παγκρατής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παγκρατής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του [[Διός]], της Ήρας, του Απόλλωνος, της Αθηνάς [[αλλά]] και για πρόσ. ή για τη [[μοίρα]] ή για πράγματα) [[παντοδύναμος]], [[πανίσχυρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παγκρατεῖς ἕδραι» — ο [[παντοδύναμος]] [[βασιλικός]] [[θρόνος]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>κρατής</i>].
|mltxt=[[παγκρατής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του [[Διός]], της Ήρας, του Απόλλωνος, της Αθηνάς [[αλλά]] και για πρόσ. ή για τη [[μοίρα]] ή για πράγματα) [[παντοδύναμος]], [[πανίσχυρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παγκρατεῖς ἕδραι» — ο [[παντοδύναμος]] [[βασιλικός]] [[θρόνος]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. [[ισοκρατής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτής Medium diacritics: παγκρατής Low diacritics: παγκρατής Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: pankratḗs Transliteration B: pankratēs Transliteration C: pagkratis Beta Code: pagkrath/s

English (LSJ)

ές, (κράτος)
A all-powerful, epithet of Zeus, A.Th.255, Eu.918 (lyr.), E. Fr.431.4; παγκρατεῖς ἕδραι his imperial throne, A.Pr.391; also of Μοῖρα, B.16.24; of Hera, Id.10.44; of Apollo, E.Rh.231 (lyr.); of Athena, Ar. Th. 317 (lyr.); ὁ παγκρατὴς Κύριος LXX 2 Ma.3.22; τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς their victorious slayer, A.Ag.1648.
2 of things, παγκρατὲς πῦρ Pi.N.4.62; κεραυνός Id.Dith.2.15; σέλας S.Ph.986; ὕπνος, χρόνος, Id.Aj.675, OC609; ἀλάθεια B.Fr.10.

German (Pape)

[Seite 436] ές, allherrschend, allgewaltig; πῦρ, Pind. N. 4, 62; vgl. Soph. Phil. 974; ὦ παγκρατὲς Ζεῦ, Aesch. Spt. 237, wie Eum. 878 u. Soph. Phil. 675; u. so öfter von Göttern, Eur. Rhes. 321 Ar. Th. 317; auch ἕδραι, Aesch. Prom. 389; χρόνος, Soph. O. C. 615; ὕπνος, Ai. 680; Sp.; – ganz überwältigend, obsiegend, ὅπως ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, Aesch. Ag. 1632.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 tout-puissant;
2 entièrement victorieux.
Étymologie: πᾶς, κράτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκρατής -ές [πᾶς, κράτος] almachtig.

Russian (Dvoretsky)

παγκρᾰτής:
1 всевластный, всемогущий (Ζεύς Aesch., Soph.; Ἀπόλλων Eur.; κόρα, sc. Ἀθηνᾶ Arph.; ἕδραι, sc. Διός Aesch.);
2 победоносный (φονεύς τινος Aesch.);
3 всепобеждающий, овладевающий всем (χρόνος, ὕπνος, τὸ σέλας Soph.).

English (Slater)

παγκρᾰτής all-powerful πῦρ δὲ παγκρατὲς (N. 4.62) ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 15.

Greek Monolingual

παγκρατής, -ές (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του Διός, της Ήρας, του Απόλλωνος, της Αθηνάς αλλά και για πρόσ. ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος
2. φρ. «παγκρατεῖς ἕδραι» — ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ισοκρατής].

Greek Monotonic

παγκρᾰτής: -ές (κράτος), παντοδύναμος, πανίσχυρος, σε Τραγ.· παγκρατεῖς ἕδραι, ο βασιλικός θρόνος του Δία, σε Αισχύλ.· τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, ο νικηφόρος φονιάς τους, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρᾰτής: -ές, (κράτος) παντοδύναμος, πανίσχυρος, ἐπίθετ. τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Θήβ. 255, Εὐμ. 918, Σοφ. Ἀποσπ. 607· π. ἕδραι, ὁ βασιλικὸς αὐτοῦ θρόνος, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ τῆς Ἥρας, Βακχυλ. X (XI), 44, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ρῆσ. 231· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 317· ἐπὶ τῆς μοίρας, Βακχυλ. XVI (XVII), 24· ― ὅπως … ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, ὁ νικηφόρος φονεύς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1648. 2) ἐπὶ πραγμάτων, π. πῦρ, πρβλ. Σοφ. Φ. 986, Πινδ. Ν. 4. 101· ὁ π. ὕπνος, χρόνος Σοφ. Αἴ. 675, Ο. Κ. 609· ἀλάθεια Βακχυλ. 21. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120, 121.

Middle Liddell

παγ-κρᾰτής, ές κράτος
all-powerful, all-mighty, Trag.; π. ἕδραι the imperial throne of Zeus, Aesch.:— τοῖνδε π. φονεύς their victorious slayer, Aesch.

English (Woodhouse)

strong, physically strong

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

omnipotent

Arabic: عَلَى كُلِّ شَيْءٍ قَدِيرٌ‎; Armenian: ամենազոր, ամենակարող; Bulgarian: всемогъщ; Catalan: omnipotent; Chinese Mandarin: 全能的; Czech: všemohoucí, všemocný; Dutch: almachtig; Esperanto: ĉiopova; Finnish: kaikkivoipa, kaikkivaltias; French: omnipotent; Old French: omnipotent; Georgian: ყოვლისშემძლე, ყოვლადძლიერი; German: allmächtig, omnipotent; Greek: παντοδύναμος; Ancient Greek: παγκρατής, παγκράτωρ, παμβίας, παναλκής, πανδύναμος, πανσθενής, πανταρκής, παντεξούσιος, παντοδύναμος, παντοκράτωρ, παντοποιός, τέλειος, τέλεος, ὑπερμενής; Hebrew: כל יכול‎; Hungarian: mindenható; Icelandic: almáttugur; Indonesian: mahakuasa; Irish: uilechumhachtach, mórchumhachtach, ollchumhachtach; Italian: onnipotente; Japanese: 全能の; Latin: omnipotens; Macedonian: семоќен; Norwegian Bokmål: allmektig; Nynorsk: allmektig; Occitan: omnipotent; Old English: ælmihtiġ; Old Occitan: omnipotent; Polish: wszechmocny; Portuguese: omnipotente, onipotente, todo-poderoso; Romanian: omnipotent, atotputernic; Russian: всемогущий, всесильный; Serbo-Croatian Cyrillic: свемогућ, свемоћан; Latin: svemoguć, svemoćan; Spanish: omnipotente; Swedish: omnipotent, allsmäktig; Tagalog: kayanggawinlahat; Telugu: సర్వ శక్తివంతుడు; Turkish: muktedir; Ukrainian: всесильний, всемогутній; Vietnamese: toàn năng; Welsh: hollalluog

all-powerful

Armenian: ամենազոր, ամենակարող; Catalan: totpoderós; Danish: almægtig; Esperanto: ĉiopova; Finnish: kaikkivoipa, kaikkivaltias; Georgian: ყოვლისშემძლე; German: allmächtig; Ancient Greek: παντοκράτωρ; Irish: uilechumhachtach; Latin: omnipotens; Norwegian Bokmål: allmektig; Nynorsk: allmektig; Old English: ælmihtiġ; Russian: всемогущий; Scottish Gaelic: uile-neartmhor; Ukrainian: всесильний