ἄφθονος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=αὐτός πού δέν φθονεῖ, [[πλουσιοπάροχος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[φθόνος]]. | |mantxt=(=αὐτός πού δέν φθονεῖ, [[πλουσιοπάροχος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[φθόνος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[abundant]]=== | |||
Arabic: وافِر; Moroccan Arabic: وافْر; Armenian: առատ; Azerbaijani: bol; Belarusian: багаты; Bengali: বহুল; Bulgarian: обилен, изобилен; Catalan: abundant; Chamicuro: icheeki; Chinese Mandarin: 豐富, 丰富; Cornish: pals; Czech: hojný; Danish: rigelig; Dutch: [[overvloedig]], [[rijkelijk voorhanden]], [[abondant]]; Esperanto: abunda; Finnish: runsas, yltäkylläinen; French: [[abondant]]; Galician: abundante, abondoso; Georgian: უხვი, სავსე, დოვლათიანი; German: [[reichlich]], [[wohlhabend]]; Gothic: 𐌲𐌰𐌽𐍉𐌷𐍃; Ancient Greek: [[περισσός]], [[δαψιλής]]; Hungarian: bőséges, kiadós; Ido: abundanta; Interlingua: abundante; Irish: líonmhar, raidhsiúil, fairsing; Italian: [[abbondante]]; Japanese: 豊か, 量の多い; Latin: [[abundans]], [[amplus]], [[largus]]; Latvian: bagatīgs; Lithuanian: gausus; Maori: ranea, makuru; Norwegian Bokmål: rikelig, rik; Plautdietsch: riew; Polish: obfity; Portuguese: [[abundante]]; Quechua: yupa; Romanian: abundent; Russian: [[обильный]], [[изобилующий]]; Sanskrit: बहु; Scots: roch; Scottish Gaelic: pailt; Spanish: [[abundante]], [[copioso]], [[cuantioso]]; Swedish: riklig, ymnig; Telugu: మిక్కిలి; Tocharian B: īte; Turkish: bol; Ukrainian: багатий; Vietnamese: dồi dào; Volapük: bundanik; Welsh: helaeth; Zazaki: zaf | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 October 2022
English (LSJ)
ον,
A without envy: hence,
I Act., free from envy, Pi.O.6.7; ἄνδρα τύραννον ἄ. ἔδει εἶναι Hdt.3.80, cf. Pl.R.500a. Adv. ἀφθόνως Id.Lg.731a.
2 ungrudging, bounteous, of earth, ἄφθονε δαῖμον h.Hom.30.16; ἀφθόνῳ μένει, ἀφθόνῳ χερί, A.Ag.305, E.Med.612; ἀ. λειμῶνες Pl.Sph.222a, cf. Ax.371c.
II more freq. (esp. in Prose) not grudged, plentiful, ἄ. πάντα παρέσται h.Ap. 536; καρπὸν πολλόν τε καὶ ἄ. Hes.Op.118; πλοῦτος Sol.33.5; χρυσὸς ἄ. Hdt.6.132, cf. 7.83; χώρη . . ἄ. λίην Id.2.6; ἄ. βίοτος A.Fr.196; πόλιν ἀφθονεστάτην χρήμασιν Eup.307; χώρα πολλὴ καὶ ἄ. X.An.5.6.25; ἄφθονα καὶ πολλὰ ἔχων εἰπεῖν Aeschin.3.203; λόγοι ἄ. D.21.136; ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν to live in plenty, X.An.3.2.25; ἐν ἀφθόνοις τραφείς D.18.256; τὸ χαίρειν ἄφθονον εἰπών IG12(7).445 (Amorgos).
2 unenvied, provoking no envy, ὄλβος A.Ag.471 (lyr.).
III irreg. Comp. ἀφθονέστερος Pi.O.2.104, A.Fr.72, Pl.R.460b: Sup. ἀφθονέστατος Eup.1.c.; regul. forms ἀφθονώτερος, ἀφθονώτατος, X.An.7.6.28, Cyr.5.4.40, etc.
IV Adv., πάντα δ' ἀφθόνως πάρα Sol.38; ἀ. ἔχειν τινός to have enough of it, Pl.Grg.494c; ἀ. διδόναι Arist.Pol.1314b4; πολλά με διδάσκεις ἀ. Philem.154; ξένων καὶ ἐντοπίων ἀ. ζήσας IG5(2).491 (Megalop., ii/iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [compar. -έστερος Pi.O.2.94, A.Fr.72, tb. -ώτερος X.An.7.6.28; sup. -έστατος Eup.330, tb. -ώτατος X.Cyr.5.4.40]
I 1no envidiado ὄλβος A.A.471, τί ἐστι πενία; ... ἄφθονος πραγματεία Secund.Sent.17, ἄφθονος ἰς τειμὴν ἱερεύς IGBulg.12.225.1 (Odesos).
2 no regateado, abundante, copioso de cosas y abstr. τὰ δ' ἄφθονα πάντα παρέσται de un sacrificio h.Ap.536, καρπὸν πολλόν τε καὶ ἄ. Hes.Op.118, πλοῦτος Sol.23.5, χρυσός Hdt.6.132, 7.83, χώρη ... ἄφθονος λίην Hdt.2.6, βίοτος A.Fr.196.5, πόλιν ἀφθονεστάτην χρήμασιν ciudad la más generosa en riquezas Eup.l.c., cf. Isoc.4.108, μελίπακτα τετυγμέν' ἄφθονα σασαμόφωκτα Philox.Leuc.(e) 17, οὐ γὰρ ἄφθονον σχολὴν ἔχω porque mi tiempo es contado E.Andr.732, cf. Plu.2.787b, ξύλα Th.6.90, σῖτον ἀφθονώτερον X.An.7.6.28, ἰχθῦς ἄφθονοι Men.Sam.98, ἀφθονεστέρα ἡ ἐξουσία τῆς τῶν γυναικῶν συγκοιμήσεως Pl.R.460b, χορηγία Plb.3.90.2, τῇ τοῦ πόματος ἀφθόνῳ χορηγίᾳ LXX 3Ma.5.2, ἄφθονον ... ξύλων χορηγίαν D.C.75.9.3, cf. E.Ep.4.49, ὕδωρ Th.7.78, cf. X.Cyr.5.4.40, Plb.1.56.7, ἀφθόνους ἔχων πηγάς LXX 4Ma.3.10, τὸ ῥηθὲν ... πολὺ καὶ ἄφθονον Pl.Lg.790a, cf. Phd.90a, λόγους δ' ἀφθόνους τοιούτους ὑπάρχοντας habiendo tal abundancia de argumentos D.21.136, ἄφθονα ... καὶ πολλὰ ἔχων λέγειν Aeschin.3.203, τὸ χαίρειν ἄφθονον εἰπών μοι IG 12(7).445.17 (Amorgos III d.C.)
•ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν vivir en la abundancia X.An.3.2.25, ἐν ἀφθόνοις τραφείς D.18.256, ἐν ἅπασιν ἀφθόνοις ἦν vivía en plena prosperidad Luc.Peregr.16.
II 1no envidioso ἀφθόνων ἀστῶν Pi.O.6.7, ἄνδρα τύραννον ἄφθονον ἔδει εἶναι Hdt.3.80, ἢ φθονεῖν τῷ μὴ φθονερῷ ἄφθονόν τε καὶ πρᾷον ὄντα; Pl.R.500a, ἄ. καὶ ἀβάσκανος Teles 7 p.55.
2 que no escatima, generoso de la Tierra fecunda, fértil ἄφθονε δαῖμον h.Hom.30.16, οὔσης χώρας πολλῆς καὶ ἀφθόνου X.An.5.6.25, λειμῶνες Pl.Sph.222a, ἄφθονοι ... ὧραι climas fecundos Pl.Ax.371c, ἀφθόνῳ μένει con generosidad A.A.305, ἀφθόνῳ χερί E.Med.612, ὁ ἄ. σου οἶκος tu hospitalaria casa, PFlor.348.2 (IV d.C.).
III adv. ἀφθόνως, compar. ἀφθονώτερον, sup. ἀφθονωτάτως
1 sin envidia φιλονικείτω ... πᾶς πρὸς ἀρετὴν ἀ. Pl.Lg.731a, ξένων καὶ ἐντοπίων ἀ. ζήσας IG 5(2).491 (Megalópolis II/III d.C.)
•sin rencor ἀφθόνως ἅπαντας ἠλευθέρωσεν Pl.Ti.25c.
2 en abundancia, generosamente πάντα δ' ἀφθόνως πάρα Sol.26.5, λίθοις ἀφθόνως ἐχρῶντο Th.7.70, ἀφθόνως ἔχοντα τοῦ κνῆσθαι pudiendo rascarse sin parar Pl.Grg.494c, μισθὸν ἀ. διδόναι X.Cyr.3.2.28, cf. Mem.1.2.60, ἐμὲ ὄψεσθε ἀφθονώτερον διαιτώμενον veréis que no me niego a nada X.HG 5.1.15, δίδωσι δ' ἑταίραις ἀ. Arist.Pol.131b4, ὅπως ἂν σῖτος ὡς ἀφθονωτάτως εἰσπλεῖ τῷ δήμῳ IG 22.416.10 (IV a.C.), πολλά με διδάσκεις ἀ. Philem.141, ἀ. τὴν ... ὠφέλειαν ἔδειξαν Aristid.Quint.1.6, χρῆσθαι τοῖς βέλεσιν ἀ. Plb.1.40.7, ἐπαινῶν δ' ἀφθόνως τὸν κατορθοῦντα Plu.2.795a, cf. 2.743f, ἀ. ἀρχὰς παρέχει PRyl.77.36 (II d.C.), ἐκείνοις δὲ ἀ. μετεδίδου D.C.Fr.54.8
•con desahogo ἀ. ἐν εὐπορίᾳ βιώσεται Hld.7.25.2.
German (Pape)
[Seite 410] 1) keinen Neid hegend, Οὐρανίδαι Phocyl.;Pind. Ol. 6, 7; Her. 3, 80; καὶ πρᾶος Plat. Rep. VI, 500 a; nicht kärglich, freigebig, H. h. 30, 16; Pind. Ol. 2, 104; Aesch. Ag. 296; vom Boden, ergiebig, λειμῶνες Plat. Soph. 222 a; ὧραι Axioch. 371 c. – 2) unbeneidet, gew. reichlich gespendet, im Überfluß vorhanden, H. h. Apoll. 536; Hes. O. 118; ὄλβος Aesch. Ag. 458; βίος Philetaer. Ath. VII, 280 d; oft in Prosa; bes. von Früchten, καρποί, πόα, Plat. Polit. 272 a; ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν, im Überfluß leben, Xen. An. 3, 2, 25; ἐν τοῖς ἀφθονωτάτοις στρατοπεδεύεσθαι Cyr. 5, 4, 40; ἐν ἀφθόνοις τραφείς Dem. 18, 256; vgl. daselbst 89 πόλεμος ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν βίον ἀφθονωτέροις καὶ εὐωνοτέροις διήγαγεν ἡμᾶς; ἐν ἀφθόνοις τοὺς νεοττοὺς ἐκτρέφειν Ael. H. A. 2, 43. – Compar. außer den regelmäßigen Formen ἀφθονέστερος, Pind. Ol. 2, 104; Aesch. frg. Ath. X, 424 d; ἀφθονεστάτην χρήμασι πόλιν Eupol. Eust. Od. 1441, 16; Plat. Rep. V, 460 b. – Adv. ἀφθόνως, z. B. χρῆσθαι τοῖς βέλεσι, die Geschosse nicht sparen, Pol. 1, 40; πάντ' ἔχοντες ἀφθ. Antiph. Stob. 121, 9; im Wortspiel, πολλὰ διδάσκεις ἀφθόνως διὰ φθόνον, Philem. Stob. Floril. 38, 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui n’envie pas, exempt d'envie;
2 libéral, bienfaisant;
II. non envié, d'où
1 qui n’est pas un objet d'envie;
2 non refusé, non accordé avec parcimonie ; abondant, copieux : πλοῦτος ἄφθονος PLUT richesses abondantes ; χρυσὸς ἄφθονος HDT or en abondance ; χώρη ἄφθονος HDT pays opulent ; ἐν ἀφθόνοις τραφῆναι DÉM avoir été élevé dans l'abondance ; ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν XÉN vivre dans l'abondance;
Cp. ἀφθονώτερος, Sp. ἀφθονώτατος.
Étymologie: ἀ, φθόνος.
Russian (Dvoretsky)
ἄφθονος:
1) свободный от зависти, независтливый (ἀστοί Pind.; τύραννος Her.; ἄ. τε καὶ πρᾶος Plut.);
2) щедрый (δαίμων HH; χείρ Pind., Eur.; λειμῶνες Plat.);
3) обильный, богатый (πάντα HH; καρπός Hes.; βορά Pind.; χώρη Her.; τράπεζα Plut.): ἐν ἀφθόνοις Xen., Dem., Plut. в изобилии, в богатстве;
4) не возбуждающий зависти или не возбуждающий недоброжелательства (ὄλβος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄφθονος: -ον, ὁ μὴ ἔχων φθόνον, ἑπομένως, Ι. ἐνεργ. ὁ μὴ φθονῶν, Πινδ. Ο. 6. 10· ἄνδρα τύραννον ἄφθ. ἔδει εἶναι Ἡρόδ. 3. 80, Πλάτ. Πολ. 500Α: - Ἐπίρρ. -νως ὁ αὐτ. Νόμ. 731Α. 2) ὁ μὴ φειδωλός, δαψιλής, ἀφειδής, δαψιλῶς καὶ γενναίως παρέχων τι, Λατ. benignus, περὶ τῆς γῆς, Ὕμν. Ὁμ. 30. 16· ἀφθόνῳ μένει, ἀφθόνῳ χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 305, Εὐρ. Μήδ. 612. ΙΙ. συνηθέστερον (ἰδίως παρὰ τοῖς πεζολόγοις), ὁ ἄνευ φειδοῦς διδόμενος, δαψιλής, ἄφθ. πάντα παρέσται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 536· καρπὸν πολλόν τε καὶ ἄφ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 118· πλοῦτος Σόλων 32· χρυσὸς ἄφθ. Ἡρόδ. 6. 132, πρβλ. 7. 83· χώρη... ἄφθ. λίην ὁ αὐτ. 2. 6· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἄφθ. βίοτος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198· ἀφθ. μένει ὁ αὐτ. Ἀγ. 305· ἄφθονος χρήμασιν Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13· πολὺς καὶ ἄφθ. ἢ ἄφθ. καὶ πολὺς Ξεν. Ἀν. 5. 6, 25, Αἰσχίν. 83. 2· λόγους δὲ ἀφθόνους τοιούτους Δημ. 559. 11· ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν, ζῆν ἐν ἀφθονίᾳ, Ξεν. Ἀν. 3. 2. 25· ἐν ἀφθόνοις τραφῆναι Δημ. 312. 18. 2) = ἀνεπίφθονος, ὃν δὲν φθονεῖ τις, ὁ μὴ προκαλῶν φθόνον, ὄλβος Αἰσχύλ. Ἀγ. 471. ΙΙΙ. ἀνώμαλ. συγκρ. -έστερος Πινδ. Ο. 2. 171, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 68, Πλάτ. Πολ. 460Β· ὑπερθ. -έστατος Εὔπολ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ οἱ κανονικοὶ τύποι -ώτερος, -ώτατος παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 6, 28, Κύρ. 5. 4, 40, κτλ. IV. Ἐπίρρ., ἀφθόνως, πάντα δ’ ἀφθόνως πάρα Σόλων 37· ἀφθόνως ἔχειν τινὸς Πλάτ. Γοργ. 494C· ἀφθ. διδόναι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 19· πολλά με διδάσκεις ἀφθ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 62.
English (Slater)
ἄφθονος, -ον (comp. ἀφθονέστερος)
a ungrudging ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα (O. 2.94) τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς; (O. 6.7) θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις (v.l. ἄφθιτον) (P. 8.72)
b abundant, plentiful δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν (παῖδα φθόνον codd.: corr. Schneider) fr. 124c.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφθονος, -ον)
1. αυτός που υπάρχει σε αφθονία, υπερεπαρκής («άφθονο νερό», «άφθονα φρούτα»)
2. ο χωρίς φειδώ, πλουσιοπάροχος («με άφθονα χέρια», Κάλβος
«ἀφθόνῳ χερί», Αισχ.)
αρχ.
1. απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος
2. αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φθόνος «ζηλοφθονία, άρνηση, αποποίηοη από φθόνο, δυσμένεια ή παράπονο». Η σημασία της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη σημασία «αφειδής, πλουσιοπάροχος»].
Greek Monotonic
ἄφθονος: -ον, αυτός που δεν έχει φθόνο·
I. 1. Ενεργ., ελεύθερος από φθόνο, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. απλόχερος, γενναιόδωρος, Λατ. benignus, σε Τραγ.
II. 1. Παθ., μη φειδωλός, γενναιόδωρα δοσμένος, άφθονος, πλούσιος, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν, ζω σε αφθονία, σε Ξεν.
2. μη φθονούμενος, αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, ὄλβος, σε Αισχύλ.
III. ανώμ. συγκρ. -έστερος, υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.· αλλά -ώτερος, -ώτατος, σε Ξεν.
IV. είμαι σε αφθονία, ἀφθονία ἔχειν τινός, έχω αρκετό από αυτό, σε Πλάτ.
Middle Liddell
without envy:
I. act. free from envy, Hdt., Plat.
2. ungrudging, bounteous, Lat. benignus, Trag.
II. pass. not grudged, bounteously given, plentiful, abundant, Hdt., attic; ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν to live in plenty, Xen.
2. unenvied, provoking no envy, ὄλβος Aesch.
III. irreg. comp. -έστερος, Sup. -έστατος, Plat.; but -ώτερος, -ώτατος, Xen.
IV. adv. in abundance, ἀφθ. ἔχειν τινός to have enough of it, Plat.
English (Woodhouse)
abundant, bountiful, generous, luxuriant, munificent, plentiful, ungrudging, large in quantity
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν φθονεῖ, πλουσιοπάροχος). Ἀπό τό α στερητ. + φθόνος.
Translations
abundant
Arabic: وافِر; Moroccan Arabic: وافْر; Armenian: առատ; Azerbaijani: bol; Belarusian: багаты; Bengali: বহুল; Bulgarian: обилен, изобилен; Catalan: abundant; Chamicuro: icheeki; Chinese Mandarin: 豐富, 丰富; Cornish: pals; Czech: hojný; Danish: rigelig; Dutch: overvloedig, rijkelijk voorhanden, abondant; Esperanto: abunda; Finnish: runsas, yltäkylläinen; French: abondant; Galician: abundante, abondoso; Georgian: უხვი, სავსე, დოვლათიანი; German: reichlich, wohlhabend; Gothic: 𐌲𐌰𐌽𐍉𐌷𐍃; Ancient Greek: περισσός, δαψιλής; Hungarian: bőséges, kiadós; Ido: abundanta; Interlingua: abundante; Irish: líonmhar, raidhsiúil, fairsing; Italian: abbondante; Japanese: 豊か, 量の多い; Latin: abundans, amplus, largus; Latvian: bagatīgs; Lithuanian: gausus; Maori: ranea, makuru; Norwegian Bokmål: rikelig, rik; Plautdietsch: riew; Polish: obfity; Portuguese: abundante; Quechua: yupa; Romanian: abundent; Russian: обильный, изобилующий; Sanskrit: बहु; Scots: roch; Scottish Gaelic: pailt; Spanish: abundante, copioso, cuantioso; Swedish: riklig, ymnig; Telugu: మిక్కిలి; Tocharian B: īte; Turkish: bol; Ukrainian: багатий; Vietnamese: dồi dào; Volapük: bundanik; Welsh: helaeth; Zazaki: zaf