ὄστρακον
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
τό,
A earthen vessel, Ar.Ra.1190, Ec.1033, Lys.3.28, 4.6; flower pot, Thphr. HP 6.7.3.
2 fragment of such a vessel, potsherd, IG42(1).121.82 (Epid., iv B. C., pl.), LXX Ps.21.16, al., Ostr.1152, etc.; ἰπνοῦ ὄστρακα Hp.Morb.2.47; esp. the potsherd used in voting (v. ὀστρακίζω): hence τοὔστρακον παροίχεται the danger of ostracism is past, Cratin.71; τὰ ὄστρακα = ὀστρακισμός, Pl.Com.187; τὸ ὄστρακον ἐπιφέρειν τινί to vote for any one's banishment, Plu.Alc.13, cf. Per. 14.
3 ὀστράκου περιστροφή, of the game ὀστρακίνδα (q.v.), Pl. R.521c; so ὀστράκου μεταπεσόντος 'if heads become tails', Id.Phdr. 241b.
4 earthenware castanet, ἡ τοῖς ὀ. κροτοῦσα [Μοῦσα], of the poetry of Euripides, Ar.Ra.1305.
II the hard shell of snails, mussels, cuttlefishes, tortoises, etc., h.Merc.33, S.Ichn.303 (dub.l.), Hp.Steril.245, Theoc.9.25, Arist.HA528a4, etc.: hence, tortoise shell or mother-of-pearl, κλιντῆρες ὀστράκοις.. ἐνδεδεμένοι prob. l. in Ph. 1.666; the shell at the base of the constellation Lyra, Ptol.Alm. 7.5.
2 eggshell, ἀπτῆνα... ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων A.Fr.337, cf. Arist.GA754a2.
German (Pape)
[Seite 400] τό (mit ὀστέον verwandt), die harte Schaale des Eies, Aesch. frg. 428. – Die Schaale der Schaalthiere, Krebse, Muscheln, Schildkröten, H. h. Merc. 33. – Gewöhnlich ein Gefäß von gebranntem Thon, übh. alles aus Thon Gemachte; Aesch. bei Ar. Ran. 1188 läßt den Oedipus ἐν ὀστράκῳ aussetzen; ib. 1301 heißt es von der Muse des Euripides ποῦ 'στὶν ἡ τοῖς ὀστράκοις αὕτη κροτοῦσα, die auf, mit Töpfen Musik macht, was auf den schlechten Klang gehen muß (vgl. Ath. XIV, 636 c); ὕδατος τοὔστρακον κατάθου πρὸ τῆς θύρας Eccl. 1033 erkl. der Schol. τὰ καλούμενα ἀρδάνια; ὀστράκῳ πληγῆναι, Lys. 4, 7; – ὀστράκου μεταπεσόντος, Plat. Phaedr. 241 b, geht auf das unter ὀστρακίνδα erwähnte Spiel, fast wie unser »das Blatt hat sich gewandt«; vgl. τοῦτο δὴ οὐκ ὀστράκου ἂν εἴη περιστροφή, ἀλλὰ ψυχῆς περιαγωγή, Rep. VII, 521 c; vgl. noch Luc. Merc. cond. 1. – Bes. auch die Scherbe od. das irdene Täfelchen, worauf bei Gericht abgestimmt wurde, und welches vorzugsweise in dem Scherbengerichte, wo es sich um Verbannung eines zu mächtigen Bürgers handelte, gebraucht wurde, Plut. Pericl. 14 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ον (τό) :
1 coquille d'œuf;
2 écaille de tortue;
3 coquille en terre cuite ; morceau de terre cuite semblable à une coquille sur lequel on écrivait le nom de ceux qu'on bannissait ; peine de l'ostracisme : ὄστρακον ἐπιφέρειν τινί PLUT rendre une sentence d'ostracisme contre qqn.
Étymologie: cf. ὄστρεον, lat. ostrea.
Russian (Dvoretsky)
ὄστρᾰκον: τό
1 скорлупа (τοῦ ᾠοῦ Arst.);
2 костный панцирь, щит(ок) (sc. τῆς χέλυος HH);
3 раковина (τῶν ὀστρέων Arst.);
4 (см. ὀστρακίνδα) игральный черепок: ὀστράκου περιστροφή Plat. поворот или опрокидывание черепка; ὀστράκου μεταπεσόντος погов. Plat. etc. с поворотом черепка, т. е. когда дело приняло совсем другой оборот;
5 pl. кастаньеты, погремушка из раковин (τοῖς ὀστράκοις κροτεῖν Arph.);
6 глиняная миска или горшок Arph.;
7 глиняный черепок: ὀστράκῳ πλῃγῆναι Lys. получить удар черепком;
8 острак, вотивный черепок (преимущ. для подачи голоса по вопросу о чьем-л. изгнании; см. ὀστρακίζω и ὀστρακισμός): ὄστρακον ἐπιφέρειν τινί Plut. высказаться за чье-л. изгнание;
9 остракизм, изгнание: τοῦ ὀστράκου πόρρω τιθέμενος ἑαυτόν Plut. полагая, что изгнание ему не угрожает.
Greek (Liddell-Scott)
ὄστρᾰκον: τό, (ἴδε ἐν λ. ὄστρεον) πήλινον ἀγγεῖον, Λατ. testa, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1190, πρβλ. Ἐκκλ. 1033, Λυσίας 98. 40, κτλ. 2) κεραμὶς ἢ τεμάχιον πηλίνου ἀγγείου, Λυσ. 101. 14· ἰδίως τὸ πήλινον πινακίδιον τὸ ἐν χρήσει κατὰ τὸν ὀστρακισμὸν (ἴδε ὀστρακίζω)· ὅθεν, τοὔστρακον παροίχεται, ὁ κίνδυνος τοῦ ἐξοστρακισμοῦ παρῆλθε, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 1· τὰ ὄστρακα ἀντὶ ὀστρακισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτωνος τοῦ Κωμικοῦ, τὸ ὄστρακον ἐπιφέρειν τινί, ψηφίζειν ὑπὲρ τῆς ἐξορίας τινός, Πλουτ. Ἀλκ. 13, πρβλ. Περικλ. 14. 3) περὶ τῆς φράσεως ὀστράκου περιστροφή, ἴδε ἐν λ. ὀστρακίνδα. 4) εἶδος πηλίνου κροτάλου, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα (Μοῦσα), ἐπὶ τῆς ποιήσεως τοῦ Εὐριπίδου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1305. ΙΙ. τὸ σκληρὸν περίβλημα τῶν ὀστρακοδέρμων, οἷον κοχλιῶν, μυδίων, χελωνῶν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 33, Θεόκρ. 9. 25, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 1, κτλ.· ἴδε ἐν λ. μαλάκια, τά· ― ἐντεῦθεν, τὸ ὄστρακον χελώνης ἢ τὸ τοῦ ὀστρέου, κλιντῆρες ὀστράκοις... ἐνδεδεμένοι Φίλων 1. 666. 2) τὸ κέλυφος τοῦ ᾠοῦ, ἀπτῆνα..., ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 401, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 4 καὶ 5.
Spanish
recipiente de cerámica, trozo de cerámica, concha
Greek Monotonic
ὄστρᾰκον: τό,
I. 1. πήλινο αγγείο, Λατ. testa, σε Αριστοφ.
2. κεραμίδι ή κομμάτι κεραμιδιού, ιδίως, πινάκιο που χρησιμοποιείτο σε ψηφοφορία (βλ. ὀστρακίζω), σε Πλάτ.
3. είδος πήλινης καστανιέτας, σε Αριστοφ.
II. το σκληρό κέλυφος των οστρακόδερμων ζώων, όπως σαλιγκάρια, μύδια, χελώνες, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: bony, hard shell of snails, mussels, turtles etc. (h. Merc., A., Hp., Arist.), earthen potsherd (for writing, e.g. at a voting), earthen vessel (Hp., Att.).
Compounds: Few compp., e.g. ὀστρακό-δερμος having a bony shell for skin, with a hard skin (Batr., Arist.), μαλακ-όστρακος with a soft shell (Arist.).
Derivatives: A. Subst. 1. Dimin. ὀτράκ-ιον n. (Arist., Str.); 2. -ίς, -ίδος f. pine-cone (Mnesith. ap. Ath.); 3. -εύς m. potter (APl.; Bosshardt 68). 4. -ᾶς m. id. (inscr. Corycos, Hdn. Gr.); 5. -ίτης m. name of a stone (Dsc., Plin.), of a kitchen (Ath.), f. -ῖτις calamine (Dsc., Plin.), Redard 59 a. 90; 6. -ίας m. name of a stone (Plin.). -- B. Adj. 7. -ινος, 8. -ε(ι)ος, 9. -όεις (AP), -οῦς (Gal.) earthen; 10. -ώδης shell- or sherd-like, full of sherds (Arist., LXX, pap.). 11. -ηρά n. pl. crustaceans (Arist.). -- C. Adv. 12. -ίνδα played with potsherds (Ar.; Taillardat Rev. et. anc. 58, 189ff.). -- D. Verbs. 13. -ίζω 'to write sbds. name on a potsherd and by that vote for his exile, to exile' (At., Arist.) with -ισμός m. ostracism (Arist.); 14. -όομαι to crack in pieces (A.), to become covered with a shell (Lyc., Gal.), -όω to turn into a shell, to harden (Arist.), to cover with sherds (Att. inscr. IVa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation in -ακο- (Schwyzer 497, Chantraine Form. 384), like ὄστρεον (s.v.) first from an r-stem ὀστ-ρ-, which has been assumed to interchange with the i : n-stem in Skt. ásth-i, asth-n-ás (s. ὀστέον); cf. on ἀστακός, ἀστράγαλος, which are however unrelated; Schwyzer 518 w. lit., WP. 1, 185f., Pok. 783 W.-Hofmann s. os; older lit. in Bq. However, there is no alternation between r/n and i in IE, nor a suffix -n̥ko- (as DELG) to give -ακο-. So the word is Pre-Greek (not in Furnée).
Middle Liddell
ὄστρᾰκον, ου, τό,
I. an earthen vessel, Lat. testa, Ar.
2. a tile or potsherd, esp. the tablet used in voting (v. ὀστρακίζὠ, Plat.
3. a sort of earthenware castanet, Ar.
II. the hard shell of testaceous animals, as snails, muscles, tortoises, Hhymn., Theocr.
Frisk Etymology German
ὄστρακον: {óstrakon}
Grammar: n.
Meaning: knöcherne, harte Schale von Schnecken, Muscheln, Schildkröten (h. Merc., A., Hp., Arist. u.a.), ‘irdene Scherbe (zum Aufschreiben, u.a. bei einer Abstimmung). irdenes Gefäß’ (Hp., att.).
Composita : Einige Kompp., z.B. ὀστρακόδερμος eine knöcherne Schale als Haut habend, mit harter Haut (Batr., Arist. u.a.), μαλακόστρακος ‘mit weicher Schall (Arist.).
Derivative: Mehrere Ableitungen. A. Subst. 1. Demin. ὀτράκιον n. (Arist., Str.); 2. -ίς, -ίδος f. Pinienzapfen (Mnesith. ap. Ath.); 3. -εύς m. Töpfer (APl.; Bosshardt 68). 4. -ᾶς m. ib. (Inschr. Korykos, Hdn. Gr.); 5. -ίτης m. Bez. eines Steins (Dsk., Plin.), eines Kuchens (Ath.), f. -ῖτις Art Galmei (Dsk., Plin.), Redard 59 u. 90; 6. -ίας m. Bez. eines Steins (Plin.). — B. Adj. 7. -ινος, 8. -ε(ι)ος, 9. -όεις (AP), -οῦς (Gal.) irden, tönern; 10. -ώδης ‘schalen-, scherbenartig, voll Scherben’ (Arist., LXX, Pap.). 11. -ηρά n. pl. Schaltiere (Arist.). — C. Adv. 12. -ίνδα mit Scherbenspiel (Ar. u.a.; Taillardat Rev. et. anc. 58, 189ff.). — D. Verba. 13. -ίζω jmds. Namen auf eine Tonscherbe schreiben und dadurch für seine Verbannung stimmen, verbannen’ (att., Arist. usw.) mit -ισμός m. Verbannung durch das Scherbengericht (Arist.); 14. -όομαι in Scherben zerspringen (A.), von einer Schale bedeckt werden (Lyk., Gal.), -όω in eine Schale verwandeln, verhärten (Arist.), mit Scherben bedecken (att. Inschr. IVa).
Etymology : Bildung auf -ακο- (Schwyzer 497, Chantraine Form. 384), wie ὄστρεον (s.d.) zunächst von einem r-Stamm ὀστρ-, der mit dem in aind. ásth-i, asth-n-ás vorliegenden i : n-Stamm (s. ὀστέον) in Wechsel zu stehen scheint (s. auch ἀστακός, ἀστράγαλος); Schwyzer 518 m. Lit., WP. 1, 185f., Pok. 783 W.-Hofmann s. os; ält. Lit. auch bei Bq.
Page 2,437-438
Greek Monolingual
το (ΑΜ ὄστρακον)
1. το σκληρό περίβλημα μερικών ασπόνδυλων ζώων, όπως τού αστακού, τής χελώνας κ.ά. («τὸ δ' ὄστρακον ἐκτός ἐντός δ' οὐθὲν σκληρόν», Αριστοτ.)
2. κέλυφος, καύκαλο, καυκί, καβούκι
3. μικρή πήλινη πινακίδα ή θραύσμα πήλινου αγγείου, πάνω στο οποίο χάραζαν, κατά την αρχαιότητα, το όνομα τού εξοστρακιστέου
νεοελλ.
η ύλη που λαμβάνεται από το εξωτερικό περίβλημα ζώου, ιδίως χελώνας, και χρησιμοποιείται για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων, η ταρταρούγα
αρχ.
1. πήλινο αγγείο
2. ανθοδοχείο, γλάστρα
3. στον πληθ. τὰ ὄστρακα
α) ο οστρακισμός
β) πήλινα κρόταλα
4. φρ. α) «περιστροφή οστράκου» — το παιχνίδι ὀστρακίνδα*
β) «τὸ ὄστρακον ἐπιφέρω τινί» — ψηφίζω υπέρ τής εξορίας κάποιου
γ. «τοὔστρακον παροίχεται» — πέρασε ο κίνδυνος τού οστρακισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὄστρ-α-κον (παράγωγο σε -κ, πρβλ. ὀστ-α-κός) προήλθε από αρχ. τ. στον οποίο ανάγεται η λ. ὀστοῦν (βλ. λ. οστό) με θ. σε -r- (πρβλ. αστρά-γ-αλος) και έρρινο επίθημα (*-n-κον), το οποίο στους τ. ὄστρ-α-κον και ὀστ-α-κός εμφανίζεται στη συνεσταλμένη του μορφή ως -α- (πρβλ. αρχ. ινδ. asthn-ah). Οι τ. ὄστρ-εον / ὄστρ-ειον παράγονται από το ίδιο θ., με επίθημα -εον / -ειον (πρβλ. δένδρ-εον, όσπρεον). Οι τ. ὄστρακον και ὄστρειον συνδέονται σημασιολογικά με τη ρίζα τής λ. ὀστοῦν από το γεγονός ότι η σύσταση τους είναι σκληρή σαν κόκαλο (πρβλ. και αστακός, αστράγαλος). Η λ. ὄστρακον, εξάλλου, με αρχική σημ. «σκληρό περίβλημα μερικών ασπόνδυλων ζώων, κέλυφος» επεκτάθηκε, αναλογικά, και σε αντικείμενα με σκληρή επιφάνεια, όπως πήλινα αγγεία, ανθοδοχεία, γλάστρες, πήλινα κρόταλα και θραύσματα πήλινων αγγείων ή μικρές πήλινες πινακίδες όπου χάραζαν κατά την αρχαιότητα τα ονόματα πολιτικών ανδρών που θεωρούνταν επικίνδυνοι για το δημοκρατικό πολίτευμα και εξορίζονταν (πρβλ. οστρακίζω, οστρακισμός, οστρακοφορώ). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. ostreum και ostrea).
ΠΑΡ. οστράκινος, οστράκιο, οστράκιον, οστρακίζω, οστρακίτης, οστρακώδης
αρχ.
οστρακάς, οστράκεος, οστράκειος, οστρακεύς, οστρακηρός, οστρακίας, οστρακίνδα, οστρακίς, οστρακίτις, οστρακόεις οστρακώ
μσν.
οστρακάριος
νεοελλ.
οστρακιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οστρακόδερμος
αρχ.
οστρακόνωτος, οστρακοποιός, οστρακοφορώ, οστρακόχρους
μσν.
οστρακοκονία
μσν.- νεοελλ.
οστρακοειδής
νεοελλ.
οστρακολογία, οστρακοφόρος. (Β' συνθετικό) μαλακόστρακος
αρχ.
ανόστρακος, λειόστρακος, οξυόστρακος, σκληρόστρακος, στερεόστρακος, τραχεόστρακος, τραχυόστρακος, υμενόστρακος].
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κεραμίδι, πήλινο πινακίδι πού χρησιμοποιεῖται σάν ψῆφος, τό περίβλημα τῶν ὀστρακοδέρμων, κέλυφος αὐγοῦ). Συγγενικό μέ τό ὀστοῦν.
Παράγωγα: ὀστρακίνδα (=παιχνίδι πού παίζεται μέ ὄστρακα), ὀστράκινος (=πήλινος), ὀστρακίτης, ὀστρακίζω (=ἐξορίζω μέ ὄστρακα), ὀστρακισμός, ἐξοστρακισμός, ὀστρακῶ (=σπάζω σέ κομμάτια), ὀστρακώδης.
Léxico de magia
τό 1 recipiente de cerámica εἰς ταρίχου ὄ. ἐπίγραψον χαλκῷ γραφείῳ λόγον en una orza de salazón graba con un estilo de bronce la fórmula P XII 366 2 trozo de cerámica εἰς <ὄ>στρακον ὠμὸν χαλκῷ γραφίω en un trozo de cerámica sin cocer (graba) con un estilo de bronce P XXXVI 187 P XLVI 5 (fr. lac.) SM 96A 50 λαβὼν ὄ. ἀπὸ τριόδου τρίγωνον, ... γράφε ζμυρνομελανίῳ toma un trozo de cerámica triangular de una encrucijada y escribe con tinta de mirra P XXXVI 255 SM 97ue 8 3 concha εἰς τὸ ὄ. ἀπὸ θαλάσσης γράφε ἐκ τοῦ ὑποκειμένου μέλανος escribe en una concha del mar con la tinta prescrita P IV 2218 P VII 300 P VII 374 λαβὼν ὄ. ἀπὸ θαλάσσης ζωγράφησον εἰς αὐτὸ ζμυρνομέλανι τὸ ὑποκείμενον ζῴδιον Τυφωνιακόν toma una concha del mar y dibuja en ella con tinta de mirra la siguiente figura de Tifón P VII 467
Translations
potsherd
Afrikaans: potskerf; Bulgarian: чиреп; Catalan: padellàs; Dutch: potscherf; English: potshard, potsherd, pot-sherd; Finnish: ruukunsirpale; Galician: testo; German: Scherbe, Tonscherbe, Topfscherbe; Greek: θραύσμα, θραύσμα κεραμικού σκεύους, θραύσμα πήλινου σκεύους, όστρακο, όστρακον, πήλινο σπάραγμα; Ancient Greek: ὄστρακον; Italian: coccio; Latin: testa; Macedonian: откршок, цреп, црепче; Maori: maramara rīhi; Navajo: kitsʼiil; Portuguese: caco; Spanish: casco, tiesto; Swahili: gae; Swedish: krukskärva; Telugu: చిల్లపెంకు; Yiddish: שאַרבן; Yoruba: àpádìdì, àpáàdì
eggshell
Arabic: قَشْر الْبَيْضِ; Basque: arrautza-azal; Bikol Central: arikurong; Bulgarian: черупка; Catalan: closca d'ou; Chinese Cantonese: 蛋殼/蛋壳; Mandarin: 蛋殼/蛋壳; Min Nan: 卵殼/卵壳; Czech: skořápka; Danish: æggeskal; Dutch: eierschaal; Faroese: eggjakoppur, eggjaskal; Finnish: munankuori; French: coquille d'œuf; Galician: casca de ovo; German: Eierschale; Greek: τσόφλι αβγού, αβγότσουφλο; Ancient Greek: ὄστρακον; Hungarian: tojáshéj; Icelandic: eggjaskurn; Indonesian: kulit telur; Irish: blaosc uibhe; Italian: guscio d'uovo; Japanese: 卵の殻, 卵殻; Khmer: សំបកពង; Korean: 달걀 껍질, 난각(卵殼), 계란 껍질; Latvian: olas čaumala, čaumala; Luxembourgish: Eeërschuel; Maltese: qoxra tal-bajd; Plautdietsch: Eiaschol; Polish: skorupka jajka; Portuguese: casca de ovo; Romanian: coajă de ou; Russian: яичная скорлупа, скорлупа; Scottish Gaelic: plaosg-uighe, slige; Slovak: škrupina; Spanish: cáscara de huevo; Swedish: äggskal; Thai: เปลือกไข่; Vietnamese: vỏ trứng; Welsh: plisgyn ŵy, masgl ŵy