προπέμπω

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπέμπω Medium diacritics: προπέμπω Low diacritics: προπέμπω Capitals: ΠΡΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: propémpō Transliteration B: propempō Transliteration C: propempo Beta Code: prope/mpw

English (LSJ)

aor. προέπεμψα, contr. προὔπεμψα,
A send before, send forward or forth, πρό μ' ἔπεμψεν ἄναξ Il.1.442; εὖτέ μιν εἰς Ἀΐδαο… προὔπεμψεν 8.367, cf. Od.17.54, 117, 24.360; π. κήρυκας Hdt.1.60, cf. 4.33 (Pass.), 121, Th.1.29, S.El.1158, etc.; π. πρὸ τοῦ στρατεύματος ἄνδρας X.Cyr.2.4.23:—Med., ib.5.3.53, An.7.2.14:—Pass., impers., προπέπεμπται Th.7.77.
b with a thing for the object, τινὶ φήμας π. S.El.1155; ξίφος afford, furnish, Id.Ph.1205 (lyr.); π. ἄχη cause, Id.Ant.1287 (lyr.).
2 of things, send forth, σποδὸς π. πίονας πλούτου πνοάς A.Ag.820; ἰοὺς ἀφύκτους καὶ προπέμποντας φόνον S.Ph. 105.
II conduct, escort, esp. a departing traveller, Hdt.1.111,3.50, S.OC1667, Antipho1.16, Thphr. Char.5.2, etc.; τινὰ ἐς δόμους A.Pers. 530; νύμφην π. X.HG4.1.9, etc.; π. τινὰ χθονός from the land, E. Hipp.1099; π. τινὰ μέλεσιν καὶ μολπαῖσιν Ar.Ra.1525 (anap.); π. τινὰ τοῖς ἵπποις X.An.7.2.8; τοῖς προπέμπουσι καμήλοις Πολύκαρπον PFlor. 206.2 (iii A. D.); esp. follow a corpse to the grave, τινὰ ἐπὶ τύμβῳ A. Th.1064 (anap.); Καρικῇ μούσῃ τοὺς τελευτήσαντας Pl.Lg.800e; τιμὰς π. θεοῖς carry offerings in procession, A.Pers.622: jocosely, τὸν ἕνα ψωμὸν ἑνὶ ὄψῳ π. let one piece of bread be attended by one condiment, X.Mem.3.14.6:—Pass., Isoc.4.148; of a funeral procession, -πεμφθέντες κοινῇ ὑπὸ τῆς πόλεως Pl.Mx.236d; πανδημεὶ προπεμπομένους ἐπὶ θάνατον, of the Minotaur's victims, Isoc.10.27; ὑπὸ ποιητικῆς ἐπὶ φιλοσοφίαν Plu.2.37b.
2 pursue, X.HG7.2.13.

German (Pape)

[Seite 739] vorher- oder voraufschicken, κήρυκας, Her. 1, 60; vorwärts, weiter vorschicken, 3, 33. 121, τὸν προσιόντα προὐπέμπετο, Xen. Cyr. 5, 3, 53, ließ er vorbei und vorwärts gehen; – fortschicken, entlassen, Il. 8, 367 Od. 17, 54. 117; auch ξίφος ἢ βελέων τι, Soph. Phil. 1190, ἰοὺς προπέμποντας φόνον, 105; ἡμᾶς προπέμψατε χθονός, Eur. Hipp. 1099; δόμων μάλ' ἀχὰν ἐπ' αὐτοὺς προπέμπει γόος, aus dem Hause hervorsenden, Aesch. Spt. 899; τιμὰς θεοῖς, Pers. 614, von der Libation, – übh. schicken, Soph. O. C. 671; – geleiten, Aesch. Pers. 522, wie Her. 1, 111. 8, 124; ἐπὶ τύμβον, die Leiche zur Bestattung begleiten, Aesch. Spt. 1051; Soph. O. C. 1663, Her. 1, 111. 8, 124; οἱ μισθούμενοι προπέμπουσι τοὺς τελευτήσαντας, Plat. Legg. VII, 800 c; προπεμφθέντες δὲ κοινῇ ὑπὸ τῆς πόλεως, ἰδίᾳ δὲ ὑπὸ τῶν οἰκείων, Menex. 236 d.

French (Bailly abrégé)

f. προπέμψω, ao. προὔπεμψα, pf. προπέπομφα;
1 envoyer auparavant, acc.;
2 envoyer en avant, acc. ; simpl. envoyer : φήμας τινί SOPH des bruits aux oreilles de qqn ; ἄχη SOPH des douleurs à qqn;
3 escorter, faire cortège à, accompagner : τινα ἐς δόμους ESCHL qqn à sa demeure ; τινα χθονός EUR qqn hors d'un pays ; particul. accompagner un convoi funèbre;
Moy. προπέμπομαι;
1 envoyer en avant de soi, acc.;
2 laisser partir ou voir partir au loin, acc..
Étymologie: πρό, πέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πέμπω, imperf. προυπεμπον; aor. προυπεμψα Ion. en later προέπεμψα, med. προεπεμψάμην; perf. med.-pass. προπέπεμμαι; plqperf. προ(ε)πεπόμφειν, med.-pass. 3 sing. προυπέπεμπτο vooruit sturen, vooruit laten gaan; met pers. als obj..; με... ἵπποισι προυπεμπε καὶ ἅρμασι hij stuurde mij op weg met paarden en een wagen Od. 17.117; π. πρὸ τοῦ στρατεύματος εὐζώνους ἄνδρας goedbewapende mannen voor het leger uit sturen Xen. Cyr. 2.4.23; met acc. en dat..; σ’ ὧδέ μοι προὔπεμψεν jou heeft (het lot) zo aan mij toegezonden Soph. El. 1158; ook med..; τὸν μὲν προσιόντα προυπέμπετο ἐν τάξει wie naar hem toekwam stuurde hij in het gelid verder Xen. Cyr. 5.3.53; met zaak als obj..; σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς de gloeiende as laat vette walmen van rijkdom vrijkomen Aeschl. Ag. 820; ἰοὺς προπέμποντας φόνον pijlen die de dood verspreiden Soph. Ph. 105; met acc. en dat..; τιμὰς προπέμψω... θεοῖς ik zal eregaven sturen aan de goden Aeschl. Pers. 622; pass. onpers.. προπέπεμπται er is tevoren bevel gestuurd Thuc. 7.77.6. begeleiden:; ἡμᾶς καὶ προπέμψατε χθονός en begeleid ons het land uit Eur. Hipp. 1099; Ξενοφῶντα προπέμψαι... ἐπὶ τὸ στράτευμα Xenophon te escorteren naar het leger Xen. An. 7.2.8; overdr..; ὁ δὲ συνεθισθεὶς τὸν ἕνα ψωμὸν ἑνὶ ὄψῳ προπέμπειν wie gewend is ieder afzonderlijk stukje brood te laten vergezellen door een lekker hapje Xen. Mem. 3.14.6; spec. bij begrafenis; σε π. ἐπὶ τύμβῳ jou begeleiden naar je graf Aeschl. Sept. 1059; Καρικῇ τινι μούσῃ τοὺς τελευτήσαντας de gestorvene begeleiden met Karisch gezang Plat. Lg. 800e; achtervolgen. Xen. Hell. 7.2.13.

Russian (Dvoretsky)

προπέμπω: тж. med.
1 заранее или вперед посылать, отправлять (τινὰ σὺν ἑταίροσιν Hom.; φήμας τινί Soph.; προπεμφθέντες ὑπό τινος NT): π. τινὰ πρὸ τοῦ στρατεύματος Xen. высылать кого-л. для следования впереди отряда;
2 давать, доставлять (βελέων τι Soph.): προπέμψαι τινὰ τοῖς ἵπποις ἐπὶ τὸ στράτευμα Xen. доставить кого-л. на лошадях в армию;
3 насылать, причинять (ἄχη τινί Soph.);
4 сопровождать, провожать (τινὰ ἔξω πόλιος Her.; τινὰ οἴκαδε Plut.): π. τοὺς τελευτήσαντας Plat. провожать покойников (на кладбище); π. τινὰ πρός τι Xen. следовать за кем-л. до какого-л. места;
5 приводить (ὑπὸ ποιητικῆς ἐπὶ φιλοσοφίαν προπέμπεσθαι Plut.);
6 уводить, увозить (τινὰ χθονός Eur.).

English (Autenrieth)

aor. προὔπεμψα: send before or forth.

English (Strong)

from πρό and πέμπω; to send forward, i.e. escort or aid in travel: accompany, bring (forward) on journey (way), conduct forth.

English (Thayer)

imperfect προέπεμπον; 1st aorist active προεπεμψα; 1st aorist passive προεπεμφθην; from Homer down;
1. to send before.
2. to send forward, bring on the way, accompany or escort: τινα, ἐκεῖ (for ἐκεῖσε) added, εἰς with an accusative of place, R. V. set forward (see below)); ἕως ἔξω τῆς πόλεως, 1 Maccabees 12:4, cf. 1Esdr. 4:47.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. συνοδεύω τιμητικά ώς ένα σημείο κάποιον που φεύγει, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ (α. «μέλη της κυβερνήσεως θα προπέμψουν ώς το αεροδρόμιο τον επίσημο ξένο» β. «προπέμπετε τοῦτον μέλεσιν καὶ μολπαῑσιν κελαδοῦν τες», Αριστοφ.
γ. «προπέμπουσι καμήλοις Πολύκαρπον», πάπ.)
2. συνοδεύω νεκρό ώς τον τάφο, μετέχω σε επικήδεια πομπή
(α. «τον προέπεμψαν πολλοί φίλοι ώς την τελευταία του κατοικία» β. «πῶς τολμήσω μήτε σὲ κλάειν, μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβῳ» Αισχύλ.)
αρχ.
1. στέλνω προηγουμένως («οἱ ξύμμαχοι... προπέμψαντες κήρυκα», Θουκ.)
2. συνοδεύω τη νύφη, μετέχω σε γαμήλια πομπή
3. ακολουθώ από κοντά, παρακολουθώ («μικρὸν δ' αὐτοὺς πρὸς τὸ ὄρθιον προπέμψαντες οἱ Φλειάσιοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

προπέμπω: μέλ. -ψω, αόρ. αʹ προέπεμψα, συνηρ. προὔπεμψα,
I. 1. στέλνω από πριν, στέλνω μπροστά ή προς τα εμπρός, από πριν, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· προπέμπω ἄχη, τα προξενώ, σε Σοφ.
2. λέγεται για πράγματα, στέλνω προς τα εμπρός, σε Αισχύλ.· ἰοὺςπροπέμπω, εξακοντίζω βέλη προς τα εμπρός, σε Σοφ.
II. συνοδεύω, ακολουθώ, φρουρώ, σε Ηρόδ., Αττ.· συνοδεύω τον νεκρό στον τάφο, σε Αισχύλ.· τιμὰς θεοῖς προπέμπω, μεταφέρω προσφορές σε πομπή, στον ίδ.· τὸν ἕνα ψωμὸν ἐνὶ ὄψῳ προπέμπω, αφήνω ένα κομμάτι ψωμί με καρύκευμα να φτάσει στο στόμα, τρώγω, σε Ξεν.
2. διώκω, ψάχνω, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προπέμπω: μέλλ. -ψω: ἀόρ. προέπεμψα, συνῃρ. προὔπεμψα, ― ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ χρόνος. Πέμπω πρότερον ἢ πρός τινα, πρό μ’ ἔπεμψεν ἄναξ Ἰλ. Α. 442· εὖτέ μιν εἰς Ἀΐδαο... προὔπεμψεν Θ. 367, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 54, 117, κτλ.· πρ. κήρυκας Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 4. 33, 121, Θουκ. 1. 29, Σοφ. Ἠλ. 1158, κτλ.· πρ. ἄνδρας πρὸ τοῦ στρατεύματος Ξεν. Κύρ. 2. 4, 23· ― Μέσ., αὐτόθι 5. 3, 53, Ἀν. 7. 2, 14· ― μετὰ πραγματικοῦ ἀντικειμένου, πρ. φήμας τινὶ Σοφ. Ἠλ. 1155· πρ. ξίφος, παρέχω, προσφέρω, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1205· πρ. ἄχη, προξενῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1287. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκπέμπω, σποδὸς π. πίονας πλούτου πνοὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 820· ἀχὰν ἐς οὖς πρ. γόος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 915· ἰοὺς ἀφύκτους καὶ προπέμποντας φόνον Σοφ. Φιλ. 105. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, συνοδεύω τιμητικῶς, «ξεπροβοδῶ», Ἡρόδ. 1. 111., 3. 50, Σοφ. Ο. Κ. 1667, Ἀντιφῶν 113. 14, κτλ.· τινὰ ἐς δόμους Αἰσχύλ. Πέρσ. 530· πρ. νύμφην Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 9, κτλ.· πρ. τινα χθονός, ἐκ τῆς χώρας, Εὐρ. Ἱππ. 1099· πρ. τινὰ μέλεσι καὶ μολπαῖσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1525· πρ. τινὰ τοῖς ἵπποις Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8· ― συνοδεύω νεκρὸν μέχρι τοῦ τάφου, τινὰ ἐπὶ τύμβῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 1059, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 800Ε, Μενέξ. 236D· τιμὰς θεοῖς πρ., φέρω ἀναθήματα ἢ προσφορὰς ἐν πομπῇ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 622· συνεθισθεὶς τὸν ἕνα ψωμὸν ἐνὶ ὄψῳ προπέμπειν, πέμπειν εἰς τὸ στόμα, ἐσθίειν, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6. ― Παθ., πανδημεὶ προπέμπεσθαι Ἰσοκρ. 213C· ὑπὸ ποιητικῆς ἐπὶ φιλοσοφίαν Πλάτ. 2. 37B. 2) ἀκολουθῶ κατὰ πόδας, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 13.

Middle Liddell

fut. ψω aor1 προέπεμψα contr. προὔπεμψα
I. to send before, send on or forward, Hom., Hdt., Attic; πρ. ἄχη to cause them, Soph.
2. of things, to send forth, Aesch.; ἰοὺς πρ. to shoot forth arrows, Soph.
II. to conduct, attend, escort, Hdt., Attic: — to follow a corpse to the grave, Aesch.; τιμὰς θεοῖς πρ. to carry offerings in procession, Aesch.; jocosely, τὸν ἕνα ψωμὸν ἐνὶ ὄψῳ πρ. to let one piece of bread be attended by one condiment, Xen.
2. to pursue, Xen.

Chinese

原文音譯:propšmrw 普羅-盆坡
詞類次數:動詞(9)
原文字根:前-送
字義溯源:往前送,送行,前行,送,送前行,送供應品;由(πρό)*=前)與(πέμπω)*=打發)組成。
同義字:1) (προπέμπω)往前送 2) (συμπορεύομαι)同行 3) (συνέπομαι)同去 4) (συνέρχομαι)一同離去比較: (πέμπω)=打發
出現次數:總共(9);徒(3);羅(1);林前(2);林後(1);多(1);約叄(1)
譯字彙編
1) 送行(4) 徒15:3; 羅15:24; 林前16:6; 林後1:16;
2) 送著⋯前行(1) 約叄1:6;
3) 你要⋯送行(1) 多3:13;
4) 送(1) 徒21:5;
5) 他們送(1) 徒20:38;
6) 前行(1) 林前16:11