στρατηγικός
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ή, όν, A of or for a general, πρᾶξις Pl.Plt.304e; (ἐπιστήμη) Arist.EN1096a32; (τέχνη) ib. 1094a9; ἔργα X.Oec.20.6; οἴκησις PPetr.3p.343 (iii B.C.); κατάλυσις BGU1767.6 (i B.C.); σκηνή Plu. Luc.16; μαχαιροφόρος PGen.31.14 (ii A.D.): ἡ -κή (sc. τέχνη),= στρατηγία ΙΙ, Pl.Euthd.290d, etc.: so τὰ σ. X.Cyr.1.6.12; also a treatise on strategy, D.L.5.80; σ. βιβλία Ael.Tact.1.2. II of persons, suited or fitted for command, general-like, versed in generalship, Pl.Grg.455c, X.Mem.1.1.8, etc.: Sup., Id.Cyr.8.4.7, Phld.Mus. p.76 K. Adv. -κῶς, εὖ καὶ σ. Ar.Av.362: Comp. -ώτερον Plb. 10.32.7. 2 at Rome, praetorian, ἐπαρχία Str.14.6.6; οἱ σ., = milites praetoriani, Plu.Oth.9; σ. βῆμα tribunal praetorium, D.H.5.28. b = praetorius, ex-praetor, SIG840 (Olympia, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 951] dem Feldherrn oder zum Feldherrn gehörend, ihm geziemend, bes. geschickt zum Feldherrn, in der Feldherrnkunst erfahren; Plat. Ion 540 d Gorg. 455 c; Xen. Cyr. 8, 4, 7; ἔργα, die Werke, Pflichten des Feldherrn, 1, 6, 12; Oec. 20, 6; ἡ στρατηγική, sc. τέχνη, die Feldherrnkunst, Plat. Polit. 304 e Soph. 227 h u. oft; δύναμις, Pol. 1, 84, 6; πρόνοια, 3, 105, 9; dah. auch = listig, εὖ γ' ἀνεῦρες αὐτὸ καὶ στρατηγικῶς, Ar. Av. 362; στρατηγικῶς ἕκαστα συλλογισάμενος, Pol. 11, 16, 5; πολιτικώτερον ἢ στρατηγικώτερον ὑπὲρ τῶν παρόντων ἐβουλεύσατο, 4, 19, 5.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατηγόν, πρᾶξις Πλάτ. Πολιτ. 304Ε· ἐπιστήμη, δύναμις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 2., 1. 6, 4, κτλ.· ἔργα Ξεν. Οἰκ. 20, 6· σκηνὴ Πλουτ. Λούκουλλ. 16· - ἡ στρατηγικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) στρατηγία ΙΙ, Πλάτ. Εὐθύδ. 290D, κτλ.· - οὕτω, τὰ στρατηγικὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, Ἰσοκρ. 103C· ὡσαύτως, πραγματεία περὶ στρατηγίας, Διογ. Λ. 5. 80. ΙΙ. ἀπὶ προσώπων, ἐπιτήδειος ἢ ἁρμόδιος εἰς στρατηγίαν, πεπειραμένος εἰς τὸ στρατηγεῖν καὶ πεπαιδευμένος, Πλάτ. Γοργ. 455C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 7, Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὖ καὶ στρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 362· συγκρ. -ώτερον, Πολύβ. 10. 32, 7. 2) ἐν Ρώμῃ, πραιτωριανός, Στράβ. 684, Πλουτ. Ὄθων 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne un général, de général ; τὰ στρατηγικά (ἔργα) la tactique ou les manœuvres du général;
2 habile à commander;
3 postér. qui exerce ou a exercé les fonctions de général;
Cp. στρατηγικώτερος, Sp. στρατηγικώτατος.
Étymologie: στρατηγός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στρατηγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στρατηγός
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα του στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός στη διοίκηση του στρατού
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η στρατηγική
α) η τέχνη της ανάπτυξης και κινητοποίησης όλων τών πόρων και τών δυνάμεων μιας χώρας για την υποστήριξη της εθνικής της πολιτικής και για την επίτευξη τών αντικειμενικών της στόχων
β) (ειδικά) στρ. η σχεδίαση μιας στρατιωτικής επιχείρησης ή εκστρατείας από τον στρατιωτικό ηγέτη και η ανάπτυξη τών δυνάμεών του για την επιτυχή διεξαγωγή της
γ) (οικον.) ο προσδιορισμός του άριστου τρόπου συμπεριφοράς του οικονομικού υποκειμένου στη συγκεκριμένη κάθε φορά κατάσταση της αγοράς
δ) (γενικά) το σύνολο τών σχεδιασμένων και συντονισμένων ενεργειών και προσπαθειών για την επίτευξη τών στρατηγικών σκοπών ενός οργανωμένου συνόλου
ε) μτφ. το σύνολο τών συντονισμένων ενεργειών και χειρισμών για την επίτευξη ενός τακτικού στόχου, η τακτική
2. φρ. α) «στρατηγικά σημεία»
i) στρ. (σε πεδίο μάχης) σημεία του εδάφους με καίρια σημασία για την έκβαση μιας στρατιωτικής επιχείρησης
ii) (γενικά) θέση ή περιοχή με μεγάλη σημασία για εμπορικές, πολιτικές και κυρίως στρατιωτικές επιχειρήσεις
iii) μτφ. τα κύρια σημεία μιας επιλεγμένης τακτικής
β) «μεγάλη στρατηγική» ή «υψηλή στρατηγική»
στρ. η τέχνη της κινητοποίησης τών πόρων ενός συνασπισμού κρατών για επίτευξη τών αντικειμενικών στόχων του πολέμου και της ειρήνης
γ) «στρατηγικός σκοπός» ή «στρατηγικός στόχος» — απώτερος αντικειμενικός σκοπός στον οποίο αποβλέπει ένα οργανωμένο και συντεταγμένο σύνολο και από τον οποίο κρίνεται η έκβαση της πολιτικής και τών γενικών προσπαθειών του σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή
δ) «στρατηγικές ύλες»
(οικον.) πρώτες ύλες που θεωρούνται απαραίτητες για στρατηγικούς σκοπούς, δηλ. για την εθνική άμυνα και τη διεξαγωγή πολέμου
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το στρατηγικόν
(βυζ.) εγχειρίδιο τακτικής πολέμου κατά τη βυζαντινή περίοδο το οποίο αποτελούσε κωδικοποίηση σχετικών εκθέσεων για την οργάνωση του στρατού και για την τακτική της μάχης με τους εχθρούς της αυτοκρατορίας
αρχ.
1. (στη Ρώμη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πραίτωρα
2. το θηλ. ως ουσ. (ενν. τέχνη) η στρατηγική δεινότητα, ικανότητα, στρατηγία
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ στρατηγικός
ο πρώην πραίτωρας
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ στρατηγικοί
οι πραιτωριανοί
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρατηγικά
πραγματεία σχετική με τη στρατιωτική τέχνη
6. φρ. α) «στρατηγικά βιβλία» — βιβλία αναφερόμενα στη στρατηγική τέχνη (Αιλ.)
β) «στρατηγικὸν βήμα» — το βήμα από όπου αγόρευε ο πραίτωρας (Δίον. Αλ.).
επίρρ...
στρατηγικώς / στρατηγικῶς ΝΜΑ, και στρατηγικά Ν
1. από στρατηγική άποψη
2. με στρατηγική ικανότητα
3. μτφ. με πανουργία.
Greek Monotonic
στρᾰτηγικός: -ή, -όν (στρατηγός),
I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε στρατηγό, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη) = στρατηγία II, στον ίδ.· ομοίως, τὰ στρατηγικά, σε Ξεν.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει ηγετικές ικανότητες, τις ικανότητες να γίνει στρατηγός, αυτός που έχει τη γνώση και την εμπειρία της στρατηγίας, στον ίδ. κ.λπ.· επίρρ., -κῶς, εὖ καὶ στρατηγικῶς, σε Αριστοφ.
2. στη Ρώμη, Πραιτωριανός, σε Στράβ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηγικός -ή -όν [στρατηγός] van zaken van de legeraanvoerder:; σ. σκηνή veldheerstent Plut. Luc. 16.4; subst. ἡ στρατηγική ( sc. τέχνη) veldheerskunst. Plat. Euthyd. 290d; τὰ στρατηγικά de plichten van de veldheer Xen. Cyr. 1.6.12. van personen geschikt voor het commando, expert in de veldheerskunde. in het Romeinse systeem van een praetor; subst. οἱ στρατηγικοί pretorianen, lijfwacht van de keizer. Plut. Oth. 9.1.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηγικός:
1) относящийся или свойственный стратегу, полководческий (ἔργα Xen.; πρᾶξις Plat.; ἐπιστήμη Arst.);
2) (в Риме) преторский Plut.;
3) сведущий в стратегическом искусстве Xen., Plat.;
4) облеченный званием главнокомандующего (ἀνήρ Plut.).
Middle Liddell
στρᾰτηγικός, ή, όν στρατηγός
I. of or for a general, Plat.:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ = στρατηγία II, Plat.;so, τὰ στρ. Xen.
II. of persons, fitted for command, versed in generalship, Xen., etc.:—adv. -κῶς, εὖ καὶ στρ. Ar.
2. at Rome, praetorian, Strab.