μνῆμα
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Dor. and Aeol. μνᾶμα, ατος, τό, (μνάομαι, μιμνήσκω)
A memorial, remembrance, record of a person or thing, c. gen., μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν Od.15.126; μ. ξείνοιο φίλοιο 21.40; τάφου μνῆμα Il.23.619; μνᾶμα κακοζοΐας Sapph.120; μ. κάλλιστον ἀέθλων Pi.O.3.15 (of the crown of olive); Νικοκλέος μνᾶμα κελαδῆσαι Id.I.8(7).68; τῆς σῆς πορείας μνῆμα A.Pr.841; λυγρᾶς μνήματα Τροίας, of the sufferings of the Greeks, S.Aj.1210 (lyr.); μ.… διὰ χειρὸς ἔχων, i.e. the dead body of his son, Id.Ant.1258 (anap.).
2 mound or building in honour of the dead, monument, tomb, Hdt.7.167, Epigr.ib.228, IG12.906, etc.; ἐν τοῖς δημοσίοις μνήμασιν κειμένους D.18.208; coffin, E.Or.1053.
3 memorial dedicated to a god, Simon.138; μνάματα ναυμαχίας Id.134, cf. Epigr. ap. D.S.11.14: generally, monument, SIG2B (Sigeum, vi B. C.).
II = μνήμη, memory, μ. ἔχουσ' ἀγαθῶν Thgn.112.
German (Pape)
[Seite 194] τό, das Denkmal, Andenken, wobei man sich Jemandes erinnert; δῶρόν τοι ἐγὼ – τοῦτο δίδωμι, μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν, Od. 15, 126; μνῆμα ξείνοιο φίλοιο κέσκετ' ἐνὶ μεγάροισιν, 21, 40, vgl. Il. 23, 619; μνᾶμα κάλλιστον ἄθλων, Pind. Ol. 3, 16; auch Νικοκλέος μνᾶμα – κελαδῆσαι, I. 7, 63, sein Andenken preisen; τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσιν βροτοῖς, Aesch. Prom. 843; Soph. Ai. 1189; ποῦ θήσεις μνῆμα, Eur. Suppl. 937; ἀμφὶ μνῆμ' Ἀχιλλείου τάφου, Troad. 39, u. so öfter vom Grabdenkmal, wie auch in Prosa, Her. 7, 228, Plat. Menex. 242 c, περὶ τὰ μνήματά τε καὶ τοὺς τάφους κυλινδουμένη, Phaed. 81 c, öfter; Is. 6, 51. 64; Xen. Cyr. 7, 3, 11; Dem. öfter u. Sp. – Theogn. 112 μνῆμά τινος ἔχειν = μνείαν.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. signe pour rappeler un souvenir, particul.
1 emblème ou monument commémoratif;
2 tombeau;
II. souvenir.
Étymologie: R. Μεν, v. μιμνῄσκω.
Russian (Dvoretsky)
μνῆμα: дор. μνᾶμα, ατος τό
1 память, воспоминание (λυγρᾶς μνήματα Τροίας Soph.): τοῦτο δίδωμι μ. Ἑλένης χειρῶν Hom. даю это тебе на память о рукоделье Елены;
2 свидетельство: μ. ἐπίσημον διὰ χειρὸς ἔχων Soph. держа в руках ясное доказательство (своей вины) (о Креонте, появляющемся с телом сына);
3 надгробный памятник (μ. τάφου Hom.; τὰ μνήματα καὶ τάφοι Plat.);
4 гроб (μ., κέδρου τεχνάσματα Eur.);
5 тж. pl. могила (ἐν τοῖς μνήμασι κεῖσθαι Dem.);
6 священный памятник: Παυσανίας Φοίβῳ μ. ἀνέθηκε τόδε Thuc. Павсаний воздвиг этот памятник в честь Феба.
Greek (Liddell-Scott)
μνῆμα: Δωρ. μνᾶμα, τό, (μνάομαι, μιμνήσκω), τὸ Λατ. monimentum· Ι. ἀνάμνησις, πρᾶγμα πρὸς ἀνάμνησιν προσώπου τινὸς ἢ πράγματος, μετὰ γεν., μνῆμ’ Ἑλένης χειρῶν Ὀδ. Ο. 126· μνῆμα ξείνοιο φίλοιο Φ. 40· μν. κάλλιστον ἄθλων Πινδ. Ο. 3. 27· μν. τῆς σῆς πορείας Αἰσχύλ. Πρ. 841, κτλ.· λυγρᾶς μνήματα Τροίας, τῶν παθημάτων τῶν Ἑλλήνων, Σοφ. Αἴ. 1210· μνῆμα... διὰ χειρὸς ἔχων, δηλ. τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ υἱοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1258. 2) ὕψωμά τι ἢ οἰκοδόμημα εἰς τιμὴν νεκροῦ, μνημεῖον, τάφος, μν. τάφου Ἰλ. Ψ. 619, Ἡρόδ. 7. 167, 228, καὶ Ἀττ.· ἐν τοῖς δημοσίοις μνήμασι κειμένους Δημ. 297. 15· - λάρναξ, μνῆμα δέξαιθ’ ἕν, κέδρου τεχνάσματα, διότι αἱ λάρνακες κατεσκευάζοντο ἐκ κέδρου ἢ κυπαρίσσου, Εὐρ. Ὀρ. 1053· πρβλ. μνημεῖον, μνημόσυνον. 3) ἀφιέρωμα, ἀνάθημα, εἴς τινα θεόν, Σιμωνίδ. παρὰ Θουκ. 1. 132, πρβλ. Ἐπίγραμμα παρὰ Διοδ. 11. 14, Ἀνθ. Π. 6. 215. ΙΙ. = μνήμη, μνῆμα ἔχειν τινὸς Θέογν. 112.
English (Autenrieth)
Spanish
English (Strong)
from μνάομαι; a memorial, i.e. sepulchral monument (burial-place): grave, sepulchre, tomb.
English (Thayer)
μνήματος, τό (μνάομαι, perfect passive μέμνημαι);
1. a monument or memorial to perpetuate the memory of any person or thing (Homer, Pindar, Sophocles, others).
2. a sepulchral monument (Homer, Euripides, Xenophon, Plato, others).
3. a sepulchre or tomb (receptacle where a dead body is deposited (cf. Edersheim, Jesus the Messiah, ii., 316f)): G L T Tr WH; T WH); Josephus, Antiquities 7,1, 3; the Sept. for קֶבֶר).
Greek Monolingual
το (ΑΜ μνῆμα, Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα)
οικοδόμημα ή ύψωμα προς τιμή νεκρού, τάφος, τύμβος (α. «το μονοπάτι μ' έβγαλε σ' ένα ρημοκλησσάκι, που 'ταν τα μνήματα πολλά, πολλά κι αντρειωμένα», δημ. τραγούδι
β. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι τῇσι πόλισι τῶν ἀποικίδων», Ηρόδ.
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. τα μνήματα
το νεκροταφείο
μσν.
φρ. «μνήμα Χριστού» — ο Πανάγιος Τάφος
αρχ.
1. αντικείμενο για ανάμνηση προσώπου ή πράγματος («μνᾱμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων»
Πίνδ.)
2. φέρετρο, λάρνακα
3. ανάθημα σε θεό
4. (γενικά) μνεία, ανάμνηση, ενθύμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη- του μι-μνή-σκω + κατάλ. -μα (για το -μ- της λ. πρβλ. μνήμων)].
Greek Monotonic
μνῆμα: Δωρ. μνᾶμα, τό (μνάομαι), Λατ. monimentum·
I. 1. ενθύμημα, ανάμνηση, καταγραφή της μνήμης μέσω της οποίας θυμόμαστε ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.
2. ύψωμα, λοφίσκος ή κτίσμα προς τιμήν ενός νεκρού, μνημείο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
3. αναμνηστικό αφιέρωμα, που προσφέρεται σε Θεό, σε Σιμων. παρά Θουκ.
II. = μνήμη, θύμηση, σε Θέογν.
Middle Liddell
μνῆμα, δοριξ μνᾶμα, ατος, τό, μνάομαι
Lat. monimentum:
I. a memorial, remembrance, record of a person or thing, Od., Soph., etc.
2. a mound or building in honour of the dead, a monument, Il., Hdt., Attic
3. a memorial dedicated to a god, Simon. ap. Thuc.
II. = μνήμη, memory, Theogn.
Chinese
原文音譯:mnÁma 尼馬
詞類次數:名詞(7)
原文字根:提醒
字義溯源:記念碑,墳墓,死地,墳塋;源自(μνάομαι)=記住);而 (μνάομαι)出自(μένω)*=住)猶太人的墳地有兩種:
1)公用墳地,為著平民和寄居的外人;但並不是每一城鎮都有公用墳地,因此有些城鎮埋葬死人要走比較遠的路程( 路7:12)
2)私人墳地,大都安設在花園內。墓碑通常用石作成,就是所謂的‘記念碑’。參讀 (μιμνῄσκομαι)同源字
出現次數:總共(7);可(1);路(3);徒(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 墳墓(5) 路23:53; 路24:1; 徒2:29; 徒7:16; 啓11:9;
2) 墳塋(2) 可5:5; 路8:27
Léxico de magia
τό tumba donde enterrar objetos diversos ἔχε σῶμα αὐτοῦ καὶ καταφύλαττε αὐτὸν ἢ ἐν μνήματι ἢ ἐν τῷ τόπῳ τοῦ τάφου conserva su cuerpo (el de un gato) y guárdalo en una tumba o en el lugar de un enterramiento P III 25 de un muerto prematuro καταχώσεις (τὸ ὄστρακον) εἰς ἀώρου μ. σελήνης οὔσης διαμέτρου ἡλίου enterrarás la concha en la tumba de un muerto prematuro, cuando la luna se encuentre en oposición al sol P IV 2221 P V 332
Translations
memorial
Albanian: memorial; Arabic: نُصْب, نُصْب تَذْكَارِيّ; Armenian: հուշարձան, հիշատակ; Belarusian: мемарыя́л, по́мнік, па́мятнік; Bulgarian: па́метник, мемориа́л; Catalan: monument commemoratiu; Chinese Mandarin: 紀念館, 纪念馆, 紀念碑, 纪念碑; Czech: památník, pomník; Danish: mindesmærke; Dutch: herdenkingsplaats; Esperanto: memorejo; Estonian: memoriaal; Finnish: muistomerkki; French: mémorial; Georgian: მემორიალი; German: Denkmal, Mahnmal; Greek: μνημείο; Ancient Greek: μνῆμα, μνημεῖον; Hebrew: אַנְדְּרָטָה / אַנְדַּרְטָה; Hungarian: emlékmű; Japanese: 記念物; Korean: 기념물(紀念物); Latin: monumentum; Latvian: memoriāls; Lithuanian: memorialas; Norwegian Bokmål: minnesmerke; Nynorsk: minnesmerke; Persian: یادواره, یادبود; Plautdietsch: Denkjmol; Polish: memoriał, pomnik; Portuguese: monumento comemorativo; Russian: мемориа́л, па́мятник; Scottish Gaelic: cuimhneachan; Slovak: pamätník, pomník; Slovene: spomenik; Spanish: monumento conmemorativo; Swedish: minnesmärke; Turkish: anıt, abide; Ukrainian: меморіа́л, па́м'ятник (pámʺjatnyk
tomb
Albanian: varr; Arabic: قَبْر, ضَرِيح; Egyptian Arabic: تربة; Moroccan Arabic: قبر; Aramaic Classical Syriac: ܩܲܒ݂ܪܵܐ; Turoyo: ܩܰܘܪܳܐ; Armenian: դամբարան; Aromanian: tumbã, murmintu; Azerbaijani: məzar; Bashkir: ҡәбер; Belarusian: грабні́ца, магі́льня; Bulgarian: гробница; Burmese: ဂူ; Catalan: tomba; Chichewa: manda; Chinese Cantonese: 墳墓, 坟墓; Mandarin: 墳墓, 坟墓, 墓葬, 宅兆; Czech: hrobka; Dutch: tombe; Esperanto: tombo; Faliscan: cela; Finnish: hauta, hautakappeli, hautakammio; French: tombe, tombeau; Friulian: tombe; Galician: túmulo, sepulcro, tumba; Georgian: საფლავი; German: Grabmal, Gruft; Greek: τάφος, ταφικό μνημείο; Ancient Greek: ᾍδης, ἄδυτον, ἄριζος, βόθρος, βοῦστον, βρένθος, γοῦντα, γούντη, γουτάριον, διαφθορά, ἔμβασις, ἐμβατή, ἐνταφή, ἐντάφιον, ἐντομίς, ἕρμαιον, ἑστία, εὐνή, ἠρίον, θήκη, θῆμα, κάλυμμα, κατασκαφή, κοιμητήριον, κοιτών, λέσχη, μνάμα, μνῆμα, μνήμη, μνημόριον, νεκροδοχεῖον, νεκροθήκη, περιβολαὶ χθονός, σακός, σᾶμα, σηκός, σῆμα, σκάφη, στέγος, στιβάς, σωματοφυλάκιον, τάφειμα, ταφή, τάφος, τόπος, ἡρῷον, τύμβευμα, τύμβος, χοῦς θανάτου; Hindi: क़ब्र; Hungarian: sír; Ido: tombo; Irish: tuama; Italian: tomba; Japanese: 墓, 墳墓; Kazakh: қабір; Khmer: ផ្នូរ, លេណក; Korean: 무덤, 분묘; Kurdish Northern Kurdish: mezel; Kyrgyz: мүрзө; Lao: ຂຸມຝັງສົບ, ຂຸມຜີ, ຂຸມເຮ່ວ; Latin: bustum; Macedonian: гробница; Malay: makam; Maore Comorian: kaɓuri; Maori: toma, toma tūpāpaku; Mongolian: бунхан; Norman: sépultuthe; Occitan: tomba; Persian: مزار, آرامگاه,قبر; Polish: grobowiec; Portuguese: túmulo, tumba, jazigo; Romanian: mormânt; Russian: гробница, склеп; Sardinian: molimentu, morimentu, molumentu, mulimentu, murimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̏бница; Roman: grȍbnica; Slovak: hrobka; Slovene: grobnica; Sorbian Lower Sorbian: rownišćo, krypta; Spanish: tumba; Tajik: мақбара, қабр; Tetum: rate; Thai: ที่ฝังศพ; Turkish: mezar; Ugaritic: 𐎃𐎌𐎚; Ukrainian: гробниця; Urdu: قبر; Uzbek: maqbara, qabr; Vietnamese: mộ, lăng tẩm, phần mộ; Walloon: tombe; Welsh: bedd, beddrod; Yámana: wannače; Zazaki: mezel