ἄρμα: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - " by Hp." to " by Hippocrates")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arma
|Transliteration C=arma
|Beta Code=a)/rma
|Beta Code=a)/rma
|Definition=(A), ατος, τό, (αἴρω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which one takes: food</b>, used by Hp., acc. to Hellad. ap. Phot.<span class="bibl">p.533</span> B., cj. in <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>639</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[burden]], [[load]], Aq.<span class="title">De.</span>1.12, al.</span><br /><span class="bld">ἄρμα</span> (B), , (ἀραρίσκω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[union]], [[love]], Delphic word, Plu.2.769a, Hsch.</span>
|Definition=(A), -ατος, τό, ([[αἴρω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which one takes]]: [[food]], used by [[Hippocrates]], acc. to Hellad. ap. Phot.p.533 B., cj. in Hes.''Th.''639 (pl.).<br><span class="bld">II</span> [[burden]], [[load]], Aq.''De.''1.12, al.<br /><br />(B), ἡ, ([[ἀραρίσκω]]) [[union]], [[love]], [[Delphic]] word, Plu.2.769a, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἅρμα]] Pach.<i>Reg</i>.A 26, A 43, A 17 (cf. lat. <i>[[armati]]</i>)<br /><b class="num">1</b> [[partida de hombres armados]], [[tropa]] ἐκέλευσεν [[ἄρμα]] κατ' αὐτῶν ἐξελθεῖν Io.Mal.<i>Chron</i>.M.97.472B.<br /><b class="num">2</b> fig. [[hábito]] monacal ἐνδύουσι ... αὐτὸν τὸ ἅ. Pach.<i>Reg</i>.ll.cc.<br />-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[comida]], [[alimento]] κείνοισι παρέσχεθεν ἄρματα πάντα Hes.<i>Th</i>.639, Hellad. en Phot.<i>Bibl</i>.533A.<br /><b class="num">2</b> [[carga]], [[peso]] Aq.<i>Nu</i>.11.11, <i>De</i>.1.12.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. quizá de [[αἴρω]] q.u.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0355.png Seite 355]] ([[αἴρω]]), τό, 1) das Aufgehobene, Last. – 2) das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Hippocr. (ἄρω), ἡ, Vereinigung, Beischlaf, bei den Delphiern, Plut. Amat. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0355.png Seite 355]] ([[αἴρω]]), τό, 1) das Aufgehobene, Last. – 2) das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Hippocr. (ἄρω), ἡ, Vereinigung, Beischlaf, bei den Delphiern, Plut. Amat. 23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἅρμα]] Pach.<i>Reg</i>.A 26, A 43, A 17 (cf. lat. <i>armati</i>)<br /><b class="num">1</b> [[partida de hombres armados]], [[tropa]] ἐκέλευσεν [[ἄρμα]] κατ' αὐτῶν ἐξελθεῖν Io.Mal.<i>Chron</i>.M.97.472B.<br /><b class="num">2</b> fig. [[hábito]] monacal ἐνδύουσι ... αὐτὸν τὸ ἅ. Pach.<i>Reg</i>.ll.cc.<br />-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[comida]], [[alimento]] κείνοισι παρέσχεθεν ἄρματα πάντα Hes.<i>Th</i>.639, Hellad. en Phot.<i>Bibl</i>.533A.<br /><b class="num">2</b> [[carga]], [[peso]] Aq.<i>Nu</i>.11.11, <i>De</i>.1.12.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. quizá de [[αἴρω]] q.u.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄρμα]], η (Α)<br />[[ένωση]], [[αγάπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αρ</i>-, [[αραρίσκω]]].<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> το [[οικόσημο]]<br /><b>2.</b> η [[γενιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>arme</i>].<br /><b>(III)</b><br />[[ἄρμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]]<br /><b>2.</b> το [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. μεταρρηματικό παράγωγο του [[αείρω]] / [[αίρω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. [[άρμα]] «[[τροφή]]» πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[αίρω]] (-<i>ομαι</i>) ή <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άρμενα]] «[[τροφή]]», [[αρμαλιά]]). Η λ. συνδέθηκε [[ακόμη]] με το νεοελλ. διαλεκτικό ([[ποντ]].-καππαδ.) <i>άρματα</i> «γυναικεία κοσμήματα». Αξιοσημείωτο, [[τέλος]], [[είναι]] ότι ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τον τ. <i>άρματα</i> ως [[ερμήνευμα]] των λέξεων <i>νωγαλεύματα</i> ή <i>νωγαλίσματα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> «[[γλώσσα]]» του <b>Ησύχ.</b>: «<i>νωγαλεύματα</i> ἢ <i>νωγαλίσματα</i><br />τὰ κατὰ [[λεπτὸν]] ἐδέσματα<br />οἱ δὲ τὰ μὴ εἰς χορτασίαν ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα»)].<br /><b>(IV)</b><br />το (AM [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> δίτροχο, [[κυρίως]] πολεμικό όχημα που το σέρνουν [[συνήθως]] δύο άλογα<br /><b>2.</b> όχημα με [[τέσσερα]] άλογα για αρματοδρομίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο στολισμένο όχημα για τις γιορτές του καρνάβαλου<br /><b>2.</b> ο [[κιλλίβαντας]] του πυροβόλου<br /><b>3.</b> τεθωρακισμένο στρατιωτικό όχημα με ερπύστριες, [[τανκ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άρμα]] [[μαζί]] με τα άλογα («[[ἅρμα]] [[τέθριππον]], τετράορον, [[τέτρωρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα άλογα που έχουν ζευχθεί στο [[άρμα]]<br /><b>3.</b> η [[ασπίδα]]<br /><b>4.</b> (ως όρος των Πυθαγορείων) η [[ενότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζεται ήδη από τη μυκηναϊκή [[εποχή]] με τη [[σημασία]] του «τροχού» ή πιθ. «του πλαισίου της καρότσας». Ο τ. [[άρμα]] ανάγεται στη [[ρίζα]] του [[αραρίσκω]] <i>αr</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]». Η [[δασύτητα]] της λ. οδήγησε στην [[υπόθεση]] υπάρξεως ενός αρχικού επιθήματος «<i>smņ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>smen</i>), δηλ. <i>ar</i>-<i>smņ</i> > <i>arhmņ</i> > <i>harmņ</i> (> [[άρμα]]), με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ., [[γεγονός]] που πιθ. ευνοούσε και την [[άρση]] της ομωνυμίας [[μεταξύ]] των <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αείρω]] / [[αίρω]] και <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> ανάλογο σχηματισμό των [[αρμός]], [[αρμή]]). Η [[απουσία]] δασύτητας στους τύπους της Μυκηναϊκής (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>mo</i> και όχι <i>a</i><sub>2</sub>-<i>mo</i>, όπως θα αναμενόταν σε [[περίπτωση]] δασύνσεως) δημιουργεί ενδοιασμούς σχετικά με την [[αποδοχή]] ενός επιθήματος -<i>smņ</i> ή -<i>mņ</i> στους εν λόγω μυκηναϊκούς τύπους. Η πληρέστερη [[κατανόηση]] των τύπων [[άρμα]], [[αρμός]], [[αρμή]] ευνοείται από την ύπαρξη πολυάριθμων μη ελληνικών λέξεων σχηματισμένων [[κατά]] τρόπο ανάλογο (δηλ. [[ρίζα]] <i>αr</i>-, [[επίθημα]] -<i>m</i>), <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>arma</i> «όπλο, -α», <i>armentum</i> «βόδια ικανά για όργωμα, [[αγέλη]]», <i>armus</i> «[[ωμοπλάτη]], ώμος», αρμεν. <i>y</i>-<i>armar</i> «προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]]», γοτθ. <i>αrms</i> «[[βραχίονας]]» κ.ά. Τέλος, δεν ευσταθεί η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία ο τ. [[άρμα]] θεωρείται μικρασιατικής προελεύσεως, όπως οι περισσότερες ελληνικές λέξεις που εκφράζουν την [[έννοια]] του οχήματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρμάτειος]], [[αρματεύω]], [[αρματόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρματηλάτης]], [[αρματοδρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμασίδουπος]], [[αρματήλατος]], [[αρματόκτυπος]], [[αρματοπηγός]], [[αρματοποιός]], [[αρματοτροφώ]], [[αρματοτροχιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρματοθεσία]], [[αρματομαχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρματαγωγό]](<i>ν</i>)<br />(β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αρισθάρματος]], [[βρισάρματος]], [[ευάρματος]], [[πολυάρματος]], [[ριμφάρματος]], [[φιλάρματος]], [[χαλκάρματος]], [[χρυσάρματος]].<br /><b>(V)</b><br />το (Μ [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> όπλο οποιουδήποτε είδους («τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν [[πρέπει]] να πουλιούνται» — παροιμ., «[[χωρίς]] άρματα στον πόλεμο δεν πάνε» — όποιος προσπαθεί να κάνει [[κάτι]], [[πρέπει]] να έχει και τα απαραίτητα [[μέσα]]<br />«με το [[κορμί]] και τ'άρματα» — τα [[λαμπρά]] όπλα ταιριάζουν σε λεβέντη)<br /><b>2.</b> οπλισμένος, [[στρατιώτης]] («τρέχουν άρματα χιλιάδες / σαν το [[κύμα]] στο γιαλό», Σολωμός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>arma</i> (-<i>orum</i>) «όπλο, όπλα»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄρμα]], η (Α)<br />[[ένωση]], [[αγάπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αρ</i>-, [[αραρίσκω]]].<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> το [[οικόσημο]]<br /><b>2.</b> η [[γενιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>arme</i>].<br /><b>(III)</b><br />[[ἄρμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]]<br /><b>2.</b> το [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. μεταρρηματικό παράγωγο του [[αείρω]] / [[αίρω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. [[άρμα]] «[[τροφή]]» πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[αίρω]] (-<i>ομαι</i>) ή <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] ([[πρβλ]]. [[άρμενα]] «[[τροφή]]», [[αρμαλιά]]). Η λ. συνδέθηκε [[ακόμη]] με το νεοελλ. διαλεκτικό ([[ποντ]].-καππαδ.) <i>άρματα</i> «γυναικεία κοσμήματα». Αξιοσημείωτο, [[τέλος]], [[είναι]] ότι ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τον τ. <i>άρματα</i> ως [[ερμήνευμα]] των λέξεων <i>νωγαλεύματα</i> ή <i>νωγαλίσματα</i> ([[πρβλ]]. «[[γλώσσα]]» του <b>Ησύχ.</b>: «<i>νωγαλεύματα</i> ἢ <i>νωγαλίσματα</i><br />τὰ κατὰ [[λεπτὸν]] ἐδέσματα<br />οἱ δὲ τὰ μὴ εἰς χορτασίαν ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα»)].<br /><b>(IV)</b><br />το (AM [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> δίτροχο, [[κυρίως]] πολεμικό όχημα που το σέρνουν [[συνήθως]] δύο άλογα<br /><b>2.</b> όχημα με [[τέσσερα]] άλογα για αρματοδρομίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο στολισμένο όχημα για τις γιορτές του καρνάβαλου<br /><b>2.</b> ο [[κιλλίβαντας]] του πυροβόλου<br /><b>3.</b> τεθωρακισμένο στρατιωτικό όχημα με ερπύστριες, [[τανκ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άρμα]] [[μαζί]] με τα άλογα («[[ἅρμα]] [[τέθριππον]], τετράορον, [[τέτρωρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα άλογα που έχουν ζευχθεί στο [[άρμα]]<br /><b>3.</b> η [[ασπίδα]]<br /><b>4.</b> (ως όρος των Πυθαγορείων) η [[ενότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζεται ήδη από τη μυκηναϊκή [[εποχή]] με τη [[σημασία]] του «τροχού» ή πιθ. «του πλαισίου της καρότσας». Ο τ. [[άρμα]] ανάγεται στη [[ρίζα]] του [[αραρίσκω]] <i>αr</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]». Η [[δασύτητα]] της λ. οδήγησε στην [[υπόθεση]] υπάρξεως ενός αρχικού επιθήματος «<i>smņ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>smen</i>), δηλ. <i>ar</i>-<i>smņ</i> > <i>arhmņ</i> > <i>harmņ</i> (> [[άρμα]]), με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ., [[γεγονός]] που πιθ. ευνοούσε και την [[άρση]] της ομωνυμίας [[μεταξύ]] των <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αείρω]] / [[αίρω]] και <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] ([[πρβλ]]. ανάλογο σχηματισμό των [[αρμός]], [[αρμή]]). Η [[απουσία]] δασύτητας στους τύπους της Μυκηναϊκής ([[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>mo</i> και όχι <i>a</i><sub>2</sub>-<i>mo</i>, όπως θα αναμενόταν σε [[περίπτωση]] δασύνσεως) δημιουργεί ενδοιασμούς σχετικά με την [[αποδοχή]] ενός επιθήματος -<i>smņ</i> ή -<i>mņ</i> στους εν λόγω μυκηναϊκούς τύπους. Η πληρέστερη [[κατανόηση]] των τύπων [[άρμα]], [[αρμός]], [[αρμή]] ευνοείται από την ύπαρξη πολυάριθμων μη ελληνικών λέξεων σχηματισμένων [[κατά]] τρόπο ανάλογο (δηλ. [[ρίζα]] <i>αr</i>-, [[επίθημα]] -<i>m</i>), [[πρβλ]]. λατ. <i>arma</i> «όπλο, -α», <i>armentum</i> «βόδια ικανά για όργωμα, [[αγέλη]]», <i>armus</i> «[[ωμοπλάτη]], ώμος», αρμεν. <i>y</i>-<i>armar</i> «προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]]», γοτθ. <i>αrms</i> «[[βραχίονας]]» κ.ά. Τέλος, δεν ευσταθεί η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία ο τ. [[άρμα]] θεωρείται μικρασιατικής προελεύσεως, όπως οι περισσότερες ελληνικές λέξεις που εκφράζουν την [[έννοια]] του οχήματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρμάτειος]], [[αρματεύω]], [[αρματόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρματηλάτης]], [[αρματοδρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμασίδουπος]], [[αρματήλατος]], [[αρματόκτυπος]], [[αρματοπηγός]], [[αρματοποιός]], [[αρματοτροφώ]], [[αρματοτροχιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρματοθεσία]], [[αρματομαχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρματαγωγό]](<i>ν</i>)<br />(β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αρισθάρματος]], [[βρισάρματος]], [[ευάρματος]], [[πολυάρματος]], [[ριμφάρματος]], [[φιλάρματος]], [[χαλκάρματος]], [[χρυσάρματος]].<br /><b>(V)</b><br />το (Μ [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> όπλο οποιουδήποτε είδους («τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν [[πρέπει]] να πουλιούνται» — παροιμ., «[[χωρίς]] άρματα στον πόλεμο δεν πάνε» — όποιος προσπαθεί να κάνει [[κάτι]], [[πρέπει]] να έχει και τα απαραίτητα [[μέσα]]<br />«με το [[κορμί]] και τ'άρματα» — τα [[λαμπρά]] όπλα ταιριάζουν σε λεβέντη)<br /><b>2.</b> οπλισμένος, [[στρατιώτης]] («τρέχουν άρματα χιλιάδες / σαν το [[κύμα]] στο γιαλό», Σολωμός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>arma</i> (-<i>orum</i>) «όπλο, όπλα»].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=2.<br />Grammatical information: n.<br />Meaning: [[food]] (Hp. acc. to Hellad. ap. Phot. p. 533 B; v. l. for [[ἅρμενα]] Hes. Th. 639).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Connected with [[αἴρω]], <b class="b3">-ομαι</b> as [[take for onself]] or with [[ἀραρίσκω]], cf. [[ἄρμενα]] in the meaning [[food]] and [[ἁρμαλιά]]. - Further in the gloss <b class="b3">νωγαλεύματα η νωγαλίσματα τὰ κατὰ λεπτὸν ἐδέσματα</b>. <b class="b3">οἱ δε τὰ μη εἰς χορτασίαν</b>, <b class="b3">ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα</b> H. NGr. (Pont., Capp.) [[ἄρματα]] [[ornaments of a woman]] can hardly belong here.
|etymtx=2.<br />Grammatical information: n.<br />Meaning: [[food]] (Hp. acc. to Hellad. ap. Phot. p. 533 B; [[varia lectio|v.l.]] for [[ἅρμενα]] Hes. Th. 639).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Connected with [[αἴρω]], <b class="b3">-ομαι</b> as [[take for onself]] or with [[ἀραρίσκω]], cf. [[ἄρμενα]] in the meaning [[food]] and [[ἁρμαλιά]]. - Further in the gloss <b class="b3">νωγαλεύματα η νωγαλίσματα τὰ κατὰ λεπτὸν ἐδέσματα</b>. <b class="b3">οἱ δε τὰ μη εἰς χορτασίαν</b>, <b class="b3">ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα</b> H. NGr. (Pont., Capp.) [[ἄρματα]] [[ornaments of a woman]] can hardly belong here.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἄρμα''': 2.<br />{árma}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Speise]], [[Nahrung]],<br />'''Derivative''': nach Hellad. ap. Phot. p. 533 B von Hp. benutzt; im Plur. schwach bezeugte v. l. (für ἅρμενα) bei Hes. ''Th''. 639.<br />'''Etymology''' : Falls überhaupt richtig, entweder zu [[αἴρω]], -ομαι im Sinn von [[ergreifen]], [[zu sich nehmen]] (φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον ... αἴρων S. ''Ph''. 707) oder zu [[ἀραρίσκω]], vgl. [[ἄρμενα]] im Sinn von [[Speise]] und [[ἁρμαλιά]]. — Außerdem bei H. als Erklärung von νωγαλεύματα ἢ νωγαλίσματα· τὰ κατὰ [[λεπτὸν]] ἐδέσματα. οἱ δὲ τὰ μὴ [[εἰς]] χορτασίαν, ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα, womit ngr. (Pont., Kapp.) ἄρματα [[weiblicher Schmuck]] zu vergleichen ist (Kukules Ἀρχ. Ἐφ. 27, 61ff.).<br />'''Page''' 1,143
|ftr='''ἄρμα''': 2.<br />{árma}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Speise]], [[Nahrung]],<br />'''Derivative''': nach Hellad. ap. Phot. p. 533 B von Hp. benutzt; im Plur. schwach bezeugte [[varia lectio|v.l.]] (für ἅρμενα) bei Hes. ''Th''. 639.<br />'''Etymology''': Falls überhaupt richtig, entweder zu [[αἴρω]], -ομαι im Sinn von [[ergreifen]], [[zu sich nehmen]] (φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον ... αἴρων S. ''Ph''. 707) oder zu [[ἀραρίσκω]], vgl. [[ἄρμενα]] im Sinn von [[Speise]] und [[ἁρμαλιά]]. — Außerdem bei H. als Erklärung von νωγαλεύματα ἢ νωγαλίσματα· τὰ κατὰ [[λεπτὸν]] ἐδέσματα. οἱ δὲ τὰ μὴ [[εἰς]] χορτασίαν, ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα, womit ngr. (Pont., Kapp.) ἄρματα [[weiblicher Schmuck]] zu vergleichen ist (Kukules Ἀρχ. Ἐφ. 27, 61ff.).<br />'''Page''' 1,143
}}
}}

Latest revision as of 14:53, 10 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρμα Medium diacritics: ἄρμα Low diacritics: άρμα Capitals: ΑΡΜΑ
Transliteration A: árma Transliteration B: arma Transliteration C: arma Beta Code: a)/rma

English (LSJ)

(A), -ατος, τό, (αἴρω)
A that which one takes: food, used by Hippocrates, acc. to Hellad. ap. Phot.p.533 B., cj. in Hes.Th.639 (pl.).
II burden, load, Aq.De.1.12, al.

(B), ἡ, (ἀραρίσκω) union, love, Delphic word, Plu.2.769a, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): ἅρμα Pach.Reg.A 26, A 43, A 17 (cf. lat. armati)
1 partida de hombres armados, tropa ἐκέλευσεν ἄρμα κατ' αὐτῶν ἐξελθεῖν Io.Mal.Chron.M.97.472B.
2 fig. hábito monacal ἐνδύουσι ... αὐτὸν τὸ ἅ. Pach.Reg.ll.cc.
-ματος, τό
1 comida, alimento κείνοισι παρέσχεθεν ἄρματα πάντα Hes.Th.639, Hellad. en Phot.Bibl.533A.
2 carga, peso Aq.Nu.11.11, De.1.12.
• Etimología: Deriv. quizá de αἴρω q.u.

German (Pape)

[Seite 355] (αἴρω), τό, 1) das Aufgehobene, Last. – 2) das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Hippocr. (ἄρω), ἡ, Vereinigung, Beischlaf, bei den Delphiern, Plut. Amat. 23.

Greek Monolingual

(I)
ἄρμα, η (Α)
ένωση, αγάπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρ-, αραρίσκω].
(II)
η
1. το οικόσημο
2. η γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. arme].
(III)
ἄρμα, το (Α)
1. η τροφή
2. το βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. μεταρρηματικό παράγωγο του αείρω / αίρω. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. άρμα «τροφή» πιθ. < αίρω (-ομαι) ή < αραρίσκω (πρβλ. άρμενα «τροφή», αρμαλιά). Η λ. συνδέθηκε ακόμη με το νεοελλ. διαλεκτικό (ποντ.-καππαδ.) άρματα «γυναικεία κοσμήματα». Αξιοσημείωτο, τέλος, είναι ότι ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τον τ. άρματα ως ερμήνευμα των λέξεων νωγαλεύματα ή νωγαλίσματα (πρβλ. «γλώσσα» του Ησύχ.: «νωγαλεύματανωγαλίσματα
τὰ κατὰ λεπτὸν ἐδέσματα
οἱ δὲ τὰ μὴ εἰς χορτασίαν ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα»)].
(IV)
το (AM ἄρμα)
1. δίτροχο, κυρίως πολεμικό όχημα που το σέρνουν συνήθως δύο άλογα
2. όχημα με τέσσερα άλογα για αρματοδρομίες
νεοελλ.
1. μεγάλο στολισμένο όχημα για τις γιορτές του καρνάβαλου
2. ο κιλλίβαντας του πυροβόλου
3. τεθωρακισμένο στρατιωτικό όχημα με ερπύστριες, τανκ
αρχ.
1. το άρμα μαζί με τα άλογα («ἅρμα τέθριππον, τετράορον, τέτρωρον», Πίνδ.)
2. τα άλογα που έχουν ζευχθεί στο άρμα
3. η ασπίδα
4. (ως όρος των Πυθαγορείων) η ενότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζεται ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή με τη σημασία του «τροχού» ή πιθ. «του πλαισίου της καρότσας». Ο τ. άρμα ανάγεται στη ρίζα του αραρίσκω αr- «συνάπτω, συναρμόζω». Η δασύτητα της λ. οδήγησε στην υπόθεση υπάρξεως ενός αρχικού επιθήματος «smņ (< -smen), δηλ. ar-smņ > arhmņ > harmņ (> άρμα), με πρόληψη της δασύτητας στην αρχή της λ., γεγονός που πιθ. ευνοούσε και την άρση της ομωνυμίας μεταξύ των αρ- < αείρω / αίρω και αρ- < αραρίσκω (πρβλ. ανάλογο σχηματισμό των αρμός, αρμή). Η απουσία δασύτητας στους τύπους της Μυκηναϊκής (πρβλ. α-mo και όχι a2-mo, όπως θα αναμενόταν σε περίπτωση δασύνσεως) δημιουργεί ενδοιασμούς σχετικά με την αποδοχή ενός επιθήματος -smņ ή - στους εν λόγω μυκηναϊκούς τύπους. Η πληρέστερη κατανόηση των τύπων άρμα, αρμός, αρμή ευνοείται από την ύπαρξη πολυάριθμων μη ελληνικών λέξεων σχηματισμένων κατά τρόπο ανάλογο (δηλ. ρίζα αr-, επίθημα -m), πρβλ. λατ. arma «όπλο, -α», armentum «βόδια ικανά για όργωμα, αγέλη», armus «ωμοπλάτη, ώμος», αρμεν. y-armar «προσαρμοσμένος, ταιριαστός», γοτθ. αrms «βραχίονας» κ.ά. Τέλος, δεν ευσταθεί η άποψη, σύμφωνα με την οποία ο τ. άρμα θεωρείται μικρασιατικής προελεύσεως, όπως οι περισσότερες ελληνικές λέξεις που εκφράζουν την έννοια του οχήματος.
ΠΑΡ. αρχ. αρμάτειος, αρματεύω, αρματόεις.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρματηλάτης, αρματοδρόμος
αρχ.
αρμασίδουπος, αρματήλατος, αρματόκτυπος, αρματοπηγός, αρματοποιός, αρματοτροφώ, αρματοτροχιά
μσν.
αρματοθεσία, αρματομαχώ
νεοελλ.
αρματαγωγό(ν)
(β' συνθετικό) αρχ. αρισθάρματος, βρισάρματος, ευάρματος, πολυάρματος, ριμφάρματος, φιλάρματος, χαλκάρματος, χρυσάρματος.
(V)
το (Μ ἄρμα)
1. όπλο οποιουδήποτε είδους («τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν πρέπει να πουλιούνται» — παροιμ., «χωρίς άρματα στον πόλεμο δεν πάνε» — όποιος προσπαθεί να κάνει κάτι, πρέπει να έχει και τα απαραίτητα μέσα
«με το κορμί και τ'άρματα» — τα λαμπρά όπλα ταιριάζουν σε λεβέντη)
2. οπλισμένος, στρατιώτης («τρέχουν άρματα χιλιάδες / σαν το κύμα στο γιαλό», Σολωμός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. arma (-orum) «όπλο, όπλα»].

Frisk Etymological English

2.
Grammatical information: n.
Meaning: food (Hp. acc. to Hellad. ap. Phot. p. 533 B; v.l. for ἅρμενα Hes. Th. 639).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Connected with αἴρω, -ομαι as take for onself or with ἀραρίσκω, cf. ἄρμενα in the meaning food and ἁρμαλιά. - Further in the gloss νωγαλεύματα η νωγαλίσματα τὰ κατὰ λεπτὸν ἐδέσματα. οἱ δε τὰ μη εἰς χορτασίαν, ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα H. NGr. (Pont., Capp.) ἄρματα ornaments of a woman can hardly belong here.

Frisk Etymology German

ἄρμα: 2.
{árma}
Grammar: n.
Meaning: Speise, Nahrung,
Derivative: nach Hellad. ap. Phot. p. 533 B von Hp. benutzt; im Plur. schwach bezeugte v.l. (für ἅρμενα) bei Hes. Th. 639.
Etymology: Falls überhaupt richtig, entweder zu αἴρω, -ομαι im Sinn von ergreifen, zu sich nehmen (φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον ... αἴρων S. Ph. 707) oder zu ἀραρίσκω, vgl. ἄρμενα im Sinn von Speise und ἁρμαλιά. — Außerdem bei H. als Erklärung von νωγαλεύματα ἢ νωγαλίσματα· τὰ κατὰ λεπτὸν ἐδέσματα. οἱ δὲ τὰ μὴ εἰς χορτασίαν, ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα, womit ngr. (Pont., Kapp.) ἄρματα weiblicher Schmuck zu vergleichen ist (Kukules Ἀρχ. Ἐφ. 27, 61ff.).
Page 1,143