παντελής: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(30) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο [[σημείο]] ως [[προς]] ένα [[γνώρισμα]] του, [[ολοσχερής]], [[εντελής]], [[ολικός]], [[ολοκληρωτικός]] (α. «[[παντελής]] [[ερήμωση]]» β. «παντελὴς [[μανία]]», Δίον. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήρης]], [[ολόκληρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατορθώνει τα [[πάντα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παντελὴς [[δύναμις]] ἁ τᾱς δεκάδος» — ο [[πλήρης]] [[αριθμός]] [[δέκα]]<br />β) «κατὰ τὸ παντελές» ή «εἰς τὸ παντελές» ή, [[απλώς]], «τὸ παντελές» — παντελώς, ολοσχερώς<br />γ) «εἰς τὸ παντελές» — για [[πάντα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελώς</i> ΝΜΑ<br />εντελώς, ολοσχερώς, καθ' ολοκληρίαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε απαντήσεις) βεβαιότατα, [[μάλιστα]]<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὐ παντελῶς</i><br />[[ουδόλως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>τελής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο [[σημείο]] ως [[προς]] ένα [[γνώρισμα]] του, [[ολοσχερής]], [[εντελής]], [[ολικός]], [[ολοκληρωτικός]] (α. «[[παντελής]] [[ερήμωση]]» β. «παντελὴς [[μανία]]», Δίον. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήρης]], [[ολόκληρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατορθώνει τα [[πάντα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παντελὴς [[δύναμις]] ἁ τᾱς δεκάδος» — ο [[πλήρης]] [[αριθμός]] [[δέκα]]<br />β) «κατὰ τὸ παντελές» ή «εἰς τὸ παντελές» ή, [[απλώς]], «τὸ παντελές» — παντελώς, ολοσχερώς<br />γ) «εἰς τὸ παντελές» — για [[πάντα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελώς</i> ΝΜΑ<br />εντελώς, ολοσχερώς, καθ' ολοκληρίαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε απαντήσεις) βεβαιότατα, [[μάλιστα]]<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὐ παντελῶς</i><br />[[ουδόλως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>τελής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παντελής:''' -ές ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ολοκληρωμένος]], [[απόλυτος]], [[ολοσχερής]], [[καθολικός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· παντελὴς [[δάμαρ]], Λατ. [[uxor]] [[legitima]], [[οικοδέσποινα]] σπιτιού, [[κυρία]] οίκου, σε Σοφ.· παντελεῖς [[ἐσχάραι]], ο [[συνολικός]] [[αριθμός]] των βωμών όπου γίνονται θυσίες, όλοι οι θρύλοι που σχετίζονται με αστούς, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που κάνει τα πάντα, που κατορθώνει τα πάντα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ. [[παντελῶς]], Ιων. <i>-έως</i>, ολοκληρωτικά, [[εξολοκλήρου]], απόλυτα, [[καθολικά]], εντελώς, σε Ηρόδ., Αττ.· [[παντελέως]] εἶχε, είχε [[σχεδόν]] τελειώσει, σε Ηρόδ.· [[παντελῶς]] [[θανεῖν]], [[πεθαίνω]] εντελώς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> σε απαντήσεις, [[πολύ]] σίγουρα, βεβαιότατα, [[παντελῶς]] γε [[παντελῶς]], μὲν [[οὖν]], στον ίδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> αργότερα, εἰς τὸ παντελές = [[παντελῶς]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A all-complete, absolute, παντελῆ σάγην ἔχων A.Ch.560; μοναρχία S.Ant.1163; πανοπλία, ἐλευθερία, μανία, Pl.Lg.796c,698a, D.Chr.38.17; π. δάμαρ mistress of the house, S.OT930; δήμου π. ψηφίσματα with full authority, A.Supp.601; π. κήρυγμα S.Ichn.13; π. ἐσχάραι complete tale of sacrificial hearths, Id.Ant.1016. 2 π. δύναμις ἁ τᾶς δεκάδος perfect, Philol. ap. Stob.1 Prooem.3, cf. Dam. Pr.195. II Act., all-accomplishing, Ζεύς A.Th.118 (lyr., s. v.l.); χρόνος Id.Ch.965 (lyr.); π. εὐεργέτης S.Ichn.79. III Adv. παντελῶς, Ion. -έως, altogether, utterly, with Verbs, διῶρυξ π. πεποιημένη Hdt.7.37; λίθινα π. ἐξειργασμένα IG12.372.93; παντελέως εἶχε τὸ οἴκημα it was quite finished, Hdt.4.95; π. διώρισε A.Pr.440; π. κρανθήσεται ib.911; π. θανεῖν to die outright, S.OT669; ἐκμεμάθηκα ταῦτα π. Epicr.4, etc.: with Adjs., π. βαθεῖα φάλαγξ X.HG2.4.34; π. ἄφρων Men.694; ἄχρηστα π. Philippid.12; π. Βοιώτιοι Alex.237.1; οὐ π. not at all, Men.5; from first to last, π. ἕως ἂν διεξέλθῃ διὰ πάντων Arist.Pol.1298a16. 2 in answers, most certainly, παντελῶς γε Pl. R.379c, 485d; π. μὲν οὖν Id.Prm.155c, 160b, R.401a. 3 later εἰς τὸ παντελές, = παντελῶς, Ph.2.567, Ev.Luc.13.11, Ael.NA17.27, S.E. M.7.30, Jul.Or.2.61c; = for ever, Rev.Bibl.39.544,546 (Palmyra), PLond.3.1164f11 (iii A. D.), etc.; κατὰ τὸ π. Ph.1.90, al.
German (Pape)
[Seite 463] ές, 1) ganz vollendet, geendigt, vollkommen; παντελῆ σάγην ἔχων, Aesch. Ch. 553; ψηφίσματα, Suppl. 596; δάμαρ, die hochgeehrte, d. i. die rechtmäßige und deshalb die vollen Rechte genießende Gattinn, Soph. O. R. 930; μοναρχία, Ant. 1148; aber παντελεῖς ἐσχάραι, 1003, sind nur alle, = πᾶσαι; in Prosa, ἐλευθερία, Plat. Legg. III, 698 a; εἰρήνη, Menex. 244 b, öfter, u. Folgde; νίκη, vollständiger Sieg, Plut. Cat. min. 44; – so auch adv., κεἰ χρή με παντελῶς θανεῖν, durchaus sterben, Soph. O. R. 669; vgl. Aesch. Prom. 913; u. in Prosa, παντελῶς διαπεπεράνθαι, Plat. Rep. III, 398 b; Her. παντελέως, 7, 37. 8, 54; so auch ἐς τὸ παντελές, Sp. – Auch als bejahende Antwort, sa, gewiß, wie παντάπασιν, mit γε, Plat. Rep. II, 379 b u. öfter; παντελῶς μὲν οὖν, Parm. 155 c u. öfter. – 2) akt. Alles vollendend, Ζεῦ πάτερ παντελές Aesch. Spt. 111, χρόνος Ch. 959.
Greek (Liddell-Scott)
παντελής: -ές, ἐντελής, τέλειος, πλήρης, ὁλόκληρος, παντελῆ σάγην ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560· μοναρχία Σοφ. Ἀντ. 1163 πανοπλία, ἐλευθερία, ἡδονή, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 796Β, 698Α, κτλ.· π. δάμαρ, τελεία σύζυγος, κατὰ τὸν Ἕρμανν. uxor legitima, ἡ οἰκοδέσποινα (πρβλ. τέλειος ἀνήρ), Σοφ. Ο. Τ. 930· π. ψηφίσματα, τέλεια, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 601· π. ἐσχάραι, ὁλόκληρος ὁ ἀριθμὸς τῶν διὰ τὰς θυσίας ἐσχαρῶν, πᾶσαι, Σοφ. Ἀντ. 1016. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ἴδε ἐν λ. παντέλεια. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ τὰ πάντα τελῶν, τὰ πάντα κατορθῶν, Ζεὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 118· χρόνος ὁ αὐτ. ἐν Χο. 965. ΙΙΙ. ἐπίρρ., παντελῶς, Ἰων. -έως, ὅλως, ὁλοκλήρως, ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, μετὰ ῥημάτων, διῶρυξ π. πεποιημένη Ἡρόδ. 7. 37· λίθινα π. ἐξειργασμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 93· παντελέως εἶχε, ἦτο ἐντελῶς τετελειωμένον, Ἡρόδ. 4. 95· π. διώρισε Αἰσχύλ. Πρ. 440· π. κρανθήσεται αὐτόθι 911· π. θανεῖν Σοφ. Ο. Τ. 669· ἐκμεμάθηκα ταῦτα παντελῶς Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 3, κτλ.·μετ’ ἐπιθ., π. ἄφρων Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 167· ἄχρηστα π. Φιλιππίδ. ἐν «Λακκιάδαις» 1· π. Βοιώτιοι Ἄλεξις ἐν «Τροφωνίῳ» 1· - οὐ π. οὐδόλως, οὐδαμῶς, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς 8, 1· ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 8. 2) ἐπὶ ἀπαντήσεων, βεβαιότατα, παντελῶς γε Πλάτ. Πολ. 379Β, 485D· π. μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 155C, 160Β, Πολ. 401Α· πρβλ. παντάπασι. 3) παρὰ μεταγεν., εἰς τὸ παντελὲς = παντελῶς, Αἰλ. π. Ζ. 17. 27, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui accomplit tout, de qui dépend tout ce qui s’accomplit, maître, souverain, tout-puissant;
II. complètement achevé ; adv. • εἰς τὸ παντελές ÉL complètement ; d’où
1 complet, achevé, accompli, parfait ; παντελὴς δάμαρ SOPH épouse accomplie, sel. d’autres épouse légitime ; παντελῆ ψηφίσματα ESCHL décisions ou décrets qu’on est parvenu à obtenir du peuple;
2 dont le nombre est complet : παντελεῖς ἐσχάραι SOPH tous les foyers où l’on fait les sacrifices.
Étymologie: πᾶν, τέλος.
English (Slater)
παντελής
1 accomplishing its full course ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι (Pae. 1.5)
English (Strong)
from πᾶς and τέλος; full-ended, i.e. entire (neuter as noun, completion): + in (no) wise, uttermost.
English (Thayer)
παντελές (πᾶς and τέλος), all-complete, perfect (Aeschylus, Sophocles, Plato, Diodorus, Plutarch, others; εἰς τό παντελές (properly, unto completeness (Winer s Grammar, § 51,1c.)) completely, perfectly, utterly: Philo leg. ad Gaium 21; Josephus, Antiquities 1,18, 5; 3,11, 3,12,1; 6,2, 3; 7,13, 3; Aelian v. h. 7,2; n. a. 17,27).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο ως προς ένα γνώρισμα του, ολοσχερής, εντελής, ολικός, ολοκληρωτικός (α. «παντελής ερήμωση» β. «παντελὴς μανία», Δίον. Χρυσ.)
αρχ.
1. πλήρης, ολόκληρος
2. αυτός που κατορθώνει τα πάντα
3. φρ. α) «παντελὴς δύναμις ἁ τᾱς δεκάδος» — ο πλήρης αριθμός δέκα
β) «κατὰ τὸ παντελές» ή «εἰς τὸ παντελές» ή, απλώς, «τὸ παντελές» — παντελώς, ολοσχερώς
γ) «εἰς τὸ παντελές» — για πάντα.
επίρρ...
παντελώς ΝΜΑ
εντελώς, ολοσχερώς, καθ' ολοκληρίαν
αρχ.
1. (σε απαντήσεις) βεβαιότατα, μάλιστα
2. (με άρνηση) οὐ παντελῶς
ουδόλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ευ-τελής].
Greek Monotonic
παντελής: -ές (τέλος)·
I. ολοκληρωμένος, απόλυτος, ολοσχερής, καθολικός, σε Αισχύλ. κ.λπ.· παντελὴς δάμαρ, Λατ. uxor legitima, οικοδέσποινα σπιτιού, κυρία οίκου, σε Σοφ.· παντελεῖς ἐσχάραι, ο συνολικός αριθμός των βωμών όπου γίνονται θυσίες, όλοι οι θρύλοι που σχετίζονται με αστούς, στον ίδ.
II. Ενεργ., αυτός που κάνει τα πάντα, που κατορθώνει τα πάντα, σε Αισχύλ.
III. 1. επίρρ. παντελῶς, Ιων. -έως, ολοκληρωτικά, εξολοκλήρου, απόλυτα, καθολικά, εντελώς, σε Ηρόδ., Αττ.· παντελέως εἶχε, είχε σχεδόν τελειώσει, σε Ηρόδ.· παντελῶς θανεῖν, πεθαίνω εντελώς, σε Σοφ.
2. σε απαντήσεις, πολύ σίγουρα, βεβαιότατα, παντελῶς γε παντελῶς, μὲν οὖν, στον ίδ., Πλάτ.
3. αργότερα, εἰς τὸ παντελές = παντελῶς, σε Καινή Διαθήκη