αὖ

From LSJ
Revision as of 08:43, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὖ Medium diacritics: αὖ Low diacritics: αυ Capitals: ΑΥ
Transliteration A: Transliteration B: au Transliteration C: av Beta Code: au)=

English (LSJ)

Adv. of repeated action, A again, anew, afresh, once more, Il.1.540, etc.: freq. after numerals, δεύτερον αὖ, τρίτον αὖ, etc., Hom.; τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω A.Th.526, cf. Ch. 1066 (lyr.); in a question, expressing impatience, τίς δὴ αὖ τοι…; Il.1.540. II generally, again, i.e. further, moreover, ib.2.493, etc.; καὶ ἔτι γε αὖ Pl.Tht. 192b. 2 on the other hand, following δέ, τούτῳ μὲν… τούτῳ δ' αὖIl.4.417; also, in turn, οἳ δ' ἄρα… Ἠλίδα δῖαν ἔναιον… τῶν αὖ τέσσαρες ἀρχοὶ ἔσαν ib.2.618; ἥξει γὰρ ἄλλος αὖ τιμάορος A.Ag.1280: hence = δέ, even when μέν precedes, Il.11.109, Od.4.211; freq. joined with δέ, ὃν δ' αὖ δήμου τ' ἄνδρα ἴδοι Il.2.198; ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα πολλὰ δ' αὖ σοφή A.Ag.1295, cf. Eu.954 (lyr.); ὁ μὲν ἥμαρτε ὁ δ' αὖ… κατειργάσατο X.Cyr.4.6.4; οὐκ… οὐδ' αὖ S.OT1373, El.911, cf. Pl.Tht.160b: with τε, X.Cyr.1.1.1, Pl.Prt.326a, etc. III in pleon. phrases, esp. in Trag. (v. αὖθις, ἔμπαλιν, πάλιν), μάλ' αὖ A.Eu.254, S.El.1410. IV on the contrary, ἆρ' ὀρθῶς… ἢ αὖ; Pl.R.468a. V of Place, backward, only in the incorrect orthography αὖ ἔρυσαν, cf. αὐερύω.—Not placed first in a sentence. [ᾰυ before a vowel, Pl.Com.153.3, Archestr. ap. Ath.6.300e (both hex.).] (Cf. αὐτάρ, αὖτε, αὖτις, Lat. aut.)

German (Pape)

[Seite 390] 1) örtlich, zurück, rückwärts, αὖ ἐρύω, was auch zusammengeschrieben wird, αὐερύω, s. unten. – 2) zeitlich, die Wiederholung einer Handlung ausdrückend: wieder, wiederum, von Hom. an bei allen Schriftstellern, auch mit den Zusätzen νῦν αὖ, τὸ δεύτερον αὖ, τὸ τρίτον αὐ. Auch καί findet sich in demselben Satze, καὶ αὕτη αὖ ἄλλη πρόφασις ἦν Xen. An. 1, 1, 7. 1, 9, 19. In Fragen u. Ausrufungen, auch von neuen Handlungen, die früheren bloß ähnlich sind, mit dem Ausdruck des Unwillens, τίς δ' αὖ τοι – συμφράσσατο βουλάς; Il. 1, 540; καὶ νῦν τί τοῦτ' αὖ φασι –; Soph. Ant. 7; vgl. Phil. 1078. – 3) dagegen, gegenseitig, gleichfalls, ἐγὼ γὰρ ἡγεμὼν σφῷν αὖ πέφασμαι καινός Soph. O. C. 1540; μήτ' αὐτὸς οἴου δεῖν πρὸς ἐμὲ παίζειν, μήτ' αὖ τὰ παρ' ἐμοῦ ἀποδέχου ὡς παίζοντος Plat. Gorg. 500 b, vgl. Xen. An. 2, 5, 26; dagegen, umgekehrt, τὸ γιγνώσκειν εἴπερ ἔσται ποιεῖν τι, τὸ γιγνωσκόμενον ἀναγκαῖον αὖ συμβαίνει πάσχειν Plat. Soph. 248 e. – 4) geradezueinen Gegensatz ausdrückend, dagegen, aber, Il. 4, 417; Aesch. Spt. 224 u. sonst; auch in Prosa; häufig werden δ' αὖ verbunden bei Hom. u. Tragg., z. B. Aesch. Ag. 1268; in Aufzählungen, wie ἐκ μὲν –, ἐκ δὲ –, ἐκ δ' αὖ, Hermipp. Ath. I, 27 e; auch in Prosa, Xen. An. 1, 10, 5; es entspricht dah. auch einem vorangehenden μέν, Il. 11, 109; Od. 4, 211; zuweilen auch bei den Attikern, s. Herm. zu Viger. p. 780. Auch ἀλλ' αὖ, Plat. com. B. A. 384. – 5) Oft bezeichnet es bloß einen Fortgang der Rede, ferner nun, Iliad. 5, 1; Aesch. Spt. 508 u. in Prosa; auch = δή, also, Il. 2, 493. 618. Bei den Attikern finden sich noch folgende Häufungen: αὖθις αὖ πάλιν εἰσῄει Soph. Phil. 940; vgl. O. C. 1420; πάλιν – αὖ Plat. Soph. 225 e u. öfter; Xen. Cyr. 2, 2, 18; αὖθις αὖ Plat. Prot. 361 c u. sonst; vgl. Heindorf zu Gorg. 461 a.

Greek (Liddell-Scott)

αὖ: ἐπίρρ. 1) τόπου, ὀπίσω, πρὸς τὰ ὀπίσω· ἀλλ’ ἴδε αὐερύω ἐν τέλει. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἑπομένως ἐπὶ πάσης ἐπαναλήψεως πράξεώς τινος, πάλιν, ἐκ νέου, αὖθις, τίς δὴ αὖ τοι, δολομῆτα, θεῶν συμφράσσατο βουλάς; Ἰλ. Α. 540, ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς λίαν συχνόν, πολλάκις, μετὰ τὰ ἀριθμητικά, δεύτερον αὖ, τρίτον αὖ, κτλ., Ὅμ.· τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω Αἰσχύλ. Θήβ. 526, πρβλ. Χο. 1066. ΙΙΙ. ἐν γένει σημαίνει, πάλιν, δηλ. προσέτι, ἀκόμη, πλὴν τούτου, Λατ. porro, υἱέας δ’ αὖ πινυτούς τε και ἒγχεσιν εἶναι ἀρίστους Ὀδ. Δ. 211, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ἔτι γε αὖ Πλάτ. Θεαίτ. 192Β. 2) ἀκολούθως (ὅπως τὸ Ἀγγλικόν again σχετίζεται πρὸς τὸ against καὶ τὸ Γερμαν. wieder πρὸς τὸ wider) λαμβάνει τὸ μόριον τοῦτο τὴν σημασίαν τοῦ ἀφ' ἑτέρου, τοὐναντίον, τιθέμενον μετὰ τὸ δὲ, τούτῳ μὲν γὰρ κῦδος ἅμ’ ἕψεται ... τούτῳ δ' αὖ μέγα πένθος Ἰλ. Δ. 417· ὡσαύτως ἀμοιβαδόν ἐν τῷ μέρει, Λατ. vicissim, ἥξει γὰρ ἄλλος αὖ τιμάορος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1280: - ἐντεῦθεν = δέ, ἔτι καὶ ὅταν προηγῆται ὁ μέν, Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει Ἰλ. Λ. 109, οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως μετὰ τοῦ δέ, ὃν δ’ αὖ δήμου τ’ ἄνδρα ἴδοι Ἰλ. Β. 198· ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα πολλά δ' αὖ σοφή Αἰσχύλ. Ἀγ. 1295, πρβλ. Εὐμ. 954· ὁ μὲν ἥμαρτε, ὁ δ’ αὖ .. κατειργάσατο Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4· οὐκ ..., οὐδ’ αὖ Σοφ. Ο. Κ. 1373. Πλ. 911, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 160Β. 3) ἐνίοτε φαίνεται = τῷ δή, ὡς τῶν αὖ τέσσαρες ἀρχοὶ ἒσαν = «τούτων τὴ τέσσαρες ἀρχηγοὶ ἦσαν» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Β. 618. IV. αἱ πλεοναστικαὶ φράσεις, πάλιν αὖ, αὖ πάλιν, ἔμπαλιν, αὖ, αὖθις αὖ, αὖθις αὖ πάλιν, εἶναι μόνον Ἀττ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον Τραγ.· μάλ’ οὖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 254, κτλ.· - ἴδε ἐν λ. αὖθις, αὖτε. Τὸ αὖ τίθεται συνήθως δεύτερον ἐν τῷ λόγῳ, ἀλλ’ εὕρηται καὶ πρῶτον ἐν Μεγαρ. Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Keil, ἀρ. IV β. 10.

French (Bailly abrégé)

particule;
1 puis, alors;
2 à son tour, de nouveau : δεύτερον αὖ, τρίτον αὖ, πέμπτον αὖ HOM, ATT puis un second, un troisième, un cinquième, etc.
3 d’un autre côté, au contraire : μὲν… δ’ αὖ IL, OD d’une part… de l’autre ; κάγὼ μὲν οὐκ ἔδρασα, οὐδ’ αὖ σύ SOPH pour ma part, je n’ai pas cela, ni toi non plus.
Étymologie: DELG cf. lat. aut, autem.

English (Autenrieth)

again, on the contrary, on the other hand; temporal, Il. 1.540, Od. 20.88, etc.; oftener denoting sequence or contrast, δ' αὖ, δεύτερον αὗ, νῦν αὖ, etc.; sometimes correl. to μέν, Λ 1, Od. 4.211, and scarcely stronger than δέ, Β , Il. 11.367.

English (Slater)

αὖ
1 again, with δέ; emphasizing a distinction as regards what precedes.
a μέν precedes. τόκα μὲν, εὖτ' ἂν δὲ, τότ αὖ (O. 6.70) ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ (N. 11.30) ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8.
b as opposed to some previous time. ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ. νῦν δ αὖ (I. 4.18) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ . νῦν δ' αὖ (Pae. 2.80)
c in general. πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω (O. 12.6) “μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ θρασυμήδει Σαλμωνεῖ· τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” (P. 4.144)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [medido como breve ante vocal, Pl.Com.168.3, Archestr.SHell.142.2] adv.
I 1de nuevo, otra vez ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον Il.11.362, νῦν αὖ τοῦτο μ' ἄνωγας Il.14.262, cf. Od.13.303, σὺ δ' αὖ κέκραγας A.Pr.743, ποῖον αὖ λέγεις Luc.Nigr.38, cf. Alcm.137, Archyt.B 4, Dialex.4.1
c. idea de tiempo, frec. reforzado c. otro adv. todavía, además τάχ' αὖ τινες ἄλλοι ἔσσονται ἄνδρες Thgn.1070a, τότ' αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν Pi.O.6.70, καὶ ἔτι γε αὖ οἶδε Pl.Tht.192b
reforzando a πάλιν, ἔμπαλιν, αὖθις: πάλιν αὖ σφισι προσμεῖξαι μὴ δυνηθῆναι ἔτι Th.5.72, σὺ πάλιν αὖ λόγους ἐμοὺς θαύμαζ' E.IA 843, εἶτ' αὖ πάλιν αὖθις ἀνιστάμενον συμψῆσαι Ar.Nu.975, cf. Pl.622, Pl.Prt.351c, Plu.2.1078c.
2 a menudo c. neg. tampoco, ni siquiera μηδὲ αὖ προσγινομένου αὐξήσεται Zeno Eleat.B 2, οὐκ αὖ μ' ἐάσεις Ar.Eq.336, cf. Pax 281, V.942
frec. a continuación de οὐδέ: οὐδ' αὖ ὑποζυγίων τε καὶ τῶν ἄλλων κτηνέων Hdt.7.187, οὐδ' αὖ αὐτοὶ ... ἐποιοῦντο Th.1.15, οὐδ' αὖ σύ S.El.911, οὐδ' αὖ ἐν τῷ αἰσθάνεσθαι Plot.1.4.14, cf. Lys.8.7, POxy.1206.14 (IV d.C.).
II 1en una secuencia enumerativa a su vez, además τοῖσιν δ' αὖ θάνατος ἔσσεται Il.4.270, δεύτερον αὖ θώρηκα ... ἔδυνεν Il.3.332, τὸ τρίτον αὖ κατέπεφνεν Il.6.186, τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω A.Th.526, τρίτος αὖ χειμών A.Ch.1066
tb. usado en genealogías Δάρδανον αὖ πρῶτον τέκετο ... Ζεύς Il.20.215.
2 gener., marcando una oposición por otra parte, al contrario τίς δὴ αὖ τοι ... συμφράσσατο βουλάς; Il.1.540, τί τ' ἄρ' αὖ με μάλ' ὀτρύνουσα κελεύεις εἰπέμεν; Od.23.264, χῶρις δ' αὖ Περάμοιο θύ[γ] ατρες Sapph.44.16, ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος A.A.1280, εἰ δ' αὖ τις ἄλλον οἶδεν S.OT 230, ὁ δ' αὖ θάνατος κίχε Simon.19, οἱ μὲν ... οἱ δ' αὖ ἐκεῖθεν Pl.Com.l.c., μετρίᾳ δ' αὖ ἐσθῆτι ... πρῶτοι Λακεδαιμόνιοι ἐχρήσαντο Th.1.6
en correlación c. ἄρα: οἵδ' ἄρα ... τῶν αὖ τέσσαρες ἀρχοὶ ἔσαν Il.2.618
después de μάλα: ὅρα μάλ' αὖ A.Eu.254, ἰδοὺ μάλ' αὖ θροεῖ τις S.El.1410, cf. Pl.R.468a.

• Etimología: Partíc. que marca la op. y que se encuentra en lat. aut, autem.

Greek Monotonic

αὖ: επίρρ.
I. πάλι, ξανά, εκ νέου, μια φορά ακόμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· μετά από αριθμητικά, δεύτερον αὖ, τρίτον αὖ κ.λπ., στον ίδ.
II. 1. γενικά, πάλι, δηλ. ακόμη, πιο πολύ, πέραν τούτου, Λατ. porro, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
2. αφ' ετέρου, από την άλλη μεριά, ακολουθώντας το δέ, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
III. οι πλεοναστικές φράσεις, πάλιν αὖ, αὖ πάλιν, ἔμπαλιν αὖ αὖθις αὖ, αὖθις αὖ πάλιν, είναι μόνο Αττ., κυρίως σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

αὖ: частица со знач.:
1) (перехода или следования) потом, затем, далее, и вот: ἐνθ᾽ αὖ Διομήδεϊ Ἀθήνη δῶκε μένος Hom. и вот Афина дала Диомеду силу;
2) (повторности или обратности) еще (раз), снова, опять, в свою очередь, со своей стороны: ἀπὸ μὲν τοῦ ἑτέρου ἐπὶ τὸ ἕτερον, ἀπὸ δ᾽ αὖ τοῦ ἑτέρου πάλιν ἐπὶ τὸ ἕτερον Plat. от одного к другому и снова обратно; καὶ ἐγὼ μὲν οὐκ ἔδρασα τοῦτο, οὐδε αὖ σύ Soph. ведь ни ты этого не сделал, ни, со своей стороны, я.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: again, on the other hand, on the contrary (Il.),
Derivatives: as a prefix in αὐ-χάττειν ἀναχωρεῖν, ἀναχάζεσθαι H. (s.v.)
Origin: IE [Indo-European] [72], also [73] *h₂eu away, again
Etymology: To Lat. au- in au-fugio etc., Lith. au-, OCS. u- away from, further to Skt. áva down. - Often connected with other adverbs and particles: αὖ-τε (αὑ-τ-άρ), αὖ-τι-ς, αὖ-τι-ν (αὑ-τί-κα), αὖ-θι, αὖ-θι-ς, αὖ-θε (Schwyzer 629); cf. Osc. auti = Lat. aut; Lat. autem; also Goth. auk (= αὖ γε??) then, but, also etc.

Middle Liddell

1
I. again, anew, afresh, once more, Hom., etc.; after numerals, δεύτερον αὖ, τρίτον αὖ, etc., Hom.
II. generally, again, i. e. further, moreover, besides, Lat. porro, Od., attic
2. in turn, on the other hand, following δέ, Il., attic.
III. the pleon. phrases, πάλιν αὖ, αὖ πάλιν, ἔμπαλιν αὖ, αὖθις αὖ, αὖθις αὖ πάλιν, are only attic, mostly Trag.

Frisk Etymology German

αὖ: {aũ}
Grammar: Adv.
Meaning: wieder, abermals, hingegen (vorw. poet. seit Il.),
Composita : als Präfix in αὐχάττειν· ἀναχωρεῖν, ἀναχάζεσθαι H.
Etymology : Mit lat. au- in au-fugio usw., balt. au-, aksl. u- weg, ab identisch, außerdem wahrscheinlich mit aind. áva ‘(her)ab’ verwandt. — Das idg. Adv. *au zurück, wieder ist sowohl im Griechischen wie in anderen Sprachen Verbindungen mit anderen Adverbien und Partikeln eingegangen: so αὖτε (vgl. αὐτ-άρ, ὅτε usw.), αὖτις, αὖτιν (vgl. αὐτίκα), αὖθι, αὖθις, αὖθε (näheres bei Schwyzer 629); vgl. aus anderen Sprachen osk. auti = lat. aut; lat. autem; sehr fraglich dagegen got. auk (= gr. αὖ γε??) denn, aber, auch und sonstige damit identische germanische Partikeln.
Page 1,183

English (Woodhouse)

in return, on the contrary, on the other hand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)