κατακρίνω: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar")
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και κατακρένω (AM [[κατακρίνω]], Α αρκαδ. τ. κακρίνω)<br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] [[μομφή]] [[εναντίον]] κάποιου, [[αποδοκιμάζω]] κάποιον, [[επιτιμώ]] κάποιον για [[κάτι]], [[κατηγορώ]] («ο [[κόσμος]] σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου»)<br /><b>2.</b> [[καταγγέλλω]] [[κάτι]] αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α. «[[κατακρίνω]] τη [[σπατάλη]]» β. «κατακρίνειν ψευδολογίαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κακολογώ]] («[[κάτω]] απ' την [[ίδια]] τη [[σκεπή]] μην κατακρένεις»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κατακριμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αξιοκατάκριτος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παίρνω]] καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδικάζω]] («τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινε», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατακρίνομαι</i><br />α) [[είμαι]] καταδικασμένος («τοῑσι μὲν κατακέκριτο [[θάνατος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (για [[πράξη]]) [[είμαι]] [[αξιόποινος]], προβλέπομαι και τιμωρούμαι από τον νόμο.
|mltxt=και κατακρένω (AM [[κατακρίνω]], Α αρκαδ. τ. κακρίνω)<br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] [[μομφή]] [[εναντίον]] κάποιου, [[αποδοκιμάζω]] κάποιον, [[επιτιμώ]] κάποιον για [[κάτι]], [[κατηγορώ]] («ο [[κόσμος]] σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου»)<br /><b>2.</b> [[καταγγέλλω]] [[κάτι]] αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α. «[[κατακρίνω]] τη [[σπατάλη]]» β. «κατακρίνειν ψευδολογίαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κακολογώ]] («[[κάτω]] απ' την [[ίδια]] τη [[σκεπή]] μην κατακρένεις»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κατακριμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αξιοκατάκριτος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παίρνω]] καταδικαστική [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδικάζω]] («τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινε», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατακρίνομαι</i><br />α) [[είμαι]] καταδικασμένος («τοῖσι μὲν κατακέκριτο [[θάνατος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (για [[πράξη]]) [[είμαι]] [[αξιόποινος]], προβλέπομαι και τιμωρούμαι από τον νόμο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:06, 24 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρίνω Medium diacritics: κατακρίνω Low diacritics: κατακρίνω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: katakrínō Transliteration B: katakrinō Transliteration C: katakrino Beta Code: katakri/nw

English (LSJ)

Arc. κακρίνω (v. infr.) [ῑ], A give as sentence against, τὸ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινε Isoc.1.43:—Pass., τοῖσι κατεκέκρῐτο θάνατος sentence of death had been passed upon them, Hdt.7.146; κατακεκριμένων οἱ τούτων when this sentence has been given against him, Id.2.133; φυγὴν κατακριθείς Suid. s.v. Ἱεροκλῆς: impers., ἂν κατακρῐθῇ μοι if sentence be given against me, X.Ap.7: Arc., c. dat. pers. et gen. rei, ὀσέοι ἂν χρηστήριον κακρίνη ἢ γνωσίαι κακριθήη τῶν χρημάτων anyone whom the oracle has condemned or who by judicial process has been condemned to forfeit his property, IG5(2).262.14, 15 (Mantinea, v B. C., = Class.Phil.20.137). 2 c. acc. pers., condemn, v.l. in Antipho 4.4.2: c. acc. et inf., κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι Hdt.6.85, cf. 9.93, Theoc. 23.23 (ubi sc. βαδίζειν) ; κ. τινὰ θανάτῳ Ev.Matt.20.18, cf. J. BJ5.13.1; εἴκοσι δραχμαῖς IG5(1).1390.161 (Andania, i B. C.): c. acc. rei, deem guilty of a thing, κ. πολλὴν ἄνοιάν τινων Arist.Rh.Al.1423b29; ψευδολογίαν τινός J.AJ3.14.4:—Pass., to be condemned, X.HG 2.3.54; ψήφῳ θανάτου E.Andr.496 codd. (anap.), cf. Phld.Herc.1251.18; ἀποθνῄσκειν X.Hier.7.10; also of the crime, τὰ ὁμολογούμενα τῶν πραγμάτων ὑπὸ τοῦ νόμου -κέκριται Antipho 3.1.1; -κεκρίσθαι τὰ ὑπὸ ἰδιωτῶν πραχθέντα OGI669.27 (Egypt, i A. D.). II Pass., simply, to be judged, deemed, κατεκρίθη θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pi. Fr.149.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. κρίνω), verurtheilen, verdammen, τινά τινος, Einen wozu, ψήφῳ θανάτου κατακεκριμένος Eur. Andr. 497; τινός τι, τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινεν Isocr. 1, 43; κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον, nach dem Gesetze verurtheilt, Xen. Hell. 2, 3, 54; die Strafe steht auch im inf., κατέκριναν τῆς ὄψιος στερηθῆναι Her. 9, 93; κατακεκριμένος ἀποθνήσκειν Xen. Hier. 7, 10. – Her. vrbdt auch τοῖσι μὲν κατακέκριτο θάνατος, sie waren zum Tode verurtheilt, 7, 146; Sp. auch κατακριθῆναι θάνατον u. Aehnl.; imperson., ἢν γὰρ νῦν κατακριθῇ μοι Xen. Apol. 7; – κατακεκριμένων ἤδη οἱ τούτων, als dies gegen ihn erkannt war, Her. 2, 133; κατακέκριται τὰ πράγματα Antiph. 3 α 1. Ohne den feindlichen Sinn, κατεκρίθη Ἀπόλλων θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pind. frg. 116.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρίνω: μέλλ. -κρῐνῶ:― κρίνω κατὰ τινος, ἐναντίον τινός, ὡς τὸ καταγιγνώσκω (καταχειροτονῶ), θάνατόν τινος Ἰσοκρ. 11C· θάνατον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 16 (ἐν τῇ ἐπιγραφῇ).―Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται θάνατος, ἔχουσι καταδικασθῇ εἰς θάνατον οὗτοι, Ἡρόδ. 7. 146· κατακεκριμένων οἱ τούτων, ὅτε αὕτη ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐξεδόθη ἐναντίον αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 2. 133, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 39· ἀπρόσ., ἢν κατακρῐθῇ μοι, ἂν ἐκδοθῇ καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐναντίον μου, Ξεν. Ἀπολ. 7. 2)μετ’ αἰτ. προσ., καταδικάζω, Ἀντιφῶν 128. 26· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι Ἡρόδ. 6. 85, πρβλ. 9. 39, Θεόκρ. 23. 23 (ἔνθα ἐξυπακούεται τὸ βαδίζειν)· κ. τινὰ θανάτῳ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 18· μετ’ αἰτ. πράγμ., τί τινος, καταδικάζω τινὰ διά τι πρᾶγμα, κ. πολλὴν ἄνοιάν τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 3, 9· ψευδολογίαν τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 14, 4.― Παθ., καταδικάζομαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 54· ψήφῳ θανάτου κατακεκριμένος Εὐρ. Ἀνδ. 496 (πρβλ. κατακυρόω)· κατακεκριμένος ἀποθνήσκειν Ξεν. Ἱέρ. 7, 10· κατακριθῶμεν πενίαν, θάνατον, φυγήν Γρηγ. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως ἁπλῶς, κρίνομαι, νομίζομαι, θεωροῦμαι, κατεκρίθη Ἀπόλλων ἀγανὸς ἔμμεν Πινδ. Ἀποσπ. 116· πρβλ. καταδοκέω.

French (Bailly abrégé)

I. juger ou prononcer un jugement contre : θάνατόν τινος ISOCR condamner qqn à mort ; τινα et l’inf. condamner qqn à… ; θάνατον ÉL prononcer la peine de mort;
II. Pass. 1 être condamné : κατακέκριτο (ion.) αὐτοῖς θάνατος HDT la peine de mort avait été prononcée contre eux ; κατακεκριμένων οἱ τούτων HDT cette sentence ayant été rendue contre lui (par l’oracle);
2 • impers. ἢν κατακριθῇ μοι XÉN si l’on prononce une condamnation contre moi.
Étymologie: κατά, κρίνω.

English (Slater)

κατᾰκρίνω
   1 judge c. inf. κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν sc. Apollo Πα. 16. 6, cf. fr. 149 Schr.

English (Strong)

from κατά and κρίνω; to judge against, i.e. sentence: condemn, damn.

English (Thayer)

future καακρίνω; 1st aorist κατεκρινα; passive, perfect κατακεκριμαι; 1st aorist κατεκρίθην; 1future κατακριθήσομαι; "to give judgment against (one (see κατά, III:7)), to judge worthy of punishment, to condemn";
a. properly: τινα, κρίνειν, as in τινα θανάτῳ, to adjudge one to death, condemn to death, Tdf. εἰς θάνατον); κεκρίμμενοι θανάτῳ, to eternal death, the Epistle of Barnabas 10,5 [ET]); καταστροφή, WH omits; Tr marginal reading brackets καταστροφή) (the Greeks say κατακρίνειν τινα θανάτου or θάνατον; cf. Winer's Grammar, 210 (197f); Buttmann, § 132,16; Grimm on τινα ἔνοχον εἶναι θανάτου, b. improperly, i. e. by one's good example to render another's wickedness the more evident and censurable: κατάκριμα (in verse 1), Paul says, ὁ Θεός κατέκρινε τήν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, i. e. through his Song of Solomon, who partook of human nature but was without sin, God deprived sin (which is the ground of the κατάκριμα) of its power in human nature (looked at in the general), broke its deadly sway (just as the condemnation and punishment of wicked men puts an end to their power to injure or do harm). (From Pindar and Herodotus down.))

Greek Monolingual

και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω)
1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου»)
2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α. «κατακρίνω τη σπατάλη» β. «κατακρίνειν ψευδολογίαν»)
νεοελλ.
1. κακολογώκάτω απ' την ίδια τη σκεπή μην κατακρένεις»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατακριμένος, -η, -ο
αξιοκατάκριτος
μσν.-αρχ.
παίρνω καταδικαστική απόφαση εναντίον κάποιου, καταδικάζω («τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινε», Ισοκρ.)
αρχ.
παθ. κατακρίνομαι
α) είμαι καταδικασμένος («τοῖσι μὲν κατακέκριτο θάνατος», Ηρόδ.)
β) (για πράξη) είμαι αξιόποινος, προβλέπομαι και τιμωρούμαι από τον νόμο.

Greek Monotonic

κατακρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ·
1. καταδικάζω, εκδίδω καταδικαστική απόφαση εναντίον κάποιου, τινός — Παθ., τοῖσι κατακέκρῐται θάνατος, έχουν καταδικασθεί σε θάνατο, σε Ηρόδ.· κατακεκριμένων οἱ τούτων, όταν εξεδόθη, εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση εναντίον μου, σε Ξεν.
2. με αιτ. προσ., καταδικάζω, κατέκρινάν μινἔκδοτον ἄγεσθαι, σε Ηρόδ.· κ. τινὰ θανάτῳ, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καταδικάζομαι, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατακρίνω: (ῑ)
1) определять в виде наказания, назначать (θάνατόν τινος Isocr.): κατακεκριμένων οἱ τούτον Her. когда это было ему определено оракулом;
2) выносить обвинительный приговор, осуждать (κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον Xen.; τὴν ἁμαρτίαν NT): ἢν κατακριθῇ μοι impers. Xen. если я буду осужден;
3) присуждать, приговаривать (τινὰ θανάτῳ и τινὰ εἶναι ἔνοχον θανάτου NT): κατακεκριμένος θανάτου Eur. и ἀποθνῄσκειν Xen. осужденный на смерть; κ. τῆς ὄψιος στερηθῆναι Her. приговорить к лишению зрения; βαδίζω, ἔνθα τύ μευ κατέκρινας Theocr. я ухожу, куда ты указал мне;
4) судить, полагать (ἐκ τῆς ὑπολήψεως ἢ τῆς ὑποψίας Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κρίνω veroordelen, met acc. en inf.:; κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι zij veroordeelden hem ertoe uitgeleverd te worden Hdt. 6.85.1, ἀποθανεῖν κ. veroordelen om te sterven Plut. Phoc. 34.3; met dat.:; κ. θανάτῳ ter dood veroordelen NT Mt. 20.18; pass. met straf als subj.: τοῖσι μὲν κατεκέκριτο θάνατος hun was de doodstraf opgelegd Hdt. 7.146.2.

Middle Liddell

fut. -κρῐνῶ
1. to give as sentence against, τινός:—Pass., τοῖσι κατακέκρῐται θάνατος sentence of death has been passed upon them, Hdt.; κατακεκριμένων οἱ τούτων when this sentence has been given against him, Hdt.; impers., ἢν κατακρῐθῇ μοι if sentence be given against me, Xen.
2. c. acc. pers. to condemn, κατέκρινάν μιν ἔκδοτον ἄγεσθαι Hdt.; κ. τινὰ θανάτῳ NTest.:—Pass. to be condemned, Eur., Xen.

Chinese

原文音譯:katakr⋯nw 卡他-克里挪
詞類次數:動詞(19)
原文字根:向下-審判
字義溯源:判罪,判定,受審判,定罪;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κρίνω)*=辨別)組成。參讀 (καταγινώσκω)同義字
出現次數:總共(19);太(4);可(3);路(2);約(2);羅(4);林前(1);來(1);雅(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 定罪(7) 太12:41; 太12:42; 路11:31; 路11:32; 約8:10; 約8:11; 羅8:34;
2) 受審判(1) 雅5:9;
3) 判定(1) 彼後2:6;
4) 他們要定⋯罪(1) 可10:33;
5) 我們⋯被定罪(1) 林前11:32;
6) 定⋯罪(1) 可14:64;
7) 他定罪(1) 來11:7;
8) 就被定罪(1) 羅14:23;
9) 他們要定罪(1) 太20:18;
10) 已經定了罪(1) 太27:3;
11) 必被定罪(1) 可16:16;
12) 你就定罪(1) 羅2:1;
13) 定罪了(1) 羅8:3