έτοιμος

From LSJ
Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἕτοιμος, -η, -ον και ἕτοιμος, -ον
Α και ἑτοῑμος, -η, -ον και ἑτοῑμος, -ον)
1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ' ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ.
β. «καί τοι ταῡτα ποιήσαντι τοῦτο μέν ἐστι ἕτοιμα παρ' ἐμοὶ χρήματα», Ηρόδ.
γ. «είμαι έτοιμος για ταξίδι» δ. «κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων»)
2. ο προετοιμασμένος για άμεση δράση, ο πρόθυμος, ο διατεθειμένος για κάτι (α. «ύπακούειν ἑτοιμότεροι» — πρόθυμοι να υπακούουν, Θουκ.
β. «είμαι έτοιμος να κάνω ό, τι μού πεις»)
3. ο τολμηρός, ο ριψοκίνδυνος, ο θαρραλέος (α. «είμαι έτοιμος για όλα» β. «τὴν τοῦ Βρασίδου γνώμην ὁρῶντες ἑτοίμην», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τρώει από τα έτοιμα» — δεν εργάζεται για να ζήσει, αλλά συντηρείται ξοδεύοντας την περιουσία άλλου ή παλιές οικονομίες του
β) «έτοιμη απάντηση» — γρήγορη και επιτυχημένη απάντηση
γ) «τα θέλει όλα έτοιμα» — για οκνηρούς ή αδρανείς που επιζητούν να μην κοπιάζουν οι ίδιοι για ό, τι τους χρειάζεται
μσν.
1. ο ικανός, ο κατάλληλος
2. ο έμπιστος
3. φρ. «στὸ ἕτοιμο νά...» — παρά λίγο να...
αρχ.
1. ο βέβαιος, ο σίγουρος, αυτός που έχει γίνει ή θα γίνει οπωσδήποτε (α. «αὐτίκα γὰρ τοι ἔπειτα μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῑμος», Ομ. Ιλ.
β. «ἑτοῑμα τεταύχαται» — έχουν πραγματοποιηθεί, Ομ. Ιλ.)
2. ο εύκολος να πραγματοποιηθεί («ἕτοιμον ἐστὶ τὸ διαφθαρῆναι» — είναι εύκολη η διαφθορά, Πλούτ.)
3. φρ. «ἐξ ἑτοίμου» — αμέσως και χωρίς δισταγμό, εκ του προχείρου
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἕτοιμον ή τὸ ἑτοῑμον
η τόλμη, η αποφασιστικότητα («τὸ ἕτοιμον τῆς γνώμης» — η τόλμη στη γνώμη, Φιλόστρ.).
επίρρ...
ετοίμως και έτοιμα (ΑΜ ἑτοίμως, Μ και ἕτοιμα)
με ετοιμότητα, με προθυμία, με ευχαρίστηση
μσν.
ἕτοιμα
1. (χρονικό) α) αμέσως, στη στιγμή
β) πριν από λίγη ώρα
γ) σε λίγη ώρα
2. (τροπικό) πρόθυμα
αρχ.-μσν.
φρ. «ἑτοίμως ἔχω» με απρμφ.
είμαι πρόθυμος να...
αρχ.
1. γρήγορα («ἑτοίμως ἐκέλευεν ἥκειν», Ξεν.)
2. προφανώς, φανερά («οὐ κινδυνεύεις... ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία υπόθεση η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τη λ. ἐτὸς «αληθινός» και ως β' συνθετικό τη λ. οἶμος «δρόμος». Σ' αυτή την περίπτωση η δάσυνση του τ. ἑτοῖμος μπορεί να ερμηνευθεί μόνο βάσει του ΙΕ τ. s-e-to-s στον οποίο ανάγεται το ἐτός, που ψιλούται λόγω ιωνικής προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη —όχι πολύ πιθανή— η λ. ετοίμος προέρχεται από αμάρτυρη δοτική ἑτοῖ του ἑτὸς και εμφανίζει επίθημα -μος. Ο τ. έτοιμος είναι νεώτερος αττικός τ. και προήλθε σύμφωνα με τον τονικό νόμο του Vendryes, κατά τον οποίο τα ονόματα της παλαιότερης Αττικής που σχημάτιζαν στις τρεις τελευταίες συλλαβές τους αμφίβραχυ και έπαιρναν περισπωμένη στην παραλήγουσα (u-uW π.χ. ετοῖμος, ερῆμος, τροπαῖον κ.τ.ό.) μετατράπηκαν σε παροξύτονα (έτοιμος, έρημος, τρόπαιον κ.τ.ό.) στη νεώτερη Αττική. Η λ. ἑτοῖμος, που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο και διατηρείται ώς σήμερα, αρχικά σήμαινε «διαθέσιμος» και αναφερόταν σε τροφή, χρήματα κ.λπ. Όταν αναφερόταν στο μέλλον είχε τη σημασία «βέβαιος, σίγουρος», ενώ όταν αναφερόταν στο παρελθόν «πραγματοποιημένος» και όταν, τέλος, αναφερόταν σε πρόσωπα σήμαινε «δραστήριος, αποτελεσματικός» και, κατ' επέκταση, «θαρραλέος, ριψοκίνδυνος».
ΠΑΡ. ετοιμάζω, ετοιμότης, ετοίμως.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ετοιμοθάνατος, ετοιμολόγος, ετοιμοπόλεμος
αρχ.
ετοιμοκόλλιξ, ετοιμοκοπία, ετοιμόκοσσος, ετοιμόπτωτος, ετοιμοπώλης, ετοιμορρεπής, ετοιμοτόμος, ετοιμοτρεπής, ετοιμόφθορος, ετοιμοφθόρος
αρχ.-μσν.
ετοιμοπειθής
μσν.
ετοιμόδακρυς, ετοιμοδώρητος, ετοιμοεγρήγορος, ετοιμομεμφής, ετοιμοπαθής, ετοιμοπενθής, ετοιμόπιστος, ετοιμόσβεστος, ετοιμότρωτος, ετοιμόφθαρτος, ετοιμόφλεκτος
μσν.- νεοελλ.
ετοιμόγεννος, ετοιμόρροπος
νεοελλ.
ετοιμοπαράδοτος, ετοιμόσβηστος, ετοιμόφοβος, ετοιμοφόρτωτος. (Β' συνθετικό) ανέτοιμος
νεοελλ.
πανέτοιμος].