γεύω Search Google

From LSJ
Revision as of 11:10, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεύω Medium diacritics: γεύω Low diacritics: γεύω Capitals: ΓΕΥΩ
Transliteration A: geúō Transliteration B: geuō Transliteration C: geyo Beta Code: geu/w

English (LSJ)

fut. A γεύσω Anaxipp.1.27: aor. ἔγευσα Hdt.7.46, E.Cyc.149: —Med., fut. γεύσομαι Od.17.413, etc.: aor. ἐγευσάμην 20.181, etc.; γεύσεται, -σόμεθα, Ep. for -ηται, -ώμεθα, Il.21.61, 20.258: 3pl. opt. γευσαίατο E.IA423: pf. γέγευμαι A. v. infr., etc. (γεύμεθα Theoc.14.51): plpf. ἐγέγευντο Th.2.70:—give a taste of, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Hdt.7.46; τινά τι E.Cyc.149, Theopomp.Com.65, Polyaen. 1.1.1; τινά τινος Anaxipp. l.c., Alex.179, Pl.Lg.634a: metaph., τινὰ ἀγαθῶν λόγων dub. in Men.Georg.45; σ' ἔγευσ' ἂν τῶν ἐμῶν χειρῶν Herod.6.11: but, II Med., γεύομαι, with pf. and plpf. Pass., taste, c. gen., προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν Od.17.413; ἀλλήλων ἐγέγευντο they had tasted, eaten of... Th.2.70; μέλιτος Pl.R.559d, etc. 2 take food, Hp.Epid.3.1.β, Act.Ap.10.10; dine, PLond. ined.2487 (iv A. D.). 3 metaph., taste, make proof of, feel, δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Il.21.60; ὀϊστοῦ Od.21.98; χειρῶν 20. 181; ἀλλ' ἄγε… γευσόμεθ' ἀλλήλων ἐγχείῃσιν let us try one another with the spear, Il.20.258; taste the sweets of, ἀρχῆς, ἐλευθερίης, Hdt. 4.147, 6.5; ὕμνων Pi.I.5(4).20; ἀλκᾶς, στεφάνων, Id.P.9.35, I.1.21; εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι Id.N.7.86; of a married woman, ἀνδρὸς γεγευμένη A.Fr.243; γ. πόνων to have experience of them, Pi. N.6.24; μόχθων S.Tr.1101; πένθους E.Alc.1069; νόμων Pl.Lg.752c; ἀμφοτέρων Id.R.358e; γ. ἐμπύρων make trial of them, S.Ant.1005: rarely c. acc., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος AP6.120 (Leon.); κάππαριν Plu.2.687d: abs., S.Aj.844. (Cf. Skt. juṣáte 'enjoy', Lat. gusto.)

German (Pape)

[Seite 487] (gustare, gustus, also Wurzel γυ mit Guna, nicht γεF), activ. = zu kosten geben, kosten lassen, med. = kosten. Hom. nur med., fut. und aor., fünfmal: Odyss. 17, 413 προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν, davon essen, v.l. γεύσασθαι; übertr. 20, 181 χειρῶν γεύσασθαι; 21, 98 ὀιστοῦ γεύσεσθαι; Iliad. 21, 61 δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται; 20, 258 ἀλλ' ἄγε θᾶσσον γευσόμεθ' ἀλλήλων χαλκήρεσιν ἐγχεί. ῃσιν. – Folgende, activ.: τινά τινος Her. 7, 46; vgl. Alex. Ath. III, 123 e; Anaxipp. ib. IX, 404 (v. 27); γευστέον αἵματος τοὺς παῖδας, man muß kosten lassen, Plat. Rep. VII, 537 a; übertr., δούλους ἔγευσε τιμῆς ἐλευθέρας, Plut. Lyc. et Num. 1; τινά τι Eur. Cycl. 149; vgl. Eubul. Ath. I, 28 f; τοὺς Ἔλληνας ἥδιστον ποτὸν ἐλευθερίας γεύσαντες Theop. com. bei Plut. Lys. 13. – Häufiger med., kosten, τινός; oft comici; διαίτης, μέλιτος, Plat. Legg. VI, 762 e Rep. VIII, 559 d; übertr.; gew. Fechterausdruck, vgl. Plat. Rep. II, 358 e; Pind. ἀλκῆς P. 9, 61; ἀέθλων 10, 11; πόνων N. 6, 25; Eur. Herc. fur. 1353; ἀρετῶν, ὕμνων, Pind. N. 3, 40 I. 4, 22; πένθους Eur. Alc. 1072; κακῶν Luc. Nigr. 28; ἀνδρός τι N. 7, 86; ἀρχῆς Her. 4, 147; τῶν νόμων γευσάμενοι Plat. Legg. VI, 752 c; διαίτης γεγευμένον εἶναι 762 e; μαθήματος, λόγων Rep. V, 475 c VII, 539 b; ἀλλήλων ἐγέγευντο Thuc. 2, 70; genießen, ἥβης Ep. ad. 741 (App. 238); ἀνδρός, im obscönen Sinne, Aesch. frg. 219. Uebh. Kenntniß von etwas aus eigener Erfahrung erlangen. Seltener c. acc., Arist. poet. 22; Anthol. VI, 120.

Greek (Liddell-Scott)

γεύω: μέλλ. γεύσω, Ἀνάξιππ. Ἐγκ. 1. 27· ἀόρ. ἔγευσα Ἡρόδ., Εὐρ.:-Μέσ., μέλλ. γεύσομαι, Ὅμ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐγευσάμην Ὀδ., Ἡρόδ., Ἀττ. γεύσεται,-σόμεθα, Ἐπ. ἀντὶηται,-ώμεθα, Ἰλ. Φ. 61., Υ. 258., πρβλ. Ω. 356· γ΄ πληθ. εὐκτ. γευσαίατο, Εὐρ. Ι. Α. 423· πρκμ. γέγευμαι, Αἰσχύλ., κτλ. (γεύμεθα Θεόκρ. 14. 51)· ὑπερσυντ. ἐγέγευντο Θουκ. (Ἐκ. √ ΓΕΥ, ἢ μᾶλλον ΓΕΥΣ, παράγονται ὡσαύτως γεῦμα, γεῦσις· πρβλ. ǵush, ǵushé (delectari), ǵushtis, gôshas (delectatio)· Λατ. gus-to, gustus· Γοτθ. kaus-jan (γεύεσθαι)· Παλαιο-Σκανδιν. kostr (Γερμ. kost, cibus).) Παρέχω γεῦσιν, ἀπόγευσίν τινος, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Ἡρόδ. 7. 46, ἔνθα ἴδε Valck.· σπανίως, τινά τι Εὐρ. Κύκλ. 149· ἢ τινά τινος Ἀνάξιππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πλάτ. Νόμ. 634A· πρβλ. γευστέον· ἀλλά, ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπ., γεύομαι, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., ἀπογεύομαι, δοκιμάζω, μ. γεν., προικὸς γεύσεσθαι, Ἀχαιῶν Ὀδ. Ρ. 413· ἀλλήλων ἐγέγευντο, εἶχον γευθῆ, εἶχον φάγει, ἐξ ἀλλήλων, Θουκ. 2. 70· μέλιτος Πλάτ. Πολιτ. 559D, κτλ. 2) μεταφ., γεύομαι, δοκιμάζω, αἰσθάνομαι, δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Ἰλ. Φ. 60· ὀϊστοῦ Ὀδ. Φ. 98· χειρῶν Υ. 181· ἀλλ’ ἄγε… γευσόμεθ’ ἀλλήλων ἐγχείαις, ἂς δοκιμάσωμεν ἀλλήλους διὰ τῆς λόγχης, Ἰλ. Υ. 258· γ. στρατοῦ Σοφ. Αἴ. 844· δοκιμάζω τὰς ἡδονάς, τὰς εὐχαριστήσεις τινὸς πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Ἡρόδ. 4. 147., 6. 5· ὕμνων. Πίνδ. Ι. 5. 25 (4. 22)· ἀλκᾶς, στεφάνων ὁ αὐτ. II. 9. 61, Ι. 1. 29· γεύεσθαί τί τινος, ἔχειν εὐχαρίστησίν τινα ἢ κέρδος παρ’ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Ν. 7. 127· ἐπὶ ἐγγάμου γυναικός, ἀνδρὸς γεγευμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· γ. πόνων, δοκιμάζω, λαμβάνω πεῖραν αὐτῶν, Πίνδ. Ν. 6. 41· μόχθων Σοφ. Τρ. 1101· πένθους Εὐρ. Ἀλκ. 1069· ἀμφοτέρων Πλάτ. Πολιτ. 358E· γ. ἐμπύρων, τὰ δοκιμάζω, Σοφ. Ἀντ. 1005·-σπανίως μ. αἰτιατ., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος Ἀνθ. II. 6. 120. 3) ἐν τῷ μεταγ. Ἑλληνισμῷ ἀπολύτ. =ἐσθίω, λαμβάνω τροφήν, Ἑβδ. (Ἰων. γ΄, 7), Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 10.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., f. γεύσω, ao. ἔγευσα;
faire goûter à ; τι à qch ; τινά τι ou τινά τινος qqn à qch;
Moy. γεύομαι (ao. ἐγευσάμην, pf. γέγευμαι) goûter :
1 au propre gén. ou acc.;
2 fig. faire l’expérience de, tâter de : δουρὸς ἀκωκῆς IL, ὀϊστοῦ OD, χειρῶν OD goûter, càd tâter de la pointe d’une lance, d’un javelot, de la main (d’un adversaire) ; γευσόμεθ’ ἀλλήλων ἐγχείαις IL nous nous tâterons mutuellement de nos lances ; γ. μόχθων SOPH, πένθους EUR faire l’expérience des épreuves, de la douleur ; ἀρχῆς HDT goûter de la souveraineté, goûter les douceurs du pouvoir ; ἐλευθερίης HDT goûter les douceurs de la liberté;
3 p. euphém. p. manger : ἀλλήλων ἐγέγευντο THC ils s’étaient entremangés.
Étymologie: R. Γυς, goûter ; cf. lat. gustus.

Spanish (DGE)

• Morfología: [med. pres. ind. γεύμεθα Theoc.14.51; aor. opt. 3a plu. γευσαίατο E.IA 423]
I en v. med., c. gen.
1 probar, gustar, saborear ὀξέος Hp.Mul.1.11, βορᾶς E.IA l.c., κηφήνων μέλιτος Pl.R.559d, οὐδεὶς γεύεται τῶν ἱερέων Theopomp.Hist.347b, cf. POxy.3929.10 (III d.C.), πίσσας Theoc.l.c., τοῦ οἴνου POxy.1576.4 (III d.C.)
percibir el sabor ἑτέρου Arist.de An.422b8
abs. ἴτ', ὦ ... Ἐρινύες, γεύεσθε S.Ai.844, ἁλμυραὶ σάρκες γευομένῳ carnes saladas al gusto Hp.Epid.6.5.10, cf. Plu.2.687d, Eu.Matt.27.34, Hierocl.Facet.173
tard. tb. c. ac. τὸ ὕδωρ Eu.Io.2.9, θηλείης ἕρσης ἰκμάδα AP 6.120 (Leon.).
2 comer τινες καί ἀλλήλων ἐγέγευντο algunos incluso habían empezado a devorarse los unos a los otros Th.2.70
abs. tomar alimento γεύεσθαι δὲ οὐκ ἠδύναντο Hp.Epid.3.1.2, ἤθελεν γεύσασθαι Act.Ap.10.10, cf. Melit.Fr.Pap.58.8.
3 fig. probar en las propias carnes, experimentar, sentir sobre uno mismo raro c. gen. de pers. ἀλλ' ἄγε ... γευσόμεθ' ἀλλήλων χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν mas ¡ea! probémonos mutuamente con las broncíneas lanzas, Il.20.258, σῶν ... ἐκγόνων B.9.46
más frec. c. gen. de cosa o abstr. experimentar, probar en mala parte, c. sent. sufrir δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο Il.21.61, χειρῶν Od.20.181, μόχθων μυρίων S.Tr.1101, πένθους τοῦδε ... πικροῦ E.Alc.1069, θανάτου Eu.Matt.16.28, Eu.Marc.9.1, Aristid.Apol.2.8
en buena parte gustar, apreciar προικός Od.17.413, ὕμνων Pi.I.5.20, γεύσασθαι ἀρχῆς tomarle el gusto al poder Hdt.4.147, ἐλευθερίης Hdt.6.5, οἱ γευσάμενοι ... τῶν νόμων op. ἄπειροι Pl.Lg.752c, οἰ τῶν ἐτέων ἄρτι γεγεύμενοι los que acaban de probar los años, e.e. empezar a gustar la vida ref. a los muy jóvenes, Theoc.30.15, οἱ νεωστὶ φυσιολογίας γνησίου γευόμενοι Epicur.Ep.[3] 85, τῆς σου ... εὐεργεσίας SB 11666.2 (IV d.C.)
en perf. ser experto, conocer ἀνδρός ref. a la mujer casada, A.Fr.243
c. ὅτι percatarse, apreciar εἰ ἐγεύσασθε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος LXX Ps.34.81.
II fact. en v. act., c. ac. o gen. hacer probar o gustar, dar a probar c. ac. de pers. y de cosa σε ... ἄκρατον μέθυ E.Cyc.149, τοὺς Ἕλληνας ἥδιστον ποτὸν ἐλευθερίας Theopomp.Com.66
c. ac. de pers. y gen. σε τῶν εὑρημένων Anaxipp.1.27, ὕδατός σε Alex.184, σ' ἀγαθῶν λόγων Men.Georg.45, ὑμᾶς τῶν ἰδίων τέκνων Plb.15.29.12
sólo c. gen. ἐπιτηδεύματα ... ἃ γεύοντα τῶν ἡδονῶν Pl.Lg.634a
fig. ὁ δὲ θεὸς γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα pero la divinidad permitiendo gustar a la vida de cierto dulzor Hdt.7.46, cf. Lyr.Adesp.29a, τὸν ναὸν ... ἔγευσεν ἱερουργημάτων donó al templo una participación de las víctimas I.AI 8.123.
• Etimología: De un tema γευσ- cf. gót. kiusan ‘gustar’, aaa. kiosan y en grado ø ai. juṣate, lat. gustūs.

English (Thayer)

(cf. Latin gusto, German kosten; Curtius, § 131); to cause to taste, to give one a taste of, τινα (γεύομαι: future γεύσομαι; 1st aorist ἐγευσάμην;
1. to taste, try the flavor of: Winer's Grammar, § 30,7c. (and p. 36; Anthol. Pal. 6,120)) with the accusative of the object: to taste, i. e. perceive the flavor of, partake of, enjoy: τίνος, γεύσεται μου τοῦ δείπνου, i. e. shall partake of my banquet); hence, as in Greek writings from Homer down, equivalent to to feel, make trial of, experience: τίνος, ῤῆμα Θεοῦ, τῆς γνώσεως, Clement of Rome, 1 Corinthians 36,2 [ET]). as in Chaldean, Syriac, and rabbinical writers, γεύεσθαι τοῦ θανάτου (Winer's Grammar, 33 (32)): Wetstein on Matthew, the passage cited; Meyer on John, the passage cited; Bleek, Lünem., Alford on Hebrews, the passage cited), followed by ὅτι: to take food, eat: absolutely, Kypke, Observations, ii., p. 47; to take nourishment, eat — (but substantially as above), with the genitive μηδενός, Colossians 2:21.

Greek Monolingual

βλ. γεύομαι.

Greek Monotonic

γεύω: μέλ. γεύσω, αόρ. αʹ ἔγευσα· Μέσ. μέλ. γεύσομαι, αόρ. αʹ ἐγευσάμην, υποτ. γεύσεται, -σόμεθα, Επικ. αντί -ηται, -ώμεθα, παρακ. γέγευμαι,
I. δίνω μια γεύση από κάτι· τι, σε Ηρόδ.· σπάνια, τινά τι, σε Ευρ.· ή τινά τινος, σε Πλάτ.· πρβλ. γευστέον.
II. 1. Μέσ., γεύομαι, με Παθ. παρακ., γεύομαι ένα πράγμα, με γεν. σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
2. μεταφ., απολαμβάνω, χαίρομαι, αισθάνομαι· δουρὸς ἀκωκῆς, ὀϊστοῦ γεύσασθαι, σε Όμηρ.· γευσόμεθ' ἀλλήλων ἐγχείαις, ας δοκιμάσουμε ο ένας τον άλλο με το δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.· γεύομαι τα οφέλη, τις ηδονές κάποιου πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης, σε Ηρόδ.· είμαι έμπειρος, έχω πείρα κάποιου πράγματος, μόχθων, πένθους, σε Σοφ., Ευρ. (πιθ. √ΓΕΥΣ, πρβλ. το Λατ. gus-tare).

Russian (Dvoretsky)

γεύω:
1) давать (по)пробовать (τινὰ μέθυ Eur.; τοὺς σκύλακας αἵματος Plat.; τινὰ λόγων καὶ μαθημάτων Plut.);
2) преимущ. med. отведывать, пробовать (μέλιτος Plat.; τοῦ νέκταρος καὶ τῆς ἀμβροσίας Arst.): γεῦσαι λαβών Arph. возьми и попробуй; δουρὸς ἀκωκῆς γεύσασθαι Hom. отведать острия копья, т. е. получить рану копьем; γεύσασθαι ἀλλήλων ἐγχείαις Hom. померяться друг с другом копьями;
3) med. изведывать, вкушать, узнавать, познавать (πόνων Pind.; μόχθων Soph.; πένθους Eur.; ἐλευθερίης Her.; κακῶν Luc.; ἄρτι γεγευμένος φιλοσοφίας Plut.): οἱ γευσάμενοι τῶν νόμων Plat. приучившиеся к законности;
4) med. поедать (ἀλλήλων Thuc.).

Middle Liddell

[The Root was prob. !γευς, cf. Lat. gustare.]
I. to give a taste of, τι Hdt.; rarely τινά τι Eur.; or τινά τινος Plat.: cf. γευστέος.
II. Mid. γεύομαι, with perf. pass., to taste of a thing, c. gen., Od., Thuc.
2. metaph. to taste, feel, δουρὸς ἀκωκῆς, ὀϊστοῦ γεύσασθαι Hom.; γευσόμεθ' ἀλλήλων ἐγχείαις let us try one another with the spear, Il.: to taste the sweets of, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Hdt.; to have experience of, μόχθων, πένθους Soph., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεύω ook athem. praes. med. 1 plur. γεύμεθα; aor. med. ep. conj. γεύσεται, γευσόμεθα, poët. opt. 3 plur. γευσαίατο; perf. med. γέγευμαι
1. act. laten proeven :. ὁ δὲ θεὸς γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα als de godheid (de mens) de heerlijkheid van het leven heeft laten proeven Hdt. 7.46.4.
2. med. proeven van, met gen.:; ὅταν νέος... γεύσηται... μέλιτος wanneer een jongeman honing proeft Plat. Resp. 559d; zelden met acc.; uitbr. voedsel gebruiken, abs.:; γεύεσθαι δὲ οὐκ ἠδύνατο hij was niet in staat voedsel tot zich te nemen Hp. Epid. 3.1.2; met gen.. καί τινες καὶ ἀλλήλων ἐγέγευντο en sommigen hadden ook elkaar als voedsel gebruikt Thuc. 2.70.1; overdr. proeven van, beproeven, ondervinden, kennismaken met, met gen.:; ἀλλ ’ ἄγε θᾶσσον γευσόμεθ ’ ἀλλήλων χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν kom, laten wij snel elkaar beproeven in gevecht met bronzen speren Il. 20.258; πρὶν χειρῶν γεύσασθαι voordat we elkaars vuisten hebben mogen smaken Od. 20.181; genieten van, met gen. : γ. ἐλευθερίης van vrijheid genieten Hdt. 6.5.1.