κύτος

From LSJ
Revision as of 14:53, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠ́τος Medium diacritics: κύτος Low diacritics: κύτος Capitals: ΚΥΤΟΣ
Transliteration A: kýtos Transliteration B: kytos Transliteration C: kytos Beta Code: ku/tos

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, (κύω)
A hollow, κύκλου, of a shield, A.Th.495; ἀσπίδος E.Fr.185; θώρηκος Ar.Pax1224; περίπλευρον κύτος E.El.473 (lyr.); λέβητος Id.Cyc.399; τρίποδος Id.Supp.1202; κύλικος Pl.Com.189; λοπάδος Xenarch.1.10; hold of a ship, Plb.16.3.4.
2 vessel, jar, A.Ag.322, 816, S.El.1142, etc.; πλεκτὸν κύτος basket, E.Ion37; κοιλοσώματον κύτος Antiph.52.2.
3 of any hollow container, τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος Pl.Ti.45a; τὸ ὄπισθεν κύτος occiput, Arist.PA56b26; τοῦ θώρακος τὸ κύτος, i.e. the chest, Pl.Ti.69e; ποδῶν κύτος Achae.4.4 (leg. πλευρῶν); τὸ ἄνω κύτος Arist.GA742b14 (also of plants, = αἱ ῥίζαι, 741b35, al.); τὸ λοιπὸν ἅπαν κύτος, of the uterus, Gal.UP14.14, cf. Sor.1.9; of the fourth stomach of the ox, Phlp.in AP0.417.14; τὸ τῆς ψυχῆς κύτος, i.e. the body, Pl.Ti.44a: hence, abs., body, ἀνδρείῳ κύτει S.Tr.12; trunk, διὰ παντὸς τοῦ κύτους Pl.Ti.74a; τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος Arist.HA 491a29, cf. PA686b14; τὸ ὅλον κύτος τοῦ σώματος D.S.1.35, cf. Archig. ap.Gal.13.262: metaph., of the πόλις, Pl.Lg.964e; τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κύτος τείχεσιν ἠσφάλισται Plb.5.59.8.
4 κύτος ἀστέριον starry vault of heaven, Vett.Val.172.32.

German (Pape)

[Seite 1539] τό, übh. was Etwas in sich faßt, aufnimmt, κύω, Höhlung, Raum, Wölbung; von der Schildwölbung, περίδρομον κύτος κοιλογάστορος κύκλου Aesch. Spt. 477; Gefäß, Urne, τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει Ag. 790, vgl. 313; σμικρὸς προσήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει, Aschenurne, Soph. El. 1131; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει Eur. Suppl. 1201; πλεκτόν Ion 37, λέβητος Cycl. 398; θώρακος Ar. Par 1224; τῆς κοιλίας, Bauchhöhle, Hices. bei Ath. III, 87 d; sp. D., γαστρός Nic. Al. 123 u. A.; πλαγκτὸν νηὸς κύτος, der Schiffsbauch, Antiphan. 6 (IX, 84), wie Archimel. 1 (App. 15); vgl. Pol. 16, 3, 4; – in Prosa; τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος Plat. Tim. 45 a; θώρακος, Brusthöhle, 69 e; vgl. Arist. H. A. 1, 7; D. Sic. 1, 35; – Achaeus bei Ath. X, 414 d sagt auch ποδῶν κύτος χρίουσιν; – auch τὸ τῆς ψυχῆς ἅπαν κύτος, der ganze Umfang der Seele, das Ganze der Seele, Plat. Tim. 44 a; ὡς αὐτῆς τῆς πόλεως οὔσης τοῦ κύτους Legg. XII, 964 e, womit Pol. 5, 29, 8 zu vgl., wo τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κύτος τείχεσιν ἠσφάλιστο im Ggstz von προάστειον gesagt ist. – Lycophr. braucht es für Fell, 1316.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 creux, cavité;
2 objet creux (vase, coupe, urne, etc.);
3 p. ext. c. σκῦτος : ce qui recouvre ou enveloppe : τὸ τῆς ψυχῆς κύτος PLAT l'enveloppe de l'âme, le corps ; abs. le corps.
Étymologie: R. Κυ, être arrondi ou courbe ; cf. lat. cutis.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύτος -ους, zonder contr. -εος, τό holte, van allerlei zaken, vat, pot, urn:; ὄξος τ’ ἄλειφά τ’ ἐγχέας ταὐτῷ κύτει wanneer je azijn en olie in hetzelfde vat giet Aeschl. Ag. 322; ἐν σμικρῷ κύτει in een kleine urn Soph. El. 1142; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει in de holle buik van de drievoet Eur. Suppl. 1202; mand:; πλεκτὸν κύτος gevlochten mand Eur. Ion 37; uitbr. van holle delen van het lichaam:; τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος de holte van het hoofd Plat. Tim. 45a; romp:; τὸ κύτος ἅπαν, ὅσον ἡμῶν μεταξὺ κορυφῆς τοῦ τε ὀμφαλοῦ κεῖται de hele romp, voor zover die tussen ons hoofd en navel zit Plat. Tim. 67a; uitbr. lijf:. ἀνδρείῳ κύτει met het lijf van een man Soph. Tr. 12. bedekking, omhulsel:. τὸ τῆς ψυχῆς ἅπαν κύτος heel het omhulsel van de ziel Plat. Tim. 44a.

Russian (Dvoretsky)

κύτος: εος (ῠ) τό
1) выпуклость, тж. кривизна, изгиб (κύκλου Aesch.; ἀσπίδος Eur.; τρίποδος Eur.);
2) полость (θώρακος Arph.; λέβητος Eur.); кузов (νηός Anth.);
3) сосуд, урна (σμικρὸς ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει Soph.): πλεκτὸν κ. Eur. плетенка, корзина;
4) вместилище, оболочка (τῆς κεφαλῆς Plat.): τὸ ὄπισθεν κ. Arst. затылок; τὸ τῆς ψυχῆς κ. Plat. = σῶμα;
5) тело: διὰ παντὸς τοῦ κύτους Plat. вдоль всего тела;
6) образ, вид: ἀνδρείῳ κύτει Soph. в человеческом образе.

Greek (Liddell-Scott)

κύτος: ῠ, -εος, τό, (κύω)· ― κοίλωμα, κοιλότης, κοιλογάστορος κύκλου, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 495· ἀσπίδος Εὐρ. Ἀποσπ. 185· θώρακος Ἀριστοφ. Εἰρ. 1224, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 473· λέβητος ὁ αὐτ. Κύκλ. 399· τρίποδος Ἱκέτ. 1202· κύλικος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9· ― τὸ μέσον τῆς νεώς, τὸ κοῖλον, «ἀμπάρι» τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 4, κτλ. 2) πᾶν ἀγγεῖον, ὑδρία, κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 322, 816, Σοφ. Ἠλ. 1142, κτλ.· πλεκτὸν κ., καλάθιον, Εὐρ. Ἴων 37· κοιλοσώματον κ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2. 3) πᾶν τὸ περιέχον ἢ καλύπτον, τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Πλάτ. Τίμ. 45Α· τὸ ὄπισθεν κ., τὸ ἰνίον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 15· ― τοῦ θώρακος κ., δηλ. τὸ στῆθος, ὁ θώραξ, Πλάτ. Τίμ. 69Ε· οὕτω, τὸ ἄνω κ. Ἀριστ.· τὸ τῆς ψυχῆς κ., δηλ. τὸ σῶμα, Πλάτ. Τίμ. 44Α· ἐντεῦθεν καὶ ἀπολ. = τὸ σῶμα, ἀνδρείῳ κύτει Σοφ. Τρ. 12· ὁ κορμὸς τοῦ σώματος, διὰ παντὸς τοῦ κ. Πλάτ. Τίμ. 74Α, πρβλ. Νόμ. 964Ε· τὸ ἀπ’ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κ. Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 12, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

το (Α κύτος)
1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.)
2. το κοίλο μέρος του πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει στο κύτος» β. «κατὰ μέσον τὸ κύτος ὑπὸ τὸν θρανίτην σκαλμὸν ἐδέθη», Πολ.)
3. ονομασία κοιλοτήτων του σώματος που περικλείονται από οστά (α. «το κύτος του θώρακα» β. «τὸ ὄπισθεν κύτος» — το ινίο
γ. «τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αγγείο, υδρία («σμικρὸς προσήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει», Σοφ.)
2. καθετί που περιέχει ή καλύπτει κάτι («τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος», Πλάτ.)
3. το σώμα («ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος», Σοφ.)
4. φρ. α) «κύτος ἀστέριον» — ο έναστρος ουρανός
β) «τὸ κύτος τῆς πόλεως» — όλη η πόλη
γ) «τὸ τῆς ψυχῆς κύτος» — το σώμα (Πλάτ.)
δ) «πλεκτὸν κύτος» — καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qu-t-, παρεκτεταμένη (με οδοντικό -t-), μορφή της ΙΕ ρίζας (s)qeu- «σκεπάζω, καλύπτω», συνδέεται δε με τα λατ. cutis δέρμα, αρχ. άνω γερμ. hūt «δέρμα» και με το σκῦτος. Η ύπαρξη του παράγωγου επιρρήματος ἐγκυτί «μέχρι το δέρμα» οδηγεί στην υπόθεση ότι η αρχική σημ. της λ. κύτος θα ήταν «περικάλυμμα, δέρμα»].

Greek Monotonic

κύτος: [ῠ], -εος, τό (κύω),
1. βαθούλωμα ασπίδας ή θώρακα, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
2. κάθε αγγείο, βάζο, πλατύστομο γυάλινο δοχείο, υδρία, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· πλεκτὸν κ., καλάθι, σε Ευρ.
3. οτιδήποτε εμπεριέχει το σώμα, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: rounding, vault of a shield, a cuirass, a vessel etc., vessel, trunk, body (trag., com., Pl. Ti. a. Lg., Arist., Plb.); .
Derivatives: ἐγ-κυτί(ς) to the skin (s. v.)
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [952] *sk(e)u-t- cover etc.
Etymology: Uncertain κυτίς cupboard, box (sch. Ar. Pax 665); for κοιτίς? Of old connected with σκῦτος, Lat. cutis skin, Germ., e.g. OHG hūt Haut' etc. The word was split (e.g. by Curtius) in two: 1. skin, 2. hollow (to κυέω etc.) [which would have a long υ]. For one source Walde LEW2 s. cunnus with a meaning cover, conceal = conceal something, vault (around)(?) (accepted by Bq); rejected by WP. 2, 546. A meaning cover, skin can hardly be demonstrated for κύτος and is also not necessary for ἐγ-κυτί (s. above). Connection with the group of κυέω however cannot without difficulty be assumed, as per Frisk; for the short vowel (against κῦ-μα etc.) he refers to Lat. cu-mulus [but does this belong here?] and W.-Hofmann s. v.; (formation like ἔν-τος?). - Unclear. I see no connection with κυέω. The variation long: short is dificult.

Middle Liddell

κῠ́τος, εος, [κύω]
1. the hollow of a shield or breastplate, Aesch., Ar.
2. any vessel, a vase, jar, urn, Aesch., Soph., etc.; πλεκτὸν κ. a basket, Eur.
3. anything that contains the body, Soph.

Frisk Etymology German

κύτος: {kútos}
Grammar: n.
Meaning: ‘Rundung, Wölbung eines Schildes, eines Harnisches, eines Gefäßes usw., Gefäß, Rumpf, Leib’ (Trag., Kom., Pl. Ti. u. Lg., Arist., Plb. usw.);
Composita: ἐγκυτί(ς) bis auf den Leib, die Haut (s. d.).
Etymology: Unsicher κυτίς Kästchen, Büchse (Sch. Ar. Pax 665); wohl für κοιτίς. Seit alters mit σκῦτος, lat. cutis Haut, germ., z.B. ahd. hūtHaut’ u.a.m. verbunden; dabei wurde (z.B. von Curtius) κύτος in zwei Wörter zerlegt: 1. Haut, 2. Höhlung (zu κυέω usw.). Für einheitlichen Ursprung Walde LEW2 s. cunnus mit Ansetzung einer Bed. bedecken, verhüllen = ‘um etwas herumhüllen, (um)wölben’ (zustimmend Bq); von WP. 2, 546 abgelehnt, wo (S. 549) Gefäß, Urne, Höhlung wenig überzeugend aus Hülle hergeleitet zu werden scheint. Eine Bed. Hülle, Haut läßt sich für κύτος eigentlich nicht erhärten und ist auch nicht für ἐγκυτί (s. oben) direkt erforderlich, wenn auch sehr naheliegend. Anknüpfung an die Sippe von κυέω läßt sich dagegen unschwer begründen; zur Vokalkürze (gegenüber κῦμα u. a.) vgl. lat. -mŭlus und W.-Hofmann s. v.; Bildung wie ἔντος.
Page 2,57

English (Woodhouse)

belly, case, cinerary urn, covering, frame, trunk, belly of a vessel, hollow of anything, that which encloses anything, the hollow, trunk of human body

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κοίλωμα). Ἀπό τό κύω, κυέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.