ζείδωρος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ζείδωρος -ον [ζειά, δῶρον of ζωή, δῶρον] graangevend:; ζ. ἄρουρα graangevend land Od. 3.3; levengevend van Aphrodite. Emp. B 151.
|elnltext=ζείδωρος -ον [ζειά, δῶρον of ζωή, δῶρον] graangevend:; ζ. ἄρουρα graangevend land Od. 3.3; levengevend van Aphrodite. Emp. B 151.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 36: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γόνιμος]], [[καρποφόρος]]). Ἀπό τό [[ζειά]] + δωροῦμαι. Μερικοί παράγουν τή λέξη ἀπό τό ζήω-ζῶ ([[βιόδωρος]]) (=πού δίνει [[ζωή]]).
|mantxt=(=[[γόνιμος]], [[καρποφόρος]]). Ἀπό τό [[ζειά]] + δωροῦμαι. Μερικοί παράγουν τή λέξη ἀπό τό ζήω-ζῶ ([[βιόδωρος]]) (=πού δίνει [[ζωή]]).
}}
{{trml
|trtx====[[fruitful]]===
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: [[vruchtbaar]]; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: [[fructueux]]; German: [[fruchtbar]]; Greek: [[καρποφόρος]]; Ancient Greek: [[ἀρόσιμος]], [[αὐξητικός]], [[βαθύσπορος]], [[γόνιμος]], [[ἔγκαρπος]], [[ἐνάρετος]], [[ἐπίκαρπος]], [[ἐπίτεκνος]], [[ἐπίτοκος]], [[εὔκαρπος]], [[εὔσταχυς]], [[εὔφορος]], [[εὐώδιν]], [[εὔωρος]], [[ζείδωρος]], [[καλλίκαρπος]], [[κάρπιμος]], [[καρποτελής]], [[καρποφόρος]], [[λιπαρός]], [[μητρίδιος]], [[πάμφορος]], [[πολύβωλος]], [[πολύκαρπος]], [[πολυλήϊος]], [[πολύσπορος]], [[πολυφόρος]], [[σπερματοῦχος]], [[φοράς]], [[φόριμος]], [[φορός]]; Italian: [[proficuo]], [[fruttuoso]], [[produttivo]]; Latin: [[fecundus]]; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: [[produtivo]], [[frutuoso]]; Romanian: fructuos; Russian: [[плодотворный]], [[продуктивный]], [[производительный]], [[эффективный]], [[приносящий хорошие результаты]]; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: [[fértil]], [[prolífico]], [[productivo]], [[fructífero]]; Ukrainian: продуктивний, плі́дний
}}
}}

Revision as of 11:22, 12 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζείδωρος Medium diacritics: ζείδωρος Low diacritics: ζείδωρος Capitals: ΖΕΙΔΩΡΟΣ
Transliteration A: zeídōros Transliteration B: zeidōros Transliteration C: zeidoros Beta Code: zei/dwros

English (LSJ)

ον, A zea-giving (Plin.HN18.82, EM410.6), as epithet of the earth, ζείδωρος ἄρουρα Il.2.548, Od.3.3, Hes.Op.173; ζ. ἀρδμός Nonn.D.26.185: c. gen., ζ. ὀπώρης ἀχράς AP9.4 (Cyllen.): also in late Prose, Hld.9.22 (ζε (ϝ) έ-δωρος, cf. ζέα). II some authors derived it from ζάω,= βιόδωρος (so expld. by Hsch.), life-giving, Ἀφροδίτη Emp.151; Ἠέλιος Nonn.D.12.23, cf. 22.276. ζείζιν, mamma, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1137] Getreide, d. i. Frucht, Nahrung spendend, ἄρουρα, Il. 2, 548 u. oft, wie Hes. Nach Plut. amator. 13 nannte Empedocl. auch die Aphrodite so. Die Erkl. des Hesych. βιόδωρος hat verleitet an ζήδωρος zu denken.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui procure de l'épeautre ; fécond;
2 (par confus. avec ζάω) qui donne la vie (Aphrodite).
Étymologie: ζειά, δωρέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζείδωρος -ον [ζειά, δῶρον of ζωή, δῶρον] graangevend:; ζ. ἄρουρα graangevend land Od. 3.3; levengevend van Aphrodite. Emp. B 151.

Russian (Dvoretsky)

ζείδωρος: ζάω дарующий жизнь, жизнетворный (Ἀφροδίτη Emped. ap. Plut.).
ζειά дающий полбу, т. е. хлебородный (ἄρουρα Hom., Hes.; ὀπώρα Anth.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ζείδωρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ο ζωοδότης, ο ζωογόνοςζείδωρος Ἠέλιος», Νόνν.)
αρχ.
(για τη γη), γόνιμοςζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζειά + -δωρος (< δώρον), πρβλ. πλουσιόδωρος, φιλόδωρος. Βλ. και ετυμολογία της λ. ζειά.

Greek Monotonic

ζείδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει «ζειά» δηλ. σιτηρά με την ευρεία έννοια· ως επίθ. της γης· ζείδωρος ἄρουρα, γη που είναι παραγωγική σε σιτηρά, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

ζείδωρος: -ον, ὁ παρέχων ζειάς, ὡς ἐπίθ. τῆς γῆς, ζείδωρος ἄρουρα, γόνιμος γῆ, Ἰλ. Β. 548, Ὀδ. Γ. 3, Ἡσ.· ζ. ἀρδμὸς Νόνν. Δ. 26, 185· μετὰ γεν., ἀχρὰς... ζ. ὀπώρης Ἀνθ. Π. 9. 4. ΙΙ. τινὲς τῶν συγγραφέων φανερῶς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ζάω, = βιόδωρος, ὁ παρέχων ζωήν, Ἀφροδίτη Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 756E· ἐφετμὴ Νόνν. Ἰω. 12, ἴδε 49. - Πρβλ. Ἡσύχ., Εὐστ. 283. 18.

Middle Liddell

ζεί-δωρος, ον δῶρον
zea-giving, as epithet of the earth, ζείδωρος ἄρουρα fruitful corn-land, Hom.

Mantoulidis Etymological

(=γόνιμος, καρποφόρος). Ἀπό τό ζειά + δωροῦμαι. Μερικοί παράγουν τή λέξη ἀπό τό ζήω-ζῶ (βιόδωρος) (=πού δίνει ζωή).

Translations

fruitful

Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний