ἀπιστία
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Ion. ἀπιστίη, ἡ,
A unbelief, distrust, πίστεις . . δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας beliefs and disbeliefs, Hes.Op.372; πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831 [ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι Heraclit.86, cf. Pl.Grg.493c; τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Hdt.3.66, cf. 2.152; ὑπὸ ἀπιστίης Id.3.153, al.; ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι from disbelief that... Id.1.68; ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν lack of self-confidence, Th.8.66; ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι E.Ion1606; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας A.Ag.268; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος = to be in doubt, Pl.Phd.107b; σώφρων ἀ. E.Hel.1617; πρὸς ἀπιστίαν τοῦ κατηγόρου to discredit the accuser, Arist.Rh.1398a10; ἡ ἀπιστία ἡ πρὸς ἀλλήλους Id.Pol. 1297a4; ἀπιστία ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2; πρός τι Pl.Sph.258c.
2 of things, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπιστίαν πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Pl.R.450c; ὁ λόγος εἰς ἀπιστίαν καταπίπτει Id.Phd.88d; καταβαλεῖν τινὰ εἰς ἀπιστίαν ib.c; ἀπιστίαν παρέχειν ib.86e (interpol.); ἀτοπία καὶ ἀπιστία incredibility, Isoc.17.48; ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει D. 10.44.
II want of faith, faithlessness, θνήσκει δὲ πίστις βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC611; treachery, And.3.2, X.An.2.5.21; βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀπιστίη Hdt.3.66
• Prosodia: [-ῐ-, pero -ῑ- en Thgn.831]
I 1descreimiento, incredulidad, falta de fe πῶς φῄς; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας ¿cómo dices? Por incredulidad no he comprendido tus palabras A.A.268, ὑπὸ δ' ἀπιστίης μὴ γενέσθαι por creer que no ocurriría Hdt.1.68, ὑπὸ ἀπιστίης αὐτὸς ... εἶδε τὸ βρέφος Hdt.3.153, οὐκ ἀπιστίᾳ σοὺς λόγους ἐδεξάμεσθα E.Io 1606, cf. τεράστιόν τε καὶ βροτοῖς ἀ. Ezech.91, cf. Plb.5.98.7, Chrysipp.Stoic.3.147
•duda, falta de certeza τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι Heraclit.B 86, τὰ εἰρημένα ... ἐς ἀπιστίην πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193, ἀπιστίαν ἔτι ἔχειν ... περὶ τῶν εἰρημένων Pl.Phd.107b, πολλὰς ... ἀπιστίας ἔχει ἔτι todavía comporta muchas dudas Pl.R.450c, cf. Phd.88c, d, Grg.493c, Sph.258c, Th.1.10
•en sent. relig.
•esp. en lit. crist. falta de fe τῇ ἀ. ἐξεκλάσθησαν Ep.Rom.11.20, cf. Clem.Al.Strom.2.6.28.
2 desconfianza πίστεις ... ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Hes.Op.372, πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831, σώφρονος δ' ἀπιστίας (nada más útil a los mortales que) una prudente desconfianza E.Hel.1617, πρὸς ἀπιστίαν κατηγόρου Arist.Rh.1398a10, ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol.1297a4, ἀ. ... πρὸς ἑαυτόν falta de confianza en sí mismo Th.8.66, cf. Hp.Praec.9, Longin.38.2.
3 c. inf. sospecha τοῖσι παρεοῦσι ἀπιστίη πολλὴ ὑπεκέχυτο τοὺς μάγους ἔχειν τὰ πράγματα Hdt.3.66.
4 inverosimilitud ἀτοπία καὶ ἀπιστία Isoc.17.48, cf. D.10.44, Is.1.29.
II perfidia, traición, deslealtad θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC 611, διά τε τὴν ἐκείνων ἀπιστίαν And.3.2, ἀπιστίας πρὸς ἀνθρώπους πράττειν X.An.2.5.21, βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309, cf. UPZ 18.5 (II a.C.), D.C.66.3
•en sent. relig., LXX Sap.14.25, Ep.Rom.3.3.
German (Pape)
[Seite 291] ἡ, 1) Ungläubigkeit, Mißtrauen, Argwohn, im Gegensatz von πίστις, Soph. O. C. 617; wie schon Hes. O. 370, im plur.; Theogn. 829; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας Aesch. Ag. 259; ὑπ' ἀπιστίης, aus Mißtrauen, Her. 1, 24 u. öfter; Plat. u. Folgde; = ὑποψία, Xen. An. 2, 5, 4; πρός τινα Dem. 9, 38; Zweifel, ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος Plat. Phaed. 107 b; πρός τι Soph. 258 c; von Sachen, πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Is. 1, 29, wie Plat. Rep. V, 450 c, hat, erregt Zweifel; παρέχειν Phaed. 86 e; εἰς ἀπιστίαν καταβάλλειν, καταπίπτειν, ibid. 88 c. – 2) Unglaublichkeit, Unzuverlässigkeit, Isocr. 17, 48; Unbeständigkeit, Plat. Gorg. 493 c; Treulosigkeit, πολέμου Isocr. 6, 49; πρὸς ἀνθρώπους Xen. An. 2, 5, 21 Pol. 3, 99 u. öfter. – 3) Ungehorsam? [Bei Ep. ist die penultima zuweilen lang.].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 incrédulité, défiance ; invraisemblance;
2 manque de foi, perfidie;
NT: infidélité.
Étymologie: ἄπιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπιστία: ион. ἀπιστίη ἡ реже pl.
1 неверие, недоверие, неуверенность, сомнение Hes., Her., Aesch., Soph., Plat., Dem., Plut.;
2 недостоверность, неправдоподобие Xen.: πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Isocr. это крайне сомнительно;
3 неясность исхода, ненадежность, превратность (πολέμου Isocr.);
4 неверность, вероломство (πρός τινα Xen.; τινός Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπιστία: Ἰων. ίη, ἡ, τὸ ἀπιστεῖν, τὸ μὴ ἔχειν πίστην, ὑποψία, πίστεις… ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Ἡσ. Ἔργ. καὶ «Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ [ῑ] δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· τοῖς παρεοῦσι ἀπ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 2. 152· ὑπὸ ἀπιστίῃς ὁ αὐτ. 3. 153 κ. ἀλλ.· ὑπὸ ἀπ. μὴ γένεσθαι τι, ἐκ δυσπιστίας ὅτι..., ὁ αὐτ. 1. 68· ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι Εὐρ. Ἴων 1606· πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 268· ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος, εἶναι ἐν ἀμφιβολία, Πλάτ. Φαίδων 107B· σώφρων ἀπ. Εὐρ. Ἑλ. 1617· ἀπ. τοῦ κατηγόρου, ἔλλειψις ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτόν, Ἀριστ. Ῥητ. 2. 23, 7· ἡ ἀπ. ἡ πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Πολιτικ. 4. 12, 5· ἀπ. κατά τινος Λογγῖν. 38. 2· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 258C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπ. πολλὴν ἀπῖκται Ἡρόδ. 1. 193· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, ἐπιδέχεται πολλὰς ἀμφιβολίας, Πλάτ. Πολ. 450C· ὁ λόγος εἰς ἀπ. καταπίπτει ὁ αὐτ. Φαίδων 88D· καταβάλλει τινὰ εἰς ἀπ. αὐτόθι C· ἀπ. παρέχειν αὐτόθι 86E· ἀπ. ὧν λέγει, τὸ μὴ ἀξιόπιστον τῶν λεγομένων ὑπ’ αὐτοῦ, Ἰσοκρ. 368C. ΙΙ. ἔλλειψις πίστεως, ἀπιστία, θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπ. Σοφ. Ο. Κ. 611, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 493C· προδοσία, Ἀνδοκ. 23. 38, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· βλέπειν ἀπιστίαν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22.
English (Strong)
from ἄπιστος; faithlessness, i.e. (negatively) disbelief (lack of Christian faith), or (positively) unfaithfulness (disobedience): unbelief.
English (Thayer)
ἀπιστίας, ἡ (from ἄπιστος), want of faith and trust;
1. unfaithfulness, faithlessness (of persons betraying a trust): ἀπιστέω, 1).
2. want of faith, unbelief: shown in withholding belief in the divine power, weakness of faith: L T Tr WH ὀλιγοπιστίαν); Hesiod and Herodotus down.)
Greek Monolingual
η (AM ἀπιστία) άπιστος
1. έλλειψη χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει κάποιος στον αληθινό θεό
2. έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία
3. ανειλικρίνεια, δολιότητα
4. αναξιοπιστία
νεοελλ.
1. έλλειψη συζυγικής ή ερωτικής πίστης
2. αδίκημα κατά το οποίο ζημιώνει κάποιος από πρόθεση την περιουσία άλλου, της οποίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο πράξη
μσν.
1. κατηγορία
2. ανυπακοή στους νόμους
3. παρασπονδία
αρχ.-μσν.
προδοσία
αρχ.
1. κάτι απίθανο, παράδοξο
2. φρ. α) «ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν» — έλλειψη αυτοπεποίθησης
6) «ἀπιστία τοῦ κατηγόρου» — ανυποληψία.
Greek Monotonic
ἀπιστία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀπιστέω)·
I. 1. έλλειψη πίστης ή εμπιστοσύνης, η δυσπιστία, αμφιβολία, υπόνοια, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι, λόγω της δυσπιστίας για το ότι είχε συμβεί κάτι, σε Ηρόδ.· ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος, αμφιβάλλω, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, ἐς ἀπιστίην ἀπῖκται, έχω γίνει αντικείμενο δυσπιστίας, είμαι αναξιόπιστος, σε Ηρόδ.· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, επιδέχεται πολλές αμφιβολίες, σε Πλάτ.· εἰς ἀπιστίαν καταπίπτειν, στον ίδ.
II. έλλειψη πίστης, απιστία, σε Σοφ.· δόλος, προδοσία, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀπιστέω
I. disbelief, distrust, mistrust, Hes., Hdt., etc.; ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι from disbelief that it had happened, Hdt.; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος to be in doubt, Plat.
2. of things, ἐς ἀπιστίην ἀπῖχθαι to have become discredited, Hdt.; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Plat.; εἰς ἀπ. καταπίπτειν Plat.
II. want of faith, faithlessness, unbelief, Soph.: treachery, Xen.
Chinese
原文音譯:¢pist⋯a 阿-披士提阿
詞類次數:名詞(11)
原文字根:不-相信 相當於: (זוּר) (כָּשַׁח / שָׁכַח)
字義溯源:不信,不忠實,不信的態度,信不足,信心小;源自(ἄπιστος)=不信的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(πιστός)=可信賴的)組成,而 (πιστός)出自(982*=說服)。亞當不信從神的話,卻信從撒但的話,而犯罪干犯了神。這個不信從的罪,就一直傳留下來,使人類成為悖逆之子( 弗2:2),成了不信從之子。人自己沒有能力去信從神( 羅7:15),直等到神的憐憫臨到我們,神的靈叫我們悔改相信神
出現次數:總共(11);太(1);可(3);羅(4);提前(1);來(2)
譯字彙編:
1) 不信(10) 太13:58; 可6:6; 可9:24; 可16:14; 羅3:3; 羅4:20; 羅11:20; 羅11:23; 提前1:13; 來3:19;
2) 不信的(1) 來3:12
English (Woodhouse)
disbelief, distrust, faithlessness, inconstancy, incredulity, treachery, untrustworthiness
Lexicon Thucydideum
dubitatio, doubt, 1.10.2,
diffidentia, distrust, lack of confidence, 3.75.4, 5.109.1, 7.75.5, 8.66.5.
Translations
distrust
Bulgarian: недоверие, съмнение; Chinese Mandarin: 疑惑, 不信; Czech: nedůvěra; Dutch: wantrouwen; Esperanto: malfido; French: défiance, méfiance; Galician: desconfianza, receo; Georgian: უნდობლობა; German: Misstrauen, Argwohn; Ancient Greek: ἀπιστία, ἀπιστίη, τὸ ἄπιστον; Hungarian: bizalmatlanság; Italian: diffidenza, sfiducia; Japanese: 疑惑, 不信; Korean: 의혹(疑惑), 불신(不信); Middle English: wantrust; Portuguese: desconfiança; Romanian: neîncredere, difidență; Russian: недоверие, сомнение; Spanish: desconfianza, recelo; Swedish: misstro; Ukrainian: недові́ра, недові́р'я
unbelief
Bulgarian: неверие; Chinese Mandarin: 不信仰, 不信; Dutch: ongeloof; Esperanto: malkredeco; Ewe: nuteƒemawɔmawɔ; French: incrédulité; German: Unglaube; Ancient Greek: ἀπιστία; Irish: ainchreideamh, éigreideamh, neamhchreideamh; Japanese: 不信心; Latin: incredulitas; Russian: неверие
suspicion
Albanian: dyshim; Arabic: اِتِّهَام, شَكّ; Asturian: sospecha; Belarusian: падазрэнне; Bulgarian: подозрение; Catalan: sospita; Chinese Mandarin: 嫌疑, 懷疑, 怀疑; Czech: podezření; Danish: mistanke; Dutch: verdenking; Estonian: kahtlus; Finnish: epäily; French: suspicion, soupçon; Galician: sospeita; German: Verdacht, Argwohn; Greek: υπόνοια; Ancient Greek: δόκησις, ὑπόνοια, ὑπόπτευμα, ὑποτοπασμός, ὑποψία, ὑποψίη, ὑφόρασις, ὑφοψία; Hungarian: gyanú; Irish: drochamhras; Italian: sospetto; Japanese: 疑い; Korean: 의혹, 의심; Latvian: aizdomas; Macedonian: подозрение, сомневање; Norwegian: mistanke; Polish: podejrzenie; Portuguese: suspeita, suspeição; Romanian: suspiciune; Russian: подозрение; Scottish Gaelic: amharas; Serbo-Croatian Cyrillic: сумња; Roman: súmnja; Slovak: podozrenie; Slovene: sum; Spanish: sospecha, suspicacia; Swedish: misstanke; Ukrainian: підозра, підозрі́ння; Vietnamese: sự nghi ngờ
incredulity
Bulgarian: недоверчивост; Dutch: ongeloof; Finnish: epäusko, epäilys; French: incrédulité; German: Ungläubigkeit; Greek: δυσπιστία; Ancient Greek: ἀπιστία, ἀπιστίη, τὸ ἀπιστητικόν, τὸ ἄπιστον, δυσπιστία; Latin: incredulitas; Maori: whakapono tūpato; Norwegian Bokmål: mistro; Portuguese: incredulidade; Romanian: incredulitate, scepticism; Russian: недоверчивость, недоверие; Spanish: incredulidad; Swedish: misstrogenhet, klentrogenhet
treachery
Azerbaijani: xəyanət, vəfasızlıq, xəyanətkarlıq, namərdlik; Bulgarian: измяна, предателство; Chinese Mandarin: 背信棄義/背信弃义; Finnish: petos; French: traîtrise; German: Verrat; Greek: δολιότητα, κακοπιστία, επιβουλή; Ancient Greek: ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπιστία, ἀπιστίη, δόλος, ἐνέδρα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλή, ἐπιβουλία, τὸ ἄπιστον, τὸ ἄσπονδον, ὑπουλότης; Italian: tradimento, slealtà, inganno; Japanese: 裏切り; Kapampangan: kasukaban, kesukaban; Latin: perfidia; Maori: kaikaiwaiūtanga, kaikaiwaiū; Russian: предательство, измена, вероломство; Swedish: svek, förräderi; Tagalog: kataksilan; Welsh: brad, bradau