θερίζω
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
Boeot. inf.
A θερίδδειν Ar.Ach.947(lyr.): fut. Att. -ιῶ Arist. HA601b17: aor. ἐθέρισα S.Aj.239(anap.), syncop. ἔθρισα A.Ag.536 (cf. ἀποθρίζω); poet. ἐθέρισσα AP9.451; later (subj.) ἐκθερίξω Anacreont. 9.7:—Med.(v. infr.):—Pass., aor. ἐθερίσθην: pf. τεθέρισμαι (v. infr.): (θέρος):—do summer-work, mow, reap, σῖτον, κριθάς, Hdt.4.42, Ar.Av.506, etc.: abs., harvest, Phld.Mus.p.71 K.: freq. metaph., joined with σπείρω, αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorg.Fr. 16 D., cf. Plu.2.394e; ἡ ῥητορικὴ καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζει Pl.Phdr. 260d; οὐκ ἔστι μὴ σπείραντα θερίσαι κάρπιμα Epigr.Gr.1039.15:— Med., καρπὸν Δηοῦς θερίσασθαι Ar.Pl.515:—Pass., ἃ [δράγματα] ἔτυχεν . . τεθερισμένα X.HG7.2.8. 2 metaph., mow down, Ἄρη τὸν . . θερίζοντα βροτούς A.Supp.637(lyr.), cf.Ag.536; βίον θ. ὥστε κάρπιμον στάχυν E.Hyps.Fr.34(60).94; θ. Ἀσίαν to plunder it, Plu.2.182a. 3 cut off, κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν S.Aj.239; κυνέας E.Supp.717; γλῶσσαν AP9.451: metaph., σελίδος νεαρῆς θ. στάχυν ib.4.2.3 (Phil.): —Pass., ἥτις [πῶλος] . . θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο who had her crop of yellow mane cut off, S.Fr.659.4. 4 metaph., reap a good harvest, Ar.Ach.947 (lyr.); of bribes, Lib.Or.47.26. 5 ὁ θερίζων (with or without λόγος), a logical fallacy, Chrysipp.Stoic.2.94, D.L.7.25: pl., ib.44. II intr., pass the summer, X.An.3.5.15; θ. ἐν τοῖς ψυχροῖς, χειμάζουσι δ' ἐν τοῖς ἀλεεινοῖς Arist.HA596b26, cf. 598a25.
German (Pape)
[Seite 1201] 1) die Sommersaat (θέρος) mähen u. einernten, nach Moer. hellenistisch für ἀμᾶν; τὰς κριθὰς ἐν τοῖς πεδίοις ἐθέριζον Ar. Av. 506; τῶν θεριζόντων καὶ τῶν τρυγώντων Plat. Theag. 124 a; καρπόν Phaedr. 260 d; Xen. Hell. 7, 2, 8 u. Folgde. – Uebh. abmähen, abschneiden, τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥίπτει θερίσας Soph. Ai. 235, τραχήλους Eur. Suppl. 738; übh. tödten, wegtilgen, τὸν ἀρότοις θερίζοντα βροτοὺς ἐν ἄλλοις Aesch. Suppl. 629, sp. D. – Das med. braucht Ar. Plut. 515, καρπὸν Δηοῦς θερίσασθαι. – 2) den Sommer zubringen, Ggstz von χειμάζω u. ἐαρίζω; Xen. An. 3, 5, 15; Arist. H. A. 8, 19; VLL., wie B. A. 43.
Greek (Liddell-Scott)
θερίζω: Βοιωτ. ἀπαρ. θερίδδεν Ἀριστοφ. Ἀχ. 947: - μέλλ. θερίσω Εὐστ., Ἀττ. θερῐῶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 2: - ἀόρ. ἐθέρισα Σοφ. Αἴ. 239, συγκεκομ. ἔθρισα Αἰσχύλ. Ἀγ. 536 (πρβλ. ἀποθρίζω): μεταγεν. (ὑποτ.) ἐκθερίξω Ἀνακρέοντ. 9. 7. - Μέσ., ἴδε κατωτ. - Παθ., ἀόρ. ἐθερίσθην: πρκμ. τεθέρισμαι· ἴδε κατωτ. (θέρος). Ἐκτελῶ θεριστικὴν ἐργασίαν, θερίζω, σῖτον, κριθάς, καρπὸν Ἡρόδ. 4. 42, Ἀριστοφ. Ὄρν. 506, κτλ. Συχνάκις συνδυάζεται μετὰ τοῦ σπείρω, ὡς, αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας Γοργ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 394D· ποῖόν τινα οἴει μετὰ ταῦτα τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν; Πλάτ. Φαίδρ. 260D. - Μέσ., καρπὸν Δηοῦς θερίσασθαι Ἀριστοφ. Πλ. 515. - Παθ., ἃ δράγματα ἔτυχον... τεθερισμένα Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8. 2) μεταφ. ὡς καὶ νῦν, Ἄρη τὸν... θερίζοντα βροτοὺς Αἰσχύλ. Ἱκ. 638, πρβλ. Ἀγ. 536· βίον θ. ὥστε κάρπιμον στάχυν Εὐρ. Ἀποσπ. 757· θερίζειν Ἀσίαν, λεηλατεῖν αὐτήν, Πλούτ. 2. 182Α. 3) ἀποκόπτω, τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥιπτεῖ θερίσας Σοφ. Αἴ. 239, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 717, Ἀνθ. Παλατ. 9. 451· θερίσας στάχυν, ἀποκόψας, Ἀνθ. Π. 4. 2· ἀποθρίσαντες τῆς ἵππου τὴν χαίτην, ἀποθερίσαντες, ἀποκείραντες, Αἰλ. π. Ζ. 2. 10. - Παθ., πώλου δίκην, ἥτις συναρπασθεῖσα βουκόλων ὕπο... ἀγρίᾳ χερὶ θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο Σοφ. Ἀποσπ. 587, 588, πρβλ. ἀποθερίζω. 4) μεταφ., κάμνω καλὸν θερισμόν, δηλ. ἐπιτυγχάνω, μέλλω γέ τοι θερίδδεν Ἀριστοφ. Ἀχ. 947 (ἔνθα ἴδε Σχολιαστήν, ὅστις δίδει διάφορον ἑρμηνείαν). 5) ὁ θερίζων (μετὰ τῆς λέξεως λόγος ἢ καὶ ἄνευ αὐτῆς), εἶδος συλλογισμοῦ, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 22, Συμπ. 23. ΙΙ. ἀμετάβ., διέρχομαι τὸ θέρος, Ξεν. 3. 5, 15· θερίζουσιν ἐν τοῖς ψυχροῖς, χειμάζουσι δ’ ἐν τοῖς ἀλεεινοῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 2., 13, 6., 19, 2· πρβλ. ἐαρίζω.
French (Bailly abrégé)
f. θεριῶ, ao. ἐθέρισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐθερίσθην, pf. τεθέρισμαι;
1 tr. faire la récolte d’été, moissonner, faucher, acc. ; ὁ θερίζων le syllogisme du moissonneur, sorte de sophisme ; fig. θ. βροτούς ESCHL faucher les mortels en parl. d’Arès ; θ. Ἀσίαν PLUT piller l’Asie ; en gén. couper, arracher;
2 intr. passer l’été;
Moy. θερίζομαι récolter.
Étymologie: θέρος.
English (Strong)
from θέρος (in the sense of the crop); to harvest: reap.
English (Thayer)
future θερίσω (Buttmann, 37 (32), cf. WH's Appendix, p. 163 f); 1st aorist ἐθερισα; 1st aorist passive ἐθερίσθην; (θέρος); the Sept. for קָצַר; (from Aeschylus, Herodotus down); to reap, harvest;
a. properly: ἄλλος ... ὁ θερίζων, one does the work, another gets the reward, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας, unjustly appropriating to thyself the fruits of others' labor, ὁ ἐάν ... θερίσει, as a man has acted (on earth) so (hereafter by God) will he be requited, either with reward or penalty (his deeds will determine his doom), Cicero, de orat. 2,65; (σύ δέ ταῦτα αἰσχρῶς μέν ἔσπειρας κακῶς δέ ἐθερισας, Aristotle, rhet. 3,3, 4; cf. Plato, Phaedr. 260d.; see Meyer on Galatians , the passage cited)); τί, to receive a thing by way of reward or punishment: τά σαρκικά, φθοράν, ζωήν αἰώνιον, σπείρειν πυρούς, θερίζειν ἀκάνθας, ὁ σπείρων φαῦλα θερίσει κακά, ἐάν σπείρητε κακά, πᾶσαν ταραχήν καί θλῖψιν θερισετε, Test. xii. Patr., p. 576 (i. e. test. Levi § 13)); absolutely: of the reward of well-doing, θερίζειν, is figuratively used for to destroy, cut off: τήν γῆν, to remove the wicked inhabitants of the earth and deliver them up to destruction, τήν Ἀσίαν, Plutarch, reg. et. imper. apophthegm. (Antig. 1), p. 182a.).
Greek Monolingual
(ΑΜ θερίζω)
1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ' ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.)
2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους
(α. «τους θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.)
3. απολαμβάνω τα αποτελέσματα τών ενεργειών μου, συγκομίζω τους καρπούς τών μόχθων μου (α. «ό,τι σπείρεις θα θερίσεις» β. «οἴει... τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν», Πλάτ.)
νεοελλ.
βασανίζω, κάνω κάποιον να υποφέρει πολύ (α. «τον θέρισε ο πόνος» β. «μέ θέρισε η πείνα»)
μσν.-αρχ.
κόβω («κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥιπτεῑ θερίσας», Σοφ.)
αρχ.
1. κάνω καλή σοδειά
2. κερδίζω
3. περνώ το καλοκαίρι, παραθερίζω («θερίζουσι μὲν ἐν τοῑς ψυχροῑς, χειμάζουσι δὲ ἐν τοῑς ἀλεεινοῑς», Αριστοτ.)
4. κουρεύω («ἥτις [[[πῶλος]]]... θέρος θερισθῇ ξανθὸν αὐχένων ἄπο», Σοφ.)
5. (το αρσ. μτχ. ενεστ.) ὁ θερίζων (ενν. λόγος)
ονομασία λογικού σφάλματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος.
ΠΑΡ. θερισμός, θεριστής
αρχ.
θεριστήρ, θεριστός, θέριστρα, θέριστρον.