾷς, with τόφρα in apodosi, Il.11.202, cf. Od.5.361, 6.259; but τόφρα precedes in Od.2.124: sts. without ἄν, κε or κεν, Il.4.346, Od.15.81, etc.: in Il.24.554 κεῖται (so codd. with v.l. κῆται) is subj. II until: 1 with aor. ind., of a fact in past time, ὄ. καὶ αὐτὼ κατέκταθεν till at last they too were slain, Il.5.557, cf. 588, 10.488, 13.329, Od.5.57, 7.141, etc.; with τόφρα preceding, 4.289. 2 with aor. subj., of an event at an uncertain future time, ἔχει κότον, ὄ. τελέσσῃ he bears malice till he shall have satisfied it, Il.1.82, cf. 14.87, 16.10: but in this case ἄν (κε or κεν) is commonly added, 6.258, 10.444, Od.4.588, etc.; with τόφρα preceding, Il.1.509. 3 with opt., of an event future in relation to past time, νωλεμέως δ' ἐχόμην, ὄφρ' ἐξεμέσειεν Od.12.437, cf. 3.285, Il.10.571. III used for τόφρα or τέως (cf. ἕως B), for a while, only in Il.15.547. IV ὄ. ποτὶ στόμα Θερμώδοντος as far as, up to, A.R.2.805.
German (Pape)
[Seite 427] nur bei ion. u. dor. Dichtern, selten bei Tragg., – 1) Correlativum zu τόφρα, von einer unbestimmten Zeitdauer, während daß, so lange als; – a) c. indicat.; dem τόφρα im andern Satzgliede ausdrücklich entsprechend, ὄφρα τοὶ ἀμφεπένοντο βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον, τόφρα δ' ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον, in der Zeit, während die steh mit dem Menelaos beschäftigten, unterdeß drangen die Reihen der Troer heran, Il. 4, 220; ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ, τόφρα μάλ' ἀμφοτέρων βέλε' ἅπτετο, 8, 66, vgl. 9, 550. 11, 84. 12, 195 Od. 9, 56. 10, 125, öfter; auch steht das Satzglied mit τόφρα voran, 4, 289; – auch ohne diese entsprechende Partikel, ἀνδρῶν αὖ μέγ' ἄριστος ἔην Τελαμώνιος Αἴας, ὄφρ' Ἀχιλεὺς μήνιεν, während (der Zeit, daß) Achilles zürnte, Il. 2, 768; ὄφρα μὲν ἐς πόλεμον πωλέσκετο δῖος Ἀχιλεύς, οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων οἴχνεσκον, 5, 788, vgl. 9, 352. 11, 266. 17, 271. 18, 61. 442 Od. 20, 136; βασιλεὺς γὰρ ἦσθ' ὄφρ' ἔζης, Aesch. Ch. 355. – b) c. conj. u. ἄν oder κε, auf die Gegenwart u. Zukunft gehend, von einem Zeitraume, dessen Ende zwar nicht bestimmt angegeben wird, aber von der Beendigung der Thätigkeit bedingt ist, welche durch das Verbum ausgedrückt ist, ὄφρ' ἂν ἐγὼ πολεμήϊα τεύχεα δύω, τόφρ' ὑμεῖς εὔχεσθε Διΐ, so lange ich die Rüstungen anlege, flehet ihr, worin zugleich liegt, bis ich sie angelegt haben werde, mit dem Fertigsein der Rüstung soll auch das Gebet aufhören, Il. 7, 193; οὐ δέ ποτ' ἶσα ἔσσεται, ὄφρα κεν ἥγε διατρίβῃσιν Ἀχαιούς, Od. 2, 203, worin noch bestimmter der erste Satz von dem Schlusse des zweiten abhängig gemacht wird, wie ib. 123 τόφρα γὰρ οὖν βίοτον ἔδονται, ὄφρα κε κείνη τοῦτον ἔχῃ νόον, sie werden nicht eher aufhören, das Gut zu verzehren, ehe jene nicht ihren Sinn geändert haben wird; ἀνέρες ἔστε, ὄφρ' ἂν ἐγὼ βείω προτὶ Ἴλιον, Il. 6, 113, vgl. 17, 186. 18, 409. 22, 387; mit ἄν u. κεν, ὄφρ' ἂν μέν κεν ὁρᾷ Ἀγαμέμνονα θύνοντ' ἐν προμάχοισιν, τόφρ' ἀναχωρείτω, Il. 11, 187. 202, vgl. Od. 5, 361. 6, 259; so hat Plat. Phaedr. 264 d in einem Ep. ὄφρ' ἂν ὕδωρ τε νάῃ, wo in der Anth. VII, 153, wo es dem Hom. oder Cleobul. zugeschrieben wird, ἔςτ' ἄν steht. So lesen Spitzner und Bekker auch Il. 24, 553 μή μέ πω ἐς θρόνον ἷζε, ὄφρα κεν Ἕκτωρ κῆται für die vulg. κεῖται. – Auch der conj. ohne ἄν folgt : ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι, ὄφρ' ἐθέλητον, Il. 4, 348, so lange ihr nur wollt; οὐ μὲν γάρ ποτέ φησι κακὸν πείσεσθαι ὀπίσσω, ὄφρ' ἀρετὴν παρέχωσι θεοί, καὶ γούνατ' ὀρώρῃ, Od. 18, 132; auch Soph. El. 218 ch. οὐ σχήσω ταύτας ἄτας, ὄφρα με βίος ἔχῃ, d. i. so lange ich lebe; – u. so auch in Bezug auf die Vergangenheit, τὸν μέν τ' ἤλυξε πόδεσσιν φεύγων, ὄφρα γούνατ' ὀρώρῃ, Il. 11, 476, u. im Gleichniß, ἔμενον, νεφέλῃσιν ἐοικότες, ἅςτε Κρονίων νηνεμίης ἔστησεν, ἀτρέμας, ὄφρ' εὕδῃσι μένος Βορέαο, 5, 522, worin immer ein Hinüberführen in die Gegenwart liegt, und das Ende des Zeitraumes nicht als ein schon bestimmt gegebenes ausgesprochen wird. – 2) in vielen Fällen kann es, in Beziehung auf ein bestimmtes Ziel der Zeitdauer, durch bis, bis daß übersetzt werden u. wird auch hier – a) mit dem indic. verbunden, wenn ein wirkliches Factum angegeben wird, das in die Vergangenheit fällt, gew. ind. aor.; ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, bis er zur Höhle gelangte, Od. 5, 57, vgl. 9, 465. 15, 551. 23, 192; ὄφρα καὶ αὐτὼ κατέκταθεν, bis auch sie selbst getödtet wurden, ll. 5, 557. 10, 488 u. öfter; – b) c. conj. aor., ein bedingtes Ziel ausdrückend, also auf die Zukunft gehend, ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ, er hegt den Zorn, bis er ihn vollendet, befriedigt haben wird, Il. 1, 82. 14, 87. 16, 10; auch tritt ἄν noch hinzu, μίμνετε, ὄφρα κε δῶρα ἐκ κλισίης ἔλθῃσι, so lange, bis die Geschenke gekommen sein werden, 19, 190, vgl. 6, 258. 10, 444. 15, 23; u. so Aesch. τοῖς ὁμαρτεῖν, ὄφρ' ἄν γᾶν ὑπέλθῃ, Eum. 323. Auch in dieser Bdtg entspricht τόφρα, Il. 1, 509 τόφρα δ' ἐπὶ Τρώεσσι τίθει κράτος, ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν, so lange verleihe den Troern Obergewalt, bis daß die Achäer meinen Sohn geehrt haben werden. – Absolut steht ὄφρα z. B. Il. 15, 547, ὁ δ' ὄφρα μὲν εἰλίποδας βοῦς βόσκε – · αὐτὰρ ἐπεὶ Δαναῶν νέες ἤλυθον, bis dahin, so lange weidete er die Rinder; aber als die Schiffe gekommen waren – (also eigtl. bis die Schiffe kamen); – Ap. Rh. 2, 804 vrbdt sogar ἐϋξείνοισιν – ἀντιάοιτε ἀνδράσιν, ὄφρ' αὐτοῖο ποτὶ στόμα Θερμώδοντος, bis zur Mündung, eigtl. bis ihr zur Mündung gekommen sein werdet. – 3) die Absicht ausdrückend, damit, auf daß; – a) nach einem Präsens od. Futurum, also auf die Gegenwart od. Zukunft bezüglich, c. conj., τόνδε δ' ἐῶμεν αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ γέρα πεσσέμεν, ὄφρα ἴδηται, Il. 2, 236; εἰ δ' ἄγε τοι κεφαλῇ κατανεύσομαι, ὄφρα πεποίθῃς, 1, 524; Ἑρμείαν ὀτρύνομεν (hortat). ὄφρα τάχιστα εἴπῃ, Od. 1, 85; febr gew. bei Hom. auch nach dem imper. aor., ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ', ὄφρα μὴ οἶος Ἀργείων ἀγέραστος ἔω, Il. 1, 118. Oft erscheint, wie auch sonst, dieser conj. mit kurzem Modusvocal dem indic. fut. gleich, ὄφρα ἱλάσσεαι Il. 1, 147, ὄφρ' ἱλασόμεσθα 444, wo vorangeht πρό μ' ἔπεμψεν ἄναξ – παῖδά τε σοὶ ἀγέμεν, Φοίβῳ θ' ἱερὴν ἑκατόμβην ῥέξαι; ὄφρ' ἱερεύσομεν 6, 308; ἀλλὰ μέν', ὄφρα γέροντος ἀπώσομεν ἄγριον ἄνδρα 8, 96; ἀρησόμεθα 9, 172; obwohl die Vergleichung mit θάρσυνον δέ οἱ ἦτορ ἐνὶ φρεσίν, ὄφρα καὶ Ἕκτωρ εἴσεται, 16, 243, wie ὄφρα οἱ ἤ τι ἔπος ὑποθήσεαι Od. 4, 163, ὄφρα με μήτηρ ὄψεται 17, 6 dafür spricht, daß ὄφρα wie ὅπως auch mit dem indic. fut. verbunden wird, wie auch Pind. vrbdt ὄφρα κελαδήσετε, P. 11, 9, ὄφρα αἰνἐσω, Ol. 7, 15; obwohl Ol. 6, 23 ὄφρα βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε der conj. ist, den er sonst braucht, wie P. 4, 2; Hom. setzt auch hier ἄν hinzu, ἄγ' ἐς πόλιν, ὄφρ' ἄν ἐκεῖθι δαῖτα πτωχεύῃ, Od. 17, 10. – b) auch nach dem aor. steht der conj.; τίπτ' αὖτ', ὦ δύστηνε, ἤλυθες, ὄφρα ἴδῃ, Od. 11, 93; τοὔνεκα γὰρ καὶ πόντον ἐπέπλως, ὄφρα πύθηαι πατρός, 3, 15, vgl. 9, 13. 6, 172; Il. 5, 327 ἀχλὺν ἀπ' ὀφθαλμῶν ἕλον, ὄφρ' εὖ γιγνώκῃς, woraus Plat. Alc. II a. E. indirect macht φησὶ τὴν Ἀθηνᾶν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἀφελεῖν τὴν ἀχλύν, ὄφρ' εὖ γιγνώσκοι; häufig bei sp. D., ἔκ τ' ἔπεσον, ὄφρα γένωμαι παίγνιον, Callim. 31 (App. 45); Theodorid. 2 (VI, 224); oft bei Ap. Rh., der sogar ὄφρα μή nach πέρι γὰρ δίεν hat, 4, 181. – c) nach Präteritis auch mitdem op t at.; ᾤχετο φάρμακον διζήμενος, ὄφρα οἱ εἴη ἰοὺς χρίεσθαι, Od. 1, 260; ἔνθα κατέσχετο, ὄφρ' ἕταρον θάπτοι, 3, 284; Il. 4, 300. 6, 170 u. öfter; Hes. Th. 128; λιτάς τ' ἐπαοιδὰς ἐκδιδάσκησεν σοφὸν Αἰσονίδαν, ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ, Pind. P. 4, 217, vgl. 12, 20 I. 3, 72; ὄφρα μὴ γένοιτο, P. 5, 62; sp. D., wie Ep. ad. 716 a (App. 316).
Greek (Liddell-Scott)
ὄφρᾰ: (κατὰ τὸν Thiersch ἀντὶ ὄ ῥα), ἐν χρήσει ὡς τελικὸς καὶ χρονικὸς σύνδεσμος παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ Δωρ. ποιηταῖς καὶ ἅπαξ ἢ δὶς (ὡς χρονικὸς) ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., Αἰσχύλ. Χο. 360, Εὐμ. 338, Σοφ. Ἠλ. 225. Α. Σύνδεσμ. τελικός, ὡς τὸ ἵνα, ὡς, διὰ νά .., ἐπὶ σκοπῷ νά .. Ι. μεθ’ ὑποτ., 1) ἡγουμένων ἀρκτικῶν χρόνων ἢ προστ., Ὅμ., κλ.· οὕτω καὶ ὄφρα κε, Ἰλ. Χ. 382, κτλ.· ὄφρ’ ἂν Ὀδ. Ρ. 10, Σ. 364· ὄφρα μὴ Ἰλ. Α. 118, κτλ.· ἴομεν, ὄφρα κε θᾶσσον ἐγείρομεν ὀξὴν Ἄρηα (ἔνθα τὰ ἴομεν, ἐγείρομεν εἶναι Ἐπικ. τύποι ἀντὶ ἴωμεν, ἐγείρωμεν) Β. 440· οὕτως, ὄφρα ... ἱερεύσομεν, ἀντὶ -ωμεν, Ζ. 308, κτλ.· ἀλλ’ὁ Ὅμ. ἅπαξ ἢ δὶς συντάσσει τὸ μόριον τοῦτο μετὰ μέλλ. ὁριστ., ὄφρα καὶ Ἕκτωρ εἴσεται Π. 243· ἔπος ὑποθήσεται Ὀδ. Δ. 163· ὄφρα με μήτηρ ὄψεται Ρ. 6· οὕτω καὶ Πινδ. Ο. 7. 26, Π. 11. 16· μέλλ. καὶ ἀόρ. ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει, ὄφρα ... βάσομεν ... ἵκωμαί τε ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 40. 2) παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου, Ἰλ. Α. 158, 444, Ε. 128, Ὀδ. Γ. 15, Ζ. 173, Ι. 13, Πινδ. Π. 4. 163· ἴδε τὰ περὶ τούτου ἐν ταῖς Γραμματικαῖς, Jelf § 806 κἑξ., κτλ. ΙΙ. μετ’ εὐκτ., παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου, Ἰλ. Δ. 300, Ὀδ. Α. 261, κτλ.· - σπανίως ὄφρα κε ἢ ὄφρ’ ἂν μετ’ εὐκτ., Ἰλ. Μ. 26, Ὀδ. Ρ. 298. - Οἱ κανόνες οὗτοι ὅλως ἀμελοῦνται παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ἴδε Wellauer εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 17, Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. σ. 812. Β. Χρονικὸς σύνδ., ὡς τὸ ἕως, Λατ. donec· Ι. ἐπὶ τοῦ χρόνου καθ’ ὃν πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ ἢ ἐνεργῇ, 1) συνήθως μετὰ παρατ., ἄνδρας ἐπῴχετο Τυδέος υἱός, ὄφρα δυώδεκ’ἔπεφνεν, ἕως οὗ ἀπέκτεινε δώδεκα Ἰλ. Κ. 488· ὄφρ’ Ἀχιλεὺς μήνιεν, ἐν ὅσῳ ὁ Ἀχιλεὺς ἐμνησικάκει, Β. 769, Ὀδ. Υ. 136, κ. ἀλλ.· ὁ λόγος εἶναι πλήρης, ὅταν τὸ δεικτικὸν τόφρα ἐκφέρηται ῥητῶς, καὶ συνήθως τὸ τόφρα ἢ τόφρα δέ .. ἕπεται ἐν τῇ ἀποδόσει, ὡς ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ, τόφρα δέ .. Ὀδ. Ι. 56, πρβλ. Ἰλ. Δ. 220, Ι. 550, Ο. 343, κτλ.· τόφρα σπανίως προηγεῖται, ὡς ἐν Ὀδ. Δ. 289. 2) μεθ’ ὑποτ., ὅτε συνήθως λαμβάνει τὸ ἄν, κε ἢ κεν, Ἰλ. Ζ. 113, Ὀδ. Β. 124, κτλ.· ὡσαύτως κατὰ πλεονασμ., ὄφρ’ ἂν μέν κεν ὁρᾷς, μετὰ τοῦ τόφρα ἐν τῇ ἀποδόσει, Ἰλ. Λ. 202, πρβλ. Ὀδ. Ε. 361, Ζ. 259· ἀλλὰ τὸ τόφρα προηγεῖται ἐν Ἰλ. Α. 509· - ἐνίοτε ἄνευ τοῦ ἄν, κε ἢ κεν, Ἰλ. Δ. 346, Ὀδ. Ο. 81, κτλ.· ἐν Ἰλ. Ω. 554 ἀποκατεστάθη τὸ κῆται ἀντὶ τοῦ κοινῶς γραφομένου κεῖται. ΙΙ. ἐπὶ διαρκείας χρόνου μέχρι τινὸς ὁρίου, ἕως, ἕως οὗ: 1) μεθ’ ὁριστ. ἀορ. ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα παρίστανται ὡς πράγματι παρελθόντα καὶ ὡς ἀφικόμενα ἤδη εἰς τὸ ὅριον, ὄφρα καὶ αὐτὼ κατέκταθεν, ἕως οὗ ἐπὶ τέλους καὶ αὐτοὶ ἐφονεύθησαν, Ἰλ. Ε. 557, πρβλ. 558, Ν. 329, Ὀδ. Ε. 57, Ζ. 141, κτλ.· ἡγουμένου τοῦ τόφρα, Ὀδ. Δ. 289. 2) μεθ’ ὑποτακτικοῦ ἀορίστ., ἐὰν δὲν ἀφίκοντο ἀκόμη εἰς τὸ ὅριον, ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ, φυλάττει τὴν ὀργήν, ἕως ὅτου νὰ τὴν ἐκτελέσῃ, Ἰλ. Α. 82, πρβλ. Ξ. 87, Π. 10· - ἀλλ’ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει συνήθως προστίθεται ἂν (κε ἢ κεν), Ἰλ. Ζ. 258, Κ. 444, Ὀδ. Δ. 588, κτλ.· καὶ ἡγουμένου τοῦ τόφρα, Ἰλ. Α. 509. 3) μετ’ εὐκτ. παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου ὅτε δηλοῦται ἀόριστον χρονικὸν ὅριον, νωλεμέως δ’ ἐχόμην, ὄφρ’ ἐξεμέσειεν Ὀδ. Μ. 437, πρβλ. Γ. 285, Ἰλ. Κ. 571. ΙΙΙ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ τόφρα ἢ τέως (πρβλ. ἕως Β.), ἐπί τινα καιρόν, πρὸς καιρόν, μόνον ἐν Ἰλ. Ο. 547, ἴδε Jelf § 816e. IV. ὄφρα ποτί.., Λατ. usque ad .., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 805. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄφρα· ἵνα, ὅπως, ἕως, μέχρις, ἐάν».
French (Bailly abrégé)
conj.
I. avec idée de temps;
1 aussi longtemps que, pendant que, tandis que : ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν, τόφρα βέλε’ ἥπτετο IL aussi longtemps que ce fut le matin, aussi longtemps les traits frappaient ; avec le sbj. en parl. d’actions futures : ὄφρα ζωοῖσι μετείω IL tant que je serai parmi les vivants ; avec idée de répétition ἔνθα φίλ’ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι, ὄφρ’ ἐθέλητον IL il vous est agréable de manger les viandes grillées tant que vous voulez;
2 jusqu’à, jusqu’à ce que, avec l’ind. ao. quand il s’agit d’événements accomplis : ὄφρα κατέκταθεν IL jusqu’à ce qu’ils aient été tués ; ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ IL il garde rancune jusqu’à ce qu’il ait satisfait son ressentiment;
3 abs. pendant un certain temps;
II. avec idée de but afin que, pour que, avec le sbj. après les temps princip. et l’opt. après l’ao.
Étymologie: DELG thème de relatif ὁ-, mais finale obscure.
English (Autenrieth)
while, until, in order that.— (1) temporal; once as adv., for a while, some time; ὄφρα μέν, Il. 15.547; elsewhere conj., as long as, while, freq. w. correl. τόφρα, Il. 4.220; then until, with ref. to the past or the fut., and with the appropriate constructions, Il. 5.557, Il. 1.82.—(2) final conj., in order that, that, Il. 1.147, Od. 1.85, Od. 24.334.
English (Slater)
ὄφρα final conj.,
1 in order that.
a c. subj. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον, ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος (O. 6.23) κατέβαν ὑμνέων Ῥόδον, εὐθυμάχαν ὄφρα πελώριον ἄνδρα αἰνέσω (O. 7.14) ἔλθ' Ἀχοῖ, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ εἴπῃς (O. 14.22) λίσσομαι, νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ (P. 1.72) χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων (P. 4.2) “Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνὸν ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔρᾶται” (P. 4.92) στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν, ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) (P. 11.9) ὄφ' ρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2.
b c. opt. ἐκδιδάσκειν σοφὸν Αἰσονίδαν· ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ (P. 4.218) ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (P. 5.62) παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.20) θυμὸν αὔξων, ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (N. 3.59) ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι (I. 4.54)