νίζω

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίζω Medium diacritics: νίζω Low diacritics: νίζω Capitals: ΝΙΖΩ
Transliteration A: nízō Transliteration B: nizō Transliteration C: nizo Beta Code: ni/zw

English (LSJ)

Epich. [273]; imper.
A νίζε Il.11.830; inf. νίζειν Od.19.374; part. νίζων Il.7.425, E.IT1338: Ep. impf. νίζον Od.1.112, Il.11.846:—the pres. νίπτω, analogically formed from νίψω ἔνιψα, first in Men. Mon.543, cf. Luc.Epigr.19, Arr.Epict.1.19.5, Ev.Jo.13.5, Plu.Thes. 10, though Hp. uses Med. νίπτομαι Mul.1.57 (but διανιζέσθω ib.84, περινιζέσθω ib.2.158): fut. νίψω Od.19.376, E.IT255: aor. ἔνιψα Id.Sthen.Prol.25; Ep. νίψα Od.19.505:—Med., νίζομαι Hp. (v. supr.): impf. νίζετο Od.6.224: fut. νίψομαι (v. ἀπονίζω, ἐκνίζω), late νιφήσομαι LXX Le.15.12: aor. ἐνιψάμην; Ep. 3sg. νίψατο Il.16.230: pf. νένιμμαι (v. infr.): aor. Pass. ἐνίφθην (κατ-) Hp.Prorrh.2.23:—wash the hands or wash the feet (v. sub fin.), νίζε δ' ἄρ' ἆσσον ἰοῦσα ἄναχθ' ἑόν Od.19.392; αὐτὰρ ἐπεὶ νίψεν ib.505, cf. 358; τῷ σε πόδας νίψω ib.376, cf. Orac. ap. Hdt.6.19; ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει Epich. l.c.:—Med., νίψατο δ' αὐτὸς χεῖρας Il.16.230, cf. Hes.Op.739; νίψασθαι, abs., to wash one's hands, Od.1.138, etc.; χεῖρας νίψασθαι ἁλός [with water] from the sea, 2.261 (v. infr. ΙΙ); νίψασθαι λίμνης πόδα Hes.Fr.122; οὔρῳ νιψάμενος τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.111.
2 generally, purge, cleanse, νίψαι καθαρμῷ S.OT1228, cf. E.IT1191.
II wash off, ἐπεί σφιν κῦμα θαλάσσης ἱδρῶ… νίψεν ἀπὸ χρωτός Il.10.575; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νίζ' ὕδατι λιαρῷ 11.830, 846; φόνον ἐμῆς ἔνιψε χειρός E.Sthen.l.c.:—Pass., αἷμα νένιπται Il.24.419:—Med., ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο ἅλμην = he washed the brine off his skin [with water] from the river, Od.6.224.—Commonly used of washing part of the person, while λούομαι is used of bathing, πλύνω of washing clothes, etc.; but νίζω is sometimes used of things, σπόγγοισι… τραπέζας νίζον Od.1.112; [δέπας] ἔνιψ' ὕδατος καλῇσι ῥοῇσι Il.16.229; ὕδατι νίζειν… πλίνθον Theoc.16.62.—Att. Prose writers use the word only in compds., v. ἀπονίζω, ἐναπονίζω, ἐκνίζω. (Cf. OIr. nigid, Skt. nénekti 'wash', niktá- 'washed', Gr. ἀνιπτόποδες, χέρνιβα, I.-E. nigu̯-.)

German (Pape)

[Seite 255] = νίπτω, wovon es auch fut. u. die anderen tempp. entlehnt, νίψω, νένιμμαι, waschen, abwaschen; σπόγγοισι τραπέζας, Od. 1, 112; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα νίζ' ὕδατι λιαρῷ, Il. 11, 830; oft med., ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο, er wusch sich den Leib ab, Od. 6, 224; σφὶν κῦμα θαλάσσης ἱδρῶ πολλὸν νίψεν ἀπὸ χρωτός, Il. 10, 575; αἷμα νίζειν ἀπό τινος, 11, 830. 846; pass., αἷμα νένιπται, 24, 419; mit doppeltem acc., σὲ πόδας νίψω, Od. 19, 376 u. öfter; med., νίψατο δ' αὐτὸς χεῖρας, er wusch sich die Hände, Il. 16, 230, öfter, am häufigsten Hände u. Füße waschen, auch ohne Zusatz, Od. 1, 138. 4, 54; νίψασθαι ἁλός, sich aus dem Meere waschen, 2, 261; selten von Sachen, Il. 16, 229. – Abwaschen, reinigen, d. i. entfühnen, οἶμαι γὰρ οὔτ' ἂν Ἴστρον οὔτε Φᾶσιν ἂν νίψαι καθαρμῷ τήνδε τὴν στέγην, Soph. O. R. 1228; φόνον νίζουσα, Eur. I. T. 1338; ἔνιψεν αὐτῶν σφαγάς, Suppl. 765; ἁγνοῖς καθαρμοῖς νιν νίψαι θέλω, I. T. 1191; u. med., ὀρειᾶν πιδάκων νίψαντο σώματ' ἐν ῥοαῖς, Andr. 284; sprichwörtlich wie bei uns ἁ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει, Epicharm. bei Plat. Ax. 366 c. – Ausgießen, οἶνον νιζέτω εἰς ἔδαφος, Ion bei Ath. XI, 463 b.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
laver, acc. : βρότον IL, φόνον EUR du sang, le sang d'un meurtre ; αἷμα ὕδατι IL du sang avec de l'eau ; σπόγγοισι τραπέζας OD des tables avec des éponges;
Moy. νίζομαι (seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. poét. νίζετο) laver sur soi, acc..
Étymologie: R. Νιπ, laver ; cf. νίπτω.

Russian (Dvoretsky)

νίζω: (fut. νίψω aor. ἔνιψα - эп. νίψα; pass.: pf. νένιμμαι, aor. ἐνίφθην; adj. verb. νιπτός) мыть, умывать (τινά, πόδας, χεῖρας νίψασθαι, σπόγγοισι τραπέζας, ν. Hom.): νίψαι καθαρμῷ τὴν στέγην Soph. очистить дом (от запятнавших его преступлений).

Greek (Liddell-Scott)

νίζω: Ἐπιχ. 118 Ahr.: προστ. νίζε Ἰλ. Λ. 829: ἀπαρ. νίζειν Ὀδ. Τ. 374: μετοχ. νίζων Ἰλ. Η. 425, Εὐρ.· Ἐπικ. παρατ. νίζον Ὀδ. Α. 112, Ἰλ. Λ. 845· ὁ ἐνεστ. νίπτω, ἐξ οὗ σχηματίζονται οἱ λοιποὶ χρόνοι, μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Μενάνδρ. ἐν Μονοστίχ. 543, Ἀνθ. Π. 11. 428, Πλουτ. Θησ. 10, ἂν καὶ ὁ Ἱππ. μεταχειρίζεται τὸ μέσ. νίπτομαι, 610. 51 (ἀλλὰ διανιζέσθω 631. 15): - μέλλ. νίψω Ὀδ. Τ. 376, Εὐρ.: ἀόρ. ἔνιψα, Ἐπικ. νίψα, Ὅμ., κλ.: - Μέσ. νίζομαι Ἱππ. (ἴδε ἀνωτ.): παρατ. νίζετο Ὀδ. Ζ. 224: - μέλλ. νίψομαι (ἴδε ἀπο-, ἐκ-νίζω)· μεταγεν. νιφήσομαι Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΕ΄, 12): ἀόρ. ἐνιψάμην, Ἐπικ. ἑνικ. νίψατο, Ὅμ., κλ.: - πρκμ. νένιμμαι (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐνίφθην (κατ-) Ἱππ. 106. 2. (Ἡ Ἑλλην. ῥίζα εἶναι ΝΙΒ (πρβλ. τὸ τῆς κοινῆς νίβομαι) ἢ ΝΙΠ (ὅθεν καὶ νιπτήρ, νίπτρον, χέρνιβα (αἰτ. τοῦ χέρνιψ)· πρβλ. Σανσκρ. nig, nê-nêg-mi (ab-luo), ava-nêg-yam (ἀπόνιπτρον)· ἴσως ὡσαύτως Λατ. Neptunus). (Πλύνω τὰς χεῖρας ἢ τοὺς πόδας (ἴδε ἐν τέλ.), νίζε δ’ ἄρ’ ἆσσον ἰοῦσα ἄναχθ’ ἑὸν Ὀδ. Τ. 392· αὐτὰρ ἐπεὶ νίψεν αὐτόθι 505, πρβλ. 358· τῷ σε πόδας νίψω αὐτόθι 376, πρβλ. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει Ἐπίχ. ἔνθ. ἀνωτ. - Μέσ., χεῖρας νίψασθαι, νίψατο δ’ αὐτὸς χεῖρας Ἰλ. Π. 230, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 737· οὕτω, νίψασθαι, ἀπολ., νίψαι τὰς χεῖρας, Ὀδ. Α. 138, κτλ.· χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλός, νίψας τὰς χεῖράς του εἰς τὴν θάλασσαν, Β. 261 (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· νίψασθαι πόδα λίμνης Ἡσ. Ἀποσπ. 19· οὔρῳ νιψάμενος τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 2. 111· ἴδε ἐν λέξ. λούω. 2) καθόλου, καθαίρω, καθαρίζω, ἐξαγνίζω, νίψαι καθαρμῷ Σοφ. Ο. Τ. 1228, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1191. ΙΙ. ἐκπλύνω, ἀποπλύνω, ἐπεί σφιν κῦμα θαλάσσης ἱδρῶ.... νίψεν ἀπὸ χρωτὸς Ἰλ. Κ. 575· ἀπ’ αὐτοῦ δ’ αἷμα κελαινὸν νίζ’ ὕδατι λιαρῷ Ἰλ. Λ. 829, 845. - Παθ., αἷμα νένιπται Ω. 419. - Μέσ., ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο ἅλμην, ἀπέβαλλε τὴν ἅλμην ἐκ τοῦ δέρματός του νιπτόμενος μὲ ὕδωρ ἐκ τοῦ ποταμοῦ (πρβλ. ἀνωτ., λούω ΙΙ), Ὀδ. Ζ. 224. - Ἡ λέξις κοινῶς λέγεται ἐπὶ τῶν πλυνόντων μόνον μέρος τοῦ σώματος, ἐνῷ τὸ λούομαι κεῖται ἐπὶ λουτροῦ γενικοῦ τοῦ σώματος, τὸ δὲ πλύνω ἐπὶ πλύσεως τῶν ἐνδυμάτων, κτλ.· ἀλλὰ τὸ νίζω ἐνίοτε λέγεται καὶ ἐπὶ πραγμάτων, σπόγγοισι... τραπέζας νίζον Ὀδ. Α. 112· (δέπας) νίψ’ ὕδατος καλῇσι ῥοῇσι Ἰλ. Π. 229· ὕδατι νίζειν... πλίνθον Θεόκρ. 16. 62. - Ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ ἡ λέξις εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἐν συνθέτοις, ἴδε ἀπο-, ἐναπο-, ἐκ-νίζω.

English (Autenrieth)

imp. νίζ(ε), ipf. νίζον, fut. νίψω, aor. νίψα, mid. ipf. νίζετο, aor. νιψάμην, pass. perf. νένιπται: wash, wash off, mid., oneself or a part of oneself; w. two accusatives, νίψαι τινὰ πόδας, Od. 19.376; mid., χρόα ἅλμην, ‘the brine from his person,’ Od. 6.224; ἁλός, ‘with water from the sea,’ Od. 2.261; pass., Il. 24.419.

Spanish

lavar, lavarse

Greek Monolingual

νίζω (Α)
βλ. νίβω.

Greek Monotonic

νίζω: Επικ. παρατ. νίζον (ο ενεστ. νίπτω, από τον οποίο σχηματίστηκαν οι υπόλοιποι χρόνοι, υπάρχει μόνο σε μεταγεν. συγγραφείς)· μέλ. νίψω, αόρ. αʹ ἔνιψα, Επικ. νίψα — Μέσ., μέλ. νίψομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ νίψατο — Παθ., παρακ. νένιμμαι·
I. 1. πλένω τα χέρια ή τα πόδια κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χεῖρας νίψασθαι, πλένω τα χέρια μου, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ομοίως, νίψασθαι, απόλ., πλένω τα χέρια μου, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· χεῖρας νίψασθαι ἁλός, πλένω τα χέρια μου στη θάλασσα, στο ίδ.
2. γενικά, καθαρίζω, κάνω καθαριότητα, εξαγνίζω, σε Σοφ., Ευρ.
II. ξεπλένω, αποπλένω· ἱδρῶ νίψεν ἀπὸ χρωτός, ξέπλυνε τον ιδρώτα από το δέρμα του, σε Ομήρ. Ιλ.· αἷμα νίζ' ὕδατι, στο ίδ. — Μέσ., χρόα νίζετο ἅλμην, απέβαλε την αλμύρα από το δέρμα του αφού πλύθηκε με νερό ποταμίσιο, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αἷμα νένιπτε, σε Ομήρ. Ιλ.· η λέξη συνήθως λέγεται για πρόσ. που πλένουν μέρος μόνο του σώματός τους, ενώ το λούομαι δηλώνει το πλύσιμο ολόκληρου του σώματος και το πλύνω το πλύσιμο των ρούχων.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: wash, bathe.
Other forms: -ομαι (Il.), analog. νίπτω (Men., NT), -ομαι (v.l. σ 179, Hp.), aor. νίψαι, -ασθαι (Il.), pass. νιφθῆναι (Hp.). fut. νίψω, -ομαι (Od.), pass. νιφήσομαι (LXX), perf. midd. νένιπται (Ω 419), νένιμμαι (Ar.).
Compounds: Also (in Att. prose always) w. prefix, esp. ἀπο- a. ἐκ-.
Derivatives: 1. νίπτρον (ἀπό-), mostly pl., n. water for washing (trag., Ar.), ποδάνιπτρα pl. (-ον) through syllabledissim. from *ποδ-απόνιπτρον (to be rejected Bechtel Lex. s.v.), second. ποδό-νιπτρον, water for washing ones feet (Od.); besides ποδανιπτήρ m. (sec. ποδο-) washing basin for ones feet (Stesich., Hdt., inscr.), νιπτήρ m. washing basin (Ev. Jo.); 2. κατανίπ-της m. washer, who washes the peplos of Athene Polias (AB, EM; 3. (ἀπό-, κατά-)νίμμα n. washing water; 4. (ἀπό-, ἔκ-)νίψις f. washing (Plu., medic.). On the forms in gen. Wackernagel Syntax 2, 187. -- On χέρνιψ s. v.
Origin: IE [Indo-European] [761] *neigʷ- wash.
Etymology: From νίψαι, νίψω (from where second. νίπτω) it follows that for νίζω the basis was a zero grade yot-present IE *nigʷ-i̯ō, which is also retained in Celt., OIr. nigim wash. Sankrit has a full grade athematic reduplicated formation né-nek-ti washes with zero grade niddle ne-nik-té. The sigmatic aorist is also in Sanskrit represented by middle nik-ṣ-i (1. sg.), beside which with regular lengthened grade act. a-naik-ṣam. Greek abandoned ablaut completely and generalized the zero grade (νίψω, νίμμα etc.). Formal agreement show the privative verbal adj. ἄ-νιπ-τος and Skt. nik-tá- washen, OIr. necht pure. An isolated verbal noun seems preserved in Germ., e.g. OHG nihhus, nichus river-monster, waterghost, f. nihhussa, NHG. Nix, Nixe, PGm. *nik-u̯es-, *nik-us-; Lat. pollingō wash the corpses prob. remains far, s. W.-Hofmann s.v. -- Further details in WP. 2, 322, Pok. 761, Mayrhofer s. nénekti and niktáḥ.

Middle Liddell

[the pres. νίπτω, from which the tenses are formed, only in late writers]
I. to wash the hands or feet of another, Od.:—Mid., χεῖρας νίψασθαι to wash one's hands, Il., Hes.; so, νίψασθαι, absol., to wash one's hands, Od., etc.; νίψασθαι ἁλός to wash with water from the sea, Od.
2. generally to purge, cleanse, Soph., Eur.
II. to wash off, ἱδρῶ νίψεν ἀπὸ χρωτός washed off the sweat from the skin, Il.; αἷμα νίζ' ὕδατι Il.:—Mid., χρόα νίζετο ἅλμην he washed the brine off his skin, Od.:—Pass., αἷμα νένιπται Il.—The word is commonly said of persons washing part of the person, while λούομαι is used of bathing, πλύνω of washing clothes.

Frisk Etymology German

νίζω: -ομαι (seit Il.),
{nízō}
Forms: analog. νίπτω (Men., NT u.a.), -ομαι (v.l. σ 179, Hp.), Aor. νίψαι, -ασθαι (seit Il.), Pass. νιφθῆναι (Hp. u.a.). Fut. νίψω, -ομαι (seit Od.), Pass. νιφήσομαι (LXX), Perf. Med. νένιπται (Ω 419), νένιμμαι (Ar. u.a.), auch (in att. Prosa immer)
Grammar: v.
Meaning: ‘(sich) waschen, baden’.
Composita: m. Präfix, bes. ἀπο- u. ἐκ-,
Derivative: Davon 1. νίπτρον (ἀπό-), meist pl., n. Waschwasser (Trag., Ar.), ποδάνιπτρα pl. (-ον) durch Silbendiss. aus *ποδαπόνιπτρον (abzulehnen Bechtel Lex. s.v.), sekund. ποδόνιπτρον, Wasser zum Fußwaschen (Od. u.a.); danach ποδανιπτήρ m. (sek. ποδο-) Waschbecken für die Füße (Stesich., Hdt., Inschr. u.a.), νιπτήρ m. Waschbecken (Ev. Jo. u.a.); 2. κατανίπτης m. Wäscher. der den Peplos d. Athene Polias wusch (AB, EM; 3. (ἀπό-, κατά-)νίμμα n. Waschwasser; 4. (ἀπό-, ἔκ-)νίψις f. das Waschen (Plu., Mediz. u.a.). Zu den Formen im allg. Wackernagel Syntax 2, 187. — Zu χέρνιψ s. bes.
Etymology: Aus νίψαι, νίψω (wonach sekund. νίπτω) ergibt sich für νίζω als Grundform ein schwundstufiges Jotpräsens idg. *nigʷ-i̯ō, das auch im Kelt., air. nigim wasche erhalten ist. Diesem gegenüber steht im. Aind. eine hochstufige athematische Reduplikationsbildung -nek-ti wäscht mit schwundstufigem Medium ne-nik-. Der sigmatische Aorist ist auch im Aind. durch das Medium nik--i (1. sg.) vertreten, woneben mit regelmäßiger Dehnstufe das Akt. a-naik-ṣam. Das Griechische hat dagegen den Ablaut gänzlich aufgegeben und die Schwundstufe verallgemeinert (νίψω, νίμμα usw.). Formale Übereinstimmung zeigen auch das privative Verbaladj. ἄνιπτος und aind. nik-- gewaschen, air. necht rein. Ein isoliertes Verbalnomen scheint im Germ. erhalten zu sein, z.B. ahd. nihhus, nichus Flußuntier, Wassergeist, f. nihhussa, nhd. Nix, Nixe, urg. *nik-u̯es-, *nik-us-; lat. pollingō die Leichen abwaschen bleibt wohl fern, s. W.-Hofmann s.v. — Weitere Einzelheiten m. Lit. bei WP. 2, 322, Pok. 761. Mayrhofer s. nénekti und niktáḥ.
Page 2,319-320

Mantoulidis Etymological

(=πλένω, καθαρίζω˙ τό ρῆμα χρησιμοποιεῖται γιά πλύσιμο μέρους μόνον τοῦ σώματος). Ἀπό ρίζα νιβ- ἤ νιπ-. Θέμα νιβ+j+ω→ νίζω μέ τροπή τοῦ βj σε ζ. Ἀπό τό θέμα νιβ + πρόσφυμα τ+ω → νίβτω → νίπτω.
Παράγωγα: νιπτήρ (=λεκάνη), νίπτρον (=νερό γιά νίψιμο), ἀπόνιπτρον (=τό βρώμικο νερό ἀπό τό νίψιμο), ποδάνιπτρον (=νερό γιά νίψιμο τῶν ποδιῶν), νιπτρίς (=πλύντρια), νίψιμον (=νερό γιά νίψιμο), νίψις, ἄνιπτος, δυσέκνιπτος, χέρνιψ (=νερό γιά τό πλύσιμο τῶν χεριῶν πρίν ἀπό τό φαγητό, ἁγιασμένο νερό πρίν ἀπό τή θυσία), χέρνιβες (πληθ.=καθαρμοί μέ ἁγιασμένο νερό), νίμμα (=νερό γιά νίψιμο), νιμμός (=καθάρισμα).

Léxico de magia

1 lavar una planta ἐγὼ νίζω σε ῥητίνῃ ὡς καὶ τοὺς θεούς, ... συναγνίθητι ἐπευχῇ καὶ δὸς ἡμῖν δύναμιν yo te lavo con resina como a los dioses, queda purificada también con mi súplica y danos fuerza P IV 2996 2 en v. med. lavarse σκίλλαν εἰς ὕδωρ χλιαρὸν βρέξας δὸς αὐτῷ νίψασθαι moja una cebolla en agua caliente y dásela para que se lave P VII 178

Translations

Afrikaans: was; Aklanon: eaba; Albanian: lan; Arabic: غَسَلَ‎; Aramaic Syriac: ܣܚܐ‎; Armenian: լվալ, լվանալ; Aromanian: spel, aspel, lau; Assamese: ধোৱা; Asturian: llavar; Azerbaijani: yumaq; Bashkir: йыуыу; Basque: garbitu; Belarusian: мыць, памыць; праць; Bengali: ধোয়া, ধোওয়া; Bikol Central: hugas; Breton: gwalc'hiñ; Bulgarian: мия, измивам; Burmese: ဆေး; Buryat: угааха; Catalan: rentar, llavar; Cebuano: laba, hugas; Cherokee: ᏕᎬᎩᎶᎠ; Chinese Cantonese: 洗; Mandarin: 洗, 洗滌, 洗涤, 沖洗, 冲洗; Chuvash: ҫу; Classical Nahuatl: pāca; Cornish: golhi; Crimean Tatar: yuvmaq, cuvmaq; Czech: mýt, prát; Danish: vaske; Dolgan: һууй; Dutch: wassen, spoelen, afspoelen; Esperanto: lavi; Estonian: pesema; Even: ав-, хилка-; Evenki: ав-, силки-; Faroese: vaska; Finnish: pestä; tiskata, pyykätä; French: laver; Friulian: lavâ; Galician: lavar; Georgian: რეცხვა, გარეცხვა, ბანვა; German: waschen, spülen; Gothic: 𐌸𐍅𐌰𐌷𐌰𐌽; Greek: πλένω; Ancient Greek: πλύνω, νίπτω, λούω; Guaraní: johéi; Haitian Creole: lave; Hawaiian: holoi; Hebrew: רָחַץ‎, שָׁטַף‎; Hindi: धोना; Hungarian: mos, kimos; Icelandic: þvo; Ido: lavar; Indonesian: mencuci; Irish: nigh; Old Irish: nigid, ind·aim; Isnag: uxat; Italian: lavare; Japanese: 洗う; Javanese: ngumbah, raup, wisuh; Kabyle: ssired; Kalmyk: уһаах; Kashmiri: چھَلُن‎; Kashubian: mëc; Kazakh: жуу; Khakas: чуурға; Khmer: លាង; Korean: 씻다; Kurdish Central Kurdish: شوشتن‎; Northern Kurdish: şûştin; Kyrgyz: жуу; Lao: ລ້າງ, ຊັກ, ສ່ວຍ; Latin: lavo, luo; Latvian: mazgāt; Limburgish: wasje, wesje, speule, aafspeule; Lithuanian: pláuti, mazgoti, praũsti; Lombard: lavà; Low German: waschen; Macedonian: мие; Maguindanao: ugas; Malay: mencuci; Manchu: ᠣᠪᠣᠮᠪᡳ; Maori: horoi; Middle English: wasshen; Mongolian: угаалга; Nanai: силко-; Ngazidja Comorian: uyela; Norman: laver; Norwegian: tvette, vaske; Occitan: lavar; Old Church Slavonic Cyrillic: мꙑти; Old East Slavic: мꙑти; Old English: þwēan, wascan; Old High German: dwahan; Old Javanese: kumbah; Old Norse: þvó, þvætta; Oromo: miiccuu; Ossetian: ӕхсын; Ottoman Turkish: ییقامق‎; Pashto: ولل‎, اندرېيل‎; Persian: شستن‎; Polish: myć, prać; Portuguese: lavar; Quechua: mayllay, t'aqsay; Rohingya: dúo; Romani: thovel; Romanian: spăla; Romansch: lavar, laver; Russian: мыть, помыть, вымыть, стирать, постирать; Samoan: fulu; Sanskrit: क्षिपति; Sardinian: samunài, samunàe, samunàre, sciacuai, labare; Scottish Gaelic: nigh; Serbo-Croatian Cyrillic: ми̏ти, пра̏ти; Roman: mȉti, prȁti; Sicilian: lavari; Slovak: myť, prať; Slovene: miti, prati; Sorbian Lower Sorbian: myś; Spanish: lavar; Sundanese: kumbah; Swahili: -osha, -fua, -nawa; Swedish: tvätta, tvaga, två; Sylheti: ꠗꠃꠣ; Tagalog: maghugas, hugasan; Tajik: шустан; Tamil: கழுவு, அலம்பு; Tatar: юарга; Tausug: hugas; Telugu: కడుగు hands, dishes, etc., ఉతుకు clothes; Tetum: fase; Thai: ล้าง, ซัก; Tibetan: བཀྲུ་བ; Tongan: kaukau; Turkish: yıkamak, yumak; Turkmen: ýuvmak; Tuvan: чуур; Ugaritic: 𐎗𐎈𐎕; Ukrainian: мити, прати; Urdu: دھونا‎; Uyghur: ياقىماق‎, يۇماق‎; UEY: يۇماق‎, يۇيماق‎; USY: жумақ, жуймақ; Uzbek: yuvmoq, yuvinmoq; Vietnamese: rửa, giặt; Volapük: lavön; Võro: mõskma; Walloon: laver, rinetyî, rilaver; Welsh: golchi; West Frisian: waskje; Westrobothnian: bøtj, tjwöött, rääns; Yiddish: וואַשן‎; Zazaki: suwen; Zealandic: wasse