χόρτος: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(1b) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[χόρτος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> an inclosed [[place]], a [[feeding]]-[[place]], αὐλῆς ἐν χόρτῳ Il.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], any [[feeding]]-[[ground]], in pl. χόρτοι λέοντος Pind.; χόρτοι εὔδενδροι Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[food]], [[fodder]], [[provender]], esp. for [[cattle]], Hes., etc.; [[grass]], NTest.; [[χόρτος]] [[κοῦφος]] hay, Xen.: opp. to [[σῖτος]] ([[food]] for man), Hdt., Xen.: [[food]] [[generally]], Eur., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 20 January 2019
English (LSJ)
ὁ, prop.
A enclosed place (v. sub fin.), but always with collat. notion of a feeding-place: in Il., farmyard, in which the cattle were kept, αὐλῆς ἐν χόρτῳ 11.774; αὐλῆς ἐν χόρτοισι 24.640. 2 generally, any feeding-ground, pasturage, freq. in pl., χόρτοι λέοντος, of Nemea, Pi.O.13.44; χόρτοι εὔδενδροι E.IT134 (lyr.); χόρτος οὐρανοῦ the expanse of heaven, Poet. ap. Hsch. II fodder, provender, esp. for horses and cattle, Hdt.5.16 (of fish); θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων λέγεις E.Alc.495; grass, Hes.Op.606, E.Rh.771, 1 Ep.Cor.3.12; χ. κοῦφος hay, X.An.1.5.10; χ. ἐβλάστησεν, ἐξηράνθη, Ev.Matt.13.26, 1 Ep.Pet.1.24; ἄνθος χόρτου Ep.Jac.1.10: opp. σῖτος (food for man), Hdt.9.41, X.Cyr.8.6.12; χόρτον ἔχει ἔπὶ τοῦ κέρατος as translation of the Lat. proverb, foenum habet in cornu, of a dangerous ox, Plu.Crass.7. b green crop, [γῆ] ἐσπαρμένη χόρτῳ PTeb.27.72 (ii B. C.), al. 2 Poet., food generally, δούλιος χ. Hippon. 35.6, cf. E.Cyc.507 (lyr.), Crates Theb.10; cf. χορτάζω. (Cf. Lat. hortus, Welsh garth 'fold, enclosure', Irish gort 'crop', 'field'.)
German (Pape)
[Seite 1367] ὁ, 1) ein ringsum eingeschlossener, bes. mit Bäumen umpflanzter Platz, Gehege, Hof, innerer Hofraum; αὐλῆς ἐν χόρτῳ Il. 11, 774; bes. der Viehhof, wo sich zugleich die Miststätte befand, αὐλῆς ἐν χόρτοισιν 24, 640; auch der Weideplatz im Freien, die Trift, auch im plur., Sp. – Dah. χόρτοι λέοντος, der mit Wald umgebene Wohnort, der Weideplatz des nemeischen Löwen, Pind. Ol. 13, 43; χόρτοι εὔδενδροι Eur. I. T. 134, vgl. Cycl. 504; Sp., καὶ ὕλη Plut. Rom. 8. – Uebertr., χόρτος οὐρανοῦ, der Himmelsraum, poet. bei Hesych. – 2) das Futter, bes. für das Vieh; θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων λέγεις Eur. Alc. 498; für Pferde, Rhes. 771; sowohl grünes als trockenes Gras, Heu, Hes. O. 608, später und in Prosa die gewöhnliche Bdtg des Wortes; χόρτος κοῦφος, Heu, Xen. An. 1, 5,10. – Im Allgemeinen, Nahrung, Lebensmittel, Fourage, Her. 5, 16. 9, 41; auch für Menschen, δούλιος χόρτος Hippon. frg. 20 bei Ath. VI, 304 b.
Greek (Liddell-Scott)
χόρτος: ὁ, κυρίως τόπος περιπεφραγμένος (ἴδε ἐν τέλ.), ἀλλ’ ἀείποτε, ὡς φαίνεται, μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τοῦ τόπου πρὸς βοσκὴν ἢ τροφήν· ἐν Ἰλ., ἀγροτικῆς οἰκίας αὐλή, τὸ μέρος τῆς αὐλῆς, ἐν ᾧ ἐτηροῦντο οἱ βόες, κλπ., αὐλῆς ἐν χόρτῳ Λ. 774· αὐλῆς ἐν χόρτοισι Ω. 640· - ἀκολούθως, 2) καθόλου, πᾶς τόπος ἐν ᾧ τρέφεται ζῷόν τι, χόρτοι λέοντος Πινδ. Ο. 13. 62. (ἴδε βοτάνη)· χόρτοι εὔδενδροι Εὐρ. Ι. Τ. 134· χόρτος οὐρανοῦ, ἡ ἔκτασις τοῦ οὐρανοῦ, τὸ στερέωμα, Ποιητὴς παρ’ Ἡσυχ.· πρβλ. δύσχορτος, σύγχορτος. - Ἡ λέξις ταχέως μετέπεσεν ἐκ τῆς πρώτης ταύτης σημασίας εἰς τὴν ἑπομένην. ΙΙ. τροφὴ μάλιστα βοῶν, ἵππων, κλπ., «χορτάρι», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608, Ἡρόδ. 5. 16, Εὐρ. Ρῆσ. 771, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. κ. γ΄, 12· ὁ δὲ ξηρὸς χόρτος ἐλέγετο κυρίως χόρτος κοῦφος Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· - θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ. ἵππων λέγεις Εὐρ. Ἄλκ. 495, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 16· χόρτος ἐβλάστησεν, ἐξηράνθη Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 26· ἄνθος χόρτου Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 10, 1, Πέτρου α΄, 24· ἀντίθετ. τῷ σῖτος (τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου), Ἡρόδ. 9. 41, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 6, 12· - χόρτον ἔχει ἐπὶ τοῦ κέρατος, ὡς μετάφρασις τῆς Λατ. παροιμίας foenum habel in cornu, ἐπὶ μαινομένου βοός, Πλουτ. Κράσσ. 7. 2) Οἱ ποιηταὶ ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξεως ἐπὶ πάσης τροφῆς καθόλου, δούλιος χόρτος Ἱππῶναξ 26 (20). 6, Εὐρ. πρβλ. Κύκλ. 507, Ἀνθ. Π. (Παράρτ.), 47· καὶ τὸ χορτάζω κεῖται παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἐπὶ ἀνθρώπων. - (Πρβλ. Λατ. hort-us, cohors (cohort-is)· Γοτθ. gard-s, Ἀρχ. Σκανδ. garò-r, Ἀγγλο-Σαξον. geard, Aggl. gard-en, garth, yard· Σλαυ. grad-u· κλπ).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. lieu entouré d’arbres et de haies, enceinte ; particul. enceinte d’une cour;
II. herbe, particul. :
1 fourrage vert ou sec : χόρτος κοῦφος XÉN fourrage léger, càd foin;
2 pâture des animaux en gén.
3 p. ext. nourriture grossière.
Étymologie: R. Χερ, prendre, saisir, contenir ; cf. lat. hortus et cohors.
English (Autenrieth)
(cf. hortus): enclosure, Il. 11.774 and Il. 24.640.
English (Slater)
χόρτος
1 pasture ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος (at Nemea) (O. 13.44)
Spanish
English (Strong)
apparently a primary word; a "court" or "garden", i.e. (by implication, of pasture) herbage or vegetation: blade, grass, hay.
English (Thayer)
χόρτου, ὁ;
1. the place where grass grows and animals glaze: Homer, Iliad 11,774; 24,640.
2. from Hesiod down, grass, herbage, hay, provender: of green grass, χόρτος χλωρός, χόρτος of growing crops, Sept. for חָצִיר, grass, and עֶשֶׂב.)
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ
β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα, περιβόλι όπου βόσκουν ζώα
2. (ειδικά) το μέρος της αυλής αγροτικής κατοικίας στο οποίο φυλάσσονται τα βόδια («αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον», Ομ. Ιλ.)
3. βοσκότοπος, λιβάδι
4. (στην ποίηση) κάθε είδους τροφή («Μοῡσαι... χόρτον ἐμῇ συνεχῶς δότε γαστέρι», Ανθ. Παλ.)
5. φρ. α) «χόρτος οὐρανοῡ» — το στερέωμα του ουρανού (Ησίοδ.)
β) «χόρτοι λέοντος»
μυθ. το περιβαλλόμενο από δάση μέρος όπου ζούσε ο λέων της Νεμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χόρτος (< ĝhor-to-s) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ĝher- «πιάνω, κρατώ, περιβάλλω», με επίθημα -τος (πρβλ. φέρω: φόρ-τος), και συνδέεται με τα: λατ. hortus «κήπος», οσκικό hurz «άλσος» (πρβλ. αιτ. hurtum), αρχ. ιρλδ. gort, αρχ. γαλλ. gort «φράκτης» (< gor-to-), καθώς και με το χεττιτ. gurtaš «ακρόπολις», παρά τον διαφορετικό φωνηεντισμό του. Εξάλλου, σε μια παρλλ. μορφή της ρίζας με επίθημα -dho-, ανάγονται και άλλοι συγγενείς τ.: ρωσ. gorod «πόλη», αρχ. ινδ. grha- «σπίτι», γοτθ. gards «σπίτι, αυλή» (πρβλ. και τα νεώτ. με σημ. «κήπος» γαλλ. jardin, ισπ. jardin, γερμ. Garten, αγγλ. garden και yard «αυλή»). Προβληματική, ωστόσο, φαίνεται η σύνδεση της λ. με τους τ. λιθουαν. žardas «στεγνωτήριο», žardis «περιφραγμένος βοσκότοπος», ρωσ. zorod «μύλος», οι οποίοι εμφανίζουν δυσερμήνευτο ουρανικό αρκτικό -χ- αντί για υπερωικό που έχουν οι υπόλοιποι τ. της ίδιας οικογένειας, αφού και το ουρανικό h- του αρχ. ινδ. harati «φέρω» ερμηνεύεται πιθ. ως αναλογικός σχηματισμός. Ανεπιβεβαίωτη, τέλος, παραμένει η σύνδεση τών τοπωνυμίων Γόρδιον, Γόρτυς με την οικογένεια του χόρτος. Σημασιολογικά, η λ. χόρτος, με αρχική σημ. «λιβάδι, περιβόλι, βοσκότοπος» και κυρίως «άχυρο, χορτάρι», χρησιμοποιήθηκε, από την ελληνιστική εποχή και έπειτα, μεταφορικά για να δηλώσει την τροφή τών ζώων και, στη συνέχεια, και τών ανθρώπων. Χαρακτηριστικότερη είναι η σημασιολογική εξέλιξη του ρ. χορτάζω «τρέφω, ταΐζω», με μειωτική σημ. «παραγεμίζω, μπουκώνω» και, τέλος, «τρέφω (ανθρώπους)», από όπου και η σημ. του νεοελλ. χορταίνω.
ΠΑΡ. χορτάρι(ον), χόρτινος, χορτώδης
αρχ.
χορτάζω, χορταίος, χορτικός, χορτίον
νεοελλ.
χορταίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χορτοβολών(ας), χορτοκόπος, χορτολόγος, χορτομανώ, χορτονομή, χορτοπώλης, χορτοφάγος
αρχ.
χορτηγός, χορτοθήκη, χορτοσπορώ, χορτοτόμος, χορτοφυλαξ
αρχ.-μσν.
χορτοπράτης, χορτόστρωμα, χορτοφόρος, χορτοχώριον
μσν.
χορταγωγία, χορτογενής
νεοελλ.
χορταποθήκη, χορτοβριθής, χορτοθεριστικός, χορτοκαλυβα, χορτόπιτα, χορτόπλεκτος, χορτόσουπα, χορτόφυτος].
Greek Monotonic
χόρτος: ὁ,
I. 1. κλειστό μέρος, τόπος περιφραγμένος τόπος βοσκής, αὐλῆς ἐν χόρτοισι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. γενικά, κάθε τόπος όπου εκτρέφονται ζώα, σε πληθ., χόρτοι λέοντος, σε Πίνδ.· χόρτος εὔδενδροι, σε Ευρ.
II. τροφή, σανός, ζωοτροφή, ιδίως, λέγεται για βοοειδή, σε Ησίοδ. κ.λπ.· χορτάρι, σε Καινή Διαθήκη· χόρτος κοῦφος, άχυρο, σε Ξεν.· αντίθ. προς το σῖτος (τροφή για τον άνθρωπο), σε Ηρόδ., Ξεν.· φαγητό, γενικά, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χόρτος: ὁ
1) огороженое место, загон, скотный двор (αὐλῆς χόρτοι Hom.);
2) поляна, луг, тж. пастбище (χόρτοι εὔδενδροι Eur.): χόρτοι λέοντος Pind. поляна (Немейского) льва;
3) (тж. χ. τοῦ ἀγροῦ NT) трава или сено: χόρτου ἀγκαλίς Plut. охапка травы; χ. κοῦφος Xen. сено; χόρτον ἔχει ἐπὶ τοῦ κέρατος погов. Plut. у него на рогах сено, т. е. он очень вспыльчив (у бодливых быков рога обматывались сеном);
4) корм, еда Hes., Eur.: παρέχειν τινὶ χόρτον ἰχθῦς Her. кормить кого-л. рыбой; σῖτος καὶ χ. τοῖς ὑποζυγίοισι Her. продовольствие (для людей) и корм для вьючных животных; ἵπποις χόρτον ἐμβαλεῖν Xen. задать лошадям корму.
Middle Liddell
χόρτος, ὁ,
I. an inclosed place, a feeding-place, αὐλῆς ἐν χόρτῳ Il.
2. generally, any feeding-ground, in pl. χόρτοι λέοντος Pind.; χόρτοι εὔδενδροι Eur.
II. food, fodder, provender, esp. for cattle, Hes., etc.; grass, NTest.; χόρτος κοῦφος hay, Xen.: opp. to σῖτος (food for man), Hdt., Xen.: food generally, Eur., Anth.