καθεύδω: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(CSV import) |
|||
Line 45: | Line 45: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[κοιμᾶμαι]]). Σύνθετο ἀπό τό [[κατά]] + [[εὕδω]]. Παράγωγο: [[καθευδητέον]] (ρημ. ἐπιθ.). | |mantxt=(=[[κοιμᾶμαι]]). Σύνθετο ἀπό τό [[κατά]] + [[εὕδω]]. Παράγωγο: [[καθευδητέον]] (ρημ. ἐπιθ.). | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[dormire]]'', to [[sleep]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.113.2/ 4.113.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 16 November 2024
English (LSJ)
so also in Ion., Hdt.2.95 codd.: impf. καθεῦδον (καθηῦδον) Il.1.611, Ar.Av.495, Pl.Smp. 217d, al.;
A ἐκάθευδον Lys.1.13,23, X.Oec.7.11: fut. καθευδήσω Ar.Ec.419, X.Cyr.6.2.30, etc.: aor. ἐκαθεύδησα (not in Att.), Luc.Asin.6; inf. καθευδῆσαι Hp Int.12:—lie down to sleep, sleep, Il.1.611, Od.3.402, etc.; opp. ἀγρυπνέω, ἐγρήγορα, Thgn.471, Pl.Phd. 71c, etc.; καλὸς νέκυς, οἷα καθεύδων Bion 1.71; κ. μάτην A.Ch.881; νυκτὸς καθεύδω = to sleep by night, Pl.Phdr. 251e; καθεύδω τὰς νύκτας to sleep all one's nights, Bato 4; μαλακῶς καθεύδω, σκληρῶς καθεύδω, Antiph.187.6, Timocl.16.2; of male and female, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Od.8.313; καθεύδω μετά τινος Pl.Smp. 219d: generally, pass the night, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι κἀκεῖ κ. And.1.45; καθεύδω ἐπὶ ξύλου = roost, of a fowl, Ar.Nu.1431; ἐκ τοῦ καθεύδοντος = from a sleeping state, Pl.Phd. 72b.
II metaph., lie asleep, lie idle, Χερί A. Ag.1357, cf. X.HG5.1.20, An.1.3.11, D.19.303; καθεύδω τὸν βίον to be asleep all one's life, sleep away one's life, Pl.R. 404a; opp. ἐνεργεῖν, Arist.EN1157b8; opp. προσέχειν τοῖς πράγμασι, Plu.Pomp.15.
2 of things, lie still, be at rest, ἐλπίδες οὔπω κ. E.Ph.634; καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τείχη Pl.Lg.778d: τοὺς νόμους ἐᾶν καθεύδω Plu.Ages. 30.
3 of the sleep of death, καθεύδοντες ἐν τάφῳ LXX Ps.87(88).6, cf. Da.12.2, 1 Ep.Thess.5.10.
German (Pape)
[Seite 1283] (s. εὕδω), ion. κατεύδω, impf. καθεῦδον, Hom., att. καθηῦδον, z. B. Plat. Conv. 219 d, auch καθεῦδον, Ar. Av. 495, u. ἐκάθευδον, Xen. Oec. 7, 11, – sch lasen, Od. 6, 1; ἐν φιλότητι 8, 213 u. öfter; Aesch. Ch. 868; σὺ οὖν κάθευδε Ar. Nub. 39; Her. 2, 95; ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις Plat. Prot. 310 b; μετά τινος Conv. 219 d; ὅτι οἱ τριήραρχοι οἴκοι καθευδήσοιεν Xen. Hell. 5, 1, 20; D. Cass. 34, 4. – Übertr., οὐ καθεύδουσιν χερί Aesch. Ag. 1330, sie zaudern, säumen nicht; ἐλπίδες δ' οὔπω καθεύδουσιν Eur. Phoen. 637; Gegensatz von προσέχειν τοῖς πράγμασιν Plut. Pomp. 15; neben ἀμελεῖν Xen. An. 1, 3, 11. – Auch καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τὰ τείχη, sie nicht wieder aufrichten, Plat. Leg. VI, 778 d, wie τοὺς νόμους ἐᾶν καθ. PlPlut. Ages. 2. – Adi. verb., οὐ καθευδητέον. ἐν τῇ μεσημβρίᾳ Plat. Phaedr. 250, d.
French (Bailly abrégé)
impf. att. καθηῦδον ou ἐκάθευδον, f. καθευδήσω;
se coucher ou être couché pour dormir ; dormir ; fig. être endormi, dormir en parl. d'espérances, etc. ; τοὺς νόμους ἐᾶν καθεύδειν PLUT laisser dormir les lois;
NT: (métaph.) être mort.
Étymologie: κατά, εὕδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-εύδω, Ion. κατεύδω, imperf. καθηῦδον en ἐκάθευδον; aor. later ἐκαθεύδησα slapen, gaan slapen, naar bed gaan:; ἔνθα καθεῦδ’ ἀναβάς daar ging hij slapen nadat hij naar boven was gegaan Il. 1.611; οὐ γὰρ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει hij is niet gestorven, maar hij slaapt NT Luc. 8.52; κἀπὶ ξύλου καθεύδεις; en slaap je op stok? (van pluimvee) Aristoph. Nub. 1431; τὴν δὲ βουλὴν... ἐκεῖ καθεύδειν dat de raad daar (op de Acropolis) de nacht moest doorbrengen And. 1.45; overdr. van de doden:. Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ Promachus slaapt, geveld door mijn speer Il. 14.482. zitten slapen, inactief zijn:; τὸν βίον zijn leven verslapen Plat. Resp. 404a; ὥρα μέντοι σοι μὴ καθεύδειν ἀλλὰ προσέχειν nu moet je niet zitten slapen, maar opletten Plut. Pomp. 15.2; overdr. van zaken:. ἐλπίδες δ’ οὔπω καθεύδουσι mijn hoop is nog niet ingeslapen Eur. Phoen. 634; καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τὰ τείχη de muren in de grond laten liggen rusten (d.w.z. afzien van vestingwerk) Plat. Lg. 778d; τοὺς νόμους δεῖ σήμερον ἐᾶν καθεύδειν men moet de wetten vandaag ongemoeid laten Plut. Ages. 30.6.
English (Autenrieth)
imp. καθεῦδε: lie down to sleep, sleep. (Od. and Il. 1.611.)
English (Strong)
from κατά and heudo (to sleep); to lie down to rest, i.e. (by implication) to fall asleep (literally or figuratively): (be a-)sleep.
English (Thayer)
imperfect 3rd person plural ἐκάθευδον; from Homer down; the Sept. mostly for שָׁכַב;
1. to fall asleep, to drop off to sleep: to sleep;
a. properly: B. D. American edition, p. 1198{a}); to be dead: to yield to sloth and sin, and be indifferent to one's salvation: 1 Thessalonians 5:6.
Greek Monolingual
καθεύδω, ιων. τ. κατεύδω (Α)
1. πλαγιάζω να κοιμηθώ, κοιμάμαι («οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν, οὔτε μεθ' ἡμέραν», Πλάτ.)
2. μένω άπρακτος
3. (για ζεύγος ετεροφύλων) κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι («ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι», Ομ. Οδ.)
4. περνώ τη νύχτα
5. (για νεκρούς) κοιμάμαι τον ύπνο του θανάτου («καθεύδοντες ἐν τάφῳ», ΠΔ)
6. (για πράγματα) παραμένω αργός, σε ησυχία, ησυχάζω, παύω να χρησιμοποιούμαι («ἐλπίδες δ' οὔπω καθεύδουσ'«, Ευρ.)
7. φρ. «ἐκ τοῦ καθεύδοντος» — από την κατάσταση του ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὕδω «κοιμάμαι»].
Greek Monotonic
καθεύδω: Ιων. κατ-εύδω· παρατ. καθεῦδον, Αττ. επίσης καθηῦδον και ἐκάθευδον, μέλ. καθευδήσω·
I. πέφτω, ξαπλώνω, πλαγιάζω για να κοιμηθώ, κοιμάμαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐκ τοῦ καθεύδοντος (μτχ. ουδ.), από την κατάσταση του ύπνου, σε Πλάτ.
II. μεταφ., μένω κοιμισμένος, μένω αργός, νωθρός, τεμπέλης, οκνηρός, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι σε λήθαργο, καλμάρω, ησυχάζω, ἐλπίδες καθεύδουσιν, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καθεύδω: (οὕτω καὶ τὰ ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. 2. 95, ἀλλ’ ἐν νεωτέραις ἐκδόσεσι γράφεται κατεύδω): παρατ. καθεῦδον, Ὅμ.., Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 495· καθηῦδον Πλάτ. Συμπ 217D, κ. ἀλλ.· ἐκάθευδον Λυσ. 93. 1., 94. 1, Ξεν. Οἰκ. 7. 11: μέλλ. καθευδήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 419, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30, κτλ.: οὐχὶ Ἀττ. ἀόρ. ἐκαθεύδησα Ἱππ. 538. 54, Λουκ. Ὄρν. 6: πρκμ. καθηύδηκα Ἐπιφάν. Ι. σ. 418. Πλαγιάζω ἵνα κοιμηθῶ, κοιμῶμαι, Ἰλ. Α. 611, Ὀδ. Α. 4, 304., Ζ. 1, Ἡρόδοτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀγρυπνέω ἢ ἐγρήγορα, Θέογν. 471, Πλάτ. Φαίδ. 71C. κλ.· καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω Αἰσχύλ. Χο. 881· οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε μεθ’ ἡμέραν Πλάτ. Φαῖδρ. 251Ε· τὰς νύκτας οὐ καθεύδομεν, δηλ. ἀγρυπνοῦμεν, Βάτω ἐν «Εὐεργέταις» 1· μαλακῶς καθεύδειν Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδιδομένῃ» 1. 6· σκληρῶς καθεῦδον Τιμοκλ. ἐν «Ἰκαρίοις» 4 - ἐπὶ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Ὀδ. Θ. 313· καθ. μετά τινος Πλάτ. Συμπ. 219D· - καθόλου, διέρχομαι τὴν νύκτα, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι κἀκεῖ καθ. Ἀνδοκ. 7. 10· - καθ. ἐπὶ ξύλου, ἐπὶ ὄρνιθος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1431· - ἐκ τοῦ καθεύδοντος, ἐκ τῆς καταστάσεως τοῦ ὕπνου, Πλάτ. Φαίδ. 72Β. ΙΙ. μεταφ., διατελῶ ἀργός, οὐ καθεύδουσιν χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 20, Ἀν. 1. 3, 11, Δημ. 438. 15· καθ. τὸν βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον ἐν ὕπνῳ, ἐν ἀργίᾳ, Πλάτ. Πολ. 404Α· ἀντίθετον τῷ ἐνεργεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 1· ἀντίθετον τῷ προσέχειν τοῖς πράγμασι, Πλουτ. Πομπ. 15. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διατελῶ ἐν ἡσυχίᾳ, ἡσυχάζω, ἐλπίδες οὔπω καθ. Εὐρ. Φοίν. 634· καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τείχη Πλάτ. Νόμ. 771D· τοὺς νόμους ἐᾶν καθ. Πλουτ. Ἀγησ. 30. = Κατὰ τὸν Schleusner, ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου, ὡς τὸ κοιμᾶσθαι, ἀλλ’ ἅπαντα τὰ παραδείγματα ἀποδεικνύουσι τὸ ἐναντίον πλὴν τοῦ ἐν τῇ Α΄ πρὸς Θεσσ. Ἐπιστ. ε΄, 10, ἔνθα σχετίζεται πρὸς τὴν συνήθη σημασίαν ἐν ἐδαφ. 6· πρβλ. καλὸς νέκυς, οἷα καθεύδων Βίων 1. 71.
Middle Liddell
to lie down to sleep, sleep, Hom., etc.:— ἐκ τοῦ καθεύδοντος (part. neut.) from a sleeping state, Plat.
metaph. to lie asleep, lie idle, Aesch., etc.:—also of things, to sleep, lie still, be at rest, ἐλπίδες καθεύδουσιν Eur.
ionic κατ-εύδω imperf. καθεῦδον Attic also καθηῦδον and ἐκάθευδον fut. καθευδήσω
I. to lie down to sleep, sleep, Hom., etc.:— ἐκ τοῦ καθεύδοντος (part. neut.) from a sleeping state, Plat.
II. metaph. to lie asleep, lie idle, Aesch., etc.:—also of things, to sleep, lie still, be at rest, ἐλπίδες καθεύδουσιν Eur.
Chinese
原文音譯:kaqeÚdw 卡特-由多
詞類次數:動詞(22)
原文字根:向下-躺臥 相當於: (שֵׁנָא / שֵׁנָה)
字義溯源:躺下休息,睡,睡覺,睡著,死,死了;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(εὐδοκία)X*=睡)組成。這字的字面意義,指天然的睡( 太8:24);其隱喻乃指:死( 太9:24)。比較: (κοιμάω)=使安睡
出現次數:總共(22);太(7);可(8);路(2);弗(1);帖前(4)
譯字彙編:
1) 睡著了(9) 太8:24; 太9:24; 太25:5; 太26:40; 太26:43; 可5:39; 可13:36; 可14:37; 可14:40;
2) 你們⋯睡覺(2) 可14:41; 路22:46;
3) 睡覺(2) 太13:25; 可4:38;
4) 睡著(1) 帖前5:10;
5) 他⋯睡覺(1) 可4:27;
6) 睡(1) 帖前5:7;
7) 我們⋯睡覺(1) 帖前5:6;
8) 睡著的(1) 弗5:14;
9) 你們睡覺(1) 太26:45;
10) 你睡覺麼(1) 可14:37;
11) 睡了(1) 路8:52;
12) 睡了的人(1) 帖前5:7
Mantoulidis Etymological
(=κοιμᾶμαι). Σύνθετο ἀπό τό κατά + εὕδω. Παράγωγο: καθευδητέον (ρημ. ἐπιθ.).