μεθέπω
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Ep. impf. μέθεπον; Aeol. 1pl. A πεδήπομεν Sapph.Supp. 23.8: fut. μεθέψω Hsch.: poet. aor. part. μετασπών, Med. μετασπόμενος: —pursue, follow after, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπών Il.17.190, Od. 14.33; ψεῦδος, of Ixion pursuing the phantom, Pi.P.2.37, cf. A.R. 4.1339, Epic. ap. Ath.9.399a, Euph.9.12:—Med., ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρί Il.13.567: and c. dat., οὔ σοι μὴ μεθέψομαι S.El. 1052. 2 c. acc., go in search of, ἡνίοχον μέθεπε θρασύν drove in search of a charioteer, Il.8.126; [ἔλαφον] μ. Pi.O.3.31. 3 visit, νέον μεθέπεις; dost thou come but now to visit us? Od.1.175. II cherish, τινα Sapph. l.c. 2 ply a business, γεηπονίην Ps.-Phoc. 161; αἶσαν Pi.N.6.13; νώτῳ μεθέπων ἄχθος wielding, i. e. carrying, a burden on his back, ib.57; μοῦσαν μ. IG3.399.3. III causal, c. dupl. acc., Τυδεΐδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους he turned the horses in pursuit of Tydeides, Il.5.329.—Only poet., mostly Ep. and Lyr.
German (Pape)
[Seite 111] (s. ἕπω), ep. aor. μετέσπον, μετασπεῖν, hinter Einem geschäftig sein, verfolgen, nachsetzen, ποσσὶ κραιπνοῖσι μετασπών, Il. 17, 190 Od. 14, 33, u. eben so im med., ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρί, Il. 13, 567; – auch trans. mit doppeltem acc., Τυδείδην μέθεπεν κρατερώνυχας ἵππους, er trieb die Pferde auf den Diomedes los, Il. 5, 329 (vgl. ἐφέπειν). – Im allgemeinen Sinne, verfolgen, nachtrachten, mit den Augen aufsuchen, ἡνίοχον μέθεπε θρασύν, Il. 8, 126; auch νέον μεθέπεις; suchst du mich auf, bist du zum ersten Male hier zum Besuch? Od. 1, 175; – übertr., ein Geschäft eifrig betreiben, ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων, Pind. P. 2, 37; auch ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν, N. 6, 13; ib. 59 sagt er ἑκόντι νώτῳ μεθέπων ἄχθος, die Last auf den Rücken nehmend; γεωπονίην, Phocyl. 149; – οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε, nachfolgen, gehorchen, Soph. El. 1041. – Einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεθέπω: παρατ. μεθεῖπον, Ἐπικ. μέθεπον: μέλλ. μεθέψω: ποιητ. ἀόρ. μετέσπον: ἀπαρ. μετασπεῖν: μετοχ. μετασπών, μέσ. μετασπόμενος. Ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, ἀκολουθῶ κατόπιν, Λατιν. insequi, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Ξ. 33· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρὶ Ἰλ. Ν. 567· καὶ μετὰ δοτ., οὔ σοι μὴ μεθέψομαι Σοφ. ἨΛ. 1052. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀκολουθῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ζητῶ ἢ ἀναζητῶ τι μετὰ ζήλου, ἡνίοχον μέθεπε θρασὺν Ἰλ. Θ. 126· ἔλαφον μ. Πινδ. Ο. 3. 55. 3) ἐπισκέπτομαι, ὑπάγω εἰς ἐπίσκεψιν, νέον μεθέπεις; νεωστὶ πρὸς ἡμᾶς ἔρχεσαι...; Ὀδ. Α. 175. 4) μεταφορ., ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν τινά, γεωπονίην μεθέπειν Ψευδο-Φωκυλ. 149· μεθ. ψεῦδος, φέρω εἰς πέρας, ἀποτελῶ, Πινδ. Π. 2. 68· αἶσαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 24. ἄχθος νώτῳ μεθέπων, φέρων, κομίζων φορτίον ἐπὶ τῆς ῥάχεώς του, αὐτόθι 98· μοῦσαν μ., θεραπεύειν μοῦσαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1054. 3· πρβλ. ἕπω ἐφέπω. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας, μετὰ διπλῆς αἰτιατ., αἶψα δὲ Τυδείδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους «αὐτίκα δὲ ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ Τυδέως ἤλαυνε τοὺς ἰσχυροὺς ὄνυχας ἔχοντας ἵππους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 359· ὡς τὸ ἐφέπειν ἵππους Πατρόκλῳ Π. 724. - Μόνον ποιητ., ἰδίως Ἐπικ.
French (Bailly abrégé)
impf. μεθεῖπον, f. μεθέψω, ao.2 μετέσπον > inf. μετασπεῖν, part. μετασπών;
I. avec un seul acc.;
1 suivre, poursuivre, abs.
2 se mettre à la recherche de : ἡνίοχον IL d’un conducteur de char;
3 fig. se mettre à la poursuite de, poursuivre, entreprendre, se charger de, acc.;
II. avec deux acc. : lancer à la poursuite de : Τυδείδην μέθεπεν ἵππους IL il lança ses chevaux à la poursuite du fils de Tydée;
Moy. μεθέπομαι (f. μεθέψομαι, ao.2 μετεσπόμην);
1 suivre, poursuivre, acc.;
2 obéir à, écouter, τινι.
Étymologie: μετά, ἕπω.
English (Autenrieth)
ipf. μέθεπε, aor. 2 part. μετασπών, mid. μετασπόμενος: move after, follow after, follow up; trans., w. two accusatives, ἵππους Τῦδείδην, turn the steeds after Tydīdes, Il. 5.329; of ‘visiting’ a place, Od. 1.175; mid., Il. 13.567.
English (Slater)
μεθέπω
a follow (after) τὰν (ἔλαφον) μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα (O. 3.31) ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο, ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων (P. 2.37)
b embrace ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (N. 6.13) ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος ἄγγελος ἔβαν (N. 6.57)
Greek Monolingual
μεθέπω (Α)
(μόνο ποιητ., ιδίως επικ.)
1. πηγαίνω πίσω από κάποιον, τον ακολουθώ από κοντά, πλησιάζω («ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπών», Ομ. Ιλ.)
2. (με αιτ.) ακολουθώ κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», Ομ. Ιλ.)
3. συνεκδ. ζητώ, αναζητώ κάποιον με ζήλο, πηγαίνω να τον βρω
4. πηγαίνω σε επίσκεψη, επισκέπτομαι («νέον μεθέπεις», Ομ. Οδ.)
5. μτφ. ασχολούμαι με ζήλο, καταπιάνομαι με κάτι
6. απασχολούμαι σε μια εργασία («γεωπονίην μεθέπειν» Ψ-Φωκυλ.)
7. (με διπλή αιτ.) οδηγώ κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («αἶψα δὲ Τυδεΐδην μέθεπε καρτερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
8. φέρω κάτι εις πέρας, αποτελειώνω («ψεῡδος μεθέπειν», Πίνδ.)
9. μέσ. μεθέπομαι
(με δοτ. ακολουθώ, συμφωνώ, υπακούω («οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε», Σοφ.)
10. φρ. α) «ἄχθος νώτῳ μεθέπω» — φέρω βάρος, κομίζω φορτίο πάνω στη ράχη μου, Πίνδ.
β) «μοῦσαν μεθέπω» — θεραπεύω μούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἕπω].
Greek Monotonic
μεθέπω: παρατ. μεθεῖπον, Επικ. -επον, μέλ. -έψω, αόρ. βʹ μετ-έσπον, απαρ. μετασπεῖν, μτχ. -σπών, Μέσ. -σπόμενος·
I. 1. ακολουθώ, παρακολουθώ, ακολουθώ από κοντά, σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., μετασπόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., μεθέψομαί σοι, σε Σοφ.
2. με αιτ., παρακολουθώ με τα μάτια, αναζητώ, σε Ομήρ. Ιλ.
3. επισκέπτομαι, νέον μεθέπεις; τώρα ήλθες να μας επισκεφθείς; σε Ομήρ. Οδ.
4. μεταφ., καταδιώκω, έχω στραμμένη την προσοχή μου, σε Πίνδ.· ἄχθος μεθέπων, κουβαλώ ένα δυσβάστακτο βάρος, στον ίδ.· ΙI. μτβ. με διπλή αιτ., Τυδεΐδην μέθεπε ἵππους, έστρεψε τα άλογα στην καταδίωξη του Τυδεΐδη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μεθέπω: (impf. μεθεῖπον - эп. μέθεπον, aor. 2 μετέσπον, inf. μετασπεῖν, part. μετασπών, med. aor. 2 μετεσπόμην) тж. med.
1) следовать (по пятам) (ποσσὶ κραιπνοῖσι Hom.);
2) преследовать, aor. настигнуть (ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρί Hom.);
3) перен. следовать (примеру, словам), слушаться: οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε Soph. я отнюдь не последую твоим указаниям;
4) посещать: νέον μεθέπεις; Hom. ты впервые приходишь (сюда)?;
5) погонять: Τυδείδην μέθεπεν ἵππους Hom. он погнал коней на Тидида;
6) искать (глазами) (ἡνίοχον Hom.);
7) усердно выполнять, осуществлять, брать на себя (αἶσαν, ἄχθος Pind.).
Middle Liddell
imperf. μεθεῖπον epic -επον fut. -έψω aor2 μετ-έσπον inf. μετασπεῖν part. -σπών mid. -σπόμενος
I. to follow after, follow closely, Hom.; so in Mid., μετασπόμενος Il.; c. dat., μεθέψομαί σοι Soph.
2. c. acc. to follow with the eyes, to seek after, Il.
3. to visit, νέον μεθέπεις; dost thou come but now to visit us? Od.
4. metaph. to pursue, attend to, Pind.; ἄχθος μεθέπων carrying a burden, Pind.
II. Causal, c. dupl. acc., Τυδείδην μέθεπε ἵππους he turned the horses in pursuit of Tydeides, Il.