θρῆνος

From LSJ
Revision as of 01:25, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῆνος Medium diacritics: θρῆνος Low diacritics: θρήνος Capitals: ΘΡΗΝΟΣ
Transliteration A: thrē̂nos Transliteration B: thrēnos Transliteration C: thrinos Beta Code: qrh=nos

English (LSJ)

ὁ, (θρέομαι)

   A dirge, lament, Il.24.721, Sapph.136, Pi.I.8(7).64, Hdt.2.79,85, etc.; θ. οὑμός for me, A.Pr.390; εἰπεῖν . . θ. θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς Id.Ag.1322.    2 complaint, sad strain, h.Pan.18; Τοργόνων οὔλιον θ. Pi.P.12.8; θρῆνοι καὶ ὀδυρμοί Pl.R.398d, etc.: pl., lamentations, θρήνων ᾠδάς S.El.88 (lyr.), etc.; title of poems by Pindar, Stob.4.39.6, etc. (Distd. fr. ἐπικήδειον by Trypho ap.Ammon. Diff.p.54 V. (cf. Ptol.Asc.p.404H.), ἐπικήδειον τὸ ἐπὶ τῷ κήδει, θ. δὲ ἐν ᾡδήποτε χρόνῳ.)

German (Pape)

[Seite 1218] ὁ (vgl. θρέομαι), das Wehklagen, bes. die Todtenklage, Il. 24, 721, das Klagelied, H. h. 18, 18; Γοργόνων οὔλιος θρ. Pind. P. 13, 8, vgl. I. 7, 58. Oft Tragg., ἐπιτυμβίδιοι Aesch. Ch. 338, καὶ γόοι Eur. Med. 1208; auch in Prosa, καὶ ὀδυρμοί Plat. Rep. III, 398 d; καὶ τραγῳδίαι Phil. 50 a; πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρ. Rep. III, 388 d. Nach Poll. 6, 202 auch = θρηνῳδός.

Greek (Liddell-Scott)

θρῆνος: ὁ, (θρέομαι) ἐπικήδειος θρηνῳδία, θρῆνος, ὀδυρμός, ὡς τὸ Λατ. naenia, Κελτ. (Gaelic) coronach, Ἰλ. Ω. 721, Ἡρόδ. 2. 79. 85, καὶ Τραγ.· θρῆνος οὑμός, δι’ ἐμέ, Αἰσχύλ. Πρ. 388· εἰπεῖν... θρῆνον θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1322. 2) παράπονον, θρηνῶδες ᾆσμα, Ὁμ. Ὕμν. 18. 18, Πίνδ., κλ. καὶ συχν. παρὰ πεζοῖς· - ἐν τῷ πληθ., θρῆνοι, κλαυθμοί, Πίνδ., Τραγ., κτλ.· θρήνων ᾠδὰς Σοφ. Ἠλ. 88. - Ὑπάρχουσιν ἀποσπάσματα θρήνων παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 95. 103.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
thrène :
1 lamentation sur un mort, chant funèbre;
2 p. ext. chant de deuil, chant plaintif ; deuil.
Étymologie: θρέω.

English (Autenrieth)

dirge, Il. 24.721.

English (Slater)


   1 dirge θρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα (P. 12.8) ἐπᾰ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν (sc. Μοῖσαι) (I. 8.58)

English (Strong)

from the base of θροέω; wailing: lamentation.

English (Thayer)

θρήνου, ὁ (θρέομαι to cry aloud, to lament; cf. German Thräne (?), rather drönen; Curtius, § 317)), a lamentation: (Sept; for קִינָה, also נְהִי; O. T. Apocrypha; Homer, Pindar, Tragg., Xenophon, Ages. 10,3; Plato, others.)

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ θρῆνος)
1. κλάμα, οδυρμός, μοιρολόγι
2. ποίημα θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — τίτλος ποιήματος που αναφέρεται στην άλωση της Κωνσταντινουπόλεως)
νεοελλ.
φρ. «έγινε θρήνος» — έγινε μεγάλη καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρήνος, όπως και τα θρέομαι, θόρυβος, θρύλος, παρουσιάζουν σημασιολογική συνάφεια εκφράζοντας την έννοια της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. θρήνος συνδέθηκε η γλώσσα του Ησυχίου θρώναξ
κηφήν (Λάκωνες) και τενθρήνη «κηφήνας», καθώς επίσης και τα αρχ. ινδ. dhranati «αντηχώ», αρχ. σαξ. dreno, γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Αρχαία συνών. της λ. είναι τα: οδυρμός, ολοφυρμός, οιμωγή.
ΠΑΡ. θρηνώ, θρηνώδης
αρχ.
θρήνωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θρηνολογώ, θρηνῳδός
αρχ.
θρήνερως, θρηνολάλος, θρηνοποιός
μσν.
θρηνόφθογγος
νεοελλ.
θρηνολόγος, θρηνοτράγουδο. (Β' συνθετικό) αρχ. αξιόθρηνος, δύσθρηνος, ένθρηνος, πολύθρηνος, φιλόθρηνος.———————— (II)
θρῆνος, τὸ (ΑΜ)
ο θρήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος (ο) με αλλαγή γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την αρχαιότητα κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. έδαφος, μήκος)].

Greek Monotonic

θρῆνος: ὁ (θρέομαι),
1. επικήδειο άσμα, θρήνος, οδυρμός, Λατ. naenia, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· θρῆνος οὑμός, για μένα, σε Αισχύλ.
2. παράπονο, θλιμμένη μελωδία, σε Πίνδ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θρῆνος:1) (тж. θ. ἐπιτυμβίδιος Aesch.) погребальная песнь, плач об умершем: θρήνων ἔξαρχοι Hom. запевалы похоронных песен, плакальщики;
2) (тж. θρήνων ᾠδή Soph.) жалоба, жалобная песнь, сетование (κόμμος θ. κοινὸς χοροῦ καὶ ἀπὸ σκηνῆς, sc. ἐστιν Arst.): ὄρνις θρῆνον ἐπιπροχέουσα HH птица, изливающаяся в жалобной песне, πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρῆνοι Plat. большие жалобы по малым поводам.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dirge, lament, lamentation (IE, Ω 721; on the meaning Diehl RhM 89, 90 a. 112).
Compounds: Compp. e. g. θρην-ῳδός who sings a lament (Alciphr.) with -έω, -ία (E., Plu.), ἔν-θρηνος full of lament (Pap.).
Derivatives: θρηνώδης like a lament (Pl.), θρήνωμα = θρῆνος (pap. Ia; -ωμα only enlarging, Chantraine Formation 186f.). Denomin. verb θρηνέω, aor. θρηνῆσαι, also with prefix, e. g. ἐπι-, κατα-, start a lament, lament, wail for (Ω 722) with several derivv.: θρήνημα lament (E.), θρηνη-τής, -ητήρ (A.; cf. Benveniste Noms d'agent 42) lamentation, also θρηνήτωρ (Man.); θρηνητικός (Arist.); ἐπιθρήν-ησις (Plu.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To θρῆνος in the first place ablauting θρώναξ κηφήν. Λάκωνες H. and reduplicated τενθρήνη hornet (cf. also on ἀνθρηδών; see Kuiper Μνήμης χάριν 1, 221f.). Also in other languages we find comparablewords denoting sounds: Skt. dhráṇati sounds (gramm.) and the Germanic word for Drohne, e. g. OS dreno, with which cf. also Goth. drunjus sound, NGerm. drönen drōhnen a. o., Lat. drēnsō, -āre the sound of swans (from Gaulic); in all these cases we have to assume an onomatopoetic elementary relation rather than a genetic connection. (Not here Arm. dṙnč̣im blow the horn (Mladenov Mélanges Pedersen 95ff.). Cf. with different anlaut Lith. trinkėti ! drone; uncertain Toch. A träṅk- speak. - Pok. 255f., W.-Hofmann s. drēnsō, Mayrhofer s. dhráṇati. (Hardly to θρέομαι, θόρυβος, θρῦλος.) - We have prob. a Pre-Greek word.