στέμμα: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar") |
m (Text replacement - "<TOPIC:" to "") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=στεμματος, τό ([[στέφω]], [[perfect]] [[passive]] ἔστεμμαι, to [[crown]], to [[bind]] [[round]]), a [[fillet]], a [[garland]], [[put]] [[upon]] victims: Winer's Grammar, 630 (585); B. D. American edition [[under]] the [[word]] | |txtha=στεμματος, τό ([[στέφω]], [[perfect]] [[passive]] ἔστεμμαι, to [[crown]], to [[bind]] [[round]]), a [[fillet]], a [[garland]], [[put]] [[upon]] victims: Winer's Grammar, 630 (585); B. D. American edition [[under]] the [[word]] Garlands>). (From [[Homer]] [[down]].) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:03, 4 May 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (στέφω) mostly in plural (sg. in Il.1.28, Ar.Pax948), A wreath, garland, chaplet, especially of the priest's laurel-wreath, wound round a staff, στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶ . . χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Il.1.14, 373; σκῆπτρον καὶ σ. θεοῖο ib.28, cf. E.Andr.894; sometimes worn on the head, σ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Pl.R.617c; Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν σ. from shrine with chaplcts decked, Ar.Pl.39, cf. E.Ion 1310, Th.4.133; used in sacrificial ceremony, στέμμασι πυκασθείς (of victim) Hdt.7.197, cf. SIG1025.31 (Cos, iv/iii B.C.); σ. πάλας, as a prize, Epigr.Gr. 247 (Mysia); στέμματ' Ὀλυμπιάδων ib.881 (Cyzicus), etc.; ὁ ἐπὶ τῶν στεμμάτων an official connected with the crowns of office of magistrates (cf. στεπτικός, στέφανος), PFay.87i10 (ii A.D.), POxy.2130.7 (iii A.D.), cf. PRyl.77.28 (ii A.D.). 2 Sch.S.OT3 says the στέμματα were wreaths of wool wound round the olive-branch; hence στέμματα ξήνασ' E.Or.12. II in plural, στέμματα pedigrees, family trees, Plu. Num.1; Lat. stemmata quid faciunt? Juv.8.1, cf. Plin.HN35.6. 2 guild, CIG3995b (Iconium);= φυλή, ib.9897 (Smyrna, Jewish); ὑπὲρ φιλοκυνηγῶν τοῦ σ. guild of huntsmen, Supp.Epigr.3.499 (Philippi).
German (Pape)
[Seite 934] τό, der Kranz, die Binde; Il. 1, 14 im plur., στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου 'Απόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, eine heilige Priesterbinde; von derselben Binde vs. 28 der sing. gebraucht, μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῐο, vgl. Schol. Aristonic.; vs. 14 wird 373 wiederholt; sonst erscheint das Wort im Homer nicht; Batrachom. 180 στέμματα der Athene; Her. 1, 132. 7, 197; diese στέμματα wurden sowohl auf dem Stabe, σκῆπτρον, wie Il. a. a. O., als auf dem Haupte getragen, Jac. Philostr. imagg. 339; ἱερὰ στέμματα σέβειν, Eur. Suppl. 36; λύσαντα σεμνὰ στεμμάτων μυστήρια, 470; vgl. Andr. 895, wo es Oelzweige mit Wolle umwickelt sind; zum Opfer gehörig, τὸ κανοῦν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον καὶ στέμμα καὶ μάχαιραν, Ar. Pax 913, vgl. Av. 893 und die Stellen des Herodot; τί Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων; Ar. Plut. 39, was nach dem Schol. auf die bekränzte Pythia geht; Thuc. 4, 133; στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἔχουσαι, Plat. Rep. X, 617 c; μετὰ στεμμάτων, Pol. 16, 33, 5.
Greek (Liddell-Scott)
στέμμα: τό, (στέφω) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. (ἑνικ. ἐν Ἰλ. Α. 28, Ἀριστοφ. Εἰρ. 498), στέφανος, «στεφάνι», ἰδίως ὁ τοῦ ἱκέτου ἐκ δάφνης στέφανος περιειλημένος περὶ βακτηρίαν, στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶ. χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Ἰλ. Α. 14, 373· σκῆπτρον καὶ στ. θεοίο αὐτόθι 28, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 894· ἐνίοτε ἐφέρετο ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, στέμμασι πυκοσθείς Ἡρόδ. 7. 197· στ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Πλάτ. Πολ. 617C· Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων, ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ διὰ στεμμάτων κεκοσμημένου, Ἀριστοφ. Πλ. 39, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1310, Θουκ. 4. 133· στ. πάλας, ὡς ἀμοιβή, ὡς βραβεῖον, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· στέμματ’ Ὀλυμπιάδων αὐτόθι 881, κτλ.· ὁ ἐπὶ στεμμάτων, πρβλ. στέφανος ΙΙ. 2. 2) ὁ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 3 λέγει ὅτι τὰ στέμματα ἦσαν ἐξ ἐρίων περιειλημένα περὶ κλάδον ἐλαίας· ὅθεν στέμματα ξαίνειν, Εὐρ. Ὀρ. 12. ΙΙ. παρὰ Πλουτ. ἐν Νομ. 1, στέμματα = Λατ. stemmata (Ἰουβεν. 8. 1, Πλίν. Ν. Η. 35. 2), γενεαλογίαι. 2) οὕτω, στέμμα = σύλλογος, συντεχνία, σύνδεσμος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3995b· = φυλή, αὐτόθι 9897.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 couronne, bandeau, bandelette ; particul. guirlande de laurier entrelacée autour d’un bâton pour les suppliants;
2 à Rome images des ancêtres, ornées de couronnes ; tableau généalogique d’une famille.
Étymologie: στέφω.
English (Autenrieth)
ατος (στέφω): chaplet or fillet of a priest. Chryses takes the fillet from his head and places it upon his sceptre, because he comes as a suppliant, Il. 1.14. (The cut shows the band in two positions—as extended at full length, and as wrapped around the head. In the second representation the ends should hang down by the sides of the head below the ears, Il. 1.28.)
Spanish
English (Strong)
from the base of στέφανος; a wreath for show: garland.
English (Thayer)
στεμματος, τό (στέφω, perfect passive ἔστεμμαι, to crown, to bind round), a fillet, a garland, put upon victims: Winer's Grammar, 630 (585); B. D. American edition under the word Garlands>). (From Homer down.)
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και στέθμα Α
στέφανος, στεφάνη («στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. διάδημα της κεφαλής ως σύμβολο βασιλικής εξουσίας, κορόνα
2. συνεκδ. α) βασιλική εξουσία
β) βασιλιάς
3. αντίστοιχη εικόνα σε δημόσιες σφραγίδες, νομίσματα, στρατιωτικά πηλήκια κ.ά., που αποτελεί εθνόσημο βασιλευόμενου κράτους
4. αστρον. το εξώτατο τμήμα της ατμόσφαιρας του Ηλίου, που είναι πλήρως ορατό μόνο κατά το σύντομο διάστημα τών ολικών ηλιακών εκλείψεων ή εν μέρει με στεμματογράφο
5. στον πληθ. τα στέμματα
τα ημίση τών διχοτομηθέντων χαρτονομισμάτων του ελληνικού κράτους που έφεραν σχετική εικόνα και τα οποία κρατούσαν ως δάνεια υπέρ του δημοσίου κατά τα δύο αναγκαστικά εσωτερικά δάνεια που είχαν συναφθεί την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα
6. φρ. «εκκένωση στέμματος»
(ηλεκτρολ.) εκκένωση στον αέρα που οφείλεται στον ιοντισμό του αερίου που περιβάλλει έναν αγωγό, αλλ. στεμματόμορφη εκκένωση
αρχ.
1. γενεαλογικό δένδρο
2. φυλή
3. σύλλογος, σωματείο («ὑπὲρ φιλοκυνηγῶν τοῦ στέμματος», επιγρ.)
4. φρ. α) «ὁ ἐπὶ τῶν στεμμάτων» — αυτός που είχε το αξίωμα να στέφει, να χορηγεί στέφανα
β) «στέμματα ξαίνω» — κατασκευάζω στέφανα από κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με μαλλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -μα (με αφομοίωση του -φ- σε -μ-). Ο τ. στέθμα είναι δυσερμήνευτος, σχηματισμένος πιθ. κατ' επίδραση του επιθήματος -θμος, -ά (πρβλ. και ὄμμα: ὄθμα)].
Greek Monotonic
στέμμα: -ατος, τό (στέφω), στεφάνι, γιρλάντα, το οποίο οι ικέτες τύλιγαν σε μια ράβδο ή ένα κλωνάρι ελιάς, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· μερικές φορές το φορούσαν στο κεφάλι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
στέμμα: ατος τό
1) культ. (молитвенная) гирлянда, венок (из лавровых, реже масличных ветвей, обвитых иногда белой шерстью) Hom., Her., Eur., Arph., Plat., Polyb.;
2) перен. ткань: στέμματα ξαίνειν Eur. (о Мойрах) ткать жизненную судьбу;
3) (у римлян) украшенное венком изображение предка, pl. родословное древо, род: τὰ στέμματα κατάγεται ἐξ ἀρχῆς εἰς Νουμᾶν Plut. родословная выводится с самого начала до Нумы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέμμα -ατος, τό [στέφω] krans, lint, slinger (van takken, bladeren of wol, voor om het hoofd of alg. ter versiering). overdr., plur. stamboom (omdat de beelden van de voorouders met kransen werden versierd). Plut. Num. 1.1.
Middle Liddell
στέμμα, ατος, τό, στέφω
a wreath, garland, wound by suppliants round a staff or olive branch, Il., Soph.; sometimes worn on the head, Hdt.
Chinese
原文音譯:stšmma 士天馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:花圈
字義溯源:花圈;源自(στέφανοσ2)=戴在頭上的花圈,冠冕),而 (στέφανοσ2)出自(στεφανόω)Y*=編織,作花圈)。參讀 (διάδημα)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 花圈(1) 徒14:13