λαιμός: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαιμός:''' -οῦ, ὁ, [[λαιμός]], [[λαρύγγι]], [[οισοφάγος]], σε Όμηρ., Ευρ.
|lsmtext='''λαιμός:''' -οῦ, ὁ, [[λαιμός]], [[λαρύγγι]], [[οισοφάγος]], σε Όμηρ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμός:''' <b class="num">I</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. горло, глотка Hom., Eur., Arph., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> горлышко, шейка (κύτους Anth.).<br />Men. = [[λαμυρός]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμός Medium diacritics: λαιμός Low diacritics: λαιμός Capitals: ΛΑΙΜΟΣ
Transliteration A: laimós Transliteration B: laimos Transliteration C: laimos Beta Code: laimo/s

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A throat, gullet, in Hom. always of men, βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα Il.13.388; τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν . . βάλεν ἰῷ Od.22.15; οὔ πως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις Il.19.209; λ. ἀπαμήσειε 18.34: metaph., neck of a bottle, AP 9.232 (Phil.): also in pl., E.Ph.1092; so of animals, Id.Supp.1201, Ar.Av.1560.—Rare in early Prose, as Hp.Cord.2, but commoner later, as Luc.Nigr.16, Gal.15.656, Porph.Marc.33, Jul.Or.6.193b.
λαιμός (B), ή, όν,

   A = λαμυρός 11, Heraclit.Incred.2 (cj.), Hsch.: neut. pl. as Adv., λαιμὰ βακχεύειν impudently, Men.106.

German (Pape)

[Seite 7] όν, = λαμυρός, Men., s. Mein. p. 41. 455. ὁ (λαω, vgl. λάμος), Kehle, Schlund, Gurgel, βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα, Il. 13, 387, λαιμὸν ἀποτέμνειν, 18, 34, οὔπως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις, 19, 209; λαιμοὺς τεμών, Ar. Av. 1560; u. im plur., λαιμῶν ἐξάψει βρόχον, Eur. Ion 106; auch von Thieren, λαιμοὺς τρεῖς τριῶν μήλων τεμών, Suppl. 1201, wie Ap. Rh. 3, 1208; selbst von Gefäßen, λ. κύτους Philp. 58 (IX, 232). – Einzeln in sp. Prosa, wie Luc. hist. conscrib. 25 Nigr. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gorge, gosier.
Étymologie: R. Λα, engloutir, absorber, dévorer.

English (Autenrieth)

throat, gullet. (Il.)

Greek Monolingual

(I)
ο, στον πληθ. και, ετερογενώς, τα λαιμά (AM λαιμός)
1. το τμήμα του σώματος τών σπονδυλοζώων που ενώνει το κεφάλι με τους ώμους και το στήθος και του οποίου ο σκελετός σχηματίζεται από τους αυχενικούς σπονδύλους («ὁ δέ μιν φθάμενος βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα», Ομ. Ιλ.)
2. το εσωτερικό μέρος αυτού του τμήματος του σώματος, που περιλαμβάνει τμήματα από όργανα του αναπνευστικού και του πεπτικού συστήματος, όπως είναι ο λάρυγγας, ο φάρυγγας, οι αμυγδαλές (α. «μέ πονούν τα λαιμά μου» β. «οὔπως ἄν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις», Ομ. Ιλ.)
3. το στενότερο άνω τμήμα δοχείου ή φιάλης («ο λαιμός της στάμνας»)
νεοελλ.
1. το μπροστινό μέρος του λαιμού, σε αντιδιαστολή με τον τράχηλο, τον αυχένα
2. το γύρω από τον λαιμό στενό μέρος του ρούχου, το περιλαίμιο («ο λαιμός του φορέματος είναι στενός και δεν μού μπαίνει»)
3. μαθ. ο γεωμετρικός τόπος τών κεντρικών σημείων τών γενετειρών τών ευθειογενών επιφανειών, αλλ. γραμμή σύσφιγξης
4. βοτ. α) το άνω λεπτό μέρος του αρχεγονίου διά μέσου του οποίου διέρχεται το ανθηρίδιο για να φθάσει στο ωοκύτταρο
β) το μέρος του φυτού που ενώνει τη ρίζα με τον βλαστό και που, πρακτικά, αντιστοιχεί με το τμήμα που εφάπτεται στο έδαφος
5. εδαφική διαμόρφωση που μοιάζει με λαιμό («ο λαιμός της Βουλιαγμένης»)
6. το τμήμα του κορμού του κίονος που βρίσκεται κάτω από το κιονόκρανο
7. ναυτ. α) το ανώτατο τμήμα της στήλης ιστού που τή συνδέει με το επιστήλιο, κυ. κολομπίρι
β) το τμήμα του κορμού της άγκυρας από το οποίο αρχίζουν οι βραχίονες
8. φρ. α) «δεν πάει να κόψει τον λαιμό του» ή «ας κόψει τον λαιμό του» — λέγεται από εκείνον που αδιαφορεί για ό,τι πρόκειται να κάνει ή να πάθει κάποιος
β) «μέ πήρε στον λαιμό του» — έγινε αίτιος να πάθω μεγάλο κακό
γ) «μού κάθεται στον λαιμό» — μού προξενεί αντιπάθεια και αγανάκτηση
δ) «έβγαλα τον λαιμό μου να σέ φωνάζω» — σε φωνάζω τόσες ώρες ώστε βράχνιασα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τα λαιδρός, λαιός «αριστερός» ή λαμυρός, λάμια δεν φαίνεται πιθ.
ΠΑΡ. αρχ. λαιμάσσω, λαιμίζω, λαιμώσσω
(αρχ. μσν.) λαιμώ
νεοελλ.
λαιμαριά, λαιμικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαίμαργος, λαιμητόμος
αρχ.
λαιμοδακής, λαιμοπέδη λαιμόρρυτος, λαιμότμητος, λαιμοτόμας, λαιμότομος, λαιμοτόμος
νεοελλ.
λαιμόδεσμος, λαιμοδέτης, λαιμόδετος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. άλαιμος, γυμνόλαιμος, κοντόλαιμος, μακρόλαιμος, μικρόλαιμος, πονόλαιμος, χοντρόλαιμος].———————— (II)
λαιμός, -ή, -όν (Α)
1. λαίμαργος, αδηφάγος
2. αναιδής, αναίσχυντος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λαιμά
με αναίδεια, αναίσχυντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός του λαιμώ].

Greek Monotonic

λαιμός: -οῦ, ὁ, λαιμός, λαρύγγι, οισοφάγος, σε Όμηρ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λαιμός: I
1) тж. pl. горло, глотка Hom., Eur., Arph., Luc.;
2) горлышко, шейка (κύτους Anth.).
Men. = λαμυρός.