ἀνατρέχω

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατρέχω Medium diacritics: ἀνατρέχω Low diacritics: ανατρέχω Capitals: ΑΝΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: anatréchō Transliteration B: anatrechō Transliteration C: anatrecho Beta Code: a)natre/xw

English (LSJ)

A fut. -δραμοῦμαι Luc.Ind.4, poet. 3sg. -δράμεται AP9.575 (Phil.): aor. -έδραμον (v. infr.); aor. subj. Med. ἀναδράμηται Hp.Ep.19 (Hermes 53.69):—run back, ὁ μὲν αὖθις ἀνέδραμε Il.16.813, cf. 11.354; ἀνά τ' ἔδραμ' ὀπίσσω 5.599; return, of the sea, Plu.2.915a; εἰς τὰς ἐξ ἀρχῆς τάξεις Plb.2.67.6; εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Plu.Pel.31; εἰς τὴν προϋπάρχουσαν φιλίαν D.S.20.59; of property, revert, ἐπί τινα Just.Nov.7.4; in writing, recur to a point, ἐπί τι Plb.5.40.4: abs., ἀ. τοῖς χρόνοις 1.12.6,al.
2 c. acc., retrace, traverse, κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ Pi.O.8.54, cf. Semon.10; undo, ἁμαρτιαν Men.15D.; ἀ. τὴν τῆς φύσεως ἐλάττωσιν make amends for, Plu.2.2c, cf. Luc.Ind. 4.
3 revert, ἐπὶ τοὺς λόγους, τὴν ὕλην, Plot.5.8.1; return to source, of light,4.5.7; run back to (logically), ἐπὶ τὴν κοινοτάτην αἰτίαν Phld. D.1.16, cf. Plot.6.1.30.
4 have recourse to, ἐπὶ.. Luc.Abd.11, al., Eun.Hist.p.251 D.
II jump up and run, start up, of men, ἀναδραμὼν ἔθεε Hdt.3.36; ἐκ τῆς κοίτης, ἐκ τοῦ θρόνου, Id.7.15,212; πρὸς τὰ μετέωρα Th.3.89, cf. X.HG4.4.4.
2 of things, ἐγκεφαλος δὲ.. ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς the brains spurted up from the wound, Il.17.297; σμώδιγγες.. ἀνέδραμον weals started up under the blow, 23.717; slip up, Gal.18(1).829; run or spread over, τὸ πάθος ἀ. ἐπὶ τὴν χεῖρα Plu. 2.978c; ἔρευθος ἀ. Call.Lav.Pall.27.
3 run up, shoot up, of plants, ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Il.18.56, cf. Hdt.8.55: hence, of cities and peoples, shoot up, rise quickly, ἀνά τ' ἔδραμον καὶ εὐθενήθησαν Hdt.1.66, cf. 7.156; ἀ. εἰς ἀξίωμα Plu.Publ.21; ἀ. τοῖς βίοις, ταῖς ἐλπίσι, D.S.5.12, 18.20; ἀ. ἡ πολυτέλεια increased, Plu.Mar.34.
4 λίσση δ' ἀναδέδρομε πέτρη the rock ran sheer up, Od.5.412.
5 metaph., soar aloft, of digression to a nobler theme, ἀνέδραμε πρὸς τὴν ἐν οὐρανῷ λύραν Anon.in SE40.23.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ind. 3.a sg. ἀναδράμεται AP 9.575 (Phil.), inf. ἀναδραμεῖσθαι Luc.Ind.4; aor. ἀνέδραμον Il.18.56; perf. ind. ἀναδέδρομα Od.5.412, ἀναδέδρομεν Hsch., part. ἀναδεδραμηκότα Hdt.8.55]
A intr.
I c. mov. hacia arriba
1 subir πρὸς τὰ μετέωρα Th.3.89, cf. X.HG 4.4.4
alzarse λισσὴ δ' ἀναδέδρομε πέτρη Od.5.412
subir, extenderse τοῦ πάθους ἀνατρέχοντος ἐπὶ τὴν χεῖρα Plu.2.978c, ἔρευθος Call.Lau.Pall.27.
2 de pers. crecer ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Il.18.56, cf. Hdt.8.55
fig. de pueblos crecer, desarrollarse ἀνά τε ἔδραμον αὐτίκα καὶ εὐθενήθησαν Hdt.1.66, cf. 7.156, τοῖς τε βίοις ἀνέδραμον subieron en medios de vida D.S.5.12
de pers. ascender εἰς τὸ πρῶτον ἀξίωμα Plu.Publ.21
aumentar πολυτέλεια Plu.Mar.34.
3 brotar, salir ἐγκέφαλος ... ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς Il.17.297, σμώδιγγες Il.23.717, del aire que hay dentro del cuerpo humano, Hp.Flat.7, ἀφροὶ διὰ τοῦ στόματος Hp.Flat.14
saltar ἀναδραμών ἔθει ἔξω Hdt.3.36, ἐκ τῆς κοίτης Hdt.7.15, ἐκ τοῦ θρόνου Hdt.7.212.
II c mov. hacia atrás
1 retroceder a la carrera ὁ μὲν αὖτις ἀνέδραμε Il.16.813, cf. 11.354, ἀνά τ' ἔδραμ' ὀπίσσω Il.5.599.
2 retroceder, retornar (θάλαττα) εἰς αὑτήν Plu.2.915a, εἰς τὰς ἐξ ἀρχῆς τάξεις Plb.2.67.6, πάλιν εἰς τὴν αὑτοῦ φύσιν Plu.Pel.31, cf. D.S.20.59, de la vuelta del color de las plantas a un estado anterior, Arist.Col.799a8, de la luz, Plot.4.5.7, ἀναδραμόντες ἔτι τοῖς χρόνοις retrocediendo todavía en el tiempo Plb.1.12.6
en un escrito volver a un punto anterior ἀναδραμόντες ἐπὶ τὴν παράληψιν Plb.5.40.4
hacer una digresión ἀνέδραμε πρὸς τὴν ἐν οὐρανῷ (λύραν) Anon.in SE 40.23
fig. retrotraerse (αἱ τέχναι) ἐπὶ τοὺς λόγους Plot.5.8.1
de la manera de ser de las cosas remontarse ἐπὶ τὴν ὕλην Plot.6.1.30, τὸ γ' ἐπὶ τὴ[ν] κοινοτάτην [ἀ] νατρέχον αἰτίαν Phld.D.1.16.13, πρὸς τὰ πρότερα Hermog.Prog.9
gram. retrotraerse del acento, διὰ τὸν ἀναδραμόντα τόνον κατὰ τὴν σύνθεσιν A.D.Synt.310.16.
3 recurrir ἐπὶ τὴν ἐξουσίαν τὴν πατρικήν Luc.Abd.11, cf. Eun.Hist.p.251.
4 revertir de una propiedad ἐπὶ τὸν εὐαγέστατον οἶκον Iust.Nou.7.4, cf. PPetaus 84.15 (II d.C.), PMasp.96.40 (VI d.C.).
5 gram. referirse del art. en uso indef. ἐπὶ πᾶν ὄνομα A.D.Synt.108.25.
B tr. y con idea de repetición
1 repasar, referir de nuevo κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ Pi.O.8.54, cf. Semon.10.
2 deshacer, arreglar ἁμαρτίαν Men.Fr.680, τὴν τῆς φύσεως ἐλάττωσιν Plu.2.2c, cf. Luc.Ind.4.

German (Pape)

[Seite 212] (s. τρέχω), fut. ἀναδράμομαι Phil. Thess. 24 (IX, 575), 1) zurücklaufen, sich eilig zurückziehen, ἀνά τ' ἔδραμ' ὀπίσσω Il. 5, 599; ὦκ' ἀπέλεθρον ἀνέδραμε 11, 354; αὖτις 16, 813; öfter Pol., bes. von Schiffern, 1, 50; ἀναδραμεῖν τοῖς χρόνοις, zurückgehen und weiter ausholen, 1, 12; öfter auch ἐπί τι, 5, 40; εἰς τἡν αὑτοῦ φύσιν, in seine gewöhnliche Natur zurückverfallen, Plut. Pelop. 31. Dah. in seiner Meinung zurückgehen, dieselbe ändern, u. so ἀνατρέχουσι καὶ διορθοῦνται σφᾶς αὐτούς Pol. 26, 3, vgl. 2, 13; τὴν τῆς φύσεως ἐλάττωσιν, den Mangel der Natur verbessern, Plut.; vgl. Luc. adv. Ind. 4; aus Men. = ἀναλύειν, Suid., Zon. – 2) in die Höhe laufen, aufspringen, Her. 7, 218 und öfter; πρὸς τὰ μετέωρα Thuc. 3, 89; Xen. Hell. 4, 4, 4; von leblosen Dingen, ἀναδέδρομε πέτρη, ein Felsen steigt empor, Od. 5, 412. 10, 4; ἐγκέ. φαλος ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, das Gehirn spritzte aus der Wunde, Il. 17, 297; σμώδιγγες, es liefen Schwielen auf, 23, 717; aufwachsen, ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Il. 18, 56. 437; Her. 1, 66. 7, 156; ἐκ ῥίζης ἀναδέδρομεν Ant. Sid. 18 (VI, 115); ὀμίχλη, νέφος, Mus. 232; Plut. Arat. 21. Übertr., ἀναδραμεῖν εἰς ἀξίωμα, zu Ansehen emporsteigen, Plut. Popl. 21. – 3) durchlaufen, κῦδος ὕμνῳ, besingen, Pind. Ol. 8, 54.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναδραμοῦμαι, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 courir en haut : πρὸς τὰ μετέωρα THC s'élancer en courant vers les hauteurs;
2 se lever et courir, s'élancer : ἐκ τῆς κοίτης, ἐκ τοῦ θρόνου se lever vivement de son lit, de son siège;
3 jaillir : ἐγκέφαλος ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς IL la cervelle jaillit de la blessure;
4 pousser, croître avec force ; fig. croître (en puissance, en force, etc.) : ἀνατρέχει ἡ πολυτέλεια PLUT le luxe s'accroît rapidement;
II. (ἀνά, en arrière);
1 courir en arrière ; se retirer vivement;
2 fig. faire retour, revenir ; revenir sur (ses paroles, ses actes, etc.) ; tr. amender : ἐλάττωσιν PLUT un défaut.
Étymologie: ἀνά, τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατρέχω: (fut. ἀναδραμοῦμαι - в Anth. ἀναδράμομαι)
1 бежать наверх, взбегать, бегом взбираться (πρός τι Thuc., Plut., κατά τι Xen. и εἴς τι Arst.);
2 быстро подниматься, вскакивать (ἐκ τῆς κοίτης Her.; ἀπὸ θαλάσσης ἀνέδραμε νέφη Plut.);
3 выскакивать: ἐγκέφαλος ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς Hom. мозг брызнул из раны;
4 (pf.-praes.) подниматься, выситься (ἀναδέδρομε πέτρη Hom.);
5 вырастать (σῖτος ἀνατρέχει Arst.): βλαστὸς ἐκ τοῦ στελέχεος ἀναδεδραμηκώς Her. побег, выросший из ствола; ἀναδραμεῖν εἰς τὸ πρῶτον ἀξίωμα Plut. достигнуть высших почестей;
6 отбегать назад, поспешно отступать: ἀνέδραμε, μίκτο δ᾽ ὁμίλῳ Hom. он отступил и смешался с толпой; ἀνατρεχούσης εἰς αὑτὴν θαλάττης Plut. во время морского отлива;
7 возвращаться (ἐπί τι Polyb. и εἴς τι Polyb., Diod.): εἰς τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀναδραμεῖν Plut. вернуться к своим старым привычкам;
8 пробегать, перен. рассказывать: ἀ. τοῖς χρόνοις Polyb. говорить о прошлом; ὕμνῳ ἀ. τι Pind. воспевать что-л.;
9 исправлять, заглаживать (τὴν ἐλάττωσιν Plut., Luc.): ἀ. ἐπειρῶντο κατὰ δύναμιν Polyb. они всячески старались загладить свою вину.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατρέχω: μέλλ. -θρέξομαι, ὡσαύτως -δραμοῦνται, ποιητ. γ΄ ἑν. -δράμεται, Ἀνθ. Π. 9. 575: (ἴδε τρέχω): Τρέχω εἰς τὰ ὀπίσω, ὁ μὲν αὖθις ἀνέδραμε Ἰλ. Π. 813, πρβλ. 11, 354· ἀνὰ τ’ ἔδραμ’ ὀπίσσω Ε. 599· ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐν ἀμπώτιδι, Πλούτ. 2. 915A: ἐπιστρέφω, ἐπανέρχομαι εἰς ἢ ἐπί τι Πολύβ. 2. 67, 6., 5. 40, 4, Πλούτ., κτλ.: - Ἐπιστρέφω εἰς τὴν προτέραν μου θέσιν, Διόδ. 20. 59. 2) ὑπάγω ὀπίσω, ἀνατρέχω, ἐν τῇ διηγήσει, ἀν. τοῖς χρόνοις Πολύβ. 1. 12, 6 κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ., ἀνιχνεύω, ἀναζητῶ, ἐπάνειμι, ἐξ ἀρχῆς ἐπαναλαμβάνω, Λατ. repetere· κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ Πινδ. Ο. 8. 72· ἀναλύω, Μενάνδ. 2. 2C, ΙΙ. ἀναπηδῶ καὶ τρέχω, ἀνασκιρτῶ· ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀναδραμὼν ἔθεε Ἡρόδ. 3. 36· ἐκ τῆς κοίτης, ἐκ τοῦ θρόνου ὁ αὐτ. 7. 15, 212· πρὸς τὰ μετέωρα Θουκ. 3. 89, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐγκέφαλος δέ ... ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, ὁ ἐγκέφαλος ἀνεπήδησε, «ἐπετάχθηκαν ἐπάνω», ἐκ τῆς πληγῆς, Ἰλ. P. 297· σμώδιγγες … ἀνέδραμον, ἀνεφάνησαν ἐκ τοῦ κτυπήματος, Ψ. 717: - ἐπεκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, τὸ πάθος ἀν. ἐπὶ τὴν χεῖρα Πλούτ. 2. 978C· ἀν. ἔρευθος Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 27. 3) βλαστάνω, «μεγαλώνω», ἀναδίδω· ἐπὶ φυτῶν, ὁ δ’ ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Ἰλ. Σ. 56, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55: - ἐντεῦθεν ἐπὶ πόλεων καὶ λαῶν, ἀναφαίνομαι, ἀναπτύσσομαι ταχέως, ἀνά τε ἔδραμον ... καὶ εὐθηνήθησαν Ἡρόδ. 1. 66, πρβλ. 7. 156· ἀν. εἰς ἀξίωμα Πλουτ. Ποπλικ. 21· ἀν. τοῖς βίοις, ταῖς ἐλπίσι Διόδ. 5.12, κτλ.· ἀν. ἡ πολυτέλεια, αὐξανεται, Πλουτ. Μάρ. 34. 4) λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη, ἡ πέτρα ὑψοῦτο ἀπότομος, Ὀδ. Ε. 412.

English (Autenrieth)

only aor. 2 ἀνέδραμον and perf. ἀναδέδρομε: run up, run back; σμώδιγγες, ‘start up,’ Il. 23.717.

English (Slater)

ἀνατρέχω ascend c. acc., met., go over εἰ δ' ἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ (O. 8.54)

Greek Monolingual

(AM ἀνατρέχω)
1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω
2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ
νεοελλ.
καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό
αρχ.
1. υποχωρώ, αποσύρομαι
2. ανιχνεύω, αναζητώ
3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι
4. βλαστάνω, μεγαλώνω
5. εκτείνομαι, απλώνομαι.

Greek Monotonic

ἀνατρέχω: μέλ. -θρέξομαι και -δρομοῦμαι,
I. 1. τρέχω προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αιτ., ανιχνεύω, αναζητώ, Λατ. repetere, σε Πίνδ.
II. αναπηδώ και τρέχω, ανασκιρτώ, λέγεται για άνδρες, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. λέγεται για πράγματα, ἐγκέφαλος ἀνέδραμε ἐξ ὠτειλῆς, τα μυαλά ξεχύθηκαν από την πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.· σμώδιγγες ἀνέδραμον, φάνηκαν από το χτύπημα, στο ίδ.
3. βλασταίνω, μεγαλώνω, λέγεται για φυτά, στο ίδ.· έπειτα για πόλεις και ανθρώπους, αυξάνομαι, πληθύνομαι, μεγαλώνω γρήγορα σε αριθμό, σε Ηρόδ.
4. ἀναδέδρομε πέτρη, η πέτρα ανυψωνόταν απότομα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

I. to run back, Il.
2. c. acc. to retrace, Lat. repetere, Pind.
II. to jump up and run, start up, of men, Hdt., Thuc.
2. of things, ἐγκέφαλος ἀνέδραμε ἐξ ὠτειλῆς the brains spurted up from the wound, Il.; σμώδιγγες ἀνέδραμον weals started up under the blow, Il.
3. to run up, shoot up, of plants, Il.; then of cities and peoples, to shoot up, rise quickly, Hdt.
4. ἀναδέδρομε πέτρη the rock ran sheer up, Od.

Lexicon Thucydideum

cursu ascendere, to climb swiftly, 3.89.2.