ἀλωή: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aloi | |Transliteration C=aloi | ||
|Beta Code=a)lwh/ | |Beta Code=a)lwh/ | ||
|Definition=[ᾰ], Dor. ἀλωά, ἡ, (<b class="b3"> | |Definition=[ᾰ], Dor. [[ἀλωά]], ἡ, ([[ἀλέω]]A, cf. Att. [[ἅλως]]) ''poet.'':<br><span class="bld">I</span> [[threshing-floor]], ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.5.499; <b class="b3">μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ</b>, 13.588, 20.496, cf. Hes.''Op.''597.<br><span class="bld">II</span> more commonly, [[any prepared ground]] (cf. Sch.Od.1.193), [[garden]], [[orchard]], [[vineyard]], etc., Il.5.90, Od.6.293, etc.: <b class="b3">Ποσειδάωνος ἀ.</b>, i.e. sea, Opp. ''H.''1.797.<br><span class="bld">III</span> [[halo]], of sun or moon, Arat.811,875. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἁλ- <i>AP</i>, Hsch.; chipr. [[ἄλουα]] Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[huerto]], [[jardín]] νεοαρδέ' ἀλωήν <i>Il</i>.21.346, cf. 5.90, 9.534, Q.S.1.65, Nonn.<i>D</i>.17.83, <i>AP</i> 9.99 (Leon.), ἀλωαί· οἱ παράδεισοι Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. árboles, Theoc.25.30, A.R.3.158<br /><b class="num">•</b>esp. [[viña]], <i>Il</i>.18.561, <i>Od</i>.6.293, Theoc.1.46, cf. Hsch.s.u. [[ἀλωή]]<br /><b class="num">•</b>[[trigal]] Theoc.7.34, cf. Hsch.s.u. [[ἀλωή]].<br /><b class="num">2</b> [[era]] τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ <i>Il</i>.20.496, cf. <i>Il</i>.13.588, ἱερὰς κατ' ἀλωάς <i>Il</i>.5.499, εὐτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ Hes.<i>Op</i>.599, 806, cf. <i>Sc</i>.291, <i>AP</i> 7.532 (Isid.).<br /><b class="num">3</b> como [[complejo vitivinícola que incluye viña, lagar y pasero]], <i>Od</i>.7.122.<br /><b class="num">II</b> fig. Ποσειδάωνος ἀ. del mar, Opp.<i>H</i>.1.797.<br /><b class="num">III</b> [[halo]] del sol o la luna, Arat.811, 877.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Ninguna de las propuestas es convincente, etim. desc. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>selon d'autres</i> ἀλῳή;<br />ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[grange]], [[aire à battre le grain]];<br /><b>2</b> [[jardin]], [[vignoble]].<br />'''Étymologie:''' pour *ϜαλοϜή, du th. ϜαλεϜ, de la R. Ϝαλ, moudre ; cf. [[ἄλευρον]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, ion. und ep. für [[ἀλωά]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλωή:''' или ἁλῳή, дор. [[ἀλωά]] или ἁλῳά ἡ<br /><b class="num">1</b> [[гумно]], [[ток]] ([[τριβέμεναι]] [[κρῖ]] ἐν ἀλωῇ Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[пашня]], [[нива]] или [[сад]] ([[πολύκαρπος]] ἀ. Hom.; ἀλωαὶ δενδρήεσσαι Theocr.): ἀ. [[οἰνόπεδος]] Hom. виноградник. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀλωή''': [ᾰ], Δωρ. [[ἀλωά]], ἡ, ([[ἀλέω]], πρβλ. τὸ Ἀττ. [[ἅλως]]): [[λέξις]] ποιητ. 1) [[ἁλώνιον]], ἱερὰς κατ’ ἀλωάς, Ἰλ. Ε. 499· μεγάλην κατ’ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ’ ἀλωήν, Ν. 588, Υ. 496, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597. ΙΙ. [[κῆπος]], [[φυτεία]], [[ἄμπελος]], κτλ., Ἰλ. Ε. 90, Ὀδ. Ζ. 293, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[γουνός]]: - Ποσειδάωνος ἀλοή, δηλ. ἡ [[θάλασσα]], τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, Ὀππ. Ἁλ. 1. 797: πρβλ. [[ἄλσος]]. ΙΙΙ. ὁ φωτεινὸς [[κύκλος]] ὁ [[πέριξ]] τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης σχηματιζόμενος, «τὸ ἁλῶνι.» Ἄρατ. 810. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=threshing-[[floor]] ([[area]]), Il. 20.496; [[also]] [[orchard]] or [[vineyard]], Il. 18.561. See [[γουνός]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλωή]], η (Α) ([[επικός]] και [[μεταγενέστερος]] [[τύπος]] [[ἀλωά]], [[πρβλ]]. αττ. τύπο [[ἅλως]])<br /><b>1.</b> το [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> [[έκταση]] φυτεμένη με αμπέλια, [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> οποιαδήποτε καλλιεργημένη [[έκταση]], [[κήπος]], [[φυτεία]]<br /><b>4.</b> [[φωτεινός]] [[κύκλος]] [[γύρω]] από τον ήλιο ή το [[φεγγάρι]], «[[άλως]]», «[[αλώνι]]»<br /><b>5.</b> «Ποσειδάωνος [[ἀλωή]]» — η [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]] δημιουργεί προβλήματα σχετικά με την ετυμολογική της [[προέλευση]] και την αρχική της [[σημασία]]. Στον Όμηρο απαντά με τη [[σημασία]] «[[τμήμα]] γης ισοπεδωμένο και καλλιεργημένο, [[κήπος]], [[περιβόλι]], [[αμπέλι]]», [[καθώς]] και «[[αλώνι]]». Στην κυπριακή διάλεκτο απαντά [[συνώνυμος]] τ. γενικής <i>alawo</i> «[[περιβόλι]], [[αμπέλι]]», που αντιστοιχεί σε τ. <i>ἀλFω</i>. Η [[διαλεκτική]] αυτή λ. αποτελεί και [[γλώσσα]] του Ησυχίου ([[ἄλουα]]<br />κήποι, κύπριοι). Στη [[Σικελία]] εξάλλου απαντά τ. <i>ἄλος</i> «[[κήπος]]». Μετονοματικά παράγωγα της λ. [[ἀλωή]] [[είναι]] οι ρηματικοί τ. [[ἀλοάω]] και το επικ. [[ἀλοιάω]] «[[αλωνίζω]]». Η [[βράχυνση]] του θεματικού φωνήεντος -ω- έγινε για [[αποφυγή]] εσωτερικής χασμωδίας. Αντίστοιχος [[αττικός]] τ. της λ. <i>ἀλωὴ</i> [[είναι]] το ουσ. [[ἅλως]], γεν. <i>ἅλω</i> και (αναλογικά) <i>ἅλωος</i>, αιτ. <i>ἅλω</i>, [[ἅλων]] και <i>ἅλωα</i> κ.λπ. Οι αττικόκλιτοι τ. [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαιότεροι. Μεταγενέστερα απαντά και τ. γεν. <i>ἅλωνος</i> (αναλογικός [[σχηματισμός]]), απ’ όπου προήλθε υποχωρητικά η ονομαστική [[ἅλων]], η οποία χρησιμοποιείται σπάνια. Η λ. [[ἅλως]] σήμανε το «[[αλώνι]]» και γενικότερα την «κυκλική [[επιφάνεια]]», από όπου και η [[έννοια]] «[[επιφάνεια]], φωτεινό [[περίγραμμα]] του φεγγαριού, του ήλιου κ.λπ.». Στην αρκαδική διάλεκτο η λ. <i>απαντά</i> και με τη [[σημασία]] «[[κήπος]]». Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως και [[επομένως]] η αρχική της [[σημασία]] [[είναι]] αβέβαιη. Είναι πιθ. να ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀλωF</i><i>ā</i>, όπως φαίνεται και από τον κυπρ. τ. <i>ἀλFω</i>. Κατά τον Schwyzer η αρχική [[σημασία]] της λ. ήταν «[[στρογγυλός]]». Ο [[ίδιος]] θεωρεί ότι ο τ. <i>ἀλωὴ</i> ανάγεται σε αρχική ΙΕ [[ρίζα]] walōw- <span style="color: red;"><</span> wel(n)- «[[στρέφω]], [[κυλίω]]», με την οποία συνδέονται [[επίσης]] και οι λ. [[εἰλύω]] «[[περιτυλίσσω]], [[περιβάλλω]]», [[ἅλυσις]]. Σύμφωνα με αυτή την [[άποψη]] όμως η λ. <i>ἀλωὴ</i> δεν [[πρέπει]] να έχει [[καμιά]] [[σχέση]] με το κυπρ. <i>ἀλFω</i> «[[κήπος]], [[περιβόλι]]», Επίσης με αυτό τον τρόπο δεν [[είναι]] δυνατό να ερμηνευθεί η [[χρήση]] του ουσ. <i>ἀλωὴ</i> στον Όμηρο με τη [[σημασία]] «[[κήπος]]». Η [[ετυμολογία]] της λ. <i>ἀλωὴ</i> θα [[πρέπει]] να ερμηνεύει και τις δύο διαφορετικές σημασίες της, δηλ. «[[αλώνι]]» και «[[κήπος]]», δεδομένου ότι και οι δύο αυτές σημασίες [[είναι]] [[εξίσου]] σπουδαίες και χρονικά συνυπάρχουν.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλως]], <b>αρχ.</b> <i>ἁλωεύς</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλωή:''' [ᾰ], Δωρ. [[ἀλωά]], <i>ἡ</i> ([[ἀλέω]]), Επικ. αντί [[ἅλως]],<br /><b class="num">I.</b> το [[δάπεδο]] του αλωνιού, <i>ἱερὰς κατ' ἀλωάς</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μεγάλην κατ' ἀλωήν</i>, <i>ἐϋκτιμένην κατ' ἀλ</i>., στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κήπος]], [[αμπέλι]], [[φυτεία]], βλ. [[γουνός]]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[threshing-floor]], [[garden]] (Il.), also [[halo]] (around sun and moon) (Arat.); also [[disk]] of sun or moon, of a shield.<br />Other forms: Besides [[ἅλως]], <b class="b3">-ω</b> also <b class="b3">-ωος</b> or <b class="b3">-ωνος</b>, recent [[ἄλων]]<br />Dialectal forms: Cypr. <b class="b3">ἄλουα κῆποι</b> H. (n. pl.?); Cypr. gen. [[alawo]] (= [[ἀλϜω]]?). Dor. [[αλος]] in Sicily, prob. from <b class="b2">*alwo-</b>.<br />Compounds: <b class="b3">μητρ-αλοίας</b> [[matricide]] (A.); Schwyzer 451: 4.<br />Derivatives: [[ἀλοάω]], [[ἀλοιάω]] (Il.) [[thresh]], [[slay]], epic <b class="b3">-οι-</b> [[for original length]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Maybe from <b class="b3">*ἀλωϜη</b>. [[ἅλως]] and the Cypr. forms might be from a hysterodynamic noun (type [[πάτρως]]) with nom. [[-ou-s]], acc. <b class="b2">-ou-m̥</b>, gen. [[-u-os]]; Beekes, Mnemosyne 24, 1972, 350-2. The root could be <b class="b2">*sl̥(H)-</b>. If Swed. [[lo]] is cognate, we might reconstruct <b class="b2">*h₂(e)l-</b>. Wrong Schwyzer 479:7: orig. [[round]], from PIE. <b class="b2">u̯el(u</b>)- [[wind]], which does not explain the Cyprian forms, nor the meaning [[garden]]. - Semantically we have prob. to think of a small piece of land near the farm, used for growing fruits and vegetables (garden) and for threshing; from threshing-floor > disk > halo; Ure, Class. Quart., 49, 1955, 255-230. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀλέω]]: epic for [[ἅλως]].]<br /><b class="num">I.</b> a threshing-[[floor]], ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.; μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ' ἀλ. Il.<br /><b class="num">II.</b> a [[garden]], [[orchard]], [[vineyard]], v. [[γουνός]]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἀλωή''': {alōḗ}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Tenne]], [[bebautes Land]], [[Garten]] (ep.), auch ‘Hof (um Sonne und Mond)’ (Arat.).<br />'''Derivative''': Daneben [[ἅλως]], Gen. -ω, auch -ωος und -ωνος, zu welch letzterem ein neuer seltener Nom. [[ἅλων]], [[Tenne]], auch [[Getreide auf der Tenne]] (Pap.), übertragen [[Rundung]] von verschiedenen Gegenständen (Schildrand, Sonnen- und Mondscheibe, Vogelnest, Sonnen- und Mondhof usw.; ion. att.). — Ableitungen: [[ἁλωεύς]] [[Landwirt]], [[Bauer]] (A. R., Arat., bei Hom. als Eigenname); [[ἁλωεινός]] (''AP'') und ἁλώϊος (Nik.) [[zur Tenne gehörig]], [[Ἁλωιάς]], Beiname der [[Δηώ]] (Nonn.). — [[ἁλωνία]] [[Tenne]], [[Getreide auf der Tenne]] (Pap., Ath. u. a.), Demin. [[ἁλώνιον]] (Gp., Hdn.); [[ἁλωνικός]] (Pap., ''Ed''. ''Diocl''.). Denom. [[ἁλωνεύομαι]] (App.), [[ἁλωνίζω]] (H.) [[auf der Tenne arbeiten]]. — Vom Vokalstamm abgeleitet [[ἀλοάω]], ep. [[ἀλοιάω]] [[dreschen]], [[zerschlagen]], auch als Hinterglied in [[πατραλοίας]] usw. (att. und spät, Schwyzer 451: 4). Davon [[ἀλοησμός]] [[Dreschen]], [[ἀλοητής]] [[Drescher]], [[ἀλόητρα]] pl. [[Drescherlohn]], sämtliche aus den Pap. bekannt. Auch [[ἀλοιητήρ]] [[Drescher]] (Nonnos, ''AP''), ἀλο(ί)ησις (''EM'', ''Gloss''.).<br />'''Etymology''': Herkunft unbekannt. Die kyprische Hesychglosse [[ἄλουα]]· κῆποι, womit kypr. ''a''.''la''.''vo'' (= ἀλϝω?) irgendwie zusammenhängt (Hoffmann Dial. 1, 71), läßt auf ein ursprüngliches *ἀλωϝη schließen, dessen Verhältnis zu [[ἅλως]] mehrdeutig ist; viell. ω aus ''ōu̯'' (Schwyzer 479: 7 mit A. 7). Nach Schwyzer l. c. eigentlich [[Rund]], zu idg. ''u̯el''(''u'')- [[winden]], aber dann müssen die kyprischen Wörter ausscheiden. Weitere, noch unsicherere Anknüpfungen bei Bq, WP. 2, 407f. m. Lit., bes. Solmsen Unt. 104ff. Auch semantisch sind [[ἀλωή]] und [[ἅλως]] noch der Erklärung bedürftig.<br />'''Page''' 1,82-83 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. ἀλωά, ἡ, (ἀλέωA, cf. Att. ἅλως) poet.:
I threshing-floor, ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.5.499; μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, 13.588, 20.496, cf. Hes.Op.597.
II more commonly, any prepared ground (cf. Sch.Od.1.193), garden, orchard, vineyard, etc., Il.5.90, Od.6.293, etc.: Ποσειδάωνος ἀ., i.e. sea, Opp. H.1.797.
III halo, of sun or moon, Arat.811,875.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἁλ- AP, Hsch.; chipr. ἄλουα Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1huerto, jardín νεοαρδέ' ἀλωήν Il.21.346, cf. 5.90, 9.534, Q.S.1.65, Nonn.D.17.83, AP 9.99 (Leon.), ἀλωαί· οἱ παράδεισοι Hsch.
•c. árboles, Theoc.25.30, A.R.3.158
•esp. viña, Il.18.561, Od.6.293, Theoc.1.46, cf. Hsch.s.u. ἀλωή
•trigal Theoc.7.34, cf. Hsch.s.u. ἀλωή.
2 era τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ Il.20.496, cf. Il.13.588, ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.5.499, εὐτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ Hes.Op.599, 806, cf. Sc.291, AP 7.532 (Isid.).
3 como complejo vitivinícola que incluye viña, lagar y pasero, Od.7.122.
II fig. Ποσειδάωνος ἀ. del mar, Opp.H.1.797.
III halo del sol o la luna, Arat.811, 877.
• Etimología: Ninguna de las propuestas es convincente, etim. desc.
French (Bailly abrégé)
selon d'autres ἀλῳή;
ῆς (ἡ) :
1 grange, aire à battre le grain;
2 jardin, vignoble.
Étymologie: pour *ϜαλοϜή, du th. ϜαλεϜ, de la R. Ϝαλ, moudre ; cf. ἄλευρον.
German (Pape)
ἡ, ion. und ep. für ἀλωά.
Russian (Dvoretsky)
ἀλωή: или ἁλῳή, дор. ἀλωά или ἁλῳά ἡ
1 гумно, ток (τριβέμεναι κρῖ ἐν ἀλωῇ Hom.);
2 пашня, нива или сад (πολύκαρπος ἀ. Hom.; ἀλωαὶ δενδρήεσσαι Theocr.): ἀ. οἰνόπεδος Hom. виноградник.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωή: [ᾰ], Δωρ. ἀλωά, ἡ, (ἀλέω, πρβλ. τὸ Ἀττ. ἅλως): λέξις ποιητ. 1) ἁλώνιον, ἱερὰς κατ’ ἀλωάς, Ἰλ. Ε. 499· μεγάλην κατ’ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ’ ἀλωήν, Ν. 588, Υ. 496, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597. ΙΙ. κῆπος, φυτεία, ἄμπελος, κτλ., Ἰλ. Ε. 90, Ὀδ. Ζ. 293, κτλ., ἴδε ἐν λ. γουνός: - Ποσειδάωνος ἀλοή, δηλ. ἡ θάλασσα, τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, Ὀππ. Ἁλ. 1. 797: πρβλ. ἄλσος. ΙΙΙ. ὁ φωτεινὸς κύκλος ὁ πέριξ τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης σχηματιζόμενος, «τὸ ἁλῶνι.» Ἄρατ. 810.
English (Autenrieth)
threshing-floor (area), Il. 20.496; also orchard or vineyard, Il. 18.561. See γουνός.
Greek Monolingual
ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως)
1. το αλώνι
2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας
3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία
4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι»
5. «Ποσειδάωνος ἀλωή» — η θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη δημιουργεί προβλήματα σχετικά με την ετυμολογική της προέλευση και την αρχική της σημασία. Στον Όμηρο απαντά με τη σημασία «τμήμα γης ισοπεδωμένο και καλλιεργημένο, κήπος, περιβόλι, αμπέλι», καθώς και «αλώνι». Στην κυπριακή διάλεκτο απαντά συνώνυμος τ. γενικής alawo «περιβόλι, αμπέλι», που αντιστοιχεί σε τ. ἀλFω. Η διαλεκτική αυτή λ. αποτελεί και γλώσσα του Ησυχίου (ἄλουα
κήποι, κύπριοι). Στη Σικελία εξάλλου απαντά τ. ἄλος «κήπος». Μετονοματικά παράγωγα της λ. ἀλωή είναι οι ρηματικοί τ. ἀλοάω και το επικ. ἀλοιάω «αλωνίζω». Η βράχυνση του θεματικού φωνήεντος -ω- έγινε για αποφυγή εσωτερικής χασμωδίας. Αντίστοιχος αττικός τ. της λ. ἀλωὴ είναι το ουσ. ἅλως, γεν. ἅλω και (αναλογικά) ἅλωος, αιτ. ἅλω, ἅλων και ἅλωα κ.λπ. Οι αττικόκλιτοι τ. πρέπει να είναι αρχαιότεροι. Μεταγενέστερα απαντά και τ. γεν. ἅλωνος (αναλογικός σχηματισμός), απ’ όπου προήλθε υποχωρητικά η ονομαστική ἅλων, η οποία χρησιμοποιείται σπάνια. Η λ. ἅλως σήμανε το «αλώνι» και γενικότερα την «κυκλική επιφάνεια», από όπου και η έννοια «επιφάνεια, φωτεινό περίγραμμα του φεγγαριού, του ήλιου κ.λπ.». Στην αρκαδική διάλεκτο η λ. απαντά και με τη σημασία «κήπος». Ετυμολογικά η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως και επομένως η αρχική της σημασία είναι αβέβαιη. Είναι πιθ. να ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλωFā, όπως φαίνεται και από τον κυπρ. τ. ἀλFω. Κατά τον Schwyzer η αρχική σημασία της λ. ήταν «στρογγυλός». Ο ίδιος θεωρεί ότι ο τ. ἀλωὴ ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα walōw- < wel(n)- «στρέφω, κυλίω», με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. εἰλύω «περιτυλίσσω, περιβάλλω», ἅλυσις. Σύμφωνα με αυτή την άποψη όμως η λ. ἀλωὴ δεν πρέπει να έχει καμιά σχέση με το κυπρ. ἀλFω «κήπος, περιβόλι», Επίσης με αυτό τον τρόπο δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί η χρήση του ουσ. ἀλωὴ στον Όμηρο με τη σημασία «κήπος». Η ετυμολογία της λ. ἀλωὴ θα πρέπει να ερμηνεύει και τις δύο διαφορετικές σημασίες της, δηλ. «αλώνι» και «κήπος», δεδομένου ότι και οι δύο αυτές σημασίες είναι εξίσου σπουδαίες και χρονικά συνυπάρχουν.
ΠΑΡ. ἅλως, αρχ. ἁλωεύς].
Greek Monotonic
ἀλωή: [ᾰ], Δωρ. ἀλωά, ἡ (ἀλέω), Επικ. αντί ἅλως,
I. το δάπεδο του αλωνιού, ἱερὰς κατ' ἀλωάς, σε Ομήρ. Ιλ.· μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ' ἀλ., στο ίδ.
II. κήπος, αμπέλι, φυτεία, βλ. γουνός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: threshing-floor, garden (Il.), also halo (around sun and moon) (Arat.); also disk of sun or moon, of a shield.
Other forms: Besides ἅλως, -ω also -ωος or -ωνος, recent ἄλων
Dialectal forms: Cypr. ἄλουα κῆποι H. (n. pl.?); Cypr. gen. alawo (= ἀλϜω?). Dor. αλος in Sicily, prob. from *alwo-.
Compounds: μητρ-αλοίας matricide (A.); Schwyzer 451: 4.
Derivatives: ἀλοάω, ἀλοιάω (Il.) thresh, slay, epic -οι- for original length.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Maybe from *ἀλωϜη. ἅλως and the Cypr. forms might be from a hysterodynamic noun (type πάτρως) with nom. -ou-s, acc. -ou-m̥, gen. -u-os; Beekes, Mnemosyne 24, 1972, 350-2. The root could be *sl̥(H)-. If Swed. lo is cognate, we might reconstruct *h₂(e)l-. Wrong Schwyzer 479:7: orig. round, from PIE. u̯el(u)- wind, which does not explain the Cyprian forms, nor the meaning garden. - Semantically we have prob. to think of a small piece of land near the farm, used for growing fruits and vegetables (garden) and for threshing; from threshing-floor > disk > halo; Ure, Class. Quart., 49, 1955, 255-230.
Middle Liddell
ἀλέω: epic for ἅλως.]
I. a threshing-floor, ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.; μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ' ἀλ. Il.
II. a garden, orchard, vineyard, v. γουνός.
Frisk Etymology German
ἀλωή: {alōḗ}
Grammar: f.
Meaning: Tenne, bebautes Land, Garten (ep.), auch ‘Hof (um Sonne und Mond)’ (Arat.).
Derivative: Daneben ἅλως, Gen. -ω, auch -ωος und -ωνος, zu welch letzterem ein neuer seltener Nom. ἅλων, Tenne, auch Getreide auf der Tenne (Pap.), übertragen Rundung von verschiedenen Gegenständen (Schildrand, Sonnen- und Mondscheibe, Vogelnest, Sonnen- und Mondhof usw.; ion. att.). — Ableitungen: ἁλωεύς Landwirt, Bauer (A. R., Arat., bei Hom. als Eigenname); ἁλωεινός (AP) und ἁλώϊος (Nik.) zur Tenne gehörig, Ἁλωιάς, Beiname der Δηώ (Nonn.). — ἁλωνία Tenne, Getreide auf der Tenne (Pap., Ath. u. a.), Demin. ἁλώνιον (Gp., Hdn.); ἁλωνικός (Pap., Ed. Diocl.). Denom. ἁλωνεύομαι (App.), ἁλωνίζω (H.) auf der Tenne arbeiten. — Vom Vokalstamm abgeleitet ἀλοάω, ep. ἀλοιάω dreschen, zerschlagen, auch als Hinterglied in πατραλοίας usw. (att. und spät, Schwyzer 451: 4). Davon ἀλοησμός Dreschen, ἀλοητής Drescher, ἀλόητρα pl. Drescherlohn, sämtliche aus den Pap. bekannt. Auch ἀλοιητήρ Drescher (Nonnos, AP), ἀλο(ί)ησις (EM, Gloss.).
Etymology: Herkunft unbekannt. Die kyprische Hesychglosse ἄλουα· κῆποι, womit kypr. a.la.vo (= ἀλϝω?) irgendwie zusammenhängt (Hoffmann Dial. 1, 71), läßt auf ein ursprüngliches *ἀλωϝη schließen, dessen Verhältnis zu ἅλως mehrdeutig ist; viell. ω aus ōu̯ (Schwyzer 479: 7 mit A. 7). Nach Schwyzer l. c. eigentlich Rund, zu idg. u̯el(u)- winden, aber dann müssen die kyprischen Wörter ausscheiden. Weitere, noch unsicherere Anknüpfungen bei Bq, WP. 2, 407f. m. Lit., bes. Solmsen Unt. 104ff. Auch semantisch sind ἀλωή und ἅλως noch der Erklärung bedürftig.
Page 1,82-83