βαδίζω
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
Att. fut. A βαδιοῦμαι Ar.Th.617, Pl.495, Pl.Smp.190d, etc.; later βαδίσομαι Gal.UP12.10, and βαδιῶ Nicol.Prog.p.69F., Ael.Tact. 36.4, (δια-) Luc.Dem.Enc.1; βαδίσω D.Chr.10.8: aor. ἐβάδισα Hp.Int. 44, Pl.Erx.392b, Arr.An.7.3.3, etc.: pf.βεβάδικα Arist.Metaph.1048b31,J.Ap.2.39:—Med., imper. βαδίζου Cratin.391:—walk, ἐπιστροφάδην δ' ἐβάδιζεν h.Merc.210; β. ἀρρύθμως Alex.263; opp. τρέχω, X.Cyr. 2.3.10, etc.; of horsemen, interpol. in Id.An.6.3.19; ἐπὶ κτήνους β. D.Chr.34.5; go by land, opp. πλέω, D.19.164,181; also of sailing, X. Oec.16.7; of a ship, LXXJn.1.3; march, of armies, Ael.Tact. l.c.; of certain animals, κατὰ σκέλη β., v. σκέλος I: c. acc. cogn., βάδον β. Ar.Av.42; ὁδόν Hp. l. c., X.Mem.2.1.11; ἀεὶ μίαν ἀτραπόν Arist.HA 622b25; ὁδῷ β. Luc. Tim.5; βάδιζε go! Men.Epit.159, Sam.43. 2 go about, βῆ βῆ λέγων β. Cratin.43, al.; κατὰ ζυγά in pairs, Arist.HA 544a5. 3 generally, go, proceed, Antipho 5.24; ἐπ' οἰκίας β. enter houses, D.18.132, cf. Test. ap. eund.21.121; β. ἐπίτινα ψευδοκλητείας proceed against him for... D.53.15; εἰς τὸ πολίτευμα, εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα, Arist.Pol.1293a24, 1298a15, 1299a36; β. εἰς τὰ πατρῷα enter on one's patrimony, Is.3.62; proceed (in argument), πρὸς τὰ κατηγορήματα D.18.263, cf. Arist.AP0.97a5; εἰς ἄπειρον β., of an infinite process, Metaph.1000b28; ὁμόσε τῇ φήμῃ β. Plu.Thes.10. 4 of things, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον prices were getting lower, D. 56.9; τὸ πρᾶγμα πορρωτέρω β. Id.23.203.—Very rare in Poets: [ἥλιος] β. τὸν ἐνιαύσιον κύκλον E.Ph.544.
German (Pape)
[Seite 423] fut. βαδίσω u. βαδιῶ, nur bei sp. Gramm.; bei Att. βαδιοῦμαι, z. B. Plat. Conv. 190 d; Dem. 19, 114; schreiten, gehen, wandern, H. h. Merc. 210. 320; bes. zu Fuß, Ggstz ἱππεύειν Xen. Hier. 4, 1; πεζῇ Plut. Thes. 6; von Reitern, Xen. An. 6, 1, 19; von Schiffern Oec. 16, 7; langsam, Schritt vor Schritt gehen, Ggstz τρέχω, Cyr. 2, 3, 10 u. sonst; ὁδὸν βαδ., eine Reise machen, Mem. 2, 1, 12; ὁδοὺς ὀρεινάς Plut. Artax. 24; βάδον Ar. Av. 42; das Ziel gew. mit ἐπί, z. B. ἐπὶ τοὺς βωμούς Is. 9, 7; ἐπί τινα Plut. Thes. 7; ὅποι βούλεται Dem. 1, 12. Übertr., εἰς τὸ πολίτευμα Arist. Pol. 4. 6. sich daran machen. Auch von Sachen, τὸ πρᾶγμα ἤδη καὶ ποῤῥωτέρω βαδίζει Dem. 23, 203; αἱ τιμαὶ τοῦ σίτου ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, die Preise gingen herunter, 56, 9; – βαδιστέον Soph. El. 1502; βαδιστέα Ar. Ach. 369. – Suid. führt aus Cratin. βαδίζου = βάδιζε an.
Greek (Liddell-Scott)
βαδίζω: μέλλ. Ἀττ. βαδιοῦμαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 617, Πλ. 495, Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βαδίσομαι Γαλην., καὶ βαδιῶ (δια-) Λουκ. Δημ. ἐγκ. Ι, κτλ.: ἀόρ, ἐβάδισα Ἱππ. 556. 16, Ἀρρ., κτλ., (δια-) Θουκ. 6. 101· πρκμ. βεβάδικα Ἀριστ. μετ. τ. φυσ. 8. 6, 9· Ἰώσηπ. - Μέσ., προστακτ. βαδίζου Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 167· - πρβλ. ἀπο-βαδίζω· (βάδος, βαίνω, vado) = ὑπάγω βραδέως, περιπατῶ, Λατ. ambulare, ἐπιστροφάδην δ' ἐβάδιζεν Ὁμ. Ὕ. Ἑρμ. 210· ἀντίθετ. τῷ τρέχω Ξεν. Κύρ. 2. 3, 10 κτλ.· ἐπὶ ἱππέων, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 3, 19· ἐπὶ κτήνους β. Δίων Χρυσ. 2. 34· ὑπάγω διὰ ξηρᾶς, κατ' ἀντίθ. πρὸς τὸ πλέω, Δημ. 392. 6., 398. 15· - ἐπὶ τινων ζῴων, κατὰ σκέλη β., ἴδε σκέλος 1· - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. βάδον β. Ἀριστοφ. Ὄρν. 42· ὁδὸν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 22· ἀεὶ μίαν ἀτραπὸν Ἀρις. Ζ. Ἱ. 9. 38, 2· - ὡσαύτως, ὁδῷ β. Λουκ. Τίμ. 5. 2) περιφέρομαι, περιδιαβάζω, Κρατῖν. Διον. 5, κ. ἀλλ.· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 5. 12. 3) καθόλου, ὑπάγω, πορεύομαι, Ἀντιφῶν 132. 15· ἐπ' οἰκίας βαδ., εἰσέρχομαι εἰς οἰκίας, εἰσβαίνω, Δημ. 271. 13· β. ἐπί τινα, προβαίνω ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 1251. 20· εἰς τὸ πολίτευμα, εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 9., 4. 14, 4., 4. 15, 6· β. εἰς τὰ πατρῷα, εἰσέρχομαι καὶ καταλαμβάνω τὴν πατρικὴν κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 44. 14· προβαίνω ἐν τῇ συζητήσει, Δημ. 314. 21, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 13, 12, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, αἱ τιμαὶ ἠλαττοῦντο, Δημ. 1285. 22· τὸ πρᾶγμα περαιτέρω β. ὁ αὐτ. 688. 14. - ἡ λέξις σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἀνήκει εἰς τοὺς κωμικοὺς καὶ πεζούς· ἀπαντᾷ ὅμως ἐν Εὐρ. Φοιν. 544.
French (Bailly abrégé)
f. βαδιοῦμαι, ao. ἐβάδισα, pf. βεβάδικα;
marcher :
1 marcher, aller pas à pas, aller au pas;
2 marcher en gén. ; ὁδὸν βαδίζειν XÉN suivre une route, faire un trajet ; βαδίζειν ὁδοὺς ὀρεινάς PLUT aller par des chemins montueux ; ἐπ’ οἰκίας β. DÉM entrer dans des maisons ; fig. β. ἐπί τι DÉM en venir à qch (dans une argumentation), arriver à parler de qch.
Étymologie: R. Βα, marcher ; v. βαίνω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. act. y med. gener. contr., pero βαδίσεις D.Chr.10.8]
I 1andar, caminar, pasear, ir paso a paso ἐπιστροφάδην δ' ἐβάδιζεν h.Merc.210, μετ' αὐτοῦ βαδίζων Isoc.18.5, ὁ δ' ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ βῆ λέγων βαδίζει Cratin.45, βαδίζειν ἀρρύθμως Alex.263.2, εὐρύθμως βαδίζειν Aristid.Quint.31.6, τετρωμένον ... καὶ βαδίζειν οὐ δυνάμενον Isoc.19.39, ἐπὶ τῶν τεττάρων ποδῶν βαδίζειν ἐπεχείρησεν Gal.17(2).245, cf. Arr.An.7.3.3, Philostr.VS 557, VA 5.9, ἆρα οὐχ ... ἀνυπόδητος βαδίσεις; D.Chr.l.c.
•tb. en v. med. βαδιοῦνται ὀρθοὶ ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν Pl.Smp.190d, cf. Gal.4.43, Ach.Tat.2.10.1
•en v. act. de un ejército marchar al paso, Hell.Oxy.11.6, Ael.Tact.36.4, I.Ap.2.24
•op. τρέχω y πλέω Pl.Grg.468a, op. τρέχω X.Cyr.2.3.10, op. πλέω D.19.164
•medic. ir gota a gota τά τε οὖρα σπάνια βαδίζει los escasos orines caen gota a gota Dieuch.14.13.
2 gener. ir, caminar Pl.Phdr.227d, R.515c, Antipho 5.24, E.Ep.5.29, Arist.Metaph.1048b31, Aen.Tact.10.15, βάδιζε ¡ve! Men.Epit.376, Sam.258
•c. ac. int. recorrer un camino βάδον βαδίζομεν Ar.Au.42, βαδίσαι μακρὴν ὁδόν Hp.Int.44, ὁδός, ἣν πειρῶμαι βαδίζειν X.Mem.2.1.11, ἀεὶ μίαν ἀτραπὸν βαδίζουσι Arist.HA 622b25, del sol βαδίζει τὸν ἐνιαύσιον κύκλον E.Ph.544
•c. dat. ὁδῷ βαδίζων yendo por un camino Luc.Tim.5
•c. giro prep. Μεγαρόθεν Pl.Erx.392b, εἰς Τακόνα POxy.743.29 (I a.C.), εἰς ἀγοράν Plot.3.1.1, ἐπ' οἰκίας βαδίζων entrando en las casas D.18.132, ἐπὶ τὴν οἰκίαν Test. en D.21.121, ἀπὸ κεφαλῆς τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι βαδιοῦμεν ἐπὶ τὰ κατὰ μέρος Nicol.Prog.p.69
•tb. en v. med. οὐ βαδιεῖ δεῦρ' ὡς ἐμέ; ¿no vendrás aquí cerca de mí? Ar.Th.617, ὡς τοὺς ἀγαθοὺς τῶν ἀνθρώπων βαδιεῖται Ar.Pl.495
•de jinetes cabalgar ἀνὴρ Φρὺξ ἐπὶ κτήνους ἐβάδιζεν D.Chr.34.5
•de navegantes navegar X.Oec.16.7, Is.1.31, de un barco, LXX In.1.3
•de anim. marchar X.Cyn.5.31, D.P.Au.1.31, βαδίζουσι ... κατὰ ζυγά van (las sepias) por parejas Arist.HA 544a5, κοχλίας αὐτομάτως βαδίζων un caracol (mecánico) que se mueve por sí mismo Plb.12.13.11.
II usos fig. c. giros prep.
1 de pers. entrar ἐβάδιζεν ἂν ἡ γνησία εἰς τὰ ἑαυτῆς πατρῷα la hija legítima habría entrado en posesión de la herencia de su padre Is.3.62, τοὺς εἰς τὸ πολίτευμα βαδίζοντας los que entran en el gobierno Arist.Pol.1293a24, cf. 1298a15, 1299a36, εἰς τὰ πένθη βαδίζειν Ael.VH 6.1.
2 de pers. comportarse, proceder οὕτω μὲν οὖν βαδίζοντι ἔστιν εἰδέναι ὅτι οὐδὲν παραλέλειπται el que procede así puede saber que nada ha quedado fuera Arist.APo.97a5, βαδίζειν κατὰ τῆς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς 1Ep.Clem.3.4, οἱ δὲ Μεγαρόθεν ... ὁμόσε τῇ φήμῃ βαδίζοντες Plu.Thes.10, τῷ λόγῳ βαδίζοντες yendo por el camino del razonamiento Plot.5.3.2
•jur. proceder contra ἐβάδιζον ἐπὶ τὸν κλητῆρα ... τῆς ψευδοκλητείας procedí contra el testigo por falsa citación D.53.15
•en v. med. en una argumentación pasar a hablar de πρὸς αὐτὰ ... βαδιοῦμαι κατηγορήματα D.18.263.
3 de abstr. avanzar de los primeros principios βαδίζει εἰς ἄπειρον continúa hasta el infinito Arist.Metaph.1000b28, τὸ πρᾶγμ' ἤδη καὶ πορρωτέρω βαδίζει el asunto progresa más y más lejos D.23.203, αἱ τιμαὶ τοῦ σίτου ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον los precios del trigo iban bajando D.56.9, ὁδῷ βαδίζειν τὴν σκέψιν εὐαγγελιζόμενος anunciando que el asunto va por buen camino Hld.5.30.3.
• Etimología: v. βαίνω.
Greek Monolingual
(AM βαδίζω)
1. κινούμαι, προχωρώ με προβολή του ενός ποδιού και στήριξη του άλλου στο έδαφος, εναλλάξ, σε κανονικό ρυθμό
2. κατευθύνομαι
νεοελλ.
1. συμπεριφέρομαι, ενεργώ («καλά βαδίζει»)
2. φρ. «βαδίζω επί τα ίχνη κάποιου» ή «βαδίζω στ' αχνάρια του» — ακολουθώ το παράδειγμά του, προσπαθώ να του μοιάσω
αρχ.-μσν.
φρ.
1. «βαδίζω ἐπ' οἰκίας» — μπαίνω παράνομα σε ξένο σπίτι
2. «βαδίζω εἰς τα πατρῷα» — παίρνω την πατρική κληρονομιά
3. «βαδίζω ἐπ' ἔλαττον» — ελαττώνομαι
4. «ὁδῷ βαδίζει» — τα πράγματα πάνε καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάδην.
ΣΥΝΘ. προβαδίζω, συμβαδίζω
αρχ.
αντιβαδίζω, αποβαδίζω, διαβαδίζω, εμβαδίζω, προσβαδίζω νεοελλ. αργοβαδίζω, γοργοβαδίζω, καλοβαδίζω, κουτσοβαδίζω, σιγοβαδίζω].
Greek Monotonic
βᾰδίζω: (βάδος, βαίνω), μέλ. Αττ. βαδιοῦμαι, αόρ. αʹ ἐβάδισα, παρακ. βεβάδικα,
1. πηγαίνω αργά, περπατώ, Λατ. ambulare, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.· πηγαίνω, είμαι σε πορεία, λέγεται για εφίππους, σε Ξεν.· πηγαίνω από τη στεριά, από την ξηρά, σε Δημ. με σύστ. αιτ., βάδον, ὁδὸν βαδίζω, σε Αριστοφ.
2. γενικά, ἐπ' οἰκίας βαδίζω, εισέρχομαι σε οικίες, σε Δημ.· προβαίνω σε συζήτηση, αναλύω επιχείρημα, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, οι τιμές ελαττώνονταν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰδίζω: (fut. βαδιοῦμαι)
1) шагать, идти, ходить, двигаться (ὁδόν Xen. и ὁδῷ Plut., Luc.; στάδια ἑκατόν Arst.; οἱ ἱππεῖς ἐβάδιζον Xen.; ἐπὶ τὴν μάχην Plut.);
2) идти шагом (β. καὶ τρέχειν Xen.);
3) идти сухим путем (οὔτε β. οὔτε πλεῖν Dem.);
4) входить (ἐπ᾽ οἰκίας Dem.);
5) приступать: β. εἰς τὸ πολίτευμα Arst. посвящать себя государственной деятельности; βαδιστέον ἐπὶ τὸ καθόλου Arst. необходимо перейти (от частного) к общему: ἐπὶ τὴν τῶν ὅλων μεταβολὴν β. Plut. затевать государственный переворот;
6) идти (войной) (ἐπί τινα Arst., Dem., Plut.);
7) (о событиях и т. п.) идти, протекать: τὸ πρᾶγμα ἤδη καὶ πορρωτέρω βαδίζει Dem. так продолжается и дальше; τῆς πράξεως ὁδῷ βαδιζούσης Plut. поскольку все идет хорошо; αἱ τιμαὶ ἐπ᾽ ἔλαττον ἐβάδιζον Dem. цены шли на убыль.
Middle Liddell
βάδος, βαίνω
1. to go slowly, to walk, Lat. ambulare, Hhymn., Xen.: to go, march, of horsemen, Xen.: to go by land, Dem.:—c. acc. cogn., βάδον, ὁδὸν β. Ar., Xen.
2. generally, ἐπ' οἰκίας βαδ. to enter houses, Dem.: to proceed (in argument), Dem.:—of things, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον prices were getting lower, Dem.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαδίζω βαίνω aor. ἐβάδισα; perf. βεβάδικα; fut. βαδιοῦμαι, later βαδιῶ en βαδίσω
1. (te voet) gaan, lopen, stappen, milit. marcheren:; τηνικαῦτ ’ οὔτ ’ ἐπείγεσθαι βαδίζουσιν (ptc.) οὔτε πλεῖν αὐτοῖς ἐπῄει toen kwam het niet bij hen op om ofwel zich te voet te haasten ofwel per schip te gaan Dem. 19.164; βάδιζε … εἴσω ga naar binnen Men. Dysc. 589; met acc. v. h. inw. obj..; τις … ὁδός, ἣν πειρῶμαι βαδίζειν een weg, die ik probeer te gaan Xen. Mem. 2.1.11, β. ὁδοὺς ὀρεινὰς καὶ προσάντεις over steile bergpaden marcheren Plut. Art. 24.10; met prep.. ἐπ ’ οἰκίας β. naar huizen toe stappen (om mensen op te pakken) Dem. 18.132.
2. overdr..; β. εἰς τὸ πολίτευμα het staatsbestuur in gaan Aristot. Pol. 1293a24; in een bespreking van een bepaald onderwerp overgaan op, zich wenden tot, met πρός of ἐπί + acc.