ἐρῶ: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρῶ:'''<br /><b class="num">I</b> fut. к [[εἴρω]] II, [[λέγω]] III или [[φημί]].<br /><b class="num">II</b> стяж. к [[ἐράω]].
|elrutext='''ἐρῶ:'''<br /><b class="num">I</b> fut. к [[εἴρω]] II, [[λέγω]] III или [[φημί]].<br /><b class="num">II</b> стяж. к [[ἐράω]].
}}
{{eles
|esgtx=[[vomitar]], [[arrojar]], [[devolver]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:26, 1 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῶ Medium diacritics: ἐρῶ Low diacritics: ερώ Capitals: ΕΡΩ
Transliteration A: erō̂ Transliteration B: erō Transliteration C: ero Beta Code: e)rw=

English (LSJ)

Att. fut. of εἴρω (B), Th.6.9, A.Eu.45, Ar.Ra.61, etc., Ion. and Ep. ἐρέω (later as pres., Nic. Th.484, Ath.9.400a, Gal.15.878, al.); opt.
A ἐροίην X.Cyr.3.1.14, Lib.Or.1.87: impf. ἤρεον (v.l. εἴρεον) Hp.Epid.2.2.9: pf. Act. εἴρηκα A.Pr.821, Ar.Ra.558, etc.: plpf. εἰρήκειν Plu.2.184d:—Pass., pf. εἴρημαι Il.4.363, Ar.Lys.13, etc.; Ion. 3pl. εἰρέαται Hdt.7.81, contr. εἰρῆται Schwyzer811.17 (Oropus, iv B. C.); part. εἰρημένος, Cret. ϝερημένος Supp.Epigr.2.509, Arg. ϝεϝρημένος Schwyzr 98 (Mycenae): plpf. εἴρητο Il.10.540, Hdt.8.27, etc.: aor. 1 Pass. ἐρρήθην Pl.Lg.664d, later ἐρρέθην Arist.Cat. 11b12, al.; lon. εἰρέθην Hdt.4.77,156: fut. ῥηθήσομαι Th.1.73, Pl. R.473e, Isoc.8.73, D.27.53: more freq. εἰρήσομαι, mostly in 3sg. εἰρήσεται Il.23.795, Pi.I.6(5).59, S.Ph.1276, etc.; part. -όμενος Hp. Art.53. —Hom. uses only fut. ἐρέω, 3sg. pf. and plpf. Pass., with part. εἰρημένος, aor. part. ῥήθείς in the phrase ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ (v. infr.), and fut. Pass. —The place of the pres. εἴρω (q.v.) is supplied by φημί, λέγω or ἀγορεύω; εἶπον serves as aor. (ϝερε-: ϝρη-, cf. ῥήτρα, ῥητός, Lat. verbum, Engl. word.)
I I will say or speak, c. acc. rei et dat. pers., Il.1.297: abs., οὐδὲ πάλιν ἐρέει = he will say nothing against it, 9.56; ἐν δ' ὑμῖν ἐρέω = among you, ib.528, cf. Od. 16.378: freq. in Att., ἐρεῖν τι πρός τινα Pl.R.520a (Act.), 595b, Tht. 179a (both Pass.); τι περί τινος Id.Phlb.29d, etc.: c. acc. pers., speak of, κακῶς ἐρεῖν τινα Thgn.796, E.Alc.705: and c. dupl. acc., ἐρεῖ δέ μ'..τάδε ib.954, cf. Pl.Cri.48a:—Pass., μῦθος.. εἰρημένος ἔστω Il.8.524; εἰρημένα μυθολογεύειν Od.12.453; λίαν εἰρημένος = too true, A.Pr. 1031; ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ = after justice has been pronounced, Od.18.414; ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω περί τινος = let this suffice, Arist.EN1117b21.
II I will tell, proclaim, ἔπος Il.1.419, etc.; Ἠὼς..Ζηνὶ φόως ἐρέουσα = announce it, 2.49; ἐρέω τιν' ὑμῖν αἶνον Archil.89.1.
2 tell, order, c. dat. pers. et inf., X.HG3.2.6, etc.: c. acc. et inf., Id.Cyr.8.3.6:—Pass., εἴρητο συλλέγεσθαι τὸν στρατόν = it had been ordered that the whole army should assemble, orders had been given to the army to assemble, Hdt.7.26, etc.
III Pass., to be mentioned, οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι.. εἰρέαται Id.4.181, cf.Arist.Mu.393b27.
2 to be specified, be agreed, be promised, εἰρημένος μισθός Hes.Op.370, Hdt.6.23; εἰρημένον, abs., when it had been agreed, Th.1.140; καττὰ ϝεϝρημένα Schwyzer l.c.

French (Bailly abrégé)

fut. de εἴρω;
contr. de ἐράω.

German (Pape)

s. *ἔρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῶ:
I fut. к εἴρω II, λέγω III или φημί.
II стяж. к ἐράω.

Spanish

vomitar, arrojar, devolver

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῶ: Ἀττ., Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἐρέω, μέλλ. τοῦ σπαν. ἐνεστ. εἴρω (Β.)˙ Ἀττ. εὐκτ. ἐροίην Ξεν. Κύρ. 3. 1, 14: - ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐνεργ. πρκμ. εἴρηκα Ἀττ.: ὑπερσ. εἰρήκειν Πλούτ. 2. 184: Παθ. πρκμ. εἴρημαι Ἰλ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. εἰρέαται Ἡρόδ. 7, 81: ὑπερσ. εἴρητο Ἰλ., Ἀττ.: - ἀόρ. Παθ. ἐρρήθην, μεταγεν. ἐρρέθην (ὁ Βεκκῆρος παρὰ μὲν Πλάτωνι πανταχοῦ παρεδέξατο τὸν τύπον ἐρρήθην παρὰ δὲ Ἀριστοτέλει ἐρρέθην, ὡς ἐν Κατηγ. 9. 3), Ἰων. εἰρέθην Ἡρόδ. 4. 77, 156: μέλλ. ῥηθήσομαι 1. 73, Πλάτ. Πολ. 473, Ἰσοκρ. 173 Ε, Δημ. 830. 10˙ ἀλλὰ κοινότερον εἰρήσομαι, μόλις εὔχρηστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ -ήσεται Ἰλ. Ψ. 795, Πινδ. Ι. 6. (5)˙ 87, Σοφ. Φιλ. 1276, κτλ. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν μέλλ. ἐρέω˙ γ΄ ἑνικ. πρκμ. καὶ ὑπερσ. μετὰ μετοχ. εἰρημένος˙ ἀόρ. μετοχ. ῥηθεὶς ἐν τῇ φράσει ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ (ἴδε κατωτ.), καὶ μέλλ. Παθ. - Τὴν θέσιν τοῦ ἐνεστ. εἴρω (σπάνιον παρ’ Ἐπικ. καὶ οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ.) καταλαμβάνουσι τὰ ῥήματα φημί, λέγωἀγορεύω˙ τὸ δὲ εἶπον χρησιμεύει ὡς ἀόρ. (Ἐκ τῆς √ΕΡ ἢ FΕΡ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις ἔρομαι, εἴρω, ῥητός, ῥήτρα, ῥήτωρ, ῥῆμα˙ πρβλ. Σανσκρ. brû, bra-vîmi (διαλέγεσθαι)˙ Λατ. ver bum· Γοτθ. vaur-d (Ἀγγλ. word, λέξις) anda-waurd ant-wort): - Πιθ. ὡσαύτως καὶ αἱ λέξεις ἐρέω (Α), ἐρεείνω, ἐρωτάω, καὶ ἐρευνάω, ὀαρίζω, εἰρήνη νὰ ἔχωσι συγγένειαν πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν). Ι. θὰ εἴπω ἢ θὰ ὁμιλήσω, μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Ὅμ.˙ ὡσαύτως ἀπολ., οὐδὲ πάλιν ἐρέει, «οὐδὲ τὰ ἐναντία σοι ἐρεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 56˙ ἐν δ’ ὑμῖν ἐρέω πάντεσσι φίλοισι, «λέξω δὲ ἐν ὑμῖν ἅπασι φίλοις οὖσι» (Θ. Γαζῆς), αὐτόθι 528, πρβλ. Ὀδ. Π. 378˙ -ἀκολούθως συχνὸν παρ’ Ἀττ., ἐρεῖν πρός τινα, περί τινος, κτλ.: - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ὁμιλῶ περί τινος, κακῶς ἐρεῖν τινα, κακολογεῖν τινα, Θέογν. 796. Εὐρ. Ἄλκ. 705˙ καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρεῖν τινά τι αὐτόθι 954. Πλάτ. Κρίτων 48 Α: - Παθ., μῦθος... εἰρημένος ἔστω Ἰλ. Θ. 524, πρβλ. Ὀδ. Μ. ἐν τέλ.˙ λίαν εἰρημένον, λίαν ἀληθές, Αἰσχύλ. Πρ. 1031. ΙΙ. = θὰ εἴπω, θὰ ἀναγγείλω, ἔπος, ἀγγελίην Ἰλ. Α. 419, κτλ.˙ οὕτω περὶ τῆς Ἠοῦς λέγει ὁ Ὅμηρος, Ζηνὶ φόως ἐρέουσα, ἤτοι ἵνα προαναγγείλῃ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου τῷ Διί, Ἰλ. Β. 49˙ ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, ἐπὶ λόγῳ ὀρθῶς καὶ δικαίως λεχθέντι, Ὀδ. Σ. 414. 2) εἰρημένος, συμπεφωνημένος, μισθὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368, Ἡρόδ. 6. 23, πρβλ. Schäf. παρὰ Seidl. ἐν Εὐρ. Ἡλ. 33˙ εἰρημένον, ἀπολ., καί τοι εἴρηται, καί τοι ὡμολόγηται (δηλ. ἐν ταῖς σπονδαῖς ταῖς τριακοντούτεσι), Θουκ. 1. 140. 3) ἐροῦντες, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἦλθον ἐπισκεψόμενοι τά τε ἄλλα ὅπως ἔχοι... καὶ Δερκυλίδᾳ ἐροῦντες μένοντι ἄρχειν, καὶ εἰς τὸν Δερκυλίδαν ν’ ἀναγγείλωσι τὴν διαταγὴν (τῶν οἴκοι τελῶν) κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 6, κτλ.˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 6˙ - οὕτως ἐν τῷ παθ., εἴρητό οἱ, μετ’ ἀπαρ., ἐδόθησαν αὐτῷ διαταγαὶ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 7. 26, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι τῶν νομάδων Λιβύων εἰρέαται (Ἰων. ἀντὶ εἴρηνται), ἐγένετο περὶ αὐτῶν λόγος, ὁ αὐτ. 4. 181.

Greek Monotonic

ἐρῶ: Ιων. και Επικ. ἐρέω, μέλ. του εἴρω (Β), παρακ. εἴρηκα, Παθ. εἴρημαι, Ιων. γʹ πληθ. εἰρέαται· γʹ πληθ. υπερσ. εἴρητο — Παθ., αόρ. αʹ ἐρρήθην, Ιων. εἰρέθην, μέλ. εἰρήσομαι, σπανίως ῥηθήσομαι· ο ενεστ. εἴρω (σπανίως στους Επικ. και ποτέ στους Αττ.) συμπληρώνεται από τα φημί, λέγω ή ἀγορεύω· εἶπον χρησιμ. ως αόρ.·
I. θα πω ή θα μιλήσω, σε Αττ.· με αιτ. προσ., μιλώ για κάποιον, κακῶςἐρεῖν τινα, κακολογώ, σε Θέογν., Ευρ.· με διπλή αιτ., ἐρεῖν τινά τι, στον ίδ. κ.λπ.
II. 1. θα πω, θα αναγγείλω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Ἠὼς ἐρέουσα, θα προαναγγείλει την ανατολή του ηλίου, στο ίδ.· ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, για λόγο που ειπώθηκε ορθά και δίκαια, σε Ομήρ. Οδ.
2. εἰρημένος, συμφωνημένος, μισθός, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· εἰρημένον, απόλ., μολονότι είχε συμφωνηθεί, σε Θουκ.
3. προστάζω, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, με δοτ. και απαρ., σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.· ομοίως και στην Παθ., εἴρητο συλλέγεσθαι τὸνστρατόν, με απαρ., του δόθηκαν εντολές να κάνει κάτι, σε Ηρόδ.
III. στην Παθ., αναφέρομαι, μνημονεύομαι, στον ίδ.

Middle Liddell

[the place of the pres. εἴρω (rare even in epic and never in Attic) is supplied by φημί, λέγω or ἀγορεύω; and εἶπον serves as the aor.]
I. I will say or speak, Attic: c. acc. pers. to speak of, κακῶς ἐρεῖν τινα Theogn., Eur.; c. dupl. acc., ἐρεῖν τινά τι Eur., etc.
II. I will tell, proclaim, Il., etc.; φόως ἐρέουσα to announce the dawn, Il.; ἐπὶ ῥηθέντι δικαίωι upon clear right, Od.
2. εἰρημένος promised, μισθός Hes., Hdt.; εἰρημένον, absol., when it had been agreed, Thuc.
3. to tell, order one to do, c. dat. et inf., Xen.; c. acc. et inf., Xen.:—so in Pass., εἴρητό οἱ, c. inf., orders had been given him to do, Hdt.
III. in Pass. to be mentioned, Hdt.
IV. simple εἴρω in Ionic and Epic, to say, speak, tell, Od.: so in Mid., Hom.: but in ionic Prose, the Mid. means to cause to be told one, i. e. to ask, like Attic ἐροῦμαι.