φιλέω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
Aeol. φίλημμι Sapph.79, cf. Ead. Oxy.1787 Fr.1 + 2.24; 2sg. φίλησθα Ead.22; late 3pl.
A φίλεισι Epigr.Gr.990.12 (Balbill.): Boeot. φίλειμι Hdn.Gr.2.930: Ep. inf. φιλήμεναι Il.22.265: Ion. and Ep. impf. φιλέεσκε 3.388, al.: fut. φιλήσω, Ep. inf. φιλησέμεν Od.4.171: aor. 1 ἐφίλησα Pi.P.2.16, etc.: pf. πεφίληκα ib. 1.13:—Med., Poet. 1 aor. ἐφῑλάμην; 3sg. ἐφίλατο, φίλατο, Il.5.61, 20.304, Call.Aet.Oxy. 2080.55; 3pl. φίλαντο Lyc.274; imper. φῖλαι Il.5.117, 10.280; subj. φίλωνται h.Cer.117, Hes.Th.97; but φίλατο as Pass., A.R.3.66; also part. φιλάμενος IG14.1549 (Rome):—Pass., fut. Med. φιλήσομαι in pass. sense, Od.1.123, 15.281, Antipho 1.19: fut. 3 πεφιλήσομαι Call. Del.270: aor. ἐφιλήθην E.Hec.1000, Pl.Phdr.253c: Ep. 3pl. ἐφίληθεν Il.2.668: pf. πεφίλημαι Pi.N.4.45, X.An.1.9.28; Dor. part. πεφιλᾱμένος Theoc. 3.3. [ῐ exceptin the forms ἐφίλατο, φῑλατο, etc.]: (φίλος):— love, regard with affection, opp. μισεῖν, Pl.R.334c, Arist.Rh.1380b34; φιλήσω τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.15.36; (on its relation to sexual love v. infr. 3); of the love of gods for men, φ. δέ ἑ μητίετα Ζεύς Il. 2.197; πέρι γάρ μ' ἐφίλει (of the love of the master for his swineherd) Od.14.146; (also ὃν περὶ κῆρι φ. Ζεὺς . . παντοίην φιλότητα Od.15.245, cf. Il.9.117); μάλα τούς γε φ. ἑκάεργος Ἀπόλλων Il.16.94; εἰ . . Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ 7.204, etc.; of love for a child reared, Od. 15.370; αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει κωὐκὶ θέλοισα Sapph.1.23; λόγοις φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην S.Ant.543; φιλέων φιλέοντα Pi.P.10.66; ὃν δ' ἐχρῆν φιλεῖν στυγεῖς A.Ch.907; μάλιστά σ' . . ἤχθηρα κἀφίλησ' ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ S.El.1363; ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος Men.125; ὅσα θεοὶ ἀνθρώποις οὓς φιλοῦσιν [διδόασιν] SIG 985.48 (Philadelphia, i B. C.); οἱ φιλοῦντές τινα his friends, freq. in messages and letters, OGI184.10 (Philae, i B. C.), Ep.Tit.3.15, PSI8.971.30 (iii/iv A. D.), etc.; φιλεῖν ἐμαυτήν, αὑτόν, E.Hel.999, Med.86, etc.:—Pass., to be beloved by one, ἐκ Διός Il.2.668; παρ' αὐτῇ 13.627, etc.; τινι E.Hec.1000. 2 treat affectionately or kindly, esp. welcome, entertain a guest, Od.4.29, 5.135, Il.3.207, etc.; φίλος δ' ἦν ἀνθρώποισιν, πάντας γὰρ φιλέεσκεν ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων Il.6.15; ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φ. Od.8.42; ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι . . φιλέειν καὶ τιέμεν 15.543, cf. 14.322; θεὸς (i. e. Calypso) ἥ με . . ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν 7.256; τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο; who would quarrel with a kind host? 8.208; etc.:—Pass., παρ' ἄμμι φιλήσεαι welcome shalt thou be in our house, Od.1.123, cf. 15.281. 3 opp. ἐρᾶν, τούτους μάλιστά φασι φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσι regard with affection those for whom they have a passion, Pl.Phdr.231c; ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων X.Hier.11.11, cf. Smp.8.21; εἰκὸς τὸ φιλεῖν τοὺς ἐρωμένους Arist.APr.70a6; but φ. is used of lovers, ἥ γ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν Od.18.325; Λυσίθεος Μικίωνα φιλῖν φησι μάλισστα τῶν ἐν τῇ πόλει IG12.924; οὐκ ἔστ' ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ E.Tr.1051, cf. Hdt.4.176 (Pass.), Ar.Lys.905; of the love of man for wife, ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς . . τὴν αὐτοῦ φιλέει (cherishes her) καὶ κήδεται ὡς καὶ ἐγὼ τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον Il.9.343, cf. 486; τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν loved and cherished as his wife, ib.450; but ἐμὲ . . ἀτιμάζει, φιλέει δ' ἀΐδηλον Ἄρηα (Hephaestus speaks of Aphrodite) Od.8.309: Com., ὦ Δῆμ', ἐραστής εἰμι σὸς φιλῶ τέ σε καὶ κήδομαί σου Ar.Eq.1341. b of sexual intercourse, Hsch. s.v. βαίνειν. 4 show outward signs of love, esp. kiss (not in Hom.), φ. τοῖσι στόμασι kiss on the mouth, opp. τὰς παρειὰς φιλέονται, Hdt. 1.134, cf. X.Cyr.1.4.27, Smp.9.5; κατὰ τὸ στόμα AP5.284 (Agath.); φιλήσω . . τὸ σὸν κάρα S.OC1131; πατέρα . . περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει A.Ag.1559 (anap.), cf. Ar.Av.671,674, Pl.Phdr.255e, Ev.Marc.14.44, etc.: c. dupl. acc., τὸ φίλαμα, τὸ . . τὸν Ἄδωνιν . . ἀποθνάσκοντα φίλασεν the kiss wherewith she kissed him, Mosch.3.69:—Med., τὰς παρειάς kiss each other's cheeks, Hdt.l.c. 5 of things as objects of love, like, approve, σχέτλια ἔργα Od.14.83; ἀοιδάν Pi.N.3.7; οὔθ' ἱστῶν ἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων . . τέρψιας P.9.18, etc.; αἰσχροκέρδειαν S.Ant.1056, cf. 312; τὰς λευκοτάτας [μάζας] Telecl. 1.6 (anap.); Πράμνιον οἶνον Ephipp.28. 6 of things as the subject, ἡσυχία δὲ φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48; ἢ [μίτρη] μαστοὺς ἐφίλησε Call.Epigr.39. 7 in making a request, οἶσθ' ὁτιὴ φιλῶ σ' ἐγώ, κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ar.Av.1010; so τί πράσσει Φηλικίων ὁ ἀγαθός; φιλῶ σε pray, how goes it with the worthy Felicio? Arr.Epict.1.19.20; so perh. in Herod.1.66, πείσθητί μευ, φιλέω σε (but rather 'I speak as a true friend'). II after Hom., c. inf., love to do, be fond of doing, and so to be wont or used to do, φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν Hdt.7.10.έ; ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τύπου . . φιλέουσι διαφθείρεσθαι Democr.228; Μοῖσα μεμνᾶσθαι φ. Pi. N.1.12, cf. P.3.18; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις . . ὕβριν A.Ag.763 (lyr.); τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν S.Aj.989, etc.; rarely with part. for inf., φιλεῖς δὲ δρῶσ' αὐτὸ σφόδρα Ar.Pl.645. 2 of things, events, etc., αὔρη ἀπὸ ψυχροῦ τινος φιλέει πνέειν Hdt.2.27; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νύξ A.Supp.769; ἐμπόρων ἔπη φ. πλανᾶσθαι S.OC 304; φιλεῖ γάρ πως τὰ τοιαῦθ' ἑτέρᾳ τρέπεσθαι Ar.Nu.813 (lyr.); φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι Th.4.125; ὃ δὴ φ. ὁ ἔρως ἐμποιεῖν Pl.Smp.182c: esp. with γίγνεσθαι of what usually happens, ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι everything comes to man by experience, Hdt.7.9.γ, cf. 7.10.ζ, 7.50, Th.3.42, Isoc.6.104, Pl. R.494c, al.; οἷα φ. γίγνεσθαι Th.7.79, cf. Hdt.8.128; without γίγνεσθαι, οἷα δὴ φιλεῖ as is wont, Pl.R.467b; ὁποῖα φ. Luc.Am.9. 3 impers., φιλέει δέ κως προσημαίνειν (sc. ὁ θεός) , εὖτ' ἂν . . Hdt.6.27; ὡς δὴ φιλεῖ . . λόγον ἔχειν ἀνθρώπους as it is usual for... Plu.Pomp. 73.
German (Pape)
[Seite 1276] lieben; von dem alten Stamme φιλ findet sich bei Hom. aor. med. ( = ἐφίλησα) ἐφίλατο, φίλατο, Il. 5, 61. 20, 304, imperat. φῖλαι, nicht φίλαι zu schreiben, 5, 117. 10, 208, conj. φίλωνται H. h. Cer. 117, bei sp. D., z. B. ἐφίλαο Agath. 7 (V, 284); bei Ap. Rh. 3, 66 aber ist φίλατο pass., wie Μούσαις φιλάμενον Ep. ad. 701 (App. 317); ep. int. praes. φιλήμεναι, Il. 22, 265; φίλημι, φίλησθα, = φιλῶ, φιλεῖς, wird aus Sappho angeführt; φιλέεσκον, Hom.; φιλήσομαι für φιληθήσομαι, Antiph. 1, 19 u. Hom. (s. nachher), gew. πεφιλήσομαι in dieser Bdtg; – 1) lieben, liebhaben; von der Liebe der Götter zu den Menschen, εἰ δὲ καὶ Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ (ὦ Ζεῦ) Il. 7, 204; μάλα τούς γε φιλεῖ Απόλλων 16, 94; Pind. P. 2, 6 u. Tragg., Liebe zur Gattinn, Il. 9, 340; zu den Eltern und Kindern, gegen Gastfreunde und Fremde, d. i. liebevoll, gastlich aufnehmen, Od. 4, 29. 5, 135. 7, 33. 8, 42. 10, 14. 12, 450. 14, 128. 15, 70. 74. 17, 111 Il. 3, 207. 6, 15; παρ' ἄμμι φιλήσεαι, du wirst uns freundlich willkommen sein, Od. 1, 123, wo das fut. med. in passioer Bdtg steht; vgl. 15, 281. πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ Eur. Med. 86; auch von sinnlicher Geschlechtsliebe, Il. 9, 450 Od. 18, 325; Her. 4, 176; Ar. Ran. 541 Pax 1038; mit doppeltem acc., φιλεῖν τινα φιλότητα, Od. 15, 245; im pass., φιλεῖσθαι ἔκ τινος, von Einem geliebt werden, Il. 2, 668, παρά τινος 13, 627, gew. ὑπό τινος, Her. 5, 5 u. sonst; in Att. Prosa überall, Ggstz μισέω, Plat. Rep. I, 334 c u. oft; auch = gutheißen, billigen, σχέτλια ἔργα Od. 14, 83; gern haben, ἀοιδάν Pind. N. 3, 7; οὐδ' ἐφίλασε δείπνων τέρψιας N. 9, 19; μέλος πεφιλημένον 4, 45, u. öfter; βίοτον, ὃν πλεῖστον φιλεῖ Soph. O. R. 612; στρατὸς λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῖ Eur. I. A. 1001, u. sonst. – 2) mit u. ohne στόματι, seine Liebe mit dem Munde zu erkennen geben, küssen, herzen, u. überh. liebkosen; πατέρ' ἀντιάσασα περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει Aesch. Ag. 1540; Soph. O. C. 1133; Ar. Av. 671 Lys. 1036; τοῖσι στόμασι ἀλλήλους φιλέουσι, τὰς παρειὰς φιλέονται, gegenseitig, Her. 1, 134, περιβάλλει τὸν ἐραστὴν καὶ φιλεῖ Plat. Phaedr. 256 a; Xen. Cyr. 1, 3,9 u. öfter, wie Sp. – 3) c. infin., gern thun, gewöhnlich thun; μεμνᾶσθαι φιλεῖ Pind. N. 1, 12; P. 3, 18; φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια, er liebt zu schweigen, Aesch. Spt. 601; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις ὕβριν, es pflegt zu erzeugen, Ag. 741, vgl. Suppl. 750; τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν Soph. Ai. 968, vgl. 1340, u. oft; φιλῶ λέγειν τἀληθὲς αἰεί Eur. Rhes. 394, vgl. Phoen. 854 Med. 48, u. in Prosa, bes. bei Her. häufig, οἷα φιλέει γενέσθαι ἐν πολέμῳ, wie es im Kriege zu gehen pflegt, 8, 128; ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίγνεσθαι, durch Versuche pflegt dem Menschen Alles zu Theil zu werden, 7, 9,3, vgl. 2, 27. 3, 82. 6, 27. 9, 122; ὧν τὸ μὲν μετὰ ἀνοίας φιλεῖ γίγνεσθαι Thuc. 3, 42, u. oft; τῷ τρόπῳ δόξα ψευδής τε καὶ ἀληθὴς ἡμῖν φιλεῖ γίγνεσθαι Plat. Phil. 37 b, u. oft; auch ὡς φιλεῖ, οἱα φιλεῖ. sc. γίγνεσθαι, wie gewöhnlich, nach Gewohnheit; οἷα δὴ φιλοῦσιν Plat. Rep. VIII, 565 e; Folgde, τοῦτο πέφυκε καὶ φιλεῖ συμβαίνειν κατὰ φύσιν, Pol. 4, 2,10. – Vgl. übrigens ἀγαπάω u. ἐράω.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέω: Αἰολ. φίλημι, βϳ πρόσ. φιλεῖσθα Σαπφὼ 89, Ahr., ἴδε D. Aeol. § 26. 1 καὶ 5· Ἐπικ ἀπαρ. φιλήμεναι Ἰλ. Χ. 265· ― Ἰων. καὶ Ἐπικ. παρατ. φιλέεσκε Ἰλ. Γ. 388, κ. ἀλλ.· ― μέλλ. φιλήσω, Ἐπικ. ἀπαρ. φιλησέμεν Ὀδ. Δ. 171· ― ἀόρ. αϳ ἐφίλησα Σοφ., κλπ.· ― πρκμ. πεφίληκα Πινδ. Π. 1. 25. ― Μέσ., ἀόρ. ἐφῑλάμην (ὥσπερ ἐξ ἐνεστ. φίλλω), γϳ ἑνικ. ἐφίλατο, φίλατο Ἰλ. Ε. 61, Υ. 304, προστ. φῖλαι Ε. 117, Κ. 280· φίλωνται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 117, καὶ οὕτω πιθ. ἐν Ἡσ. Θ. 97 (ἔνθα κοινῶς φιλεῦνται)· ἀλλὰ φίλατο ὡς παθ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 66· καὶ φιλάμενος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 317. ― Παθ., μέσ. μέλλ. φιλήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ. (ἀντὶ φιληθήσομαι) Ὀδ. Α. 123, Ο. 281, Ἀντιφῶν 113. 28· μέλλ. γϳ πεφιλήσομαι Καλλ. εἰς Δῆλ. 270· ― ἀόρ. ἐφιλήθην Εὐρ. Ἑκ. 1000, Ξεν., Ἐπικ. γϳ πληθ. ἐφίληθεν Ἰλ. Β. 668 ― πρκμ. πεφίλημαι Πινδ. Ν. 4. 74, Ξεν., Δωρ. μετοχ. πεφιλᾱμένος Θεόκρ. 3. 3· ὡσαύτως πέφιλμαι Ἐφραίμ. Καισ. σ. 35 (Maii nov. Cor?ect. τ. 3), Τζέτζ. ἐξηγ. Ἰλ. σ. 21, 15, Πρόλ. Χριστ. Πάσχ. 7 [ῐ πλὴν ἐν τοῖς Ἐπικ. τύποις ἐφῑλατο, φῑλατο, κλπ.]· (φίλος). Ἀγαπῶ, θεωρῶ μετὰ τρυφερότητος, ἀποβλέπω εἴς τινα ὡς εἰς φίλον, Λατ. diligere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μισεῖν, Πλάτ. Πολ. 334C, Ἀριστ. Πολ. 2. 4, 1· (περὶ τῆς σχέσεως τῆς ἀγάπης ταύτης πρὸς τὴν σαρκικὴν ἀγάπην τῶν δύο φύλων ἴδε κατωτ. 3)· ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν θεῶν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, φ. δὲ ἑ μητίετα Ζεὺς Ἰλ. Β. 197· ὃν πέρι κῆρι φ. Ζεὺς Ὀδ. Ξ. 146, πρβλ. Ἰλ. Ι. 117· (ὡσαύτως, ὃν πέρι κῆρι φ. Ζεύς... παντοίην φιλότητα Ὀδ. Ο. 245)· μάλα τούς γε φ ἑκάεργος Ἀπόλλων Ἰλ. Π. 94· εἰ... Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ Η. 204· κλπ.· ― ἐπὶ τῆς ἀγάπης τοῦ συβώτου πρὸς τὸν δεσπότην του, Ὀδ. Ξ. 146· πρὸς τὴν ἑτεροθαλῆ ἀδελφήν του, Ο. 370· μάλιστα δὲ ἐπὶ τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα, (ἴδε κατωτ. 3), ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθός... τὴν αὐτοῦ φιλέει καὶ κήδεται ὡς καὶ ἐγὼ τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον Ἰλ. 342 κἑξ., πρβλ. 486· τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν, ἠγάπα αὐτὴν περιπαθῶς, αὐτόθι 450, Ὀδ. Θ. 309· οὕτω, λόγοις φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην Σοφ. Ἀντιγ. 543· ― οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., Ἀττ., κλπ.· φιλέων φιλέοντα Πινδ. Π. 10. 103· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στυγέω, ἐχθαίρω, κλπ., ὃν δ’ ἐχρῆν φιλεῖν στυγεῖς Αἰσχύλ. Χο. 907· μάλιστα σ’ … ἤχθηρα κἀφίλησ’ ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ Σοφ. Ἠλ. 1363· ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος Μένανδρ. ἐν «Δὶς Ἐξαπατῶντι» 4· κλπ.· ― Ὁ Ἐπικ. μέσος ἀόρ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας (ἴδε ἀνωτ.)· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἡ ὄντως μέση σημασία ἐξεφέρετο περιφραστικῶς διὰ τοῦ φιλεῖν ἑαυτόν, Εὐρ. Ἑλ. 999, Μήδ. 86, κλπ. ― Παθ., ἀγαπῶμαι, ἔκ τινος Ἰλ. Β. 668· παρά τινος Ν. 627· ὑπό τινος Ἡρόδ. 5. 5· κλπ.· τινι Εὐρ. Ἑλ. 1000. 2) φέρομαι φιλοφρόνως, μετὰ τρυφερότητος καὶ εὐμενείας, μάλιστα δὲ ὑποδέχομαι φιλοξένως, οἷον ξένον ἢ φίλον ὅπως ξενίσω αὐτὸν, Ὀδ. Δ. 29, Ε. 135, Ἰλ. Γ. 207, κλπ.· φίλος δ’ ἦν ἀνθρώποισιν· πάντας γὰρ φιλέεσκεν ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων Ἰλ. Ζ. 14· ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φ. Ὀδ. Θ. 42· ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι... φιλέειν καὶ τιέμεν Ο. 542, πρβλ. Ξ. 322· ἥ με... ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν Η. 256· τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο; τίς ἤθελεν ἐρίσῃ πρὸς ἄνδρα εὐμενῶς ξενίζοντα; Θ. 208. κλπ· ― ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. τύπῳ παρ’ ἄμμι φιλήσεαι, θὰ φιλοξενηθῇς, παρ’ ἡμῖν, Ὀδ. Α. 123, πρβλ. Ο. 281· ἴδε ἀγαπάω Ι. 3) οἱ Ἕλληνες ἐποιοῦντο ἐπιμελῆ διάκρισιν τοῦ φιλεῖν καὶ ἐρᾶν, ὡς καὶ τῆς φιλίας καὶ τοῦ ἔρωτος, τούτους μάλιστά φασι φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσι, τούτους μάλιστα λέγουσιν ὅτι περιποιοῦνται τρυφερῶς πρὸς οὓς ἔχουσι θερμὸν ἔρωτα, Πλάτων ἐν Φαίδρῳ 231C· ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο Ξεν. Ἱέρ. 11. 11, πρβλ. Συμπ. 8. 21· φιλοῦσιν οἱ ἐρώμενοι Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 2. 27, 1. ― ἀλλ’ ἐνίοτε τὸ φιλεῖν πλησιάζει κατὰ πολὺ εἰς τὴν σημασίαν τοῦ ἐρᾶν (ἴδε ἀνωτ. Ι). ἣ γ’ Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν Ὀδ. Σ. 325· οὐκ ἔστ’ ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ Εὐρ. Τρῳ. 1051· οὕτως Ἡρόδ. 4. 176, Ἀριστοφ. Βάτρ. 541, Εἰρ. 1138· πρβλ. φιλότης Ι. 4) δεικνύω σημεῖα ἐξωτερικὰ ἀγάπης, ἰδίως ἀσπάζομαι, «φιλῶ», φ. τῷ στόματι, «φιλῶ τὸ στόμα», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φ. τὴν παρειάν, Ἡρόδ. 1. 134, πρβλ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 27· τοῖς στόμασι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 9. 5· κατὰ τὸ στόμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 285· οὕτω, φιλήσω... τὸ σὸν κάρα Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1131· πατέρα... περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1560, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 671, 674, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Ε, κλπ.· μετὰ διπλ. αἰτ. τὸ φίλαμα, τό... τὸν Ἄδωνιν... ἀποθνάσκοντα φίλασεν, μὲ τὸ ὁποῖον ἐφίλησεν αὐτὸν ὅτε ἀπέθνησκε, Μόσχ. 3. 69. ― Μέσ., φιλῶ καὶ φιλοῦμαι ἀμοιβαίως, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἡ σημασία αὕτη δὲν ὑπάρχει παρ’ Ὁμ., ὅστις ποιεῖται χρῆσιν τοῦ κύσω, κύσαι. 5) ἐπὶ πραγμάτων ὡς ἀντικειμένων ἀγάπης, ἀγαπῶ, ἀποδέχομαι εὐαρέστως, ἐπιδοκιμάζω, σχέτλια ἔργα Ὀδ. Δ. 83· ἀοιδάς, δείπνων τέρψιας Πινδ. Ν. 3. 11, 11. 9, 35. κλπ.· αἰσχροκέρδειαν Σοφ. Ἀντ. 1056, πρβλ. 312. Πράμνιον οἶνον Ἔφιππον ἐν Ἀδήλ. 1· μάζας Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 6. 6) ἐπὶ πραγμάτων ὡς ὑποκειμένων, ἀσυχίαν δὲ φιλεῖ συμπόσιον Πινδ. Ν. 9. 114· ἢ [μίτρη] μαστοὺς ἐφίλησε Καλλ. Ἀποσπ. 40. ΙΙ. ἀγαπῶ νὰ πράττω τι, ὅθεν, συνηθίζω νὰ πράττω τι, ἔχω τὴν συνήθειαν νά..., φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν Ἡρόδ. 7. 10, 5· Μοῖσα μεμνᾶσθαι φ. Πινδ. Ν. 1. 15, πρβλ. Π. 3. 31· φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις... ὕβριν (ἔνθα τὸ ὕβρις κεῖται κατὰ προσωποποίησιν) Αἰσχύλ. Ἀγ. 764· τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν Σοφ. Αἴ. 989, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Τραγ., σπανίως μετὰ μετοχ. ἀντὶ ἀπαρ., φιλεῖς δὲ δρῶσ’ αὐτὸ σφόδρα Ἀριστοφ. Πλ. 645. 2) ἐπὶ πραγμάτων, γεγονότων, κλπ., αὔρα φιλέει πνέειν Ἡρόδ. 2. 27· φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νὺξ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 769· ἐμπόρων ἔπη φ. πλανᾶσθαι Σοφ. Οἰδ. Κολ. 304· φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι Θουκ. 4. 125 μάλιστα μετὰ τοῦ γίγνεσθαι, ἐπὶ τῶν συνήθως συμβαινόντων, ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίγνεσθαι, πάντα συμβαίνουσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον διὰ τῆς πείρας, Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. 7, 10, 6., 7. 50, 1., πρβλ. 8. 128, Θουκ. 3. 42, Ἰσοκρ. 137C, Πλάτ. Πολ. 494C· κ. ἀλλ.· οἷα φ. γίγνεσθαι Θουκ. 7. 79· εἶτα δὲ καὶ ἄνευ τοῦ γίγνεσθαι· οἷα δὴ φιλεῖ, ὡς εἶναι σύνηθες, Λατ. ut solet, Πλάτ. Πολ. 467Β· ὁποῖα φ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) ἀπροσ., φιλέει δέ κως προσημαίνειν (ἐξυπακ. ὁ θεός), εὗτ’ ἄν... Ἡρόδ. 6. 27· ὡς δὴ φιλεῖ... λόγον ἔχειν ἀνθρώπους, ὡς εἶναι σύνηθες..., Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. Stallb. εἰς Πλάτ. Συμπ. 182C. ― Ἡ χρῆσις αὕτη ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον· τὸ Λατ. amare εἶναι ἐν χρήσει κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Hor. 2 Od. 3. 10, ἴδε Bentl. Serm. 1. 4, 87.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. φιλήσω, ao. ἐφίλησα, pf. πεφίληκα;
I. aimer d’amitié (p. opp. à ἐρᾶν « aimer d’amour ») :
1 en gén. éprouver de l’amitié pour qqn, aimer, chérir, acc. : φιλεῖν τινα φιλότητα OD aimer qqn d’amitié;
2 regarder comme un ami, traiter en ami ; prendre soin de, aider, assister : τινα qqn;
3 donner un signe d’amitié ; baiser : τῷ στόματι HDT sur la bouche ; φ. κάρα baiser la tête;
II. aimer d’amour, c. ἐρᾶν;
III. p. ext. 1 voir volontiers, accueillir avec plaisir, approuver, agréer, acc.;
2 se plaire à ; avec un inf. : aimer à, se plaire à, avoir coutume de : φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν HDT la divinité se plaît à, càd a coutume de rabaisser ce qui s’élève trop ; οἷα φιλεῖ γίγνεσθαι THC comme cela a coutume d’arriver ; οἷα ou ὁποῖα φιλεῖ selon l’habitude ; • impers. φιλέει avec l’inf. HDT c’est l’habitude que ; ὡς φιλεῖ avec l’inf. comme c’est l’habitude;
Moy. φιλέομαι-οῦμαι se baiser mutuellement.
Étymologie: φίλος.
English (Autenrieth)
φιλέει, φιλεῖ, inf. φιλήμεναι, part. φιλεῦντας, ipf. (ἐ)φίλει, iter. φιλέεσκε, fut. inf. φιλησέμεν, aor. (ἐ)φίλησα, mid. fut., w. pass. signif., φιλήσεαι, aor. (ἐ)φίλατο, imp. φῖλαι, pass. aor. 3 pl. φίληθεν: love, hold dear, mid., Il. 20.304; also entertain, welcome as guest, Od. 5.135.
English (Slater)
φῐλέω (φιλεῖ, -εῖς, -έοισιν; -έων, -έοντ(α); -εῖν: aor. (ἐ)φίλης(ε), φίλησεν; φιλήσαντ(α): pf. πεφίληκε; πεφιλημένον.)
1love φιλεῖ δέ μιν Παλλὰς αἰεὶ καὶ Ζεὺς πατήρ, μάλα φιλεῖ δὲ παῖς ὁ κισσοφόρος (O. 2.26) — 7. θεὸς κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (O. 6.102) ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται (P. 1.13) Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων (P. 2.16) φίλον εἴη φιλεῖν (P. 2.83) φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων (P. 5.26) ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18) Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως (P. 10.66) ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ (N. 3.7) ἐξύφαινε μέλος πεφιλημένον (N. 4.45) μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (N. 5.44) φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον (N. 7.88) ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον (N. 9.48) φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν (as a friend: v. Barrett on Eur., Hipp. 1102 App.) Παρθ. 1. 11. ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π [ις] τὰς ἐφίλη [ς.] ν (-ε] ν G-H, -α] ν Puech) Παρθ. 2. 65. c. inf., εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν ἀεὶ κλύειν (P. 1.90) ἅλικες οἶα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.18) μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ (N. 1.12) φιλει [(Pae. 6.67)