εὐχωλή

From LSJ
Revision as of 13:09, 1 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "opschepperij;Finnish" to "opschepperij; Finnish")

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχωλή Medium diacritics: εὐχωλή Low diacritics: ευχωλή Capitals: ΕΥΧΩΛΗ
Transliteration A: euchōlḗ Transliteration B: euchōlē Transliteration C: efcholi Beta Code: eu)xwlh/

English (LSJ)

ἡ, (εὔχομαι) Ep. form of εὐχή,
A prayer, vow, οὔτ' ἄρ' ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ' ἑκατόμβης Il.1.93, cf. 65; θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσι 9.499, cf. Od.13.357; εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Hes.Sc.68; also in Inscr.Cypr.94 H. and Ion. Prose, Hdt.2.63, Protag.A 1 Diels, Luc.Syr.D.28, 29.
2 votive offering, Sammelb.1719, al.
II boast, vaunt, πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Il.8.229; shout of triumph, ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450.
2 object of boasting, glory, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην 2.160, cf. 4.173; ὅ μοι… εὐ. κατὰ ἄστυ πελέσκεο 22.433.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ (εὔχομαι), 1) das Gelübde, οὔτ' ἄρ' ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ' ἑκατόμβης, Il. 1, 65. 93; Pind. frg. 87; εὐχωλὰς ἐπιτελέειν Her. 2, 63; das Gebet, Flehen, θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσιν Il. 9, 499; Od. 13, 358; ἀλλά οἱ εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Hes. Sc. 68; sp. D., wie Antiphil. 5 (VI, 199); auch Luc. Dea Syr., εὐχωλὴν ποιέεται ἐς ἕκαστον, betet für Jeden, 29, τῶν εὐχωλέων ἐπαΐειν 28. – 2) das Rühmen, Prahlen, πῇ ἔβαν εὐχωλαὶ ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Il. 8, 229. – Jubel, Siegesruf, Gegensatz οἰμωγή, Il. 8, 64; – der Gegenstand des Ruhmes, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ λίποιεν Ἑλένην Il. 4, 173; τέκνον, ὅ μοι εὐχωλὴ κατὰ ἄστυ πελέσκετο, πᾶσί τ' ὄνειαρ 22, 433.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 vœu, prière;
2 jactance, parole orgueilleuse ; particul. chant de triomphe ; p. ext. sujet d'orgueil.
Étymologie: εὔχομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὐχωλή:
1 молитва, мольба (εὐχωλέων κλύειν Hes.): εὐχωλῇς τοὺς θεοὺς παρατρωπᾶν Hom. умилостивлять богов молитвами; εὐχωλὴν ποιεῖσθαι ἔς τινα Luc. молиться за кого-л.;
2 (молитвенный), обет (εὐχωλὰς ἐπιτελέειν Her.);
3 хвастовство, похвальба: πῆ ἔβαν εὐχωλαί; Hom. куда девались (ваши) хвастливые речи?;
4 победный крик (οἰμωγή τε καὶ εὐ. ἀνδρῶν Hom.);
5 слава, гордость: ὅ μοι εὐ. κατὰ ἄστυ πελέσκεο Hom. (ты), который был моей гордостью в городе (Илионе).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχωλή: ἡ, (εὔχομαι) Ἐπικ. τύπος τοῦ εὐχή, προσευχή, «τάξιμον», οὔτ’ ἄρ’ ὅγ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ’ ἑκατόμβης Ἰλ. Α. 65, 93· θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσιν Ι. 499, Ὀδ. Ν. 357· εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 68· ὡσαύτως παρ’ Ἴωσι πεζολόγοις, πρβλ. εὐχωλιμαῖος καὶ ἴδε Πρωταγ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 53, Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 28. 29 ΙΙ. καύχησις μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη, πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Ἰλ. Θ. 229· κραυγὴ θριάμβου, ἔνθ’ ἅμ’ οἰμωγὴ καὶ εὐχωλή πέλεν ἀνδρῶν Δ. 450, Θ. 64. 2) ἀφορμὴ καυχήσεως, καύχημα, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἐλένην Ἰλ. Β. 160, πρβλ. Δ. 173· ὅ μοι… εὐχ. κατὰ ἄστυ πελέσκεο Χ. 433.

English (Autenrieth)

(εὔχομαι): (1) prayer, vow, Od. 13.357, Il. 1.65.—(2) boast, exultation, shout of triumph, Il. 4.450, Il. 8.229, Il. 2.160; ‘my pride,’ Il. 22.433.

Greek Monolingual

εὐχωλή, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση
2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη
3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι
4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχ-ωλή < εύχομαι. Για την κατάλ. -ωλή (< ΙΕ -lο-) βλ. -ηλός].

Greek Monotonic

εὐχωλή: ἡ (εὔχομαι), Επικ. τύπος του εὐχή·
I. προσευχή, τάμα, υπόσχεση, σε Όμηρ.
II. 1. καυχησιολογία, κομπασμός, σε Ομήρ. Ιλ.· ιαχή, κραυγή θριάμβου, στο ίδ.
2. αφορμή καυχησιολογίας, καύχημα, ἔπαινος, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ λίποιεν Ἑλένην, στο ίδ.

Middle Liddell

εὐχωλή, ἡ, εὔχομαι [epic form of εὐχή
I. a prayer, vow, Hom.
II. a boast, vaunt, Il.: a shout of triumph, Il.
2. an object of boasting, a boast, glory, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ λίποιεν Ἑλένην Il.

Mantoulidis Etymological

(=προσευχή, τάξιμο). Ἀπό τό εὔχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

prayer

Adyghe: дыухьэ; Albanian: lutje; Amharic: ጸሎት; Apache Western Apache: ʼokąąhí; Arabic: صَلَاة‎, دُعَاء‎; Egyptian Arabic: صلا‎; Hijazi Arabic: صلاة‎, دُعا‎; Aramaic Classical Syriac: ܨܠܘܬܐ‎; Jewish Aramaic: צְלוֹתָא‎; Armenian: աղոթք; Assamese: প্ৰাৰ্থনা; Asturian: oración; Avar: дугӏа; Azerbaijani: dua, namaz; Bashkir: доға, намаҙ; Basque: otoitz, otoi; Belarusian: малі́тва; Bengali: নামাজ, সালাত, দোয়া, প্রার্থনা; Bikol Central: pangadyi; Bulgarian: молитва; Burmese: ပတ္ထနာ; Catalan: oració, pregària; Central Dusun: samb̲ayang; Chinese Cantonese: 祈禱, 祈祷; Dungan: дўвар; Mandarin: 祈禱, 祈祷; Min Nan: 祈禱, 祈祷; Czech: modlitba; Danish: bøn; Dhivehi: ނަމާދު‎; Dutch: gebed; Estonian: palve; Faroese: bøn; Finnish: rukous, rukoileminen; French: prière; Friulian: preiere, orazion, jaculatorie; Georgian: ლოცვა; German: Gebet; Gothic: 𐌱𐌹𐌳𐌰, 𐌰𐌹𐌷𐍄𐍂𐍉𐌽𐍃; Greek: προσευχή; Ancient Greek: εὐχή; Gujarati: પ્રાર્થના; Hausa: salla; Hebrew: תפילה \ תְּפִלָּה‎; Hindi: प्रार्थना, नमाज़, दुआ; Hungarian: ima; Indonesian: sembahyang, salat, solat; Irish: guí, urnaí; Old Irish: guide; Italian: preghiera, orazione, prece; Japanese: 祈り, 祈祷; Kannada: ಪ್ರಾರ್ಥನೆ; Kazakh: бата, намаз, дұға, мінәжат; Khmer: ធម៌; Kurdish Central Kurdish: نوێژ‎; Northern Kurdish: nivêj; Kyrgyz: дуба, намаз; Lao: ພາວະນາ, ອະຖິຖານ; Latin: prex, precatio; Latvian: lūgšana; Lezgi: дуьа; Lithuanian: malda; Luxembourgish: Gebiet; Macedonian: молитва; Malay: sembahyang, solat; Malayalam: പ്രാർത്ഥന; Maori: karakia; Maranao: sambayang; Mongolian Cyrillic: залбирал; Navajo: sodizin; Norman: priéthe; Northern Northern Norwegian Bokmål: bønn; Nynorsk: bønn; Occitan: prèga; Ojibwe: anami'ewin; Okinawan: かみにげー, 御願; Old English: ġebed; Oriya: ପ୍ରାର୍ଥନା; Oromo: kadhata; Pashto: لمونځ‎, صلات‎, دعا‎; Persian: نماز‎, دعا‎; Plautdietsch: Jebäd; Polish: modlitwa, modły; Portuguese: oração, prece, reza; Punjabi: ਪ੍ਰਾਰਥਨਾ; Rajasthani: गुजारिस; Romagnol: urazion; Romanian: rugăciune; Romansch: uraziun, oraziun, uraztgùn, urazchun; Russian: молитва, намаз; Sanskrit: प्रार्थना; Scottish Gaelic: ùrnaigh; Serbo-Croatian Cyrillic: мо̀литва; Roman: mòlitva; Sindhi: نماز‎; Slovak: modlitba; Slovene: molitev; Southern Altai: мӧргӱ, дуба, намаз; Spanish: oración; Swahili: swala; Swedish: bön; Tagalog: dasal; Tai Tajik: намоз, дуъо, дуо; Tamil: பிரார்த்தனை; Tatar: намаз, дога; Telugu: ప్రార్థన; Thai: อธิษฐาน, สวดมนต์, ภาวนา; Tibetan: བཀའ་བསྒོ; Turkish: dua, namaz; Turkmen: dileg, doga, namaz; Ugaritic: 𐎕𐎍𐎚; Ukrainian: молитва; Urdu: نماز‎, دعا‎; Uyghur: ناماز‎, دۇئا‎; Uzbek: duo, namoz; Vietnamese: kinh cầu nguyện, kinh nguyện, ý nguyện; Waray-Waray: pa-nga-di, pa-nga-dji; Welsh: gweddi; Yiddish: תּפֿילה‎; Zazaki: duwa

boasting

Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Prahlen, Prahlerei, Angeben, Angabe; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel