λιμός
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
οῦ, ὁ (Dor. ἡ, acc. to Phryn.164, used by the Megarian in Ar.Ach.743, cf. Herod.2.17, Bion Fr.14.4; Λιμὸς ἔχων γυναικὸς μορφήν Callisth. ap. Ath.10.452b; also h.Cer.311, Call.
A Fr.anon.43, Plb.1.84.9, AP9.89 (Phil.), Ev.Luc.15.14, Act.Ap.11.28):—hunger, famine, δίψα τε καὶ λ. Il.19.166; λιμῷ θανέειν = die of hunger Od.12.342; λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν Hes.Op.243, cf. Th.2.54; λ. αἰανής Pi.I.1.49; λιμῷ συνεστεῶτας = stricken by hunger Hdt. 7.170; σκότῳ λ. ξύνοικος A.Ag.1642; δείπνου προφήτην λιμόν Antiph. 217.23; ἅπανθ' ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὑτοῦ ποιεῖ Id.293; ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον Id.86.6: prov., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ = destroy them by Melian famine, referring to the siege of Melos, Ar.Av.186: metaph., ἤδη γὰρ εἶδον… λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι E.El. 371.
II a hungry wretch, Men.Kol.78, Posidipp.26.12, Eust. 1828.6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
faim ; famine, inanition.
Étymologie: DELG cf. λοιμός.
German (Pape)
[ῑ], ὁ, (auch ἡ, H.h. Cer. 312, von den Gramm. für dorisch erkl., vgl. Schol. Ar. Ach. 743; in späterer Prosa vorherrschend, Pol. 1.84.9 und andere Spätere), Mangel an Nahrung (λείπω), Hungersnot, Hunger; δίψα τε καὶ λιμός, Il. 19.166, ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός, Od. 12.332, öfter; λιμῷ θανέειν, vor Hunger sterben, 12.342; λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν, Hes. O. 241; αἰανής, Pind. I. 1.49; πλεῖστοι θάνον δίψει τε λιμῷ τε, Aesch. Pers. 483, öfter, wie bei den anderen Tragg.; λιμῷ πιεζόμενοι, Her. 6.139, ὑπὸ λιμοῦ, 8.115; λιμῷ ἀποθανεῖν, Plat. Gorg. 464d, und sonst überall in Prosa. – Auch übertragen, ἤδη γὰρ εἶδον λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι γνώμην τε μεγάλην ἐν πένητι σώματι Eur. El. 371. – Auch = Heißhunger, Medic. – Komisch = der Hungerleider, Posidipp. Ath. IX.376 (v. 12); vgl. Eust. 1828.6.
Russian (Dvoretsky)
λῑμός: ὁ, реже ἡ, тж. pl. голод (δίψα τε καὶ λ. Hom.; λ. ὁμοῦ καὶ λοιμός Hes.; λιμῷ θανέειν Hom., ἀποθανεῖν Plat. и ἀπολλύναι NT): Μήλιος λ. Arph. Мелосский голод, т. е. мучительнейший (голод на острове Мелос во время осады его афинянами в 416 г. до н. э.).
Greek (Liddell-Scott)
λῑμός: -οῦ, ὁ, (τὸ θηλ. ἡ λιμὸς λέγεται Δωρ. παρὰ τοῖς Γραμμ., καὶ οὕτω μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Μεγαρεὺς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 743, Βίων 6. 4· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 313, Καλλ. Ἀποσπ. 490, Πολύβ. 1. 84, 9, καὶ Ἀνθ., πρβλ. Λοβεκ. Φρύνικ. 188, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19 καὶ Πίνακα)· - πεῖνα, ἔλλειψις τροφῆς, δίψα τε καὶ λιμὸς Ἰλ. Τ. 166· λιμῷ θανέειν Ὀδ. Μ. 342· λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, πρβλ. Θουκ. 2. 54· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ., καὶ Ἀττ.· σκότῳ... λ. ξύνοικος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· δείπνου προφήτην λιμὸν Ἀντιφάν ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23· ἅπανθ’ ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὐτοῦ ποιεῖ ὁ αὐτ. παρὰ Meineke Κωμ. Ἀποσπ. σ. 80· ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον ὁ αὐτ. ἐν «Διπλασίοις» 2· - παροιμ., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιορκίαν τῆς Μήλου (Θουκ. 5. 114 ἑξ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 186· - μεταφορ., ἤδη γὰρ εἶδον... λιμόν τ’ ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι Εὐρ. Ἠλ. 371. ΙΙ. πειναλέος ἄνθρωπος, «πεινασμένος», «λιμασμένος», Ποσείδιππ. ἐν «Χορεύουσαις» 1. 12, πρβλ. Εὐστ. 1828. 6. (Ἴσως ἀντὶ λιφμός, ἰσχυρὸς πόθος, ἐπιθυμία σφοδρά, ἐκ τῆς √ΛΙΦ, λίπτομαι). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 101-102.
English (Slater)
λῑμός famine γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται (I. 1.49) Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ (Pae. 6.64)
English (Strong)
probably from λείπω (through the idea of destitution); a scarcity of food: dearth, famine, hunger.
English (Thayer)
λιμοῦ, ὁ (and ἡ in Doric and later writings; so L T Tr WH in Song of Solomon, too, in Lob. ad Phryn., p. 188; (Liddell and Scott, under the word at the beginning; WH s Appendix, p. 157a); Buttmann, 12 (11); Winer's Grammar, 63 (62) (cf. 36), and 526 (490)); the Sept. very often for רָעָב; hunger: ἐν λιμῷ καί δίψει, Xenophon, mem. 1,4, 13; equivalent to scarcity of harvest, famine: Buttmann, 81 (71)); λιμοί, famines in divers lands, λιμοί καί λοιμοί, L T Tr text WH omit καί λοιμοί); Theophilus ad Autol. 2,9; the two are joined in the singular in Hesiod, Works, 226; Herodotus 7,171; Philo, vit. Moys. i. § 19; Plutarch, de Isa. et Osir. 47.
Greek Monolingual
ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή)
μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση της θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ' οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.)
Greek Monotonic
λῑμός: -οῦ, ὁ και ἡ, πείνα, έλλειψη τροφής, σε Όμηρ., κ.λπ.· παροιμ., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, σχετικά με την πολιορκία της Μήλου, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για το μυαλό, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m., also f. (Schwyzer-Debrunner 37 w. n. 3, Solmsen Wortforsch. 109)
Meaning: hunger, famine (Il.).
Compounds: Compp., e.g. λιμ-αγχ-έομαι be weakened by hunger (Hp.) from *λίμ-αγχ-ος (: ἄγχω; cf. Schwyzer 726); on βού-λιμος s. on βουλιμία; on πούλιμος strong hunger (Boeot.) Schulze K.Z. 33, 243 f. = Kl. Schr. 399 f. -
Derivatives: λιμ-ώδης hungry (Hp.), -ηρός hungry, connected with hunger (Theoc., AP ), -αλέος = ῥυσός, λεπτός' (H.; after αὑαλέος a. o.). Verbs: λιμαίνω, λιμῆναι be hungry (Hdt.), λιμώττω, -ώσσω id. (Str., J.) with λίμωξις (late); on NGr. λιμάζω, -άσσω cf. Georgacas Glotta 36, 168; on the group id. Ἀφιέρωμα Τριανταφυλλίδη 513ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No agreement outside Greek (Osc. limu famem is a loan.) A primary formation compared with λι-μός is suspected in λοι-μός pest (s.v.) in spite of the long ι; on further hypothetical connections, e.g. with Lith. líesas meagre, leĩnas thin, weak, pliant, Goth. af-linnan ἀποχωρεῖν', OHG bi-linnan give way, stop, leave off s. WP. 2, 387f., Pok. 661 f., Fraenkel Wb. s. láibas, also W.-Hofmann s. lētum. Diff. Wackernagel KZ 30, 295 ( = Kl. Schr. 1, 658): from *λιπ-μός to λίψ ἐπιθυμία, λίπτω (s. v.); s. also λιρός. .
See also: --Zu λειρός s. λείριον.
Middle Liddell
λῑμός, οῦ,
hunger, famine, Hom., etc.:— proverb., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, referring to the siege of Melos, Ar.:—metaph., of the mind, Eur.
Frisk Etymology German
λιμός: {līmós}
Grammar: m., auch f. (Schwyzer-Debrunner 37 m.. A. 3, Solmsen Wortforsch. 109)
Meaning: Hunger, Hungersnot (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. λιμαγχέομαι von Hunger erdrosselt werden (Hp. u.a.) von *λίμαγχος (: ἄγχω; vgl. Schwyzer 726); zu βούλιμος s. zu βουλιμία; zu πούλιμος Heißhunger (böot.) Schulze K.Z. 33, 243 f. = Kl. Schr. 399 f.
Derivative: Davon λιμώδης hungrig (Hp., spät), -ηρός hungrig, mit Hunger verbunden (Theok., AP u. a.), -αλέος = ’ῥυσός, λεπτός’ (H.; nach αὐαλέος u. a.). Verba: λιμαίνω, λιμῆναι hungern (Hdt.), λιμώττω, -ώσσω ib. (Str., J. usw.) mit λίμωξις (sp.); zu ngr. λιμάζω, -άσσω vgl. Georgacas Glotta 36, 168; zur ganzen Gruppe dens. Ἀφιέρωμα Τριανταφυλλίδη 513ff.
Etymology: Ohne außergriechische Entsprechung bis auf das entlehnte osk. limu famem. Eine mit λι-μός ablautende primäre Bildung wird in λοιμός Pest (s.d.) vermutet; über weitere hypothetische Anknüpfungen, z.B. an lit. líesas mager, hager, schmächtig, leĩnas dünn, schwach, biegsam, got. af-linnan ἀποχωρεῖν, ahd. bi-linnan weichen, aufhören, nachlassen u. a. m. s. WP. 2, 387f., Pok. 661 f., Fraenkel Wb. s. láibas, auch W.-Hofmann s. lētum. Anders Wackernagel KZ 30, 295 ( = Kl. Schr. 1, 658): aus *λιπμός zu λίψ· ἐπιθυμία, λίπτω (s. d.); s. auch λιρός. —Zu λειρός s. λείριον.
Page 2,124-125
Chinese
原文音譯:limÒj 利摩士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:饑荒 相當於: (רָעָב)
字義溯源:缺少糧食^,饑荒,饑餓,饑,餓;或出自(λείπω)=缺少*,留下)
出現次數:總共(12);太(1);可(1);路(4);徒(2);羅(1);林後(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 饑荒(9) 太24:7; 可13:8; 路4:25; 路15:14; 路21:11; 徒7:11; 徒11:28; 啓6:8; 啓18:8;
2) 饑(1) 林後11:27;
3) 餓(1) 路15:17;
4) 饑餓(1) 羅8:35
English (Woodhouse)
famine, deprivation of food, pangs of hunger
Mantoulidis Etymological
ὁ (=πείνα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα λιφ- (λιφμός =λιμός) τοῦ λίπτομαι (=ἐπιθυμῶ πολύ).
Παράγωγα: λιμώσσω (=εἶμαι πεινασμένος), λιμώδης (=πεινασμένος), λιμοκτονῶ (=σκοτώνω μέ τήν πείνα), λιμοκτονία, λιμοκτόνησις, λιμοθνής (=πού πεθαίνει ἀπό τήν πείνα).
Lexicon Thucydideum
fames, hunger, famine, 1.23.3. 1.112.4, 1.126.10, 1.134.2. 2.54.3. 2.54.33.57.3, 3.59.3. 3.85.2, 4.2.3, 4.15.2. 4.40.1. 7.87.2, 8.56.1.
Translations
Afar: qulul; Afrikaans: hongersnood; Ainu: ケㇺ; Arabic: مَجَاعَة; Armenian: սով; Aromanian: foamitã; Azerbaijani: aclıq; Bashkir: аслыҡ, йот; Basque: gosete; Belarusian: голад; Bulgarian: глад; Burmese: အငတ်ဘေး; Cherokee: ᎠᎪᎾ; Chichewa: njala; Chinese Mandarin: 饑荒, 饥荒; Coptic: ϩⲕⲟ; Czech: hladomor, hlad; Danish: hungersnød; Dutch: hongersnood; Estonian: näljahäda; Finnish: nälänhätä; French: famine; Georgian: შიმშილი, შიმშილობა; German: Hungersnot, Hunger; Gothic: 𐌷𐌿𐌷𐍂𐌿𐍃; Greek: λιμός, πείνα; Ancient Greek: λιμός; Hebrew: רָעָב; Hindi: अकाल; Hungarian: éhínség; Icelandic: hungursneyð; Ido: famino; Irish: gorta; Italian: carestia; Japanese: 飢饉; Kabuverdianu: fómi; Kazakh: ашаршылық, аштық; Khmer: ទុរ្ភិក្ស; Korean: 기아, 기근; Kurdish Northern Kurdish: xela; Kyrgyz: ачтык; Latin: fames; Latvian: bads; Lithuanian: badmetis, alkis, badas; Macedonian: глад; Malayalam: പട്ടിണി; Mansaka: gutum; Maori: matekaitanga; Maranao: kanggotma; Mongolian: өлсгөлөн; Navajo: hodichin, dichin; Norwegian Bokmål: hungersnød; Nynorsk: hungersnaud, hungersnød; Occitan: famina; Old Church Slavonic Cyrillic: гладъ; Old English: hungor; Persian: قحطی, گرسنگی; Plautdietsch: Hungaschnoot; Polish: głód, klęska głodu; Portuguese: fome; Romanian: foamete; Russian: голод; Saho: culul; Scottish Gaelic: gort; Serbo-Croatian Cyrillic: глад; Roman: glad; Slovak: hladomor, hlad; Slovene: lakota; Sorbian Lower Sorbian: głod; Upper Sorbian: hłód; Spanish: hambruna, hambre; Swedish: hungersnöd; Tagalog: taggutom; Tajik: гуруснагӣ; Tatar: ачлык; Thai: ทุพภิกขภัย, ข้าวยากหมากแพง; Tibetan: མུ་གེ; Turkish: kıtlık, açlık, yokluk, darlık; Ukrainian: голод; Urdu: اکال; Vietnamese: nạn đói; Welsh: newyn; West Frisian: hongersneed, breakrapte; Yiddish: הונגער