ξενία

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενία Medium diacritics: ξενία Low diacritics: ξενία Capitals: ΞΕΝΙΑ
Transliteration A: xenía Transliteration B: xenia Transliteration C: ksenia Beta Code: ceni/a

English (LSJ)

ἡ, Ep. ξενίη Od.24.286; Ion. ξεινίη
A (v.l. ξεινηΐη) Hdt. (v. infr.): (ξένος):—hospitality shown to a guest, entertainment, δώροισιν ἀμειψάμενος… καὶ ξενίῃ ἀγαθῇ Od.24.286; μείξεσθαι ξενίῃ ἠδ' ἀγλαὰ δῶρα διδώσειν ib.314; κατὰ ξεινίην hospitii causa, Hdt.2.182; ἐπὶ ξενίαν ἐλθεῖν to come as a guest, Pi.N.10.49; but, ἐπὶ ξενίαν καλεῖν, παρακαλεῖν, also ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖσθαι, καλεῖν, prob. only as f.l. for ἐπὶ ξένια, v. ξένιος 1.2: in plural, Id.O.4.17; ξενίαι καὶ φιλότητες And.1.145; ἑτοίμαζέ μοι ξ. Ep.Philem.22.
2 friendly relation between two states, or between a person and a foreign state, ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι, Lat. hospitium facere cum aliquo, Hdt.1.27,3.39; ξ. τοῖσι Ἀκανθίοισι προεῖπε Id.7.116; ἐποιήσαντο ὅρκια ξεινίης πέρι καὶ συμμαχίης Id.1.69; διαλύσασθαι τὴν ξ. Id.4.154; τὰς παλαιὰς ξ. ἀνανεώσασθαι Isoc.4.43; κατὰ τὴν ξ. because of their friendly relations, Th.8.6; διὰ τὴν ξ. Plu.2.816a; πρὸς ξ. τᾶς σᾶς by thy friendship with us, S.OC515 (lyr.); ξ. τινός with him, D.18.51; φιλίαν καὶ ξ. ib.284.
3 status of an alien, opp. that of a citizen, γραφὴ ξενίας indictment of an alien for usurping civic rights, Id.Ep.3.29; ξενίας φεύγειν (sc. γραφήν) to be so indicted, Ar.V.718; ἀγωνίσασθαι Lys.13.60; ἁλίσκεσθαι D. 24.131; ξενίας γράψασθαί τινα Id.40.41.
II guest-chamber, PSI 1.50.16 (iv/v A. D.); perhaps lodging, Act.Ap.28.23.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, ion. u. poet. ξεινία, Her. 3, 39 auch ξεινηΐη, v.l., 1) Gastfreundschaft, Gastrecht; μίξεσθαι ξενίῃ, Od. 24, 314, wie ἀγαθῇ ξενίῃ 286, die Bewirtung, gastliche Aufnahme; πέποιθα ξενίᾳ προσάνεϊ Θώρακος, Pind. P. 10, 64; ἐλθόντες ἐπὶ ξενίαν, N. 10, 49; auch im plur., χαίροντες ξενίαις πανδόκοις, Ol. 4, 17; μὴ πρὸς ξενίας, Soph. O. C. 517; ξενίαν κατῄσχυνε, Eur. Rhes. 842 (vgl. ξένιος); in Prosa; Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο, er schloß mit ihnen Gastfreundschaft, Her. 1, 27. 3, 39. 7, 116; Thuc. 8, 6 u. Folgde; ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, einladen zur Bewirtung, wo eigtl. τραπέζῃ zu ergänzen scheint, Xen. An. 7, 6, 3; Sp., ἀνανεώσασθαι τὰς πατρικὰς φιλανθρωπίας καὶ ξενίας, Pol. 33, 16, 2. – 2) Zustand eines Fremden, im Gegensatz zum Bürger; ξενίας φεύγειν, als ein Fremder, der sich für einen Bürger ausgegeben hat, angeklagt werden, Ar. vesp. 718; τῆς ξενίας ἁλίσκεσθαι, Dem. 24, 181; ξενίας ἀγωνισάμενος, Lys. 13, 60; ξενίας φεύγειν Is. 3, 37; Luc. oft. – S. auch ξένιος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 qualité d'étranger;
2 liens ou droit réciproque d'hospitalité : τινός avec qqn ; ξενίαν συντίθεσθαί τινι HDT former des liens d'hospitalité (avec qqn) ; hospitalité, accueil hospitalier : ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν XÉN, ἐπὶ ξενίαν καλεῖν τινα DÉM convier qqn à accepter l'hospitalité;
NT: lieu de logement, logis.
Étymologie: fém. de ξένιος, employé subst., v. ξένιος.

Russian (Dvoretsky)

ξενία: ион. ξεινίη, эп. ξενίη
1 гостеприимство, радушный прием (ἑτοιμάζειν τινὶ ξενίαν NT): μίξεσθαι ξενίῃ Hom. быть связанным узами взаимного гостеприимства; κατὰ ξεινίην Her. в знак уз взаимного гостеприимства, т. е. на память о дружбе; ἐπὶ ξενίαν ἐλθεῖν Pind. прийти в качестве гостя; Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο Her. (Крез) заключил с ионянами союз дружбы; ἐπὶ ξενίαν καλεῖν τινα Xen. позвать кого-л. в гости;
2 положение чужеземца, иностранное гражданство: ξενίας (sc. γραφήν) φεύγειν Arph., ἀγωνίζεσθαι Lys. или ἁλίσκεσθαι и γράψασθαι Dem. (о чужеземце) обвиняться в присвоении (себе) гражданских прав; γραφὴ ξενίας Dem. обвинение (иностранца) в присвоении себе прав гражданства;
3 (sc. γῆ) чужая сторона, чужбина: ἐπὶ ξενίας Plat. в чужой стране.

Greek (Liddell-Scott)

ξενία: ἡ, Ἐπικ. ξενίη Ὀδ., Ἰων. ξεινίη, οὐχὶ (ὥς τινα τῶν Ἀντιγράφ.) ξεινηίη, Ἡρόδ.· (ξένος)· ― ἡ κατάστασις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ ξενιζομένου, φιλοξενία, φιλικὴ ὑποδοχή, Λατιν. hospitium, δώροισιν ἀμειψάμενος... καὶ ξενίῃ ἀγαθῇ Ὀδ. Ω. 286· μίξεσθαι ξενίῃ ἠδ’ ἀγλαὰ δῶρα διδώσειν αὐτόθι 314· κατὰ ξεινίην, χάριν φιλοξενίας, hospitii causa, Ἡρόδ. 2. 182· ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν, ὡς φίλου, Πινδ. Ν. 10. 92· ἐπὶ ξενίαν καλεῖν, παρακαλεῖν Δημ. 81. 20, Διοδ. Ἐκλογ. 618. 12· (οὕτως, ἐπὶ ξένια καλεῖν, ἴδε ἐν λέξει ξένιος Ι. 2· ἐπὶ ξενισμὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 2349)· ἡ φράσις: ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, ἂν καὶ συχνὴ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ., ὡς ἐν Ξεν. Πόρ. 3, 4, διάφ. γραφ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. 1. 40, εἶναι ἴσως ἡμαρτημ. ἀντὶ ἐπὶ ξενίαν ἢ ἐπὶ ξένια, Cobet V. LL. σ. 81, 248· ― ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ο. 4. 25, Ἀνδοκ. 19. 2. 2) φιλικὴ σχέσις μεταξὺ δύο ξένων ἢ μεταξὺ προσώπου τινὸς καὶ ξένης πρὸς αὐτὸ πόλεως (πρβλ. πρόξενος), ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι, Λατ. hospitium facere cum aliquo, Ἡρόδ. 1. 27., 3, 39· ξ. τοῖσι Ἀκανθίοισι προεῖπε 7. 116· ἐποιήσαντο ὅρκια ξεινίης πέρι καὶ συμμαχίης 1. 69· διαλύεσθαι τὴν ξειν. 4. 154· τὰς παλαιὰς ξενίας ἀνανεώσασθαι Ἰσοκρ. 49C· κατὰ τὴν ξ., ἕνεκα τῶν φιλικῶν αὐτῶν σχέσεων, Θουκ. 8. 6· διὰ τὴν ξ. Πλούτ. 2. 816Α· πρὸς ξ. τᾶς σᾶς, διὰ τῆς πρὸς ἡμᾶς φιλίας σου, Σοφ. Ο. Κ. 515· ξ. τινός, μετά τινος, Δημ. 242. 20· φιλίαν καὶ ξ. ὁ αὐτ. 320. 11. 3) ἡ κατάστασις, ἢ ἡ ἔλλειψις δικαιωμάτων τοῦ ξένου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κατάστασιν καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, γραφὴ ξενίας, ἀγωγὴ ἐναντίον ξένου σφετερισθέντος δικαιώματα πολίτου, Δημ. 1481. 18· οὕτω, ξενίας φεύγειν (ἐξυπ. γραφήν), καταγγέλεσθαι, Ἀριστοφ. Σφ. 718· ἀγωνίζεσθαι Λυσ. 135. 20· ξενίας ἁλίσκεσθαι Δημ. 741. 19· ξενίας γράψασθαί τινα ὁ αὐτ. 1020. 23.

English (Slater)

ξενία hospitality πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος (P. 10.64) Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη i. e. to partake of P's hospitality (N. 10.49) ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ (i. e. τοῖς Θεοξενίοις, a Delphic festival) (Pae. 6.61) pl., acts of hospitality ἐπεί μιν αἰνέω χαίροντά τε ξενίαις πανδόκοις (O. 4.15)

English (Strong)

from ξένος; hospitality, i.e. (by implication) a place of entertainment: lodging.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξενία, επικ. τ. ξενίη, ιων. τ. ξεινίη ή, κατά δ. γραφ., ξεινηΐη)
η υποδοχή ξένου και η παρεχόμενη περιποίηση, η φιλοξενία
νεοελλ.
βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο το ενδοσπέρμιο μέσα στο σπέρμα παρουσιάζει πατρικούς χαρακτήρες όταν η επικονίαση έχει συντελεστεί με ξένη γύρη
μσν.-αρχ.
κελλί μοναχού
αρχ.
1. φιλική σχέση μεταξύ δύο ξένων ή μεταξύ ενός προσώπου και τών πολιτών ή τών αρχών άλλης πόλης («καὶ οὕτω τοῖσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο», Ηρόδ.)
2. η θέση ενός ξένου σε μια πόλη και η έλλειψη δικαιωμάτων του, σε αντιδιαστολή προς την κατάσταση του πολίτη και τα δικαιώματα του
3. η ξένη χώρα, η ξενιτιά («ἐπὶ ξενίας πτωχεύσω», Αντιφ.)
4. το δωμάτιο του ξεναγού
5. τόπος που προσφέρεται για φιλοξενία, κατάλυμα
6. φρ. α) «ξενίας γραφή»
(στην Αθήνα) μήνυση εναντίον ξένου ο οποίος σφετερίστηκε δικαιώματα πολίτη, δηλαδή ιδιοποιήθηκε, παρά τον νόμο, πολιτικά δικαιώματα που δεν είχε, όπως λ.χ. συμμετοχή στην εκκλησία του δήμου, άσκηση δικαστικής εξουσίας κ.ά.
β) «ξενίας φεύγω» — διώκομαι ως μη γνήσιος πολίτης
γ) «ξενίας αλίσκομαι» — καταδικάζομαι ως ξένος που σφετερίστηκε τα δικαιώματα γνήσιου πολίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xenia < αρχ. ξένος.

Greek Monotonic

ξενία: ἡ, Επικ. ξενίη, Ιων. ξεινίη (ξένος
1. τα δίκαια, τα δικαιώματα του φιλοξενουμένου, φιλοξενία, φιλική περιποίηση ή υποδοχή, Λατ. hospitium, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. φιλική σχέση μεταξύ δύο ξένων ή μεταξύ ενός ατόμου και μιας ξένης πολιτείας (πρβλ. πρόξενος), ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι, Λατ. hospitium facere cum aliquo, σε Ηρόδ.· κατὰ τὴν ξενίαν, εξαιτίας των φιλικών τους σχέσεων, σε Θουκ.· πρὸςξενίας τᾶς σᾶς, λόγω της φιλίας σου μαζί μας, σε Σοφ.
3. κοινωνική θέση ή έλλειψη προνομίων και δικαιωμάτων ενός ξένου σε αντίθ. προς την κοινωνική θέση και τα δικαιώματα του πολίτη, ξενίας φεύγειν (ενν. γραφήν), καταγγέλλομαι, εγκαλούμαι ως ξένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ξενία, ἡ, ξένος
1. the rights of a guest, hospitality, friendly entertainment or reception, Lat. hospitium, Od., Hdt., etc.
2. a friendly relation between two foreigners, or between an individual and a foreign state (cf. πρόξενοσ), ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι, Lat. hospitium facere cum aliquo, Hdt.; κατὰ τὴν ξ. because of their friendly relations, Thuc.; πρὸς ξενίας τᾶς σᾶς by thy friendship with us, Soph.
3. the state or disabilities of an alien, ξενίας φεύγειν (sc. γραφήν) to be indicted as an alien, Ar.

Chinese

原文音譯:xen⋯a 克些你阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:寄宿
字義溯源:待客住處,住處,寓所,客房;源自(ξένος)*=外人)
出現次數:總共(2);徒(1);門(1)
譯字彙編
1) 住處(1) 門1:22;
2) 寓所(1) 徒28:23

English (Woodhouse)

rights of hospitality

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

ius hospitii, right of hospitality, 8.6.3.

Translations

hospitality

Arabic: كَرَم‎, إِكْرَام‎, ضِيَافَة‎, قِرًى‎; Armenian: հյուրընկալություն; Azerbaijani: qonaqsevərlik; Belarusian: гасці́ннасць, гасьці́ннасьць; Bulgarian: гостоприемство; Burmese: ဧည့်ဝတ်; Catalan: hospitalitat; Chinese Mandarin: 好客, 款待, 招待; Czech: pohostinnost; Danish: gæstfrihed; Dutch: gastvrijheid; Esperanto: gastameco, gastamo; Estonian: külalislahkus; Finnish: vieraanvaraisuus; French: hospitalité; Galician: hospitalidade; Georgian: სტუმართმოყვარეობა; German: Gastfreundlichkeit, Gastfreundschaft, Gastlichkeit; Gothic: 𐌲𐌰𐍃𐍄𐌹𐌲𐍉𐌳𐌴𐌹; Greek: φιλοξενία; Ancient Greek: δεξιότης, δεξίωσις, ἐπιξένωσις, κατανθρωπισμός, ξείνια, ξενοσύνη, ξεινοσύνη, ξενία, ξένια, ξενίη, ξένισις, ξενόστασις, τὰ ξείνια, τὰ ξένια, τὸ ξενοδόχον, ὑποδοχή, φιλοξενία, φιλοξενίη; Hebrew: הַכְנָסַת אוֹרְחִים‎; Hindi: आतिथ्य, मेहमाननवाज़ी, मेहमानी, मेहमानदारी; Hungarian: vendégszeretet; Irish: fáilte, cóir, gart; Italian: ospitalità; Japanese: 款待, 持て成し, 厚情; Kazakh: қонақжайлылық, мейманшылық; Korean: 환대(歡待); Kyrgyz: меймандостук; Latin: hospitalitas, hospitium; Latvian: viesmīlība; Lithuanian: svetingumas; Macedonian: гостопримство, гостољубивост, гостољубие; Maori: taurima, manaaki, manaakitanga; Maranao: sakasakaw; Mongolian Cyrillic: зочлон хүндлэх явдал; Norwegian Bokmål: gjestfrihet; Old English: cumlīþnes, ġiestlīþnes; Persian: مهمان‌نوازی‎; Polish: gościnność; Portuguese: hospitalidade; Romanian: ospitalitate; Russian: гостеприимство, радушие, хлебосольство; Serbo-Croatian Cyrillic: гостољу̀биво̄ст, гостопримство, госто̀љӯбље; Roman: gostoljùbivōst, gostoprímstvo, gostòljūblje; Slovak: pohostinnosť; Slovene: gostoljubje; Spanish: hospitalidad; Swedish: gästfrihet; Tagalog: mabuting pakikitungo; Tajik: меҳмоннавозӣ; Tatar: кунакчыллык; Telugu: అతిథిసత్కారము; Turkish: konukseverlik, mihmandarlık, misafirperverlik; Turkmen: myhmansöýerlik; Ukrainian: гостинність; Urdu: مہمان نوازی‎; Uzbek: mehmondoʻstlik; Vietnamese: lòng mến khách; Yiddish: הכנסת־אורחים‎, גאַסטפֿרײַנדלעכקײַט‎

guest room

Catalan: habitació dels convidats; Chechen: оти; Chinese Cantonese: 客房; Mandarin: 客房; Dutch: logeerkamer, gastenkamer; Finnish: vierashuone; French: chambre d'ami; German: Gästezimmer; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌹𐌸𐍅𐍉𐍃; Greek: ξενώνας; Ancient Greek: κατάλυσις, ξενεών, ξενία, ξενών; Hungarian: vendégszoba; Indonesian: ruang tamu; Ingrian: esipertti; Italian: camera degli ospiti; Japanese: 客室, 客間; Korean: 손님방, 객실(客室); Latin: hospitale; Plautdietsch: Gauststow; Polish: pokój gościnny; Romanian: cameră de oaspeți, casa mare; Russian: комната для гостей, гостевая комната; Swedish: gästrum; Vietnamese: phòng trọ; Volapük: lotidacem