περιτίθημι: Difference between revisions

From LSJ
(3b)
(nl)
Line 39: Line 39:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιτίθημι:''' (aor. 1 περιέθηκα, aor. 2 περιέθην; Hom. только in tmesi) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> накладывать кругом (ξυλα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> надевать (κυνέην τινί Her.; χλαμύδα τινί NT); med. надевать на себя ([[ξίφος]] ὤμῳ Hom.; στρεπτόν Xen.; στέφανον Eur.);<br /><b class="num">3)</b> строить кругом (φραγμὸν τῷ ἀμπελῶνι NT);<br /><b class="num">4)</b> прибавлять, приставлять: τοῖς ἄλλοις φωνήεσι ἄλλα γράμματα π. Plat. добавлять к другим гласным (за исключением ε, υ, ο, ω) другие буквы (для образования их алфавитных наименований);<br /><b class="num">5)</b> придавать, сообщать ([[μέγεθος]] καὶ [[κάλλος]] π. τινί Arst.);<br /><b class="num">6)</b> налагать, навязывать (τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἓλλησι Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> давать, передавать (βασιληΐην τινί Her.; τὸν κάλλιστον [[ὄνομα]] τῇ πόλει Thuc.): π. ἀτιμίαν τινί Thuc. наносить кому-л. оскорбление; τὴν ἐλευθερίην π. τινί Her. даровать кому-л. свободу; π. στρατηγίαν τινί Polyb. возложить на кого-л. командование;<br /><b class="num">8)</b> приписывать (ἐπιστήμην τινι Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> перен. облекать: π. πίστιν τινί Aeschin. облечь кого-л. (своим) доверием; π. τινὰ ὕβρει Diog. L. преисполнить кого-л. гордостью.
|elrutext='''περιτίθημι:''' (aor. 1 περιέθηκα, aor. 2 περιέθην; Hom. только in tmesi) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> накладывать кругом (ξυλα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> надевать (κυνέην τινί Her.; χλαμύδα τινί NT); med. надевать на себя ([[ξίφος]] ὤμῳ Hom.; στρεπτόν Xen.; στέφανον Eur.);<br /><b class="num">3)</b> строить кругом (φραγμὸν τῷ ἀμπελῶνι NT);<br /><b class="num">4)</b> прибавлять, приставлять: τοῖς ἄλλοις φωνήεσι ἄλλα γράμματα π. Plat. добавлять к другим гласным (за исключением ε, υ, ο, ω) другие буквы (для образования их алфавитных наименований);<br /><b class="num">5)</b> придавать, сообщать ([[μέγεθος]] καὶ [[κάλλος]] π. τινί Arst.);<br /><b class="num">6)</b> налагать, навязывать (τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἓλλησι Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> давать, передавать (βασιληΐην τινί Her.; τὸν κάλλιστον [[ὄνομα]] τῇ πόλει Thuc.): π. ἀτιμίαν τινί Thuc. наносить кому-л. оскорбление; τὴν ἐλευθερίην π. τινί Her. даровать кому-л. свободу; π. στρατηγίαν τινί Polyb. возложить на кого-л. командование;<br /><b class="num">8)</b> приписывать (ἐπιστήμην τινι Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> перен. облекать: π. πίστιν τινί Aeschin. облечь кого-л. (своим) доверием; π. τινὰ ὕβρει Diog. L. преисполнить кого-л. гордостью.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-τίθημι om... heen plaatsen, opzetten; ook med..; περίθου τὸν στέφανον zet de krans op je hoofd Aristoph. Eccl. 131; overdr. verlenen, toewijzen:. αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν mochten de goden mij zo grote kracht verlenen Od. 3.205; περιθεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληΐην iemand anders het koningschap toewijzen Hdt. 1.129.4.
}}
}}

Revision as of 07:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτίθημι Medium diacritics: περιτίθημι Low diacritics: περιτίθημι Capitals: ΠΕΡΙΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: peritíthēmi Transliteration B: peritithēmi Transliteration C: peritithimi Beta Code: periti/qhmi

English (LSJ)

   A place or put round, put on, περὶ δὲ ξύλα θῆκαν Od. 18.308; δέραισι περθέτω (Aeol.) . . ὐποθύμιδας Alc.36 ; π. κυνέην τινί Hdt.2.162 ; στεφάνους τινί Id.6.69 ; πιλίδια περὶ τὴν κεφαλήν Pl.R. 406d; χρυσόν ib.420e ; φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις π. γράμματα attach letters to... Id.Cra.393e, cf. 414c ; π. σφαῖραν Arist.Cael.285b3; σκληρὸν περὶ τὸ σαρκῶδες περιέθηκεν ἡ φύσις Id.PA685a8 ; δέρματα ἐπὶ τοὺς βραχίονας LXX Ge.27.16 ; περίβολον τῷ τεμένει IG12(9).906.7 (Chalcis, iii A. D.):—Med., put round oneself, put on, περὶ δὲ τρυφάλειαν . . κρατὶ θέτο Il.19.381 ; περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμῳ Od.2.3,4.308; περθέμενον χλάμυν (Aeol. for περι-) prob. in Sapph.64 ; π. στέφανον E.Med.984 (lyr.), cf. Ar.Th.380, al.; στρεπτόν X.Cyr.2.4.6 ; σκευήν Pl.Cri.53d ; δακτύλιον Id.R.360b ; βασιλείαν OGI90.44 (Rosetta, ii B.C.); διάδημα αὐτὸς περιεθήκατο App.Mith.67.    II metaph., bestow, confer upon, π. τινὶ βασιληΐην, κράτος, ἐλευθερίην, Hdt.1.129, 3.81, 142, Simon.100; πόλει τὸ κάλλιστον ὄνομα, τινὶ δόξαν, Th.4.87, Isoc.5.149, etc.; π. τινὶ ὄνειδος, ἀτιμίαν, put reproach, dishonour upon him, Antipho 5.18, Th.6.89 ; πίστιν τισί Aeschin.2.103 ; συμφοράν Antipho 2.3.1 ; Μηδικὴν ἀχὴν τοῖς Ἕλλησι put the Median yoke round their necks, Th.8.43 ; ὁ πυκτικὸς . . οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην π. does not prescribe... Arist.EN1180b11 ; τῇ Ἀθηνᾷ τὴν τέχνην ascribe, Id.Pol.1341b8 ; [ταῖς πράξεσι] μέγεθος π. καὶ κάλλος Id.Rh.1368a29 :— Med., assume, ἰσχὺν ἑαυτῷ Democr.252 ; σχῆμα ἀλλότριον Arr.Epict. 2.19.28.    2 reversely, π. τινὰ ὕβρει envelop him with... D.L.6.33.

German (Pape)

[Seite 596] (s. τίθημι), herumsetzen, -stellen, -legen, anziehen, beilegen, verleihen, τινί τι; Hom. nur in tmesi, wie man z. B. Od. 2, 3 περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμῳ erklärt; med. sich aufsetzen, στέφανον περιθέσθαι, Eur. Med. 984; – περιθεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληΐην, Her. 1, 129. 3, 81; auch τὴν ἐλευθερίην ὑμῖν περιτίθημι, 3, 142; vgl. ἐμοὶ δὲ ἀτιμίαν περιέθετε, Thuc. 6, 89; ἀντ' ἐλευθερίας Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι περιθεῖναι, auflegen, 8, 43; und eigentlich κυνέην τινί, Her. 2, 162; πιλίδια περὶ τὴν κεφαλην περιτιθείς, Plat. Rep. III, 406 d; στέφανον σοὶ περιθήσω, Alc. II, 151 a; med., σκευήν τινα περιθέμενος, Crit. 53 d; – μέγεθος τοῖς μικροῖς περιθεῖναι, Isocr. 4, 9; τινὶ στρατηγίαν, Pol. 2, 36, 3; βασιλείαν, 4, 81, 4; τοῦτο περιτιθέασιν οἱ συγγραφεῖς Ἀννίβᾳ, 3, 48, 4, sie schreiben es ihm zu; Luc. vrbdt τοιαῦτά σοι περιθήσω τὰ γνωρίσματα, Somn. 11.

Greek (Liddell-Scott)

περιτίθημι: μέλλ. -θήσω· ἀόρ. α΄ περιέθηκα, ας, ε κτλ. (ὁ πλ. καὶ ἐκ τοῦ ἀορ. β΄ περιέθεμεν κτλ.), προστ. περίθες. Τίθημί τι περί τι, περὶ δὲ ξύλα θῆκαν Ὀδ. Σ. 308· π. κυνέην τινὶ Ἡρόδ. 2. 162· στέφανόν τινι ὁ αὐτ. 6. 69· πιλίδιον περὶ τὴν κεφαλὴν Πλάτ. Πολ. 406D· χρυσὸν αὐτόθι 420Ε· τοῖς φωνήεσί τε καὶ τοῖς ἀφώνοις... περιτιθέντες ἄλλα γράμματα λέγομεν, συνάπτοντες ἄλλα γράμματα προφέρομεν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 393Ε, 414C· π. τοῖς σχήμασι σφαῖραν Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 2, 11· σκληρὸν περιέθηκεν ἡ φύσις περὶ τὸ σαρκῶδες ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 8. ― Μέσ., τίθημι περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, φορῶ, περὶ δὲ τρυφάλειαν... κρατὶ θέτο Ἰλ. Τ. 381· περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ’ ὤμῳ Ὀδ. Β. 3, Δ. 308· περθέμενον χλάμυν (Αἰολ. ἀντὶ περι-) Σαπφὼ 68 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Seidl) π. στέφανον Εὐρ. Μήδ. 984, Ἀριστοφ. Θεσμ. 380, κ. ἀλλ.· στρεπτὸν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 6· σκευὴν Πλάτ. Κρίτων 53D· δακτύλιον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 360Β· διάδημα αὐτὸς περιεθήκατο Ἀππ. Μιθρ. 67. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ περιβάλλω, παρέχω, χορηγῶ, ἐπιδαψιλεύω, π. τινὶ βασιληίην, ἐλευθερίην, κράτος Ἡρόδ. 1. 129., 3. 81, 142, Σιμων. 97· τὸ κάλλιστον ὄνομα, δόξαν, ἀξίωμα, κτλ., Θουκ. 4. 87, Ἰσοκρ. 112C, κτλ.· π. τινὶ ὄνειδος, ἀτιμίαν, Ἀντιφῶν 131. 32, Θουκ. 6. 89· πίστιν τινὶ Αἰσχίν. 41. 31· συμφορὰν Ἀντιφῶν 118. 3· π. τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησιν, ἐπιβάλλω τὸν Μηδικὸν ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτῶν, Θουκ. 8. 43· ὁ πυκτικός... οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην π., δὲν προδιαγράφει, δὲν ἐφαρμόζει…, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10, 9, 15· π. ἐπιστήμην τινί, ἀποδίδω, ἀπονέμω, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 6, 14· [ταῖς πράξεσι] μέγεθος π. καὶ κάλλος ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 9, 40· ― Μέσ., ἀναλαμβάνω, ὑποδύομαι, σχῆμα ἀλλότριον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28. 2) τἀνάπαλιν, π. τινὰ ὕβρει, περιβάλλω..., Διογ. Λ. 6. 33.

French (Bailly abrégé)

ao. περιέθηκα, etc.
mettre autour, appliquer, attribuer : τί τινι qch à qqn;
Moy. περιτίθεμαι mettre sur soi tout autour (du corps, de la tête) : τι se ceindre ou se revêtir de qch (une couronne, un collier, etc.).
Étymologie: περί, τίθημι.

English (Autenrieth)

aor. opt. περιθεῖεν: place around; fig., δύναμίν τινι, ‘bestow,’ ‘invest with,’ Od. 3.205†.

Spanish

poner alrededor, ponerse alrededor del cuello

English (Strong)

from περί and τίθημι; to place around; by implication, to present: bestow upon, hedge round about, put about (on, upon), set about.

English (Thayer)

3rd person plural περιτιθέασιν (ἐπιτίθημι); 1st aorist περιέθηκα; 2nd aorist participle περιθείς, περιθέντες; from Homer down;
a. properly, to place around, set about, (cf. περί, III:1): τίνι τί, as φραγμόν τῷ ἀμπελῶνι, to put a garment on one, στέφανον, put on (encircle one's head with) a crown, Plato, Alcib. 2, p. 151a.); τί τίνι, to put or bind one thing around another, τίνι τί, to present, bestow, confer, a thing upon one (so in classical Greek from Herodotus down, as ἐλευθερίαν, Herodotus 3,142; δόξαν, Demosthenes, p. 1417,3; see Passow, ii, p. 881 f; (Liddell and Scott, under the word, II.); τό ὄνομα, Thucydides 4,87): τιμήν, Esther 1:20.

Greek Monolingual

ΜΑ τίθημι
μσν.
θέτω προς εξέταση, μελέτη
αρχ.
1. τοποθετώ ολόγυρα, βάζω γύρω γύρω
2. περιβάλλω
3. επιθέτω, προσθέτω
4. ενώνω, συνάπτω
5. επισυνάπτω σε διάφορα σημεία ενός όλου
6. προσδένω
7. επιφέρω
8. παρέχω
9. επιθέτω, επιβάλλω
10. χρεώνω στον λογαριασμό κάποιου
11. (με κακή σημ.) προσάπτω
12. μτφ. α) παρέχω, δίνω χορηγώ
β) εκμεταλλεύομαι, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο
13. μέσ. α) περιβάλλομαι, φορώ
β) αναλαμβάνω, υποδύομαι
γ) εξαρτώ, κρεμώξίφος περιτίθεμαι ὤμῳ» — κρεμώ ξίφος από τον ώμο μου, Ομ. Οδ.)
14. φρ. α) «περιτίθημι χρυσόν» — περιβάλλω με χρυσό, επιχρυσώνω
β) «στέφανον [ή στεφάνους] περιτίθημί τινι» — στεφανώνω
γ) «περιτίθημί τινα ὕβρει» — βρίζω κάποιον, φέρομαι προσβλητικά σε κάποιον.

Greek Monotonic

περιτίθημι: μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ περιέθηκα, αόρ. βʹ προστ. περίθες·
I. τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι άλλο, σε Ομήρ. Οδ.· περιτιθέναι τί τινι, σε Ηρόδ. — Μέσ., τοποθετώ γύρω μου, περιβάλλω, σε Όμηρ., Ευρ.
II. μεταφ. όπως το περιβάλλω, παραχωρώ, χορηγώ, επιδαψιλεύω, περιτίθημί τινι βασιληΐην ἐλευθερίην, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, περιτίθημι τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι, επιβάλλω τη Μηδική εξουσία ως ζυγό γύρω από το λαιμό των Ελλήνων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιτίθημι: (aor. 1 περιέθηκα, aor. 2 περιέθην; Hom. только in tmesi) тж. med.
1) накладывать кругом (ξυλα Hom.);
2) надевать (κυνέην τινί Her.; χλαμύδα τινί NT); med. надевать на себя (ξίφος ὤμῳ Hom.; στρεπτόν Xen.; στέφανον Eur.);
3) строить кругом (φραγμὸν τῷ ἀμπελῶνι NT);
4) прибавлять, приставлять: τοῖς ἄλλοις φωνήεσι ἄλλα γράμματα π. Plat. добавлять к другим гласным (за исключением ε, υ, ο, ω) другие буквы (для образования их алфавитных наименований);
5) придавать, сообщать (μέγεθος καὶ κάλλος π. τινί Arst.);
6) налагать, навязывать (τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἓλλησι Thuc.);
7) давать, передавать (βασιληΐην τινί Her.; τὸν κάλλιστον ὄνομα τῇ πόλει Thuc.): π. ἀτιμίαν τινί Thuc. наносить кому-л. оскорбление; τὴν ἐλευθερίην π. τινί Her. даровать кому-л. свободу; π. στρατηγίαν τινί Polyb. возложить на кого-л. командование;
8) приписывать (ἐπιστήμην τινι Polyb.);
9) перен. облекать: π. πίστιν τινί Aeschin. облечь кого-л. (своим) доверием; π. τινὰ ὕβρει Diog. L. преисполнить кого-л. гордостью.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-τίθημι om... heen plaatsen, opzetten; ook med..; περίθου τὸν στέφανον zet de krans op je hoofd Aristoph. Eccl. 131; overdr. verlenen, toewijzen:. αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν mochten de goden mij zo grote kracht verlenen Od. 3.205; περιθεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληΐην iemand anders het koningschap toewijzen Hdt. 1.129.4.