φανός

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾱνός Medium diacritics: φανός Low diacritics: φανός Capitals: ΦΑΝΟΣ
Transliteration A: phanós Transliteration B: phanos Transliteration C: fanos Beta Code: fano/s

English (LSJ)

φανή, φανόν, (contr. fr. φαεινός)
A light, bright, Parm.8.41, Phryn. Com.93; ἅμα φανοτάτῳ τινὶ πυρί Pl.Phlb. 16c; ἵνα ὡς φανότατον ᾖ τὸ ἔσω X.Cyn.10.7; τὸ φ. brightness, light, ib.5.18; στρέφειν πρὸς τὸ φ. ἐκ τοῦ σκοτώδους Pl.R. 518c, cf. 478c (Comp.); φανά τε καὶ καλά ib.506d, cf. Phld.Po.2.45; φανότατος ἀήρ Gal.18(2).285; τοῖς φανοτάτοις θεῶν Ἡλίῳ καὶ Σελήνῃ Hld.10.4.
2 of garments, washed clean, χλαῖνα Ar.Ach.845 (lyr.); σισύρα Id.Ec.347.
3 bright, joyous, φαναῖς ἐν εὐφροσύναις A.Pr.538 (lyr.); φ. βίον διάγειν Pl.Phdr. 256d.
4 conspicuous, ἐλλόγιμος καὶ φ. Id.Smp.197a.
5 Adv. φανῶς = clearly: Comp. φανότερον Jul.Or.4.145b; Sup. φανότατα, Luc. Hist.Conscr.44.
II Φᾶνος, ὁ (properisp., cf. Hdn.Gr.1.175), name of a συκοφάντης, Ar.Eq.1256.
φᾱνός, ὁ,
A torch, Ar.Lys.308; ὑπὸ φανοῦ πορεύεσθαι X.Lac.5.7; ποῖος φ. τοιοῦτος οἷος ὁ ἥλιος; Alex.87; distinguished from λύχνος, Anaxandr.48, cf. Phryn.40; but prob. = λύχνος in UPZ5.18, 6.15 (ii B. C.), Stud.Pal.10.251.2 (vi A. D.); μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων Ev.Jo.18.3, cf. PLond.3.1159.59 (ii A. D.): the form πᾱνός (prob. a different word) is found in A.Ag.284, S.Fr.184, E.Ion195 (lyr.), Fr.90, Diph.6, Men.62.
II φανός ὑελοῦς = glass cover, Olymp.Alch.p.75 B.
2 a form of still, Zos.Alch.p.224 B.

German (Pape)

[Seite 1254] ὁ, Leuchte, Licht, Fackel; Ar. Lys. 308; Ep. ad. 24 (XII, 116); Schol. Hephaest. p. 2. S. auch πανός u. nom. pr. licht, hell, leuchtend; πῦρ Plat. Phil. 16 c; – glänzend weiß, χλαῖνα, σισύρα, Ar. Ach. 810 Eccl. 348, rein gewaschen; – Gegensatz σκοτώδης Plat. Rep. VII, 518 c; – auch übertr., εὐφροσύναι Aesch. Prom. 536; φανὸν βίον διάγειν Plat. Phaedr. 256 d; – in die Augen fallend, berühmt, καὶ ἐλλόγιμος Plat. Conv. 197 a. – [Über die Länge des α s. Draco p. 86, 5. Dah. compar. φανότερος, φανότατος, s. Plat. Rep. VII, 518 c Phil. 16 c.]

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
clair ; lumineux, brillant ; particul. brillant de propreté, propre ; fig. radieux, joyeux.
Étymologie: φαίνω.
2οῦ (ὁ) :
lumière, particul. flambeau.
Étymologie: φαίνω.

Russian (Dvoretsky)

φᾱνός: φαίνω
1 светлый, яркий (πῦρ Plat.);
2 белоснежный, чистый (χλαῖνα Arph.);
3 безмятежный, радостный (εὐφροσύναι Aesch.; βίος Plat.);
4 прославленный, знаменитый (ἐλλόγιμος καὶ φ. Plat.).
IIфакел, светоч Arph., Anth.: ὑπὸ φανοῦ Xen. при свете факела.

Greek (Liddell-Scott)

φανός: -ή, -όν, (ἴδε φάω) φωτεινός, λαμπρός, ἅμα φανοτάτῳ τινὶ πυρὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ἵνα ὡς φανότατον ᾗ τὸ ἔσω Ξεν. Κυν. 10, 7· ― τὸ φανόν, τὸ λαμπρόν, ἡ λαμπρότης, φῶς, αὐτόθι 5, 18· στρέφειν πρὸς τὸ φαν. ἐκ τοῦ σκοτώδους Πλάτ. Πολ. 518C, πρβλ. 478C· φανά τε καὶ καλὰ αὐτόθι 506D. 2) ἐπὶ ἐνδυμάτων, καθαρός, πεπλυμένος, σισύρα Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· χλαῖνα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 347. 3) λαμπρός, χαροπός, πλήρης χαρᾶς, εὔθυμος, ὡς τὸ φαιδρός· φαναῖς ἐν εὐφροσύναις Ἀσχύλ. Πρ. 540· φ. βίον διάγειν Πλάτ. Φαῖδρ. 256D· ἐκ φανοτέρου βίου ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 518Α. 4) ἐπιφανής, περιφανής, ἐλλόγιμος καὶ φ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 97Α. 5) Ἐπίρρ. -νῶς, ἐμφανῶς, περιφανῶς, Γρηγ. Ναζ.· ὑπερθ. φανότατα, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 44. ΙΙ. Φᾶνος (ὁ προπερισπ.) ἐν χρήσει ὡς ὄνομα ἀντὶ τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1256. ― Τὸ ἐπίθετον τοῦτο, οὗ πολλὴ χρῆσις γίνεται παρὰ Πλάτ., πολλαχοῦ μετεβλήθη ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ φανερός, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 478C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 106, 108.

English (Strong)

from φαίνω; a lightener, i.e. light; lantern: lantern.

English (Thayer)

. φανου, ὁ (φαίνω), a torch (A. V. lantern; Hesychius Ἀττικοι δέ λυχνουκον ἐκάλουν ὁ ἡμεῖς νῦν φανον; cf. Phryn., p. 59 and Lob.'s note; Rutherford, New Phryn., p. 131; Athen. 15, p. 699d. and following, and Casaubon's notes, chapter 18: see λαμπάς and references): Aristophanes, Xenophon, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. μέσο φωτισμού, φανάρι
2. (αυτοκιν.) φωτιστική συσκευή τοποθετημένη μόνιμα στο εξωτερικό ενός αυτοκινήτου
3. ναυτ. η μικρότερη μονάδα του φωτιστικού δικτύου που καλύπτει τις ανάγκες της ναυσιπλοΐας (α. «φανός του ιστού» β. «πρυμναίος φανός» γ. «πλευρικός φανός» δ. «φανός υφάλου»)
4. φρ. α) «ενετικός φανός» — κυλινδρικό ή σφαιρικό πτυσσόμενο φανάρι από ημιδιαφανές χρωματιστό χαρτί
β) «κινεζικός φανός» — φανάρι από μεταξωτό ύφασμα ή από χαρτί
γ) «μαγικός φανός»
τεχνολ. παλαιός όρος για τη συσκευή προβολής διαφανειών
δ) «μετά φανών και λαμπάδων»
μτφ. με μεγάλη λαμπρότητα
αρχ.
1. πυρσός, ιδίως από ξύλα πεύκου ή από κλήματα αμπέλου
2. μτφ. ο ήλιος
3. φρ. «φανὸς ὑελοῦς» — είδος συσκευής απόσταξης (Ολυμπ. Αλχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος του επιθ. της αττ. διαλ. φᾱνός, συνηρημένου τ. του φαεινός].
(II)
-ή, -όν, Α
(συνηρ. τ.) βλ. φαεινός.

Greek Monotonic

φᾱνός: -ή, -όν,
I. 1. φωτεινός, λαμπρός, σε Ξεν.· τὸφανόν, λαμπρότητα, φως, σε Πλάτ.
2. λέγεται για ενδύματα, πλυμένα, καθαρά, σε Αριστοφ.
II. 1. μεταφ., φωτεινός, εύθυμος, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. πασιφανής, σε Πλάτ.
3. επίρρ. -νῶς, σαφώς· υπερθ. φανότατα, σε Λουκ.

Middle Liddell

φᾱνός, ή, όν φαίνω
I. light, bright, Xen.:— τὸ φανόν brightness, light, Plat.
2. of garments, washed clean, Ar.
II. metaph. bright, joyous, Aesch., Plat.
2. conspicuous, Plat.
3. adv. -νῶς perspicuously; Sup. φανότατα, Luc.
φᾱνός, οῦ, ὁ, [φάω]
a torch of vine-twigs, Xen.; cf. πᾱνός.,

Frisk Etymology German

φανός: {phanós}
See also: s. φάος.
Page 2,989

Chinese

原文音譯:fanÒj 法挪士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:顯出(物)
字義溯源:發光物,燈籠,火把;源自(φαίνω)=發光,照耀), (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 燈籠(1) 約18:3

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φαίνω, ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

torch

Aklanon: sueo'; Albanian: pishtar; Arabic: مَشْعَل, شُعْلَة; Aragonese: tieda; Armenian: ջահ; Asturian: antorcha; Azerbaijani: məşəl; Basque: lastargi, zuzi; Belarusian: паходня, факел; Bengali: মশাল; Bulgarian: факел, факла; Burmese: မီးတိုင်, မီးအိမ်, မီးတုတ်; Catalan: teia, torxa; Cebuano: sulo; Chinese Cantonese: 火把, 火炬; Hokkien: 火炬; Mandarin: 薪火, 火炬; Czech: pochodeň; Danish: fakkel; Dutch: toorts, fakkel; Esperanto: torĉo; Estonian: tõrvik; Etruscan: 𐌚𐌀𐌂𐌄 class inanimate; Fijian: cina; Finnish: soihtu; French: torche, flambeau; Galician: facha; Georgian: ჩირაღდანი, მაშხალა; German: Fackel; Gothic: 𐍃𐌺𐌴𐌹𐌼𐌰, 𐌷𐌰𐌹𐍃; Greek: δαυλός, πυρσός; Ancient Greek: αἴγλη, Βάκχος, γραβδίς, γράβιον, δαβελός, δᾳδίον, δαελός, δαΐς, δαλός, δάος, δᾷς, δαυλός, δέλετρον, δετή, δέτις, ἐλάνη, ἑλένη, κανδήλη, κηρίων, λαμπάς, λάμπη, λαμπτήρ, λοφνία, λοφνίδιον, λοφνίς, πανός, πεύκη, πυρσός, φανή, φανίον, φανός; Hebrew: אֲבוּקָה; Hindi: मशाल, टॉर्च; Hungarian: fáklya; Icelandic: kyndill; Ido: torcho; Indonesian: obor; Interlingua: torcha; Irish: tóirse, trilseán, lóchrann, breo, beo; Italian: fiaccola, torcia; Japanese: 松明, トーチ; Kazakh: алау, факел; Khmer: ចន្លុះ; Korean: 횃불; Kurdish Central Kurdish: چۆڵەچِرا, شاپِڵیتە, مەشخەڵ; Northern Kurdish: meşale; Kyrgyz: факел, шамана; Lao: ທວນ, ທວນໄຟ, ກະບອງ; Latin: fax, taeda, facula; Latvian: lāpa; Lithuanian: deglas; Luxembourgish: Fakel; Macedonian: факел, факла; Malay: jamung, obor; Maori: kāpara, ngāpara, tōroherohe; Minangkabau: suluah; Mongolian Cyrillic: бамбар; Mongolian: ᠪᠠᠮᠪᠠᠷ; Norwegian Bokmål: fakkel; Nynorsk: fakkel; Old East Slavic: свѣтꙑчь; Old English: blase, speld; Pashto: مشعل; Persian: مَشْعَل, روشنک sg, هموخ sg; Plautdietsch: Fachel, Fiastock; Polish: pochodnia, żagiew, łuczywo; Portuguese: tocha; Romanian: torță, făclie, fachie; Russian: факел, светоч; Scottish Gaelic: lòchran, toirds; Serbo-Croatian Cyrillic: ба̏кља, бу̀ктиња; Roman: bȁklja, bùktinja; Slovak: fakľa; Slovene: bakla; Spanish: antorcha; Swahili: mwenge; Swedish: bloss, fackla; Tagalog: sulô; Tajik: машъал, машъала, сироҷ; Tarifit: asfeḍ; Tatar: факел; Thai: คบ, ไต้; Turkish: meşale; Turkmen: fakel; Ukrainian: смолоскип, факел; Urdu: مَشْعَل, ٹارْچ; Uyghur: مەشئەل; Uzbek: mashʼal, mashʼala, fakel; Vietnamese: đuốc, ngọn đuốc; Welsh: ffagl, tors, pentewyn; Yiddish: שטורקאַץ