λαλιά: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> babil, bavardage ; <i>d’où</i><br /><b>1</b> habitude de bavarder, loquacité;<br /><b>2</b> bruit, rumeur;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> parole ; entretien, conversation.<br />'''Étymologie:''' [[λάλος]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> babil, bavardage ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> habitude de bavarder, loquacité;<br /><b>2</b> bruit, rumeur;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> parole ; entretien, conversation.<br />'''Étymologie:''' [[λάλος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 11:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλῐᾱ́ Medium diacritics: λαλιά Low diacritics: λαλιά Capitals: ΛΑΛΙΑ
Transliteration A: laliá Transliteration B: lalia Transliteration C: lalia Beta Code: lalia/

English (LSJ)

poet. λαλιή, ἡ,
A talk, chat, λαλιὰν ἀσκῆσαι, λαλιὰν ἐπιτηδεῦσαι, Ar.Nu.931 (anap.), Ra.1069; πέρας ποιεῖ λαλιᾶς Men.66.3, cf. Hermesian. 7.78, AP7.440 (Leon.); common talk, report, Plb.3.20.5; τῆς εὐανδρίας τινός LXX 2 Ma.8.7; ἀχέων APl.4.134 (Mel.); λαλιάν τινα ποιεῖν LXX Si.42.11; in good sense, discussion, ἡ περὶ βυβλίων λ. Plb. 31.23.4, cf. 36.12.3; speech, conversation, Ev.Jo.8.43; matter, subject, LXX Ec.3.18.
2 loquacity, Aeschin.2.49, Thphr.Char.7, Arist. Phgn.806b18, Men.Sam.46.
II a form of speech, dialect, Ev.Matt. 26.73; ἡ λ. σου ὡραία LXX Ca.4.3; style, Phld.Rh.2.27 S.

German (Pape)

[Seite 9] ἡ, Geschwätz, Gerede, nach Plat. def. 416 ἀκρασία λόγου ἄλογος; auch = Schwatzhaftigkeit, vgl. Theophr. char. 7; λαλιὰν ἀσκῆσαι, Ar. Nubb. 931; der στωμυλία entsprechend, Ran. 1069; Aesch. 2, 49; λαλιὰ καὶ θροῦς, Pol. 1, 32, 6; χυδαῖος καὶ πάνδημ ος, 14, 7, 8; κουρεακή, 3, 20, 5; Folgde. – Bei Sp. auch übh. Rede, Gespräch.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλιά: ἡ, ὁμιλία, λόγος, λαλιὰν ἀσκῆσαι, ἐπιτηδεῦσαι Ἀριστοφ. Νεφ. 931, Βάτρ. 1069· πέρας οὐ ποιεῖ λαλιᾶς Μένανδ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, πρβλ. Ἑρμησιάν. 78, Ἀνθ. Π. 7. 440· - κοινὴ ὁμιλία, φήμη, Πολύβ. 3. 20, 5, κτλ.· λαλιάν τινα ποιεῖν Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΒ΄, 11)· - ἐπὶ καλῆς σημασ., συζήτησις, Πολύβ. 32, 9, 4· ὁμιλία, συνομιλία, Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 43. 2) ἀδολεσχία, φλυαρία, Αἰσχίν. 34. 29, Θεοφρ. Χαρ. 7. ΙΙ. διάλεκτος, τρόπος τοῦ λαλεῖν, προφορά, καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛʹ, 73, πρβλ. Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτων Δ΄, 3).

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. babil, bavardage ; d'où
1 habitude de bavarder, loquacité;
2 bruit, rumeur;
II. p. ext. parole ; entretien, conversation.
Étymologie: λάλος.

English (Strong)

from λαλέω; talk: saying, speech.

English (Thayer)

λαλιᾶς, ἡ (λάλος, cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. § 119 Anm. 21), in secular authors (from Aristophanes down) loquacity, talkativeness, talk (German Gerede) (see λαλέω, at the beginning); in a good sense conversation; in the N. T.
1. speech, equivalent to story: dialect, mode of speech, pronunciation (Winer's Grammar, 23): speech which discloses the speaker's native country: hence of the speech by which Christ may be recognized as having come from heaven, John 8:43 (where cf. Meyer).

Greek Monolingual

η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) λαλώ
ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ)
νεοελλ.
1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες του κράχτη πετεινού τη λαλιά» Παλαμ.)
2. (για μουσικά όργανα) ήχος
3. γλώσσα, τρόπος έκφρασης, διάλεκτος (α. «κοινή λαλιά» — η δημοτική γλώσσα
β. «καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ», ΚΔ)
αρχ.
1. φιλική συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα
2. ασήμαντη συζήτηση, αερολογία
3. φλυαρίαπέρας ποιεῖ λαλιᾱς», Μέν.)
4. διαβεβαίωση
5. φήμη
6. ύφος λόγου.

Greek Monotonic

λᾰλιά: ἡ (λαλέω),
I. 1. ομιλία, λόγος, σε Αριστοφ., Ανθ.
2. συζήτηση, σε Καινή Διαθήκη· φλυαρία, πολυλογία, σε Αισχίν.
II. τρόπος ομιλίας, προφορά, διάλεκτος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λᾰλιά:
1) болтовня, пустословие (λολιὰν μόνον ἀσκῆσαι Arph.);
2) болтливость (λ. ἀκρασία λόγου ἄλογός, sc. ἐστιν Plat.);
3) слух, молва (πάνδημος Polyb.);
4) речь, беседа (περί τινος Plut.);
5) обсуждение, спор (περὶ τῶν προειρημένων Polyb.);
6) произношение (τῶν ὀνομάτων Diog. L.);
7) говор, наречие (sc. τοῦ Γαλιλαίου NT).

Middle Liddell

λᾰλιά, ἡ, λαλέω
I. talking, talk, chat, Ar., Anth.
2. speech, conversation, NTest.; talkativeness, loquacity, Aeschin.
II. a form of speech, dialect, NTest.

Chinese

原文音譯:lal⋯a 拉利阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:說 相當於: (דָּבַר‎)
字義溯源:說話,發音,方言,口音,講論,發表,話;源自 (ἀπολαλέω / λαλέω)*=說。參讀 (κήρυγμα)同義字
出現次數:總共(4);太(1);可(1);約(2)
譯字彙編
1) 話(2) 約4:42; 約8:43;
2) 口音(2) 太26:73; 可14:70

English (Woodhouse)

babble, chatter, chattering, communicativeness, gabble, garrulity, gossip, loquacity, prating, prattle, scandal, talk, talkativeness, tattle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)