ἑτοιμάζω
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
English (LSJ)
pf.
A ἡτοίμακα Plb.3.72.6: pf. Pass. ἡτοίμασμαι both in med. and pass. sense v. infr.): (ἑτοῖμος):—get ready, prepare, ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ' Il.1.118; [νέας] Hdt.6.95; στρατιώτας Act.Ap.23.23; ὁδόν LXX Is.40.3,al.; ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν τε S.Tr.361; δῶμα E.Alc.364; βουλήν Id.Heracl.472; δάκρυα δ' ἑτοιμάζουσι to those furnishing them, Id.Supp. 454; ἀργύριον ῥητόν Th.2.7, etc.; ἑαυτὸν ἵνα . . Apoc.8.6. II Med., cause to be prepared, ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀθήνῃ Il.10.571; ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Od.13.184, cf. Hdt. 8.24; ἑτοιμασάμενος ἃ δεῖ Inscr.Prien.55.34 (ii B.C.). 2 with pf. Pass. ἡτοίμασμαι, prepare for oneself, τἄλλα ἡτοιμάζετο made his other arrangements, Th.4.77; ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν Id.1.58; πλείονα ἡτοιμασμένος X.Cyr.3.3.5; τροφὴν ἡτοιμασμένοι D.23.209; τὰ πρὸς τὸν βίον Epicur.Sent.Vat. 30, cf. Metrod.Fr.53. 3 prepare oneself, make oneself ready, c. inf., X.Ap.8; πρὸς τὴν χειμασίαν Plb. 3.105.11. III Pass., to be prepared, ἔλεγε ἡτοιμάσθαι that preparations had been made, Th.6.64, cf. 7.62, etc.; ἑ. τι to be prepared with... Plb.8.30.7.
German (Pape)
[Seite 1052] (ἑτοῖμος), bereit setzen, halten, zurecht machen, herbeischaffen, γέρας Il. 1, 118. 19, 187; eben so das med., ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀθήνῃ 10, 571; Od. 13, 184; ἔγκλημα, αἰτίαν θ' ἑτοιμάσας Soph. Tr. 360; δῶμα, σφάγια, auch δάκρυα, verursachen, Eur. Alc. 365 Heracl. 400 Suppl. 470; Schiffe, Her. 6, 95; ἀργύριον ῥητόν Thuc. 2, 7; πλήρωσιν Plat. Gorg. 492 d. – Med. für sich bereiten, vorbereiten, τὰ περὶ τοὺς νεκρούς Her. 8, 24; sich rüsten, Thuc. 4, 77 u. öfter; τροφὴν ἄφθονόν εἰσιν ἡτοιμασμένοι Dem. 23, 209, wie Xen. Cyr. 3, 3, 5; σάλπιγγας Pol. 8, 32, 7; a. Sp., ὁδόν Matth. 3, 3. – In LXX. = befestigen.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμάζω: μέλλ. -άσω, κτλ. : παθ. πρκμ. ἡτοίμασμαι ἐνίοτε ἐν κυρίᾳ παθ. σημασ., ἐνίοτε δὲ ἐν μέσῃ, ἴδε κατωτ.: (ἑτοῖμος). Ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, προμηθεύω, ἐμοὶ γέρας αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ Ἰλ. Α. 118· νέας Ἡρόδ. 6. 95· στρατιὴν ὁ αὐτ. 7. 1· ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν θ’ ἑτοιμάσας Σοφ. Τρ. 361· δῶμα Εὐρ. Ἄλκ. 364· βουλὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 473· δάκρυα δ’ ἑτοιμάζουσι, εἰς τοὺς προξενοῦντας δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 454 (ἔνθα ο Δινδ. προτείνει: δάκρυα δὲ τοῖς γονεῦσι, ἴδε τόπῳ)· ἀργύριον ῥητὸν Θουκ. 2. 7, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Ἰλ. Τ. 197. ΙΙ. Μέσ., ὄφρ’ ἱρόν ἑτοιμασσαίατ’ Ἀθήνῃ Κ. 571· ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Ν. 184· τἆλλα ἡτοιμάζετο, ἔκαμνε τὰς λοιπάς του ἑτοιμασίας, Θουκ. 4. 77· ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν ὁ αὐτ. 1. 58· πλείονα ἡτοιμασμένοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· τροφήν ἡτοιμασμένοι Δημ. 690. 8. 2) ἑτοιμάζω ἐμαυτόν, παρασκευάζομαι, γίνομαι ἕτοιμος, μετ’ ἀπαρεμφ. Ξεν. Ἀπολ. 8· πρός τι Πολύβ. 3. 105. 11. ΙΙΙ. Παθ. γίνομαι ἕτοιμος, ἡτοιμάσθαι ἤδη, ὅτι τὰ πράγματα εἶχον ἤδη ἑτοιμασθῆ, Θουκυδ. 6. 64, πρβλ. 7. 62· ἑτ. τι, παρασκευάζομαι μέ τι, Πολύβ. 8. 32, 7.
French (Bailly abrégé)
impf. ἡτοίμαζον, f. ἑτοιμάσω, ao. ἡτοίμασα, pf. ἡτοίμακα;
pf. Pass. ἡτοίμασμαι;
préparer, disposer, acc. : κάπρον ἑτ. ταμέειν IL préparer un sanglier pour l’immoler;
Moy. ἑτοιμάζομαι (ao. ἡτοιμασάμην);
1 tr. préparer pour soi, acc. ; préparer en gén., acc.;
2 intr. se tenir prêt, se préparer ; avec l’inf. à faire qch.
Étymologie: ἕτοιμος.
English (Autenrieth)
aor. imp. ἑτοιμασάτω, -άσατε, mid. aor. ἑτοιμάσαντο: make ready, prepare, Il. 1.118, Od. 13.184.
English (Strong)
from ἕτοιμος; to prepare: prepare, provide, make ready. Compare κατασκευάζω.
English (Thayer)
future ἑτοιμάσω; 1st aorist ἡτοίμασα; perfect ἡτοίμακα (L T Tr WH); passive, perfect ἡτοίμασμαι; 1st aorist ἡτοιμάσθην; (ἕτοιμος); from Homer down; the Sept. very often for כּונֵן and הֵכִין; to make ready, prepare: absolutely, to make the necessary preparations, get everything ready, Winer s Grammar, 594 (552); Buttmann, § 130,5); a supper, ἵνα (cf. Buttmann, 237 (205)), ἅ ἡτοίμασας the things which thou hast prepared (as a store), τί διπνήσω, τό ἄριστον, τό πάσχα, ἀρώματα, τόπον τίνι, ξενίαν, συμβούλιον, T WH marginal reading, cf. συμβούλιον); τήν ὁδόν κυρίου (by a figurative expression drawn from the oriental custom of sending on before kings on their journeys persons to level the roads and make them passable), to prepare the minds of men to give the Messiah a fit reception and secure his blessings: ἵνα ἑτοιμασθῇ ἡ ὁδός τῶν βασιλέων, στρατιώτας, τίνι τινα, one for one, ἑαυτόν, ἵνα (cf: Buttmann, 237 (205)), ἡτοιμασμένη ὡς νύμφη, i. e. beautifully adorned, ἡτοιμασμένη εἰς τί, prepared i. e. fit for accomplishing anything, εἰς τήν ὥραν καί ἡμέραν etc., for the hour and day namely, predetermined, ἑτοιμάσαι τί for men, i. e. to have caused good or ill to befall them, almost equivalent to to have ordained; of blessings: τί, τίνι τί, τίνι τί, προετοιμάζω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ἑτοιμάζω) έτοιμος
1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ετοιμάζομαι
α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος
i. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»
ii. (με τη σημ. του ενεργ.) κάνω κάτι ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», Ομ. Ιλ.)]
3. παθ. ετοιμάζομαι από άλλον, γίνομαι έτοιμος από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ θρόνος σου», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
1. καταρτίζω κάποιον, τον δασκαλεύω («τον ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)
2. σχεδιάζω, έχω προγραμματίσει κάτι («τί ετοιμάζεις;»)
μσν.
(για τόπο ή χρόνο) προκαθορίζω
αρχ.
1. (για σπίτια) συγυρίζω, ευτρεπίζω («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», Ευρ.)
2. (για πλοία) εξοπλίζω, αρματώνω
3. κάνω κάτι στέρεο, ασφαλίζω («ὡς νῡν ἡτοίμασε κύριος τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἑτοιμάζω: μέλ. -άσω κ.λπ. — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ ἑτοιμασσάμην — Παθ., παρακ. ἡτοίμασμαι (ἑτοῖμος)·
I. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω, προμηθεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. Μέσ., προπαρασκευάζομαι, στο ίδ.
2. Παθ. παρακ. ἡτοίμασμαι, γίνομαι έτοιμος, τἄλλα ἡτοιμάζετο, έκανε τις υπόλοιπες ετοιμασίες του, σε Θουκ.· ἡτοιμασμένοι, σε Ξεν.
3. προετοιμάζομαι να, ετοιμάζομαι να, με απαρ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἑτοιμάζω: (pf. ἡτοίμακα - pass. ἡτοίμασμαι)
1) тж. med. приготовлять (γέρας τινί, med. ἱρὸν Ἀθήνῃ Hom.; ἀργύριον ῥητόν Thuc.): κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Hom. пусть приготовит вепря для заклания;
2) med. приготовлять для себя, запасаться (πλείονα ἡτοιμασμένος Xen.);
3) med. готовиться, приготовляться (πρὸς τὴν χειμασίαν Polyb.);
4) med. принимать необходимые меры: ἑτοιμάσασθαι τὰ περὶ τοὺς νεκρούς Her. распорядиться убрать трупы;
5) med. готовить, устраивать, приводить в порядок (δῶμα Eur.; τὴν ὁδόν τινος NT);
6) med. снаряжать, оснащать (νέας Her.; στρατιήν Her.);
7) med. подготовлять, организовывать (τιμωρίαν Thuc.);
8) med. вызывать, причинять (δάκρυα Eur.).
Middle Liddell
ἑτοιμάζω, ἑτοῖμος
I. to make or get ready, prepare, provide, Il., Hdt., attic; c. inf., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Il.
II. Mid. to cause to be prepared, Il.
2. with perf. pass. ἡτοίμασμαι, to prepare for oneself, τἄλλα ἡτοιμάζετο made his other arrangements, Thuc.; ἡτοιμασμένοι Xen.
3. to prepare oneself, c. inf., Xen.