κώμη

From LSJ
Revision as of 03:00, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώμη Medium diacritics: κώμη Low diacritics: κώμη Capitals: ΚΩΜΗ
Transliteration A: kṓmē Transliteration B: kōmē Transliteration C: komi Beta Code: kw/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A unwalled village, opp. fortified city (said to be Dor. = Att. δῆμος, Arist.Po.1448a36, cf. κωμῳδία), Hes.Sc.18, Hdt.5.98; opp. πόλις, Pl.Lg.626c; κατοικῆσθαι κατὰ κώμας Hdt.1.96; πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κ. οἰκουμέναις formed of scattered villages, Th.1.5; πόλεως . . κατὰ κ. τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης ib.10, cf. 3.94; διοικίζεσθαι κατὰ κώμας X.HG5.2.5; κατὰ κ. κεχωρισμένοι Arist.Pol.1261a28.    II quarter, ward of a city, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46, cf. Pl.Lg. 746d.

German (Pape)

[Seite 1544] ἡ, Dorf, Flecken; ein offener Ort, in welchem mehrere Familien in besonderen Wohnungen leben und eine Gemeinde bilden, im Ggstz der mit Mauern umschlossenen Stadt, eigtl. dorisch (Arist. poet. 3, 6 οἱ Πελοπ οννήσιοι κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν), dem att. δῆμος entsprechend; Hes. Sc. 18; προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Thuc. 1, 5, vgl. 1, 10. 3, 94; im Ggstz von πόλις Plat. Legg. I, 626 c; οἰκίαν καὶ κώμην καὶ πόλιν ἔχειν ib. 627 a, vgl. Rep. V, 475 d; φρατρίας καὶ δήμους καὶ κώμας Legg. V, 716 d; Xen. u. Folgde. – Auch ein Quartier, ein Viertel in einer Stadt, vicus, B. A. 274, 30; διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr. 7, 46. – Nach Philozen. bei St. B. v. κώμ η von κοιμᾶσ θαι, ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χωρ'α ἔκτισαν πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι νυκτὸς ἐπιγιγνομένης.

Greek (Liddell-Scott)

κώμη: ἡ, = Λατ. vicus, χωρίον ἀτείχιστον ἢ πόλις ἐπαρχιακή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ τετειχισμένην· κυρίως Δωρ. λέξ., = τῷ Ἀττ. δῆμος (Ἀριστ. Ποιητ. 3, 6), πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 18, Ἡροδ. 5. 98· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόλις, Πλάτ. Νόμ. 626C κἑξ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, δηλ. οὐχὶ εἰς τετειχεισμένας πόλεις, ἐπὶ τῶν Μήδων, Ἡρόδ. 1. 96· πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Θουκ. 1. 5· πόλεως… κατὰ κώμας τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης αὐτόθι 10· τὸ γὰρ ἔθνος μέγα μὲν εἶναι τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους ὁ αὐτ. 3. 94· οὕτως ἡ Μαντίνεια ἠναγκάσθη νὰ διαλυθῇ καὶ οἱ πολῖται νὰ διαιρεθῶσιν εἰς τέσσαρας κώμας, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5-7· κατὰ κ. κεχωρισμένοι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 2, 3. ΙΙ. ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. vicus, συνοικία ἢ διαμέρισμα πόλεως, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Ἰσοκρ. 149Α, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 746D. Πρβλ. κωμήτης. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ κεῖμαι· πρβλ. Λιθ. kém-as χωρίον, kaim-ýnas γείτων· Γοτθ. haim-s (κώμη), Ἀρχ. Σκανδιν. haim-a (Ἀγγλ. home), κτλ.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 bourg, village;
2 quartier d’une ville.
Étymologie: R. Κι ; cf. κεῖμαι.

English (Strong)

from κεῖμαι; a hamlet (as if laid down): town, village.

English (Thayer)

κόμης, ἡ (akin to κεῖμαι, κοιμάω, properly, the common sleeping-place to which laborers in the fields return; Curtius, § 45 (related is English home)) (from Hesiod, Herodotus down), a village: Tdf. πόλιν), and often in the Synoptative Gospels; Καισαρείας, Sept. for בְּנות with the name of a city; cf. Gesenius, Thesaurus, i., p. 220{a} (B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Daughter, 7); also for חַצְרֵי and חַצְרות with the name of a city); by metonymy, the inhabitants of villages, עִיר, Complutensian LXX); B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Village Villages.)

Greek Monolingual

η (Α κώμη)
νεοελλ.
οικιστική περιοχή μεγαλύτερη του χωριού και μικρότερη της πόλης, η οποία ταυτίζεται πολλές φορές με την κωμόπολη ή με περιοχή έκτασης και πληθυσμού ενός χωριού αλλά με πιο ανεπτυγμένη πολιτιστική ζωή
αρχ.
1. ατείχιστο χωριό, αντίστοιχο με τον δήμο της Αττικής («κατοικημένων κατὰ κώμας», Ηρόδ.)
2. συνοικία («διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κεῖμαι, γοτθ. haims «χωριό», λιθουαν. kaima(s), kiemas, με την ίδια σημ., λατ. civis «πολίτης». Η σύνδεση όμως με τη λεξιλογική ομάδα του κεῖμαι παρουσιάζει σημασιολογικές δυσκολίες. Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με μυκηναϊκή μτχ. kekemena «μοιρασμένα», οπότε ανάγεται σε ρίζα kei- «μοιράζειν» (πρβλ. κεάζω, κείω).
ΠΑΡ. αρχ. κωμαίος, κωμηδόν, κωμήτης, κωμήτωρ, κώμιον, κωμύβριον μσν. κωμίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωμοδρόμος, κωμόπολη(-ις)
αρχ.
κωμάρχης, κώμαρχος, κωμογραμματεύς, κωμοκάτοικος, κωμομισθωτής
μσν.
κωμοπολίτης. (Β' συνθετικό) αρχ. ανεξικώμη, γεγωνοκώμη.

Greek Monotonic

κώμη: ἡ, = Λατ. vicus, χωριό ή κωμόπολη, αντίθ. προς την περιτειχισμένη έννοια της πόλης· αρχικά Δωρ. λέξη = Αττ. δῆμος, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, ζω σε ξεχωριστά χωριά (όχι σε οχυρωμένες πόλεις), λέγεται για τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για χώρα, κατὰ κώμας οἰκεῖσθαι, έχοντας τον πληθυσμό της κατανεμημένο σε χωριά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κώμη:κεῖμαι
1) деревня, селение (οἰκία καὶ κ. καὶ πόλις Plat.);
2) поселок, местечко (φρατρίαι καὶ δῆμοι καὶ κῶμαι Plat.);
3) городской район, участок, квартал (διαιρεῖν τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κώμη -ης, ἡ dorp:. οἰκεῖν κατὰ κώμας ἀτειχίστους in niet-ommuurde dorpen wonen Thuc. 3.94.4. wijk, district:. αὐτοὶ μὲν γὰρ κώμας περιοικίδας καλεῖν φασιν naar zij zeggen noemen zij zelf hun districten ‘komai’ Aristot. Poët. 1448a36.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: village as opposed to a strengthened πόλις, also quarter, part of a city (Hes.).
Compounds: Compp., e.g. κωμό-πολις town with the position of a κώμη, market town (Str., ΝΤ); cf. Schulze Kl. Schr. 523 n. 2.
Derivatives: Diminut. κώμιον (Str.), κωμάριον (H.), -ύδριον (Porph.); further κωμήτης (IA.), κωμέτας (Mykenai IIa) inhabitant of a village, quarter with κωμητικός belonging to a κώμη (to a κωμήτης) (pap.); κωμαῖος regarding a κ. (St.Byz.); κωμηδόν village-wise (Str., D. S., D. H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Since Bezzenberger BB 27, 168 mostly taken as lengthened grade form of Germ., e.g. Goth. haims village (cf. on κεῖμαι), Balt., e.g. Lith. káima(s) (farmers) village', kiẽmas farmstead, farmers village'. But a lengthened grade cannot be accounted for. (B. connects also κῶμος; diff. on this Persson Beitr. 1, 160; s. κῶμος and κώμυς.) Thus the word is unexplained.