μαραίνω: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[μαραίνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] ένα [[φυτό]] να χάσει τη θαλερότητα του, [[συντελώ]] στο να ξεραθεί ένα [[φυτό]] (α. «ο [[ήλιος]] μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να χάσει τη [[ζωτικότητα]] και τη [[φρεσκάδα]] του, [[φθείρω]], [[μαραζώνω]] (α. «[[πάντα]] μαραίνει ὁ [[θάνατος]]», Διήγ. Αχιλλ.<br />β. «[[κάλλος]] μὲν γὰρ ἤ [[χρόνος]] ἀνήλωσεν ἢ [[νόσος]] ἐμάρανε», Ισοκρ.<br />γ. «φθίνει γὰρ καὶ μαραίνεται νόσῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σβήνω]], [[κάνω]] να σβήσει [[κάτι]] που καίει (α. «ἀνθρακιήν δ' ἐμάρανε», Ύμν. Ερμ. β. «ἀτὰρ [[ἐπεὶ]] κατὰ πῡρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μαραίνομαι</i><br />α) [[εξασθενώ]], ελαττώνομαι, [[σβήνω]], εξαφανίζομαι<br />β) (για ποταμό) αποξηραίνομαι, ξεραίνομαι, [[στεγνώνω]]<br />γ) (για ανέμους και κύματα) [[κοπάζω]], [[ησυχάζω]], [[καταπαύω]]<br />δ) (για [[κρασί]]) [[χάνω]] τη δύναμή μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μαραίνω]] ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>mr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[πεθαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>morior</i> και λ. [[βροτός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. έχει το ίδιο θ. με το ρ. [[μάρναμαι]], ενώ ο ενεστ. [[μαραίνω]] έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα [[κηραίνω]], [[ἰαίνω]]. Η [[σύνδεση]] αυτή όμως προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, [[καθώς]] το ρ. [[μάρναμαι]] «[[πολεμώ]], [[μάχομαι]]» δεν έχει [[καμιά]] σημασιολογική [[συγγένεια]] με τις έννοιες του θανάτου και του μαρασμού του [[μαραίνω]]. Στον Όμηρο ο τ. <i>μαραίνομαι</i> λεγόταν για πεθαμένο από πνιγμό. Αργότερα το ρ. χρησιμοποιήθηκε με τη γενική σημ. του «φθείρομαι, [[φθίνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μάρανση]], [[μαρασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαραντικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαρανίσκομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μάραμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μαραίπους]]. (Β' συνθετικό) [[απομαραίνω]], [[καταμαραίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκμαραίνω]], [[προμαραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψυχομαραίνω]]].
|mltxt=(AM [[μαραίνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] ένα [[φυτό]] να χάσει τη θαλερότητα του, [[συντελώ]] στο να ξεραθεί ένα [[φυτό]] (α. «ο [[ήλιος]] μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να χάσει τη [[ζωτικότητα]] και τη [[φρεσκάδα]] του, [[φθείρω]], [[μαραζώνω]] (α. «[[πάντα]] μαραίνει ὁ [[θάνατος]]», Διήγ. Αχιλλ.<br />β. «[[κάλλος]] μὲν γὰρ ἤ [[χρόνος]] ἀνήλωσεν ἢ [[νόσος]] ἐμάρανε», Ισοκρ.<br />γ. «φθίνει γὰρ καὶ μαραίνεται νόσῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σβήνω]], [[κάνω]] να σβήσει [[κάτι]] που καίει (α. «ἀνθρακιήν δ' ἐμάρανε», Ύμν. Ερμ. β. «ἀτὰρ [[ἐπεὶ]] κατὰ πῡρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μαραίνομαι</i><br />α) [[εξασθενώ]], ελαττώνομαι, [[σβήνω]], εξαφανίζομαι<br />β) (για ποταμό) αποξηραίνομαι, ξεραίνομαι, [[στεγνώνω]]<br />γ) (για ανέμους και κύματα) [[κοπάζω]], [[ησυχάζω]], [[καταπαύω]]<br />δ) (για [[κρασί]]) [[χάνω]] τη δύναμή μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μαραίνω]] ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>mr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[πεθαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>morior</i> και λ. [[βροτός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. έχει το ίδιο θ. με το ρ. [[μάρναμαι]], ενώ ο ενεστ. [[μαραίνω]] έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα [[κηραίνω]], [[ἰαίνω]]. Η [[σύνδεση]] αυτή όμως προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, [[καθώς]] το ρ. [[μάρναμαι]] «[[πολεμώ]], [[μάχομαι]]» δεν έχει [[καμιά]] σημασιολογική [[συγγένεια]] με τις έννοιες του θανάτου και του μαρασμού του [[μαραίνω]]. Στον Όμηρο ο τ. <i>μαραίνομαι</i> λεγόταν για πεθαμένο από πνιγμό. Αργότερα το ρ. χρησιμοποιήθηκε με τη γενική σημ. του «φθείρομαι, [[φθίνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μάρανση]], [[μαρασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαραντικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαρανίσκομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μάραμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μαραίπους]]. (Β' συνθετικό) [[απομαραίνω]], [[καταμαραίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκμαραίνω]], [[προμαραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψυχομαραίνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰραίνω:''' μέλ. <i>μᾰρᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμάρᾱνα</i>· Παθ., μέλ. <i>μαρανθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμαράνθην</i>, παρακ. <i>μεμάρασμαι</i> ή <i>-αμμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σβήνω]] ή [[κατευνάζω]] [[πυρκαγιά]], σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., [[σβήνω]] [[σιγά]] [[σιγά]], [[εξασθενίζω]], λέγεται για [[πυρκαγιά]].<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., ὄψεις [[μαραίνω]], εξασθενεί η όραση των ματιών, σε Σοφ.· [[νόσος]] μαραίνει με, η [[ασθένεια]] με καταβάλλει, με εξασθενίζει, σε Αισχύλ.· λέγεται για χρόνο, πάντα [[χρόνος]] μαραίνει, σε Σοφ. — Παθ., [[εξασθενίζω]], κάμπτομαι, [[παρακμάζω]], [[πέφτω]] σε μαρασμό, σε Ευρ., Θουκ.· [[αἷμα]] μαραίνεται [[χερός]], σβήνει το [[αίμα]] από το [[χέρι]] μου, σε Αισχύλ.· λέγεται για [[ποτάμι]], αποξηραίνομαι, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰραίνω Medium diacritics: μαραίνω Low diacritics: μαραίνω Capitals: ΜΑΡΑΙΝΩ
Transliteration A: maraínō Transliteration B: marainō Transliteration C: maraino Beta Code: marai/nw

English (LSJ)

fut.

   A μᾰρᾰνῶ Orph.Fr.262, Epigr.Gr.854 (Delos): aor.1 ἐμάρᾱνα h.Merc.140, S.OT1328, etc.:—Med., aor. ἐμᾰρηνάμην (v. infr.):—Pass., fut. μᾰρανθήσομαι Ep.Jac.1.11, Gal.7.691: aor. ἐμᾰράνθην Il.9.212, Lyc.1231, etc.: pf. μεμάρασμαι Dsc.1.99, Luc.Anach. 25, μεμάραμαι (leg. -αμμ-) v.l. in Dsc. l.c., Plu.Pomp.31: 3sg. plpf. μεμάραντο Q.S.9.371:—quench fire, ἀνθρακιήν h.Merc.l.c.:—Pass., die away, go slowly out, of fire, φλὸξ ἐμαράνθη Il.l.c.; πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο 23.228, cf. AP5.4 (Stat. Flacc.): distd. from σβέννυσθαι as that which goes out of itself, Arist.Cael.305a11; of rays of light, Arat.862.    II later, in various senses, ὄψεις μ. quench the orbs of sight, S.l.c.; esp. waste, wither, [νόσος] μαραίνει με A.Pr.597 (lyr.); γῆρας ἁμὲ μαραῖνον ταριχεύει Sophr.54; κάλλος ἢ χρόνος ἀνάλωσεν ἢ νόσος ἐμάρανε Isoc.1.6; μάραινε [αὐτὸν] διώγμασι A.Eu.139; πίνος πλευρὰν μ. S.OC1260; πάνθ' ὁ μέγας χρόνος μ. Id.Aj.714 (lyr.), Philem.240; ἀδικία φθείρει [τὴν ψυχὴν] καὶ μ. Pl.R.609d:—Med., νέους ἐμαρήνατο δαίμων IG5(1).1355 (Abia):—Pass., waste away, καμάτοισι (v.l. ὑπὸ νούσοις) Emp.[156.3]; νόσῳ E.Alc.203; τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο Th.2.49, cf. Pl.Plt.270e; but also of a tumour, disappear, Hp.Epid.7.84; αἷμα . . μαραίνεται χερός blood dies away from my hand, A.Eu.280; of a river, dry up, Hdt.2.24; μ. ἡ κίνησις Arist. Pr.901a26; of a musical sound, die away, ib.921b15; τὸ νοεῖν μ. Id.de An.408b24; of winds and waves, abate, Plu.Pyrrh.15, Mar.37; of wine, lose its strength, Id.2.692d; κῦδος μαρανθέν Lyc.1231, cf. 1127; μ. ἀκμή, δύναμις, Plu.Fab.2, Caes.3; τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὀργῶν μεμαρασμένων Porph.Abst.3.26. (Perh. cf. Lat. morbus; signf. 11 may be the earlier in origin.)

Greek (Liddell-Scott)

μᾰραίνω: μέλλ. μᾰρᾰνῶ Ἀνθ. Π. παράρτημα 149: ἀόρ. α΄ ἐμάρᾱνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 140, Σοφ., κτλ.· - Μέσ., ἀόρ. ἐμαρηνάμην, ἴδε κατωτ. - Παθ., μέλλ. μαρανθήσομαι Γαλην., Καιν. Διαθ.: ἀόρ. ἐμᾰράνθην Ἰλ., καὶ παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις: πρκμ. μεμάρασμαι Λουκ. Ἀνάχ. 25· ἀλλὰ μεμάραμμαι παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 43, Πλουτ. Πομπ. 31· γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. μεμάραντο Κόϊντ. Σμ. 9. 371. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. μόρτος). Κυρίως, σβεννύω, σβύννω πῦρ, ἀνθρακιήν Ὁμ. Ὕμν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐκλείπω, σβύννομαι κατὰ μικρόν, ἐπὶ τοῦ πυρός, φλὸξ ἐμαράνθη Ἰλ. Ι. 212· πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο Ψ. 228, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 5, κ. ἀλλ.· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ σβέννυμαι, ἐν Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 6, 4. II. ἀκολούθως, ἐπὶ διαφόρων σχέσεων, πῶς ἔτλης τοιαῦτα σὰς ὄψεις μαρᾶναι; πῶς εἰμπόρεσες κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον νὰ σβύσῃς τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν σου; Σοφ. Ο. Τ. 1328· νόσος μαραίνει με, μὲ κάμνει νὰ ἐκλείπω, μὲ ἀφανίζει, μὲ «μαραίνει», Αἰσχύλ. Πρ. 597· κάλλοςχρόνος ἀνήλωσεν ἢ νόσος ἐμάρανε Ἰσοκρ. 2Β· μάραινε [αὐτὸν] διώγμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 139· οὕτως, ἐπὶ ἀμελίας, πίνος πλευρὰν μ. Σοφ. Ο. Κ. 1260· ἐπὶ χρόνου, πάνθ’ ὁ μέγας χρόνος μ. ὁ οὐτ. ἐν Αἴ. 714· ἀδικία φθείρει [τὴν ψυχὴν] καὶ μ. Πλάτ. Πολ. 609D· - Μέσ., νέους ἐμαρήνατο δαίμων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 478. 3. - Παθ., ἐκλείπω, φθείρομαι, ξηραίνομαι, ἀποθνήσκω, Λατ. marcescere, καμάτοισι Ἐμπεδ. 475· νόσῳ Εὐρ. Ἀλκ. 203· τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο Θουκ. 2. 49· αἷμα... μαραίνεται χερός, τὸ αἷμα ἐκλείπει ἐκ τῆς..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 280· ἐπὶ ποταμοῦ, ξηραίνομαι, «στεγνώνω», Ἡρόδ. 2. 24· μ. ἡ κίνησις Ἀριστ. Προβλ. 11. 20· ἐπὶ ἤχου μουσικοῦ, αὐτόθι 19. 42, 1· τὸ νοεῖν μ. ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 1. 4, 14· ἐπὶ ἀνέμων καὶ κυμάτων, κοπάζω, ἡσυχάζω, Πλουτ. Πύρρος 15, Μάρ. 37· ἐπὶ οἴνου, χάνω τὴν δύναμίν μου, ὁ αὐτ. 2. 692C· οὕτω, μ. ἀκμή, ῥώμη, δύναμις, λύπη ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 2. κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. μαρανῶ, ao. ἐμάρανα, pf. inus. ; Pass. ao. ἐμαράνθην, pf. μεμάραμμαι ou μεμάρασμαι;
consumer, détruire ; Pass. se consumer ; se flétrir.
Étymologie: R. Mαρ, se consumer, se flétrir ; cf. lat. morior, marceo.

English (Strong)

of uncertain affinity; to extinguish (as fire), i.e. (figuratively and passively) to pass away: fade away.

English (Thayer)

1future passive μαρανθήσομαι; from Homer, Iliad 9,212; 23,228 on; to extinguish (a flame, fire, light, etc.); to render arid, make to waste away, cause to wither; passive to wither, wilt, dry up (to waste away, consume away, perish (νόσῳ, Euripides, Alc. 203; τῷ λιμῷ, Josephus, b. j. 6,5, 1); equivalent to to have a miserable end: Buttmann, 52 (46)).

Greek Monolingual

(AM μαραίνω)
1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.)
2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του, φθείρω, μαραζώνω (α. «πάντα μαραίνει ὁ θάνατος», Διήγ. Αχιλλ.
β. «κάλλος μὲν γὰρ ἤ χρόνος ἀνήλωσεν ἢ νόσος ἐμάρανε», Ισοκρ.
γ. «φθίνει γὰρ καὶ μαραίνεται νόσῳ», Ευρ.)
αρχ.
1. σβήνω, κάνω να σβήσει κάτι που καίει (α. «ἀνθρακιήν δ' ἐμάρανε», Ύμν. Ερμ. β. «ἀτὰρ ἐπεὶ κατὰ πῡρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. μαραίνομαι
α) εξασθενώ, ελαττώνομαι, σβήνω, εξαφανίζομαι
β) (για ποταμό) αποξηραίνομαι, ξεραίνομαι, στεγνώνω
γ) (για ανέμους και κύματα) κοπάζω, ησυχάζω, καταπαύω
δ) (για κρασί) χάνω τη δύναμή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαραίνω ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα mr- της ΙΕ ρίζας mer- «πεθαίνω» (πρβλ. λατ. morior και λ. βροτός). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. έχει το ίδιο θ. με το ρ. μάρναμαι, ενώ ο ενεστ. μαραίνω έχει σχηματιστεί κατά τα κηραίνω, ἰαίνω. Η σύνδεση αυτή όμως προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, καθώς το ρ. μάρναμαι «πολεμώ, μάχομαι» δεν έχει καμιά σημασιολογική συγγένεια με τις έννοιες του θανάτου και του μαρασμού του μαραίνω. Στον Όμηρο ο τ. μαραίνομαι λεγόταν για πεθαμένο από πνιγμό. Αργότερα το ρ. χρησιμοποιήθηκε με τη γενική σημ. του «φθείρομαι, φθίνω».
ΠΑΡ. μάρανση, μαρασμός
αρχ.
μαραντικός
μσν.
μαρανίσκομαι
νεοελλ.
μάραμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μαραίπους. (Β' συνθετικό) απομαραίνω, καταμαραίνω
αρχ.
εκμαραίνω, προμαραίνω
νεοελλ.
ψυχομαραίνω].

Greek Monotonic

μᾰραίνω: μέλ. μᾰρᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐμάρᾱνα· Παθ., μέλ. μαρανθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμαράνθην, παρακ. μεμάρασμαι ή -αμμαι·
I. σβήνω ή κατευνάζω πυρκαγιά, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., σβήνω σιγά σιγά, εξασθενίζω, λέγεται για πυρκαγιά.
II. μεταφ., ὄψεις μαραίνω, εξασθενεί η όραση των ματιών, σε Σοφ.· νόσος μαραίνει με, η ασθένεια με καταβάλλει, με εξασθενίζει, σε Αισχύλ.· λέγεται για χρόνο, πάντα χρόνος μαραίνει, σε Σοφ. — Παθ., εξασθενίζω, κάμπτομαι, παρακμάζω, πέφτω σε μαρασμό, σε Ευρ., Θουκ.· αἷμα μαραίνεται χερός, σβήνει το αίμα από το χέρι μου, σε Αισχύλ.· λέγεται για ποτάμι, αποξηραίνομαι, σε Ηρόδ.