σήκωμα: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (1 revision imported)
 
(5 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sikoma
|Transliteration C=sikoma
|Beta Code=sh/kwma
|Beta Code=sh/kwma
|Definition=Dor. σάκωμα [<b class="b3">ᾱ], ατος, τό,</b> (σηκόω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a weight in the balance]], [[standard weight]], IG22.1013.8, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>271</span> (ap.<span class="bibl">Poll.4.172</span>); <b class="b3">σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης</b> slight is the [[weight]] that you throw into the scale, <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>690</span>; <b class="b3">σ. μολίβδινα</b> leaden [[weights]] or [[counterpoises]], <span class="bibl">Plb.8.5.9</span>; <b class="b3">τὸ κατόπιν σ. τῆς προβολῆς</b>, of the spear, <span class="bibl">Id.18.29.3</span>; [[makeweight]], <span class="bibl">Id.18.24.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> a standard [[measure]], ([[κρότωνος]]) <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>670.7</span> (iii B.C.); σ. σιτηροῦ ἡμεδίμνου <span class="title">SIG</span>2508 (Delos, i B.C.); [[jar]] or [[measure]] of wine, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1720.5</span> (iv A.D.), <span class="bibl">1896.19</span> (vi A.D.), PLond.ined.<span class="bibl">2115</span> (vi A.D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[momentum]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>13.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[return]], [[recompense]], <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>134</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[σηκός]] ''ΙΙ'', [[sacred enclosure]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1274</span>, <span class="title">IG</span>3.1979.</span>
|Definition=Dor. [[σάκωμα]] [ᾱ], σηκώματος, τό, ([[σηκόω]])<br><span class="bld">A</span> [[a weight in the balance]], [[standard weight]], IG22.1013.8, Hyp.''Fr.''271 (ap.Poll.4.172); <b class="b3">σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης</b> [[slight]] is the [[weight]] that you [[throw]] into the [[scale]], E.''Heracl.''690; <b class="b3">σηκώματα μολύβδινα</b> [[leaden]] [[weight]]s or [[counterpoise]]s, Plb.8.5.9; <b class="b3">τὸ κατόπιν σήκωμα τῆς προβολῆς</b>, of the [[spear]], Id.18.29.3; [[makeweight]], Id.18.24.5.<br><span class="bld">b</span> a standard [[measure]], ([[κρότωνος]]) ''PCair.Zen.''670.7 (iii B.C.); σήκωμα σιτηροῦ ἡμεδίμνου ''SIG''2508 (Delos, i B.C.); [[jar]] or [[measure]] of [[wine]], ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1720.5 (iv A.D.), 1896.19 (vi A.D.), PLond.ined.2115 (vi A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[momentum]], Ael.''Tact.''13.2.<br><span class="bld">3</span> [[return]], [[recompense]], Phalar.''Ep.''134.<br><span class="bld">II</span> = [[σηκός]] ''ΙΙ'', [[sacred enclosure]], E.''El.''1274, ''IG''3.1979.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] τό, Gewicht; Hyperid. bei Poll. 4, 172; μολύβδινον, Pol. 8, 7, 9. Gegengewicht in der Waage, u. übertr. wie [[ῥοπή]], οἱονεὶ [[σήκωμα]] προσλαμβάνειν, 18, 7, 3; auch übh. Maaß, Böckh Staatshaush. II p. 344 u. Inscr. 123. – Übertr., Vergeltung, Phalaris ep. 2. – Wie [[σηκός]] 2, heiliger Raum, Kapelle, Λυκαίου πλησίον σηκώματος, Eur. El. 1274.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] τό, [[Gewicht]]; Hyperid. bei Poll. 4, 172; μολύβδινον, Pol. 8, 7, 9. Gegengewicht in der Waage, u. übertr. wie [[ῥοπή]], οἱονεὶ [[σήκωμα]] προσλαμβάνειν, 18, 7, 3; auch übh. Maaß, Böckh Staatshaush. II p. 344 u. Inscr. 123. – Übertr., Vergeltung, Phalaris ep. 2. – Wie [[σηκός]] 2, heiliger Raum, Kapelle, Λυκαίου πλησίον σηκώματος, Eur. El. 1274.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> poids ; inclinaison de la balance;<br /><b>2</b> contrepoids ; <i>fig.</i> rémunération.<br />'''Étymologie:''' [[σηκόω]].<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br />lieu consacré.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
|btext=<span class="bld">1</span>σηκώματος (τό) :<br /><b>1</b> [[poids]] ; inclinaison de la balance;<br /><b>2</b> [[contrepoids]] ; <i>fig.</i> rémunération.<br />'''Étymologie:''' [[σηκόω]].<br /><span class="bld">2</span>σηκώματος (τό) :<br />[[lieu consacré]].<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σήκωμα''': Δωρ. σάκωμα, τό, ([[σηκόω]]) βάρος ἢ [[σταθμίον]] ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν [[εἶναι]] τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. Ἡρακλ. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = [[ῥοπή]], [[φορά]], [[κλίσις]], βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) [[ἀνταπόδοσις]], [[ἀμοιβή]], Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς [[περίβολος]], ἱερὸς [[τόπος]] περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.
|elnltext=σήκωμα σηκώματος, τό [σηκόω ‘van een omheining voorzien’] [[omheinde plaats]], [[heiligdom]].<br />σήκωμα -ατος, τό [σηκόω: van een omheining voorzien] [[tegengewicht]], [[gewicht]] (op weegschaal); overdr.. σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης φίλοις je legt weinig gewicht in de schaal ten behoeve van je vrienden Eur. Hcld. 690.
}}
{{elru
|elrutext='''σήκωμα:''' σηκώματος τό [[σηκός]] 5] [[святилище]], [[храм]] Eur.<br />ατος τό [[σηκόω]] вес, груз Eur., Arst., Polyb.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [[σηκῶ</i> / <i>σακῶ]]<br /><b>1.</b> [[βάρος]], [[βαρίδι]], [[ζύγι]] στην [[πλάστιγγα]] (α. «μολύβδινα σηκώματα», <b>Πολ.</b><br />β. «σμικρὸν τὸ σὸν [[σήκωμα]] προστίθης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό που δίνει [[κίνηση]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] αυτό που προκαλεί την [[κίνηση]], την [[μετατόπιση]] της ζυγαριάς<br /><b>3.</b> [[ροπή]], [[κλίση]]<br /><b>4.</b> [[συμπλήρωμα]]<br /><b>5.</b> [[μέτρο]] στερεών ή υγρών<br /><b>6.</b> [[ανταπόδοση]], [[αμοιβή]]<br /><b>7.</b> [[σηκός]], [[ιερός]] περιφραγμένος [[χώρος]].<br /> <b>(II)</b><br />το, Ν [[σηκώνω]]<br /><b>1.</b> το να σηκώνει [[κανείς]] [[κάτι]], η [[άρση]], η [[ανύψωση]] (α. «[[σήκωμα]] τών χεριών» β. «[[σήκωμα]] του βάρους»)<br /><b>2.</b> το να σηκώνεται [[κανείς]] από το [[κρεβάτι]], η [[αφύπνιση]] («το [[σήκωμα]] [[κάθε]] [[πρωί]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με χρήματα) [[ανάληψη]]<br /><b>4.</b> το να βαστάει και να μεταφέρει [[κανείς]] [[κάτι]] («το [[σήκωμα]] του μπαούλου»)<br /><b>5.</b> [[εξέγερση]], [[ξεσηκωμός]]<br /><b>6.</b> η [[στύση]] του πέους.
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. [[σάκωμα]], τὸ, Α [[σηκῶ]] / [[σακῶ]]<br /><b>1.</b> [[βάρος]], [[βαρίδι]], [[ζύγι]] στην [[πλάστιγγα]] (α. «μολύβδινα σηκώματα», <b>Πολ.</b><br />β. «σμικρὸν τὸ σὸν [[σήκωμα]] προστίθης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό που δίνει [[κίνηση]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] αυτό που προκαλεί την [[κίνηση]], την [[μετατόπιση]] της ζυγαριάς<br /><b>3.</b> [[ροπή]], [[κλίση]]<br /><b>4.</b> [[συμπλήρωμα]]<br /><b>5.</b> [[μέτρο]] στερεών ή υγρών<br /><b>6.</b> [[ανταπόδοση]], [[αμοιβή]]<br /><b>7.</b> [[σηκός]], [[ιερός]] περιφραγμένος [[χώρος]].<br /> <b>(II)</b><br />το, Ν [[σηκώνω]]<br /><b>1.</b> το να σηκώνει [[κανείς]] [[κάτι]], η [[άρση]], η [[ανύψωση]] (α. «[[σήκωμα]] τών χεριών» β. «[[σήκωμα]] του βάρους»)<br /><b>2.</b> το να σηκώνεται [[κανείς]] από το [[κρεβάτι]], η [[αφύπνιση]] («το [[σήκωμα]] [[κάθε]] [[πρωί]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με χρήματα) [[ανάληψη]]<br /><b>4.</b> το να βαστάει και να μεταφέρει [[κανείς]] [[κάτι]] («το [[σήκωμα]] του μπαούλου»)<br /><b>5.</b> [[εξέγερση]], [[ξεσηκωμός]]<br /><b>6.</b> η [[στύση]] του πέους.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σήκωμα:''' Δωρ. σάκωμα, <i>-ατος</i>, <i>τό</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βαρίδι]] στη [[ζυγαριά]], σμικρὸν τὸ σὸν [[σήκωμα]] προστίθης, είναι μικρό το [[βαρίδι]] που ρίχνεις στη [[ζυγαριά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σηκός]] II, [[ιερός]] [[περίβολος]], στον ίδ.
|lsmtext='''σήκωμα:''' Δωρ. σάκωμα, <i>σηκώματος</i>, <i>τό</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βαρίδι]] στη [[ζυγαριά]], σμικρὸν τὸ σὸν [[σήκωμα]] προστίθης, είναι μικρό το [[βαρίδι]] που ρίχνεις στη [[ζυγαριά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σηκός]] II, [[ιερός]] [[περίβολος]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σήκωμα:''' ατος τό [[σηκός]] 5] святилище, храм Eur.<br />ατος τό [[σηκόω]] вес, груз Eur., Arst., Polyb.
|lstext='''σήκωμα''': Δωρ. σάκωμα, τό, ([[σηκόω]]) βάρος ἢ [[σταθμίον]] ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν [[εἶναι]] τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. Ἡρακλ. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = [[ῥοπή]], [[φορά]], [[κλίσις]], βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) [[ἀνταπόδοσις]], [[ἀμοιβή]], Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς [[περίβολος]], ἱερὸς [[τόπος]] περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.
}}
{{elnl
|elnltext=σήκωμα -ατος, τό [σηκόω ‘van een omheining voorzien’] omheinde plaats, heiligdom.<br />σήκωμα -ατος, τό [σηκόω: van een omheining voorzien] (tegen)gewicht (op weegschaal); overdr.. σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης φίλοις je legt weinig gewicht in de schaal ten behoeve van je vrienden Eur. Hcld. 690.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σήκωμα]], δοριξ σάκωμα, ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> in the [[balance]], σμικρὸν τὸ σὸν ς. προστίθης [[slight]] is the [[weight]] that you [[throw]] [[into]] the [[scale]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> = [[σηκός]] II, a [[sacred]] [[enclosure]], Eur.
|mdlsjtxt=[[σήκωμα]], δοριξ σάκωμα, σηκώματος, τό,<br /><b class="num">I.</b> in the [[balance]], σμικρὸν τὸ σὸν ς. προστίθης [[slight]] is the [[weight]] that you [[throw]] [[into]] the [[scale]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> = [[σηκός]] II, a [[sacred]] [[enclosure]], Eur.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[consecrated ground]], [[consecrated land]], [[sacred enclosure]]
|woodrun=[[consecrated ground]], [[consecrated land]], [[sacred enclosure]]
}}
{{trml
|trtx====[[counterweight]]===
Catalan: contrapès; Dutch: [[contragewicht]]; Finnish: vastapaino; French: [[contrepoids]]; German: [[Gegengewicht]]; Greek: [[αντίβαρο]]; Ancient Greek: [[ἀνθολκή]], [[ἀντιρροπία]], [[ἀντίρροπον]], [[ἀντισήκωμα]], [[ἀντισήκωσις]], [[ἀντισοῦν]], [[ἀντιστάθμησις]], [[σήκωμα]], [[τὸ ἀντίρροπον]], [[τὸ ἀντισοῦν]]; Gujarati: ધડો; Irish: frithmheáchan; Italian: [[contrappeso]]; Norwegian Bokmål: motvekt; Nynorsk: motvekt; Polish: przeciwwaga; Portuguese: [[contrapeso]]; Romanian: contragreutate; Russian: [[противовес]]; Spanish: [[contrapeso]]; Swedish: motvikt; Tagalog: gantimbigat; Turkish: denge ağırlığı; Ukrainian: противага; Walloon: contrumas
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 8 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήκωμα Medium diacritics: σήκωμα Low diacritics: σήκωμα Capitals: ΣΗΚΩΜΑ
Transliteration A: sḗkōma Transliteration B: sēkōma Transliteration C: sikoma Beta Code: sh/kwma

English (LSJ)

Dor. σάκωμα [ᾱ], σηκώματος, τό, (σηκόω)
A a weight in the balance, standard weight, IG22.1013.8, Hyp.Fr.271 (ap.Poll.4.172); σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, E.Heracl.690; σηκώματα μολύβδινα leaden weights or counterpoises, Plb.8.5.9; τὸ κατόπιν σήκωμα τῆς προβολῆς, of the spear, Id.18.29.3; makeweight, Id.18.24.5.
b a standard measure, (κρότωνος) PCair.Zen.670.7 (iii B.C.); σήκωμα σιτηροῦ ἡμεδίμνου SIG2508 (Delos, i B.C.); jar or measure of wine, POxy.1720.5 (iv A.D.), 1896.19 (vi A.D.), PLond.ined.2115 (vi A.D.).
2 momentum, Ael.Tact.13.2.
3 return, recompense, Phalar.Ep.134.
II = σηκός ΙΙ, sacred enclosure, E.El.1274, IG3.1979.

German (Pape)

[Seite 873] τό, Gewicht; Hyperid. bei Poll. 4, 172; μολύβδινον, Pol. 8, 7, 9. Gegengewicht in der Waage, u. übertr. wie ῥοπή, οἱονεὶ σήκωμα προσλαμβάνειν, 18, 7, 3; auch übh. Maaß, Böckh Staatshaush. II p. 344 u. Inscr. 123. – Übertr., Vergeltung, Phalaris ep. 2. – Wie σηκός 2, heiliger Raum, Kapelle, Λυκαίου πλησίον σηκώματος, Eur. El. 1274.

French (Bailly abrégé)

1σηκώματος (τό) :
1 poids ; inclinaison de la balance;
2 contrepoids ; fig. rémunération.
Étymologie: σηκόω.
2σηκώματος (τό) :
lieu consacré.
Étymologie: σηκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σήκωμα σηκώματος, τό [σηκόω ‘van een omheining voorzien’] omheinde plaats, heiligdom.
σήκωμα -ατος, τό [σηκόω: van een omheining voorzien] tegengewicht, gewicht (op weegschaal); overdr.. σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης φίλοις je legt weinig gewicht in de schaal ten behoeve van je vrienden Eur. Hcld. 690.

Russian (Dvoretsky)

σήκωμα: σηκώματος τό σηκός 5] святилище, храм Eur.
ατος τό σηκόω вес, груз Eur., Arst., Polyb.

Greek Monolingual

(I)
και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α σηκῶ / σακῶ
1. βάρος, βαρίδι, ζύγι στην πλάστιγγα (α. «μολύβδινα σηκώματα», Πολ.
β. «σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης», Ευρ.)
2. αυτό που δίνει κίνηση σε κάτι, κυρίως αυτό που προκαλεί την κίνηση, την μετατόπιση της ζυγαριάς
3. ροπή, κλίση
4. συμπλήρωμα
5. μέτρο στερεών ή υγρών
6. ανταπόδοση, αμοιβή
7. σηκός, ιερός περιφραγμένος χώρος.
(II)
το, Ν σηκώνω
1. το να σηκώνει κανείς κάτι, η άρση, η ανύψωση (α. «σήκωμα τών χεριών» β. «σήκωμα του βάρους»)
2. το να σηκώνεται κανείς από το κρεβάτι, η αφύπνιση («το σήκωμα κάθε πρωί»)
3. (σχετικά με χρήματα) ανάληψη
4. το να βαστάει και να μεταφέρει κανείς κάτι («το σήκωμα του μπαούλου»)
5. εξέγερση, ξεσηκωμός
6. η στύση του πέους.

Greek Monotonic

σήκωμα: Δωρ. σάκωμα, σηκώματος, τό,
I. βαρίδι στη ζυγαριά, σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης, είναι μικρό το βαρίδι που ρίχνεις στη ζυγαριά, σε Ευρ.
II. = σηκός II, ιερός περίβολος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σήκωμα: Δωρ. σάκωμα, τό, (σηκόω) βάρος ἢ σταθμίον ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν εἶναι τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. Ἡρακλ. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = ῥοπή, φορά, κλίσις, βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) ἀνταπόδοσις, ἀμοιβή, Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς περίβολος, ἱερὸς τόπος περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.

Middle Liddell

σήκωμα, δοριξ σάκωμα, σηκώματος, τό,
I. in the balance, σμικρὸν τὸ σὸν ς. προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, Eur.
II. = σηκός II, a sacred enclosure, Eur.

English (Woodhouse)

consecrated ground, consecrated land, sacred enclosure

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

counterweight

Catalan: contrapès; Dutch: contragewicht; Finnish: vastapaino; French: contrepoids; German: Gegengewicht; Greek: αντίβαρο; Ancient Greek: ἀνθολκή, ἀντιρροπία, ἀντίρροπον, ἀντισήκωμα, ἀντισήκωσις, ἀντισοῦν, ἀντιστάθμησις, σήκωμα, τὸ ἀντίρροπον, τὸ ἀντισοῦν; Gujarati: ધડો; Irish: frithmheáchan; Italian: contrappeso; Norwegian Bokmål: motvekt; Nynorsk: motvekt; Polish: przeciwwaga; Portuguese: contrapeso; Romanian: contragreutate; Russian: противовес; Spanish: contrapeso; Swedish: motvikt; Tagalog: gantimbigat; Turkish: denge ağırlığı; Ukrainian: противага; Walloon: contrumas