λεία: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[spoils]], [[especially of plundered cattle]], [[of war]], [[of hunting]], also [[cattle]], [[herd]] (cf. Edgerton AmJPh 46, 177f.).<br />Other forms: (Att.), Ion. [[ληΐη]], Dor. (Pi. O. 10, 44) [[λᾳα]] f.; besides [[ληΐς]] (Dor. [[λαΐς]]), <b class="b3">-ίδος</b> f. (Il.)<br />Compounds: Compp., e. g. <b class="b3">λε-ηλατέω</b> <b class="b2">drive away loot, esp. cattle</b> (Hdt., S., E., X.; after <b class="b3">βο-</b>, <b class="b3">ἱππ-ηλατέω</b> etc. from <b class="b3">βο-</b>, <b class="b3">ἱππ-ηλά-της</b>) with <b class="b3">λεηλασ-ία</b>, <b class="b3">-ίη</b> (X., A. R.), <b class="b3">-άτησις</b> (Aen. Tact.); <b class="b3">ἀγε-λείη</b> f. surn. of Athena [[who drives on loot]], [[provides]] (Il.).<br />Derivatives: [[ληϊάς]] f. [[the seized]], [[captured]] (Υ 193, A. R.); <b class="b3">ληϊ̃τις</b> f. [[ἀγελείη]]' (K 460; after the nom. in <b class="b3">-ῖτις</b>), [[ληϊάς]]' (A. R., Lyc.); [[ληΐδιος]] [[belonging to the loot]], [[captured]] (AP, APl.). Denominat. verb [[ληΐζομαι]], [[λεΐζομαι]] [[make spoils]], [[plunder]] (Il.) with several nouns: 1. [[ληϊστός]], [[λεϊστός]] to [[be caried off as booty]] (I 406, 408; Ammann <b class="b3">Μνήμης χάριν</b> 1, 14); 2. [[ληϊστύς]] f. [[making booty]], [[plundering]] `(Hdt. 5, 6; Porzig Satzinhalte 182); 3. <b class="b3">*ληισμός</b> in <b class="b3">λῃ(ι)σμαδία αἰχμάλωτος</b>, [[λεληισμένη]] H. - 4. [[ληϊστήρ]], [[λῃστήρ]] m. [[plunderer]], [[pirate]], f. [[λῄστειρα]] (Ael.), [[λῃστρίς]] (D., Herod.), with [[λῃστρικός]] [[plundering]] (IA.; cf. <b class="b3">λῃστ-ικός</b> below), <b class="b3">λῃστή-ριον</b>, Dor. <b class="b3">λᾳσ-</b> <b class="b2">gang of robbers, ...nest, robbery</b> (Att., Cret.), [[λᾳστήριοι]] pl. [[pirate]] (hell. poetry); 5. [[ληΐστωρ]], <b class="b3">λῄσ-</b> <b class="b2">id.</b> (ο 427); 6. [[ληϊστής]], <b class="b3">λῃσ-</b>, <b class="b3">λᾳσ-</b> <b class="b2">id.</b> (IA.) with [[λῃστικός]] (often interchanged with [[λῃστρικός]]), [[λῃστεύω]] [[rob]], [[plunder]] with [[λῃστεία]] [[robbery]] (Att.). Attempt to distinguish [[ληΐστωρ]] from [[ληϊστήρ]], [[λῃστεία]] from [[ληϊστύς]] semantically by Benveniste Noms d'agent 30, 37, 69.<br />Origin: IE [Indo-European] [655] <b class="b2">*leh₂u-</b> [[plunder]]<br />Etymology: The abstract [[λεία]], [[ληΐη]] from <b class="b3">*λαϜ-ία</b> and the <b class="b3">ιδ-</b>derivation [[ληΐς]] from <b class="b3">*λαϜ-ίδ-</b> which stands beside it (not with Bechtel Lex. 215 after Fraenkel old <b class="b2">ī-</b>stem because of <b class="b3">ληϊ̃τις</b>, s. v.) can go back either on a noun <b class="b3">*λαϜ</b>(<b class="b3">-ο</b>)- v. t. or directly on a verb, which with zero-grade is supposed in <b class="b3">ἀπο-λαύω</b>; s. v., and Pok. 655. S. further [[λαρός]] and [[λήϊον]].<br />See also: S. noch [[λαρός]] und [[λήϊον]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:00, 20 August 2022
English (LSJ)
(A), ἡ, (λεῖος) A tool for smoothing stone, S.Fr.531. II v.λαιαί.
λεία (B), Ion. ληΐη, Dor. λᾴα (Pi.O.10(11).44), ἡ, A booty, plunder, freq. in Hdt. (v. infr.), etc. (Hom. and Hes. always use ληΐς); especially of cattle, opp. ἄνθρωποι, Pi.l.c., Th.2.94 (v. infr. 4); λείας ἀπαρχὴν βοῦς S.Tr.761, cf. Aj.54, 145 (anap.): pl., ἐφθαρμένας εὑρίσκομεν λείας ἁπάσας ib.26; rarely of persons, ἀγόμεθα λεία E.Tr.614; prey of hunters, Id.Rh.326: generally, booty, Th.8.3, X.HG1.2.4, 1.3.2; τοὺς λοιποὺς ληΐην θέσθαι give them up as plunder, Hdt.4.202; λείαν ποιεῖσθαι τὴν χώραν, = λεηλατεῖν τὴν χώραν, Th.8.41; λείαν ἄγειν X.Cyr.5.3.1; ἐπὶ λείαν ἐκπορεύσονται Id.An.5.1.8, etc.; κατὰ ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152: pl., διεσκεδασμένοι κατὰ τὰς ἰδίας λείας X.HG1.2.5: prov., Μυσῶν λεία, of anything that may be plundered with impunity, Stratt.35, D.18.72, Arist.Rh.1372b33. 2 plunder (as an act), ζῶσι ἀπὸ ληΐης καὶ πολέμου Hdt.4.103. 3 stolen property, τὴν λ. ἀποδοῦναι PCair.Zen.145.16 (iii B.C.), cf. PSI4.438.10-13 (iii B.C.). 4 flocks and herds, cattle, ἀπογραφὴ λείας PHib.1.33.2 (iii B.C.), cf. PPetr.3p.279 (iii B.C.), BGU1012 (ii B.C.), D.S.19.21, 97; ἀτέλεια τῆς λ. OGI748.9 (Cyzic., iii B.C.). (Lit. the people's property, cf. Lat. populari 'plunder'.)
German (Pape)
[Seite 23] ἡ, 1) nach Poll. 7, 118 ein Werkzeug der Steinhauer. – 2) λεῖαι = λέαι, Poll. 7, 36. Uebh. Gewicht, Hero. ἡ, ion. ληΐη u. ληΐς, die m. s., Beute, bes. erbeutetes Vieh, geraubte Menschen; λείας ἀπαρχὴν βοῦς Soph. Trach. 758, u. ä. ἐφθαρμένας εὑρίσκομεν λείας ἁπάσας, das geraubte Vieh, Ai. 26, vgl. 54, u. Δαναῶν βοτὰ καὶ λείαν verbunden, 145; von Menschen, ἀγόμεθα λεία σὺν τέκνῳ, Eur. proad. 610; Thuc. vrbdt καὶ ἀνθρώπους καὶ λείαν λαβόντες, 2, 94; λείαν ἄγειν, Xen. Cyr. 5, 3, 1 u. Sp., πολλῇ λείᾳ θρεμμάτων καὶ ἀνδραπόδων περιτυχών, Plut. Coriol. 13. – Das Beutemachen, Beute in allgemeinerer Bdtg, ἐπὶ λείαν ἐκπορεύσονταί τινες, es werden Einige auf Beute ausziehen, Xen. An. 5, 1, 8, u. A., auch im plur., Xen. Hell. 1, 2, 5; Pol. 4, 9, 10. – Sprichwörtlich war Μυσῶν λεία, von allem durchaus Preisgegebenen, Dem. 18, 72; Arist. rhet. 1, 12; vgl. Harpocr. u. Zenob. 5, 15.
Greek (Liddell-Scott)
λεία: ἡ, (λεῖος) ἐργαλεῖον πρὸς λέανσιν λίθου, Σοφ. Ἀποσπ. 477. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. λαιαί.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
butin, particul.
1 bétail que l’on enlève;
2 prisonniers de guerre, hommes réduits en esclavage;
3 butin en gén.
Étymologie: R. Λα, jouir de ; v. *λάω.
Greek Monolingual
(I)
η (Α λεία, ιων. τ. ληΐη, δωρ. τ. λαία και λᾴα)
1. αντικείμενο ή προϊόν διαρπαγής («το νοικοκυριό του έγινε λεία τών συγγενών του)
2. τα λάφυρα που περιέρχονται στον νικητή μετά από πολεμική επιχείρηση («καὶ ἀνθρώπους καὶ λείαν λαβόντες», Θουκ.)
νεοελλ.
1. θήραμα που πιάστηκε και κατασπαράχθηκε από σαρκοφάγο ζώο
2. διεθν. δίκ. κινητή κατά θάλασσαν ιδιωτική περιουσία που συλλαμβάνεται και κατάσχεται και ειδικότερα κάθε πλοίο που πλέει στην ανοιχτή θάλασσα ή στα χωρικά ύδατα εμπολέμων, εκτός από τα παράκτια αλιευτικά, τα επιβατηγά, τα νοσοκομειακά, τα επιστημονικά και τα ναυαγοσωστικά, και που ανήκει στον αντίπαλο ή σε ουδέτερο κράτος που ανεφοδιάζει τον αντίπαλο, σε αντιδιαστολή με το λάφυρο, που θεωρείται η δημόσια περιουσία, αλλ. σύλη
αρχ.
1. αρπαγή, πλιάτσικο («καὶ τὴν χώραν καταδρομαῑς λείαν ἐποιεῖτο», Θουκ.)
2. λαφυραγώγηση («ζώουσι δὲ ἀπὸ ληΐης τε καὶ πολέμου», Ηρόδ.)
3. (για κυνηγό) το θήραμα («οὐ παρῶν κυνηγέταις αἱροῦσι λείαν οὐδὲ συγκαμὼν δουρί», Ευρ.)
4. τα κλοπιμαία
5. αγέλη, κοπάδι, πρόβατα («ἦν δὲ καὶ λείας παντοδαπῆς πλῆθος» Διόδ.)
6. παροιμ. «Μυσῶν λεία» — λεγόταν για κάθε πράγμα που μπορούσε να ληστευθεί χωρίς τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. λεία < λήF-ια < λάFια, με βράχυνση της μακρόφωνης διφθόγγου (πρβλ. ληιτουργώ > λειτουργώ) ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα lau- «λαφυραγωγώ, παίρνω» και συνδέεται με το λαύω (βλ. απολαύω) και πιθ. με το λαός. Ο παρλλ. τ. ληΐς, -ίδος ανάγεται σε lāF-ıδ. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. ra-wi-ya-ya «αιχμάλωτες», ως παρ. του λεία.
(II)
λεία, ἡ (Α)
εργαλείο τών γλυπτών για λείανση της επιφάνειας τών λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. λείος·].
Greek Monotonic
λεία: Ιων. ληΐη, Δωρ. λᾴα, ἡ,
1. κλοπιμαία, λάφυρα που προέρχονται από αρπαγή, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· γενικά, περιουσία που μπορεί να ληστευθεί, σε Θουκ., Ξεν.· λείαν ποιεῖσθαι χώραν = λεηλατεῖν χώραν, σε Θουκ.· Μυσὼν λεία, λέγεται για κάθε πράγμα που μπορεί να αρπάξει κάποιος χωρίς να τιμωρηθεί «ξέφραγο αμπέλι», διαρπαγή, σε Δημ.
2. λαρυφαγώγηση (ως πράξη), ζῆν ἀπὸ ληΐης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λεία:
I ион. ληΐη, дор. λαία ἡ
1) добыча, награбленное (ἐπὶ λείαν ἐξιέναι Xen.; λείας φέρειν Plut.): χώραν λείαν ποιεῖσθαι Thuc. грабить (разорять) страну; Μυσῶν λ. погов. Dem., Arst. захваченная у (беззащитных) мисийцев добыча, т. е. легкая добыча;
2) награбленный скот Soph., Xen.;
3) захваченные в плен, пленники: ἀγόμεθα λ. σὺν τέκνῳ Eur. меня с сыном (Астианактом) уводят в плен;
4) грабеж (ζῇν ἀπὸ ληΐης καὶ πολέμου Her.).
II ἡ каменотесный инструмент Soph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: spoils, especially of plundered cattle, of war, of hunting, also cattle, herd (cf. Edgerton AmJPh 46, 177f.).
Other forms: (Att.), Ion. ληΐη, Dor. (Pi. O. 10, 44) λᾳα f.; besides ληΐς (Dor. λαΐς), -ίδος f. (Il.)
Compounds: Compp., e. g. λε-ηλατέω drive away loot, esp. cattle (Hdt., S., E., X.; after βο-, ἱππ-ηλατέω etc. from βο-, ἱππ-ηλά-της) with λεηλασ-ία, -ίη (X., A. R.), -άτησις (Aen. Tact.); ἀγε-λείη f. surn. of Athena who drives on loot, provides (Il.).
Derivatives: ληϊάς f. the seized, captured (Υ 193, A. R.); ληϊ̃τις f. ἀγελείη' (K 460; after the nom. in -ῖτις), ληϊάς' (A. R., Lyc.); ληΐδιος belonging to the loot, captured (AP, APl.). Denominat. verb ληΐζομαι, λεΐζομαι make spoils, plunder (Il.) with several nouns: 1. ληϊστός, λεϊστός to be caried off as booty (I 406, 408; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14); 2. ληϊστύς f. making booty, plundering `(Hdt. 5, 6; Porzig Satzinhalte 182); 3. *ληισμός in λῃ(ι)σμαδία αἰχμάλωτος, λεληισμένη H. - 4. ληϊστήρ, λῃστήρ m. plunderer, pirate, f. λῄστειρα (Ael.), λῃστρίς (D., Herod.), with λῃστρικός plundering (IA.; cf. λῃστ-ικός below), λῃστή-ριον, Dor. λᾳσ- gang of robbers, ...nest, robbery (Att., Cret.), λᾳστήριοι pl. pirate (hell. poetry); 5. ληΐστωρ, λῄσ- id. (ο 427); 6. ληϊστής, λῃσ-, λᾳσ- id. (IA.) with λῃστικός (often interchanged with λῃστρικός), λῃστεύω rob, plunder with λῃστεία robbery (Att.). Attempt to distinguish ληΐστωρ from ληϊστήρ, λῃστεία from ληϊστύς semantically by Benveniste Noms d'agent 30, 37, 69.
Origin: IE [Indo-European] [655] *leh₂u- plunder
Etymology: The abstract λεία, ληΐη from *λαϜ-ία and the ιδ-derivation ληΐς from *λαϜ-ίδ- which stands beside it (not with Bechtel Lex. 215 after Fraenkel old ī-stem because of ληϊ̃τις, s. v.) can go back either on a noun *λαϜ(-ο)- v. t. or directly on a verb, which with zero-grade is supposed in ἀπο-λαύω; s. v., and Pok. 655. S. further λαρός and λήϊον.
See also: S. noch λαρός und λήϊον.
Middle Liddell
λεία, ιονιξ ληίη, doric λαία, ἡ,
1. booty, plunder, Hdt., Soph., Eur., etc.:—generally, pillageable property, Thuc., Xen.; λείαν ποιεῖσθαι χώραν = λεηλατεῖν χώραν, Thuc.:— Μυσῶν λεία, of anything that may be plundered with impunity, from the effeminate character of the Mysians, Dem.
2. plunder (as an act), ζῆν ἀπὸ ληίης Hdt.
Frisk Etymology German
λεία: (att.),
{leía}
Forms: ion. ληΐη, dor. (Pi. O. 10, 44) λᾴα f.; daneben ληΐς (dor. λαΐς), -ίδος f. (ep. poet. seit Il.)
Meaning: ‘Beute, bes. von geraubtem Vieh, Kriegs-, Jagdbeute’, auch Vieh, Herde (vgl. Edgerton AmJPh 46, 177f.).
Composita : Kompp., z. B. λεηλατέω ‘Beute, bes. Vieh wegtreiben, plündern’ (Hdt., S., E., X. u. a.; nach βο-, ἱππηλατέω usw. von βο-, ἱππηλάτης) mit λεηλασία, -ίη (X., A. R. u. a.), -άτησις (Aen. Tact.); ἀγελείη f. Bein. der Athena ‘Beutezuführerin, -spenderin’ (Il. usw.).
Derivative: Ableitungen: ληϊάς f. die Erbeutete, Gefangene (Υ 193, A. R.); ληϊ̃τις f. ’ἀγελείη’ (Κ 460; nach den Nom. auf-ῖτις), ’ληϊάς’ (A. R., Lyk.); ληΐδιος zur Beute gehörig, gefangen (AP, APl.). Denominatives Verb ληΐζομαι, λεΐζομαι Beute machen, plündern, rauben (seit Il.) mit mehreren Nomina: 1. ληϊστός, λεϊστός einzufangen (I 406, 408; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14); 2. ληϊστύς f. ‘das Beutemachen, Räuberei ‘(Hdt. 5, 6; Porzig Satzinhalte 182); 3. *ληισμός in λῃ(ι)σμαδία· αἰχμάλωτος, λεληισμένη H. — 4. ληϊστήρ, λῃστήρ m. ‘Plünderer, (See)-räuber’, f. λῄστειρα (Ael.), λῃστρίς (D., Herod. u. a.), mit λῃστρικός räuberisch (ion. att.; vgl. λῃστικός unten), λῃστήριον, dor. λᾳσ- ‘Räuberbande, -nest, Räuberei’ (att., kret.), λᾳστήριοι pl. Seeräuber (hell. Dicht.); 5. ληΐστωρ, λῄσ- ib. (ο 427 u.a.); 6. ληϊστής, λῃσ-, λᾳσ- ib. (ion. att.) mit λῃστικός (oft mit λῃστρικός verwechselt), λῃστεύω rauben, plündern mit λῃστεία Räuberei (att.). Versuch, ληΐστωρ von ληϊστήρ, λῃστεία von ληϊστύς semantisch zu unterscheiden bei Benveniste Noms d’agent 30, 37, 69.
Etymology : Die Abstraktbildung λεία, ληΐη aus *λαϝία und die daneben stehende ιδ-Ableitung ληΐς aus *λαϝίδ- (nicht mit Bechtel Lex. 215 nach Fraenkel alter ī-Stamm wegen ληϊ̃τις, s. d.) können entweder auf ein Nomen *λαϝ(-ο)- o. ä. oder direkt auf ein Verb zurückgehen, das mit Schwundstufe in ἀπολαύω vermutet wird; s. d. m. Lit., dazu Pok. 655. S. noch λαρός und λήϊον.
Page 2,96