ὑπείκω
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
Ep. ὑποείκω, with impf. ὑπόεικον, Il.16.305: A fut. ὑπείξω A.Ag.1362, S.OT625, D.15.24; ὑπείξομαι Il.1.294, Od.12.117; Ep. also ὑποείξομαι Il.23.602: aor. 1 ὑπεῖξα X.An.7.7.31; Ep. ὑπόειξα Il.15.227: cf. ὑπεικαθεῖν:—retire, withdraw, depart, c. gen. loci, νεῶν from the ships, Il.16.305; ὑ. τινὶ ἕδρης retire from one's seat for another, make room for him, Od.16.42; ὑ. τοῦ ἀρχαίου λόγου draw back from... Hdt.7.160; ὑ. τινὶ λόγων (cj. Valck. for λόγῳ) give one the first word, allow him to speak first, X.Mem.2.3.16; πολίταις ὁδῶν καὶ θάκων καὶ λόγων ὑπείκειν Id.Cyr.8.7.10.
2 yield, give way, ὑ. τινί Id.An.7.7.31: abs., of a seaman, ὅστις.. πόδα τείνας ὑπείκει μηδέν S.Ant.716; of things, Il.20.266; ὅσα δένδρων ὑ. S.Ant.713; ὑ. ὑγρὰ οὖσα ἡ κνήμη X.Eq.7.6; ὑ. αἱ δάπιδες are soft and yielding, Id.Cyr.8.8.16; ἐν ὑπείκοντι in a yielding substance, Arist.PA694b15; πρὸς ἀντιπῖπτον.. καὶ οὐ πρὸς ὑπεῖκον Id.Pr.961b4; καθ' ἅπερ ἂν ὑπείκῃ Gal.2.711; τὸ ὑπεῖκον, = οἱ ὑπείκοντες, E.IT327.
3 c. acc., πάροιθε νεμεσσηθεὶς ὑπόειξε χεῖρας ἐμάς he scaped my hands, Il.15.227.
II metaph., yield, give way, comply, ib.211; θεοῖσιν ὑπείξεαι ἀθανάτοισι Od.12.117, cf. Il.23.602; ἀλλ' ἤτοι μὲν ταῦθ' ὑποείξομεν ἀλλήλοισι 4.62; σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι I will give way to thee in... 1.294: in Trag., Att., etc., sometimes abs., yield, submit, S.Aj.371, OT625, Th.1.127, Pl. Ap.32a, Ep.Hebr.13.17, etc.: sometimes c. dat., submit to, A.Ag.1362; τιμαῖς S.Aj.670; γήρᾳ ὑ. E.IA140 (anap.); ὑ. θυμουμένοις Pl.Lg.717d, cf. R.336e, etc.; ἐπιθυμίαις Phld.D.1.25: c. inf., νῷν ὕπεικε τὸν κασίγνητον μολεῖν concede to us that... S.OC1184; ὑ. δαμῆναι submit to be conquered, A.R.4.1676; but ὑ. μὴ πολεμίζειν yield, so as not to... prob. l. ib.408 (ὑπείξομαι, -ωμαι codd.).
German (Pape)
[Seite 1184] fut. auch ὑπείξομαι, Il. 1, 294 Od. 12, 117, ὑποείξομαι Il. 23, 602, wie gew. bei Hom. ὑποείκω, – weichen, weggehen; νεῶν, von den Schiffen, Il. 16, 305; λόγου ὑπείκειν, von seinen Worten oder Grundsätzen abweichen, Her. 7, 160; θυμουμένοις ὑπείκειν δεῖ Plat. Legg. IV, 717 d; τινὶ ἕδρης, vor Einem aufstehen und weggehen, ihm Platz machen, Od. 16, 42; dah. ihm den ersten Platz zugestehen, τινὶ λόγων, Einem das erste Wort gönnen, ihn zuerst reden lassen, Xen. Mem. 2, 3, 16; ὁδῶν καὶ θάκων καὶ λόγων ὑπείκειν Cyr. 8, 7, 10; – c. accus., Einem entweichen, entgehen, χεῖρας ἐμὰς ὑπόειξε Il. 15, 227, er entwich meinen Händen, wo Eustath. aber χεῖρας νεμεσσηθείς verbindet. – Übertr., nachgeben, sich fügen, τινί τι, Einem in einer Sache; ἀλλ' ἤτοι μὲν ταῦθ' ὑποείξομεν ἀλλήλοισιν, σοὶ μὲν ἐγώ, σὺ δ' ἐμοί, Il. 4, 62; εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑποείξομαι Il. 1, 294; οὐδὲ θεοῖσιν ὑποείξεαι ἀθανάτοισιν Od. 12, 101; Aesch. Ag. 1335; καὶ νῷν ὕπεικε τὸν κασίγνητον μολεῖν, gieb uns nach, daß er komme, gestatte es uns zu Gefallen, Soph. O. C. 1186; u. öfter absolut, wie Ai. 364; ὡς οὐχ ὑπείξων, οὐδὲ πιστεύσων λέγεις O. R. 625; γήρᾳ μηδὲν ὑπείκων Eur. I. A. 139; οὐκ εἴα ὑπείκειν, ἀλλ' ἐς τὸν πόλεμον ὥρμα τοὺς Ἀθηναίους Thuc. 1, 127; Plat. oft; λόγοις τινὸς ὑπείκειν, Jemandes Gründen nachgeben; – τινί τινος, zu Jemandes Gunsten wovon ablassen, Einem Etwas einräumen oder überlassen. – Sp. auch c. infin., ablassen, aufhören, πολεμίζειν, δαμῆναι, Ap. Rh.
French (Bailly abrégé)
impf. ὑπεῖκον, f. ὑπείξω et ὑπείξομαι, ao. ὑπεῖξα;
1 céder la place, se retirer : νεῶν IL des vaisseaux ; τινι ἕδρης OD céder son siège à qqn ; τινι λόγων XÉN laisser parler qqn avant soi;
2 céder à, obéir à, τινι ; en gén. céder;
3 condescendre à, τινι : τι ἀλλήλοισι IL se faire des concessions mutuelles en qch ; τινί τι condescendre à qqn en qch, accorder qch à qqn ; avec une prop. inf. : ὕπεικε τὸν κασίγνητον μολεῖν SOPH permets que notre frère vienne.
Étymologie: ὑπό, εἴκω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπείκω: эп. ὑποείκω (fut. ὑπείξω и ὑπείξομαι - эп. ὑποείξομαι, aor. 1 ὑπεῖξα - эп. ὑπόειξα)
1 отступать, отходить, уходить (νεῶν Hom.): ὑπεῖξαι τοῦ ἀρχαίου λόγου Her. взять назад (свои) прежние слова; τοῦ νοσήματος ὑπείκοντος Plut. когда болезнь проходит;
2 уступать (τοῖς πρεσβυτέροις ὁδῶν καὶ θάκων καὶ λόγων ὑ. Xen.);
3 досл. уступать дорогу, перен. покоряться, угождать (θεοῖσιν Hom.; τοῖς ἡγουμένοις Aesch.): ὑ. τι ἀλλήλοισιν Hom. делать взаимные уступки в чем-л.; πᾶν ἔργον ὑ. τινι Hom. угождать кому-л. во всем; ὅσα δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ἐχσῴζεται Soph. те деревья, которые гнутся, сохраняют свои сучья, т. е. не ломаются; γήρᾳ μηδὲν ὑ. Eur. не поддаваться старости; οὐχ ὑπείξων Soph. не повинуясь, непокорно;
4 соглашаться, разрешать (καὶ νῷν ὕπεικε τὸν κασίγνητον μολεῖν Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπείκω: Ἐπικ. ὑποείκω, μετὰ παρατ. ὑπόεικον, Ὅμηρ.· μέλλ. ὑπείξω Αἰσχύλ. Ἀγ. 1362, Σοφ. Ο. Τ. 625, Δημ.· ὑπείξομαι Ἰλ. Α. 294· Ἐπικ. ὡσαύτως ὑποείξομαι Ψ. 602, Ὀδ. Μ. 117· - ἀόρ. α΄ ὑπεῖξα Πλάτ., Ξεν.· Ἐπικ. ὑπόειξα Ἰλ. Ο. 227, πρβλ. ὑπεικαθεῖν. Ἀποχωρῶ, ἀπομακρύνομαι, ἀναχωρῶ, μετὰ γεν. τόπου, νεῶν, ἐκ τῶν πλοίων, Π. 305· ὑπ. τινὶ ἕδρης, ἀποχωρῶ τῆς θέσεώς μου ὅπως παραχωρήσω αὐτὴν εἰς ἕτερον (πρβλ. ὑπανίσταμαι), Ὀδ. Π. 42· ὑπ. τοῦ ἀρχαίου λόγου, ἀπομακρύνομαι ἐκ..., Ἡρόδ. 7. 160· ὑπ. τινὶ λόγων, παραχωρῶ εἴς τινα τὸν λόγον νὰ ὁμιλήσῃ πρῶτος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 16· καὶ συγχωνευομένων πασῶν τούτων τῶν φράσεων, ὁδῶν καὶ θάκων καὶ λόγων ὑπείκειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 10. 2) ὑποχωρῶ, τιμαῖς ὑπ., ὑποχωρῶ εἰς τοὺς ἐν τιμῇ ὄντας, Σοφ. Αἴ. 670· ὑπ. τινὶ Ξεν. Ἀνάβ. 7. 7, 31· ἀπολ., ἐπὶ ναύτου, ὅστις... πόδα τείνας ὑπείκει μηδὲν Σοφ. Ἀντ. 716· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὅσα δένδρων ὑπ. αὐτόθι 713· ὑπ. ὑγρὰ οὖσα ἡ κνήμη Ξεν. Ἱππ. 7, 6· ὑπ. αἱ δάπιδες, εἶναι μαλακαὶ καὶ ὑποχωροῦσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 8, 16· ἐν ὑπείκοντι, εἰς οὐσίαν μαλακήν, ὑποχωροῦσαν, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 12, 27· πρὸς ἀντιπῖπτον... καὶ οὐ πρὸς ὑπεῖκον ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 32. 13· τὸ ὑπεῖκον = οἱ ὑπείκοντες, Εὐρ. Ι. Τ. 327. 3) μετ’ αἰτ., πάροιθε νεμεσσηθεὶς χεῖρας ἐμὰς ὑπόειξε, ἐξέφυγε τῶν χειρῶν μου, Ἰλ. Ο. 227 (εἰ καὶ ὁ Εὐστ. συνάπτει χεῖρας νεμεσσηθείς). ΙΙ. μεταφορ., ὑποχωρῶ, ἀλλ’ ἦ τοι νῦν μέν κε νεμεσσηθεὶς ὑποείξω Ἰλ. Ο. 211, Υ. 266· θεοῖσιν ὑπείξεαι ἀθανάτοισι Ὀδ. Μ. 177, πρβλ. Ψ. 602· ἀλλ’ ἤτοι μὲν ταῦθ’ ὑποείξομεν ἀλλήλοισι Δ. 62· σοὶ πᾶν ἔργον ὑποείξομαι, θὰ ὑποχωρήσω εἰς σὲ ἐν παντὶ ἔργῳ, Α. 294· - παρ’ Ἀττικ. ἐν μέρει ἀπολ., ὑποχωρῶ, ὑποτάσσομαι, Σοφ. Αἴ. 371, Ο.Τ. 625, Θουκ. κλπ.· ἐν μέρει δὲ καὶ μετὰ δοτικ., ὑποτάσσομαι εἴς τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1362· γήρᾳ ὑπ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 139· ὑπ. θυμουμένοις Πλάτ. Νόμ. 717D, κλπ.· μετ’ ἀπαρ., νῷν ὕπεικε τὸν κασίγνητον μολεῖν, ὑποχώρησον εἰς ἡμᾶς, συναίνεσον νά..., Σοφ. Ο. Κ. 1184 ὑπόειξε δαμῆναι, ὑπέκυψε νὰ δαμασθῇ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 4, 1676· ἀλλά, οὐδ’ ἂν ἐγὼ Κόλχοισιν ὑπείξω μὴ πολεμίζειν αὐτόθι 408. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπείκει· ὑπακούει. ὑποχωρεῖ, ὑποτάσσεται» καὶ «ὑπεῖξά σοι· ὑπεχώρησά σοι».
English (Autenrieth)
(ϝείκω), fut. ὑποείξω, aor. 1 ὑπόειξε, subj. ὑποείξομεν, mid. fut. ὑπείξομαι and ὑποείξομαι: retire, withdraw from (τινός), yield, make way for (τινί); w. both gen. and dat., τῷ δ' ἕδρης ὑπόειξεν, Od. 16.42; w. acc., χεῖράς τινος, ‘before one's hands,’ Il. 15.227.
English (Strong)
from ὑπό and eiko (to yield, be "weak"); to surrender: submit self.
English (Thayer)
from Homer down; to resist no longer, but to give way, yield (properly, of combatants); metaphorically, to yield to authority and admonition, to submit: Hebrews 13:17.
Greek Monolingual
ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α
μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ
β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.)
αρχ.
1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
2. (με δοτ.) υποχωρώ, παραχωρώ («τιμαῖς ὑπείκει», Σοφ.)
3. (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) τὸ ὑπεῖκον
(με περιλπτ. σημ.) αυτοί που υποχωρούν, που υποτάσσονται («αὖθις τὸ νῦν ὑπεῖκον ἤρασσον πέτροις», Ευρ.)
4. φρ. «ὑπείκω χεῖρα» — ξεφεύγω από τα χέρια (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εἴκω «υποχωρώ, αποσύρομαι»].
Greek Monotonic
ὑπείκω: Επικ. ὑπο-είκω, με παρατ. ὑπόεικον· μέλ. ὑπείξω, Επικ. ὑπείξομαι, ὑποείξομαι· αόρ. αʹ ὑπεῖξα, Επικ. ὑπόειξα· πρβλ. ὑπεικαθεῖν· υποχωρώ, αποσύρομαι, αναχωρώ, νεῶν, από τα πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπείκω τινὶ ἕδρης, αποχωρώ από την θέση μου για να την παραχωρήσω σε κάποιον άλλο (πρβλ. ὑπανίσταμαι), σε Ομήρ. Οδ.· ὑπείκω τινὶ λόγων, δηλ. του επιτρέπω να μιλήσει πρώτος, σε Ξεν.
2. ενδίδω, υποτάσσομαι, υποχωρώ, τιμαῖς ὑπείκω, υποχωρώ στις αρχές, τους άρχοντες, σε Σοφ.· ὑπείκω τινί, σε Ξεν.· απόλ., υποχωρώ, συμμορφώνομαι προς, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὸ ὑπεῖκον = οἱ ὑπείκοντες, σε Ευρ.· με απαρ., νῷν ὕπεικε τὸν κασίγνητον μολεῖν, μας επέτρεψε, μας εκχώρησε την άδεια ότι μπορεί να έρθει, σε Σοφ.
3. με αιτ., χεῖρας ἐμὰς ὑπόειξε, ξέφυγε από τα χέρια μου, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
epic ὑπο-είκω imperf. ὑπόεικον fut. ὑπείξω epic ὑπείξομαι, ὑποείξομαι aor1 ὑπεῖξα epic ὑπόειξα [cf. ὑπεικαθεῖν
1. to retire, withdraw, depart, νεῶν from the ships, Il.; ὑπ. τινὶ ἕδρης to retire from one's seat for another (cf. ὑπανίσταμαἰ, Od.; ὑπ. τινὶ λόγων, i. e. to allow him to speak first, Xen.
2. to yield, give way, τιμαῖς ὑπ. to give way to authority, Soph.; ὑπ. τινί Xen.: absol. to give way, comply, Hom., etc.; τὸ ὑπεῖκον, = οἱ ὑπείκοντες, Eur.:—c. inf., νῶν ὑπεῖκε τὸν κασίγνητον μολεῖν concede to us that he may come, Soph.
3. c. acc., χεῖρας ἐμὰς ὑπόειξε he scaped my hands, Il.
Chinese
原文音譯:Øpe⋯kw 希普-誒可
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-模擬
字義溯源:降服,順服;由(ὑπό)*=在下,被)與(εἴκω)*=情願軟弱,容讓)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 要順服(1) 來13:17
Mantoulidis Etymological
(=ἀποχωρῶ, ἀπομακρύνομαι, ὑποχωρῶ). Ἀπό τό ὑπό + εἴκω (=ὑποχωρῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑπεικτέον, ὑπεικτικός, ὕπειξις (=ὑποχώρηση).