διορίζω: Difference between revisions
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διορίζω:''' ион. [[διουρίζω]]<br /><b class="num">1)</b> [[разграничивать]], [[размежевывать]] (Λιβύην τε καὶ Ἀσίην Her.; τὸ [[ἄνω]] καὶ τὸ [[κάτω]] Arst.: τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας Diod.): τὸ διορίζον [[ἐπίγραμμα]] Plut. пограничная надпись; τὸ διωρισμένον Arst. (нечто) прерывистое, разобщенное;<br /><b class="num">2)</b> [[разграничивать]], [[различать]] (ἀκούσιά τε καὶ [[ἑκούσια]] ἀδικήματα Plat.; τὰ καλὰ καὶ τὰ αἰσχρά Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[определять]], [[назначать]] (в удел), указывать ([[γέρα]] θεοῖσι Aesch.): μακρὸν διορίσαι τινά Soph. сделать кого-л. великим; διωρισμένος ὑπὸ τῶν νόμων Arst. и ἐκ τοῦ νόμου Dem. установленный законами; διωρισμένα καὶ τεταγμένα Dem. законоположения;<br /><b class="num">4)</b> [[выводить]] (за пределы страны), переводить, перемещать, переносить ([[στράτευμα]] Τροίαν ἔπι Eur.; τὸν [[ἐνθένδε]] πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isocr.): ἐκ γῆς διορίσαι [[πόδα]] Eur. уйти из страны, удалиться;<br /><b class="num">5)</b> [[выбрасывать]], [[изгонять]] (τινὰ [[ὑπὲρ]] θυμέλας Eur.; τι [[ἔξω]] τῶν [[ὅρων]] τῆς χώρας Plat.);<br /><b class="num">6)</b> med. договариваться, уславливаться (πρός τινα Plat., Plut.);<br /><b class="num">7)</b> тж. med. лог. определять (τι Arph., Plat. и περί τινος Isocr., Arst.). | |elrutext='''διορίζω:''' ион. [[διουρίζω]]<br /><b class="num">1)</b> [[разграничивать]], [[размежевывать]] (Λιβύην τε καὶ Ἀσίην Her.; τὸ [[ἄνω]] καὶ τὸ [[κάτω]] Arst.: τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας Diod.): τὸ διορίζον [[ἐπίγραμμα]] Plut. пограничная надпись; τὸ διωρισμένον Arst. (нечто) прерывистое, разобщенное;<br /><b class="num">2)</b> [[разграничивать]], [[различать]] (ἀκούσιά τε καὶ [[ἑκούσια]] ἀδικήματα Plat.; τὰ καλὰ καὶ τὰ αἰσχρά Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[определять]], [[назначать]] (в удел), указывать ([[γέρα]] θεοῖσι Aesch.): μακρὸν διορίσαι τινά Soph. сделать кого-л. великим; διωρισμένος ὑπὸ τῶν νόμων Arst. и ἐκ τοῦ νόμου Dem. установленный законами; διωρισμένα καὶ τεταγμένα Dem. законоположения;<br /><b class="num">4)</b> [[выводить]] (за пределы страны), переводить, перемещать, переносить ([[στράτευμα]] Τροίαν ἔπι Eur.; τὸν [[ἐνθένδε]] πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isocr.): ἐκ γῆς διορίσαι [[πόδα]] Eur. уйти из страны, удалиться;<br /><b class="num">5)</b> [[выбрасывать]], [[изгонять]] (τινὰ [[ὑπὲρ]] θυμέλας Eur.; τι [[ἔξω]] τῶν [[ὅρων]] τῆς χώρας Plat.);<br /><b class="num">6)</b> med. [[договариваться]], [[уславливаться]] (πρός τινα Plat., Plut.);<br /><b class="num">7)</b> тж. med. лог. определять (τι Arph., Plat. и περί τινος Isocr., Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ionic δι-ουρίζω fut. [[attic]] -οριῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[draw]] a [[boundary]] [[through]], [[divide]] by limits, [[separate]], Hdt., Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[distinguish]], [[determine]], [[define]], Hdt., Aesch., etc.<br /><b class="num">3.</b> to [[determine]], [[declare]], Soph.; c. inf. to [[determine]] one to be so and so, Dem.; with inf. omitted, μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν με Soph.:—Mid., with perf. [[pass]]. in mid. [[sense]], Dem.<br /><b class="num">4.</b> absol. to [[draw]] [[distinction]], lay [[down]] definitions, Dem.:—so in Mid., Ar., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[remove]] [[across]] the [[frontier]], to [[banish]], Eur., Plat.: [[generally]], to [[carry]] [[abroad]], Eur.; δ. [[πόδα]] to [[depart]], Eur. | |mdlsjtxt=ionic δι-ουρίζω fut. [[attic]] -οριῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[draw]] a [[boundary]] [[through]], [[divide]] by limits, [[separate]], Hdt., Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[distinguish]], [[determine]], [[define]], Hdt., Aesch., etc.<br /><b class="num">3.</b> to [[determine]], [[declare]], Soph.; c. inf. to [[determine]] one to be so and so, Dem.; with inf. omitted, μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν με Soph.:—Mid., with perf. [[pass]]. in mid. [[sense]], Dem.<br /><b class="num">4.</b> absol. to [[draw]] [[distinction]], lay [[down]] definitions, Dem.:—so in Mid., Ar., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[remove]] [[across]] the [[frontier]], to [[banish]], Eur., Plat.: [[generally]], to [[carry]] [[abroad]], Eur.; δ. [[πόδα]] to [[depart]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 22 August 2022
English (LSJ)
Ion. διουρίζω, Att. fut. A -ῐῶ Pl.Lg.860e: fut. Med. in pass. sense (v. infr. 1.3):—draw a boundary through, delimit, separate, Hdt.4.42; τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης D.S.1.55; δίχα δ. Pl.Sph. 267a: metaph., οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Conscr.7. 2 distinguish, determine, define, τὰ οὐνόματα Hdt.4.45; θεοῖσι… γέρα τίς ἄλλος ἢ 'γὼ… διώρισεν; A.Pr. 440; πτῆσιν οἰωνῶν… διώρισα, of auguries, ib.489; σῖτον δ' εἰδέναι δ. so as to know it, Id.Fr.182; γλυκὺν οἶνον καὶ οἰνώδεα Hp.Acut.50; δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Pl.Lg.860e, cf. Cra.391d; δ. περὶ ἐνεργείας τί ἐστιν Arist.Metaph.1048a26; define logically, δ. κατὰ τὰς διαφοράς Id.Top.146b20, cf. EN1103a3 (Pass.), etc.:—Med., διορίζεσθαι τῷ στόματι τὰ γράμματα pronounce clearly, Alex.301. 3 determine, declare, τοιαῦτα φῆμαι μαντικαὶ διώρισαν S.OT723: c. inf., determine one to be so and so, καθαρὸν διώρισεν εἶναι D.20.158: with inf. omitted, οἱ συγγενεῖς μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν S.OT1083:— Med., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι… D.18.40; διορισαμένων ὅπως… Id.56.11; διορίσασθαι τίς αἱρετώτατος βίος Arist.Pol.1323a15: pf. Pass. in med. sense, ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα D.24.192:—Pass., διώρισται ὁπότερον… And.4.8; διωρισμένον it being prescribed, Lys.30.4; τὸν νόμον ὡς ἐτέθη καὶ πρὸς οὓς διωρίσθη D.59.93; ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb. 105.33 (ii B. C.), etc.: impers., διοριεῖται περί τινος we will give precepts about... Hp.Art.9; ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Arist.Pol.1282b20, cf. EN1136a10. 4 draw distinctions, lay down definitions, οὐδ' ὁτιοῦν διορίζων D.21.104; τοῦτό μοι… διόρισον Pl. Grg.488d:—mostly in Med., δ. περί τινος And.3.12, Isoc.3.5, Arist. Ph.200b15; πρὸς ἀλλήλους Pl.Grg.457c; δίκην διωρίσω didst settle the conditions of the trial, Ar.Ach.364. II remove across the frontier, banish, ἔξω τῶν ὅρων Pl.Lg.873e; τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isoc.4.174; τινὰ ὑπὲρ θυμέλας E.Ion46: generally, carry abroad, στράτευμα Τροίαν ἔπι Id.Hel.394; δ. πόδα to depart, ib.828. III send out a branch, of the Bosporus, Plb.4.43.7. IV Pass., to be discontinuous, opp. συνάπτω, Arist.Cat.4b28; διωρισμένος, opp. συνεχής, ib.20.
Greek (Liddell-Scott)
διορίζω: Ἰων. διουρίζω, μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· ‒ μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. Ι. 3. Σύρω ὅριον μεταξύ, διαιρῶ δι᾿ ὁρίων, ἀποχωρίζω, Ἡρόδ. 4. 42· τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης Διόδ. 1. 55· δίχα δ. Πλάτ. Σοφ. 266Ε. 2) διακρίνω, καθορίζω, ἀποφασίζω, ὁρίζω, τὰ οὐνόματα Ἡρόδ. 4. 45· θεοῖσι... γέρα τίς ἄλλος ἢ ᾿γὼ... διώρισα; Αἰσχύλ. Πρ. 440· πτῆσιν οἰωνῶν... διώρισα, ἐπὶ οἰωνῶν, αὐτόθι 489· σῖτον δ᾿ εἰδέναι δ., κατέστησα αὐτὸν γνωστόν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 181· δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Πλάτ. Νόμ. 860Ε, πρβλ. Κρατ. 391D· δ. περί τινος τί ἐστιν Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 1· ὁρίζω λογικῶς, δίδω τὸν ὁρισμόν, δ. κατὰ τὰς διαφορὰς ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 8, 4, πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 20, κτλ. ‒ Μέσ., διορίζεσθαι τῷ στόματι τὰ γράμματα, προφέρω καθαρῶς, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 21. 3) ὁρίζω, διακηρύττω, τοιαῦτα φῆμαι μαντικαὶ διώρισαν Σοφ. Ο. Τ. 723· ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ., ἀποφασίζω περί τινος νὰ εἶναι.., Δημ. 505. 19· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., οἱ... μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν Σοφ. Ο. Τ. 1083. ‒ Μέσ., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι... Δημ. 239. 19· διορισαμένων ὅπως... ὁ αὐτ. 1286. 11· ‒ παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημ., ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα ὁ αὐτ. 760. 14. ‒ Παθ., διώρισται ὁπότερον Ἀνδοκ. 30. 9· διωρισμένον, ἀφοῦ ἔχει περιγραφῆ, Λυσ. 183. 25· πρὸς οὓς ἐτέθη καὶ διωρίσθη [ὁ νόμος] ὁ αὐτ. 1376. 24· ἀπροσ., διοριεῖται ἡμῖν περί τινος, θὰ δώσωμεν συμβουλάς…, Ἱππ. Ἄρθρ. 786· ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 1. 4) ἀπολ., κάμνω διάκρισιν, δίδω ὁρισμούς, οὐδ᾿ ὁτιοῦν διορίζων Δημ. 551, ἐν τέλ.·‒ συνήθως ἐν τῷ μέσ., διορίζεσθαι περί τινος Ἀνδοκ. 25. 7, Ἰσοκρ. 27C, κτλ.· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Γοργ. 457C· δίκην διωρίσω, ὥρισας τοὺς ὅρους τῆς δίκης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 364, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 1. ΙΙ. μεταφέρω πέραν τῶν ὁρίων, ἐξορίζω, ἔξω τῶν ὅρων Πλάτ. Νόμ. 873Ε· τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Ἰσοκρ. 77Β· τινὰ ὑπὲρ θυμέλας Εὐρ. Ἴωνι 46· καθόλου, ὁδηγῶ ἔξω, μακράν, εἰς τὰ ξένα, εἰς ἄλλον τόπον, στράτευμα Τροίαν ἔπι ὁ αὐτ. Ἑλ. 394· δ. πόδα, ἀναχωρῶ, αὐτόθι 828. ΙΙΙ. ἀποχωρίζω, περικλείω δι᾿ ὁρίων, Πολύβ. 4. 43, 7. IV. ἐν τῷ παθ., χωρίζομαι, ἀντίθ. συνάπτω, Ἀριστ. Κατηγ. 6, 2· διωρισμένος, ἀντίθ. συνεχής, αὐτόθι 1.
French (Bailly abrégé)
f. διορίσω, att. διοριῶ;
I. (διά marquant la séparation);
1 séparer par une limite ; séparer, diviser;
2 fig. distinguer ; discerner, reconnaître, acc.;
3 déterminer, définir ; en gén. expliquer, déclarer en parl. d’un oracle acc.;
4 statuer, décréter, ordonner, prescrire ; en gén. donner des conseils, des préceptes ; diriger, régler : μὲ διώρισαν SOPH ils ont réglé les choses en ce qui me regarde (càd de telle façon que je fusse, etc.), ils m’ont rendu…;
II. (διά à travers) porter au delà d’une limite ; transporter, acc.;
Moy. διορίζομαι déterminer, définir, montrer clairement, acc..
Étymologie: διά, ὁρίζω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. διουρίζω Hdt.4.42
• Morfología: [fut. διοριῶ Pl.Lg.860e, διορίσω E.Fr.13.22P.]
A sin mov.
I c. suj. de pers., ref. a distinciones entre varias entidades
1 separar, distinguir de operaciones mentales: c. ac. plu. o varios ac. coordinados ἕκαστα ... διορίζομεν τῷ λόγῳ Pl.R.507b, cf. Cra.391d, διοριεῖς οὖν αὐτοῖς ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Pl.Lg.860e, τὰ καλὰ καὶ τὰ αἰσχρά Anaximen.Rh.1421b37, en v. med. mismo sent. σοι τό τε δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον ... ἂν διορισαίμην Pl.Lg.863e, c. ac. y gen. τῆς χρείας τὴν ἀρετήν Plu.Phil.21.12, cf. Pl.Lg.943e, en v. pas. καθάπερ ἡ τῶν καπήλων τέχνη τῆς τῶν αὐτοπωλῶν διώρισται τέχνης Pl.Plt.260c, c. ac. y πρός c. ac., en v. med. mismo sent. διορίσασθαι πρὸς αὐτοὺς τοὺς φιλοσόφους Pl.R.474b
•c. ac. int. hacer distinciones en v. med. πάμπολλα διοριζόμενοι μάτην Pl.Plt.283b.
2 establecer fronteras τῶν διουρισάντων καὶ διελόντων Λιβύην τε καὶ Ἀσίην de quienes pusieron las fronteras y dividieron Libia y Asia Hdt.l.c., cf. abs., Hdt.4.45.
3 asignar, fijar, delimitar τ[όπον] διορίσαντες ἑκάστῃ τῶν χιλιαστύων SIG 976.5 (Samos II d.C.)
•abs. delimitar un espacio para efectuar un ritual RPh.69.1995.128.B.11 (Selinunte V a.C.).
II c. suj. no de pers.
1 de hitos geográficos separar, marcar una frontera o límite, delimitar ὀρῶν, ἃ διορίζει τοὺς Ἴβηρας καὶ Κελτούς Plb.3.39.4, ὁ ῥοῦς ... διορίζει τὸν καλούμενον Κέρας la corriente (del estrecho) delimita el llamado «Cuerno» Plb.4.43.7, Ταναίδος ποταμοῦ τοῦ διορίζοντος τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας D.S.1.55, πόλις ἐπὶ τῆς ἐρή[μου] διορίζουσα Αἴγυ[πτον] καὶ τὴν εἰς θάλ[ασσαν] δι[έξοδον IGLS 21(2).153-104 (Madaba VI d.C.)
•en v. pas. ζώνας τοῖς ἀρκτικοῖς διοριζομένας Plb.34.1.15
•en metáf. οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ... ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Cons.7
•de mojones que fijan las lindes entre ciudad o propiedades λίθος διορίζων ὅρια κω(μῶν) Γαλανιας καὶ Ῥαμης SEG 19.903 (Palestina III/IV d.C.), cf. OGI 612.5 (Siria III/IV d.C.), λίθος διορίζων ἀγροὺς κω(μῶν) Γαλανιας καὶ Μιγηραμης SEG 16.822, cf. 19.902 (ambas Palestina III/IV d.C.), τ] ὸ μεσόρι(ο)ν διορίζον μεταξὺ Ἰξολέλων καὶ Δρασαρμέλων LW 2559a (Siria, biz.), ὅροι διορίζοντες τὰ δίκαια Χασίου ... κ(αὶ) Καλάθου IApameia 112.1 (biz.), cf. IGCh.27 (Helesponto V/VI d.C.).
2 hacer de separación ref. a dos términos (τὸ κενόν) διορίζει τὰς φύσεις Arist.Ph.213b24, τὸ νῦν ... φαίνεται διορίζειν τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον Arist.Ph.218a9, ἐν τῇ σελήνῃ ἐλάχιστος κύκλος διορίζει τό τε σκιερὸν καὶ τὸ λαμπρόν Aristarch.Sam.3, cf. Plu.2.931a, (τὸ ξόανον) διχοτομούμενον διορίζειν τοῦ ζῴου τὸ μέσον D.S.1.98, cf. S.E.M.10.127, Iren.Lugd.Haer.1.3.5
•en perf. pas. estar separado, estar diferenciado ἐν ὅσοις δὲ τῶν γενῶν διώρισται τὸ θῆλυ καὶ τὸ ἄρρεν Arist.GA 729a1, cf. 741b30
•distinguir, marcar τὰ (ἐπιρρήματα) οὐ διορίζοντα τὸν χρόνον A.D.Adu.123.21, τέχνη ... ἀρετάς τε καὶ κακίας Aristid.Quint.61.9, ῥω καὶ λάμβδα μόνος ‘κόρακας’ ‘κολάκων’ διορίζει AP 11.323.1 (Pall.), en v. pas. αἱ γὰρ κτητικαὶ τῶν ἀντωνυμιῶν τόνῳ οὐ διοριζόμεναι A.D.Synt.149.2, abs., c. prep. ἀπό τινος ... διορίζει Arist.Top.128b37.
III fig., ref. a la distinción de una entidad respecto a otras
1 definir claramente, precisar πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς διώρισ', οἵτινές τε δεξιοὶ ... εὐωνύμους τε A.Pr.489, οὐ διορίζοντες ὀνόματι τὸν μετ' ἐπιστήμης ἢ δόξης ... μοναρχοῦντα Pl.Plt.301b, τὸ ... φανταστικὸν ... διορίζωμεν δίχα Pl.Sph.267a, ὅσον ἐνδέχεται περὶ αὐτῶν διορίσαι κατὰ τὴν ἀλήθειαν Arist.Rh.1359b4, cf. D.S.11.3, τοὺς χρόνους ... διορίζειν precisar las fechas D.S.14.2, en v. pas. ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb.105.33 (II a.C.)
•c. ac. y dat. de interés θεοῖσι τοῖς νέοις ... γέρα τίς ... διώρισεν ¿quién definió sus prerrogativas a los nuevos dioses? A.Pr.440, ἀνθρώποισι ... ἀριθμὸν διώρισε E.Ph.542
•en v. med. dar una explicación διοριζόμενος καὶ διαβεβαιούμενος περὶ τούτων Plb.12.11.6, en perf. διώρισται δὲ περὶ γελοίων Arist.Rh.1372a1, διώρισται ... τί μὲν ὁ κύκλος ἐστί Procl.in Euc.153.10.
2 jur. precisar, delimitar de las leyes o el legislador διορίζουσι σαφῶς ἐφ' οἷς ἐξεῖναι ἀποκτιννύναι D.23.74, cf. 20.158, προσήκει τοὺς ὀρθῶς κειμένους νόμους ... πάντα διορίζειν Arist.Rh.1354a33, en v. pas. πρὸς οὓς διωρίσθη D.59.93
•en v. med. mismo sent. ᾗπερ αὐτὸς τὴν δίκην διωρίσω en los términos en que tú mismo (Diceópolis) delimitaste el juicio Ar.Ach.364, τὸν νόμον διωρίσατο ἐν τῷ ψηφίσματι πρὸς αὐτοὺς ... μὴ ἐξεῖναι ... D.59.106, antes de una cita textual o estilo indirecto, D.23.45, δηλοῖ καὶ διορίζεται ἐν τῇ ... ἐπιστολῇ ... ὅτι D.18.40, προσήκειν ... σαφῶς καὶ τοῦτο διορίσασθαι conviene formular esto con toda claridad, SEG 29.127.97 (Atenas II d.C.).
3 declarar, afirmar claramente τοιαῦτα φῆμαι μαντικαὶ διώρισαν S.OT 723, μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν S.OT 1083, διορίσω δὲ τῷ λόγῳ E.Fr.13.22P., en juicio περὶ τῶν τέκνων αἱ γυναῖκες πανταχοῦ διορίζουσι τἀληθές Arist.Rh.1398b1, en v. pas. ἐν τῷ ... λόγῳ διορίζεται μηδεμίαν ὑπὸ τοῦ πατρὸς ὑπόθεσιν ... γεγράφθαι D.H.Isoc.18.2
•en v. med. mismo sent. διοριζόμενος γάρ σοι λέγω ὅτι ... POxy.237.7.41 (II d.C.), cf. Hsch.
4 decidir οὐ διώρισαν κράτος E.Ph.1424, cf. Hsch.
•decretar, prescribir ἀπειλὰς ... τῶν νόμων ἃς ... διώρισάν τινες Porph.Abst.1.7, cf. PBeatty Panop.2.23 (III d.C.).
B c. idea de mov. llevar más allá de las fronteras στράτευμα κώπῃ διωρίσαι Τροίαν ἔπι E.Hel.394, ἐκ γῆς διορίσαιμεν ἂν πόδα; E.Hel.828, τὸ δὲ ὀφλὸν (ζῷον) ἔξω τῶν ὅρων τῆς χώρας ... διορίσαι Pl.Lg.873e, en v. pas. τῆς πατρίδος ὅλῳ διορίζομαι κόσμῳ Charito 5.1.5.
Greek Monolingual
(AM διορίζω
Α και ιων. τ. διουρίζω) ορίζω
1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω
2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω
νεοελλ.
εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, του αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία
αρχ.-μσν.
ορίζω, προστάζω
αρχ.
1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό
2. διακηρύσσω, δηλώνω
3. αποφασίζω να έχει κάτι μια ορισμένη μορφή («οἱ... μῆνες με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν», Σοφ. Οιδ. Τύρ.)
4. (απολ.) διακρίνω, διαστέλλω
5. (για τόπο ή θάλασσα) σχηματίζω στο ένα μέρος προεξοχή
6. μεταφέρω έξω από τα όρια, εξορίζω
7. αποχωρίζω, περικλείω με όρια
8. (για οιωνούς) ερμηνεύω
9. παθ. α) διακόπτομαι, αποχωρίζομαι
β) περικλείομαι μέσα σε όρια.
Greek Monotonic
διορίζω: Ιων. δι-ουρίζω, μέλ. Αττ. -οριῶ,
I. 1. τραβώ διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε, διαχωρίζω με σύνορα, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. διαφοροποιώ, ορίζω, καθορίζω, διασαφηνίζω, αποφασίζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
3. ορίζω, διακηρύσσω, σε Σοφ.· με απαρ., αποφασίζω για κάτι να είναι..., σε Δημ.· με απαρ., που παραλείπεται, μικρὸν καὶμέγαν διώρισαν με, σε Σοφ. — Μέσ., με Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, σε Δημ.
4. απόλ., κάνω διάκριση, αποδίδω ορισμούς, στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. μεταφέρω πέρα από τα σύνορα, εξορίζω, σε Ευρ., Πλάτ.· γενικά, οδηγώ σε άλλο τόπο, σε Ευρ.· δ. πόδα, αναχωρώ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διορίζω: ион. διουρίζω
1) разграничивать, размежевывать (Λιβύην τε καὶ Ἀσίην Her.; τὸ ἄνω καὶ τὸ κάτω Arst.: τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας Diod.): τὸ διορίζον ἐπίγραμμα Plut. пограничная надпись; τὸ διωρισμένον Arst. (нечто) прерывистое, разобщенное;
2) разграничивать, различать (ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Plat.; τὰ καλὰ καὶ τὰ αἰσχρά Arst.);
3) определять, назначать (в удел), указывать (γέρα θεοῖσι Aesch.): μακρὸν διορίσαι τινά Soph. сделать кого-л. великим; διωρισμένος ὑπὸ τῶν νόμων Arst. и ἐκ τοῦ νόμου Dem. установленный законами; διωρισμένα καὶ τεταγμένα Dem. законоположения;
4) выводить (за пределы страны), переводить, перемещать, переносить (στράτευμα Τροίαν ἔπι Eur.; τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isocr.): ἐκ γῆς διορίσαι πόδα Eur. уйти из страны, удалиться;
5) выбрасывать, изгонять (τινὰ ὑπὲρ θυμέλας Eur.; τι ἔξω τῶν ὅρων τῆς χώρας Plat.);
6) med. договариваться, уславливаться (πρός τινα Plat., Plut.);
7) тж. med. лог. определять (τι Arph., Plat. и περί τινος Isocr., Arst.).
Middle Liddell
ionic δι-ουρίζω fut. attic -οριῶ
I. to draw a boundary through, divide by limits, separate, Hdt., Plat.
2. to distinguish, determine, define, Hdt., Aesch., etc.
3. to determine, declare, Soph.; c. inf. to determine one to be so and so, Dem.; with inf. omitted, μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν με Soph.:—Mid., with perf. pass. in mid. sense, Dem.
4. absol. to draw distinction, lay down definitions, Dem.:—so in Mid., Ar., etc.
II. to remove across the frontier, to banish, Eur., Plat.: generally, to carry abroad, Eur.; δ. πόδα to depart, Eur.