πας

From LSJ
Revision as of 20:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

(I)
πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ
(αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί
γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν
2. στον πληθ. α) (ονομ.) πάντες, πᾱσαι, πάντα
β) γεν. πάντων, πασῶν, πάντων, επικ. και ιων. τ. θηλ. πασέων, επικ. τ. θηλ. και πασάων
γ) δοτ. πᾱσι, πάσαις, πᾱσι, επικ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσσι, λοκρ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσι(ν) και πάντοις
δ) (αιτ.) πάντας, πάσας, πάντα
II. ΣΗΜ.: 1. όλος, ολόκληρος, σύμπας, ακέραιος (α. «θα σού πω την πάσαν αλήθεια» β. «τὴν φάτνην τῶν ἵππων ἐοῡσαν χαλκέην πᾱσαν», Ηρόδ.)
2. (επιτατ.) όσο το δυνατόν περισσότερος, μεγαλύτερος ή ισχυρότερος (α. «θα έλθω πάση θυσία» β. «μετὰ πάσης ἀδείας ἀσφαλῶς ἐν εὐδαιμονία τὰς ἑαυτῶν ᾤκουν πατρίδας», Δημοσθ.)
3. (επιμεριστικώς) καθένας, έκαστος (α. «κατά παν τέταρτον έτος» β. «φιλεῑ γὰρ πρὸς τὰ χρηστὰ πᾱς ὁρᾱν», Σοφ.)
4. (με αορστ. σημ.) οποιοσδήποτε (α. «πᾱς μὴ Ἕλλην βάρβαρος», παροιμ. φρ.
β. «οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον», παροιμ. φρ.)
5. στον πληθ. η ολότητα, το σύνολο (α. «δεν είναι πάντες ευσυνείδητοι» β. «τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾱσι βροτοῑς», Αισχύλ.)
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πάντες
όλοι οι άνθρωποι, το πλήθος
7. το ουδ. ως ουσ. το παν
α) το όλον, η ολότητα, το σύνολο («η αρχή είναι το ήμισυ του παντός»)
β) το σύμπαν, η πλάση, ο κόσμος («ο ποιητής του παντός» — ο Θεός)
8. (το ουδ. στον πληθ. με επιρρμ. χρήση) τα πάντα
α) με κάθε τρόπο, από οποιαδήποτε άποψη («ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος», Θεόκρ.)
β) ολοσχερώς
9. φρ. α) «διά παντός» — για πάντα, παντοτινά
β) «διά πασών» — βλ. διαπασών
νεοελλ.
1. (το θηλ. ως επιμεριστική αντων. για όλα τα γένη) κάθε («ξετελειωμένος βασιλιάς πλι' άξιος σε πάσα τρόπο», Ερωτόκρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κυριότερο σημείο, η ουσία πράγματος ή θέματος («το παν σε έκτακτες περιστάσεις είναι η ψυχραιμία»)
3. φρ. α) «μια για πάντα» ή «άπαξ διά παντός» — για μια και μοναδική φορά
β) «κατά πάντα» — από οποιαδήποτε άποψη
γ) «εν παντί» — σε οποιαδήποτε περίσταση
δ) «προ παντός» και «προ πάντων» ή «προπαντός» και «προπάντων» — κατά πρώτο λόγο, πρωτίστως, κυρίως
ε) «επί πάσι(ν)» — εκτός από όλα τα άλλα, επί πλέον, επιπροσθέτως
στ) «τέλος πάντων» ή «τελοσπάντων»
i) επιτέλους («θα σταματήσεις τελοσπάντων να μέ ενοχλείς;») ii) (ως κατακλείδα ομιλίας) λοιπόν
(νεοελλ.-μνσ.) φρ. «οι Άγιοι Πάντες» — το σύνολο των γνωστών και άγνωστων άγιων ανδρών
αρχ.
1. ο κάθε είδους, παντοειδής («πρὸς οἶκον ἦλθε πᾱσαν εὔκλειαν φέρων», Σοφ.)
2. σε συνεκφορά με αριθμτ. σημαίνει τον ακριβή αριθμό («δέκα πάντα τάλαντα», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. στον πληθ.) πάντα
όλα ανεξαιρέτως τα συμβαίνοντα
4. φρ. α) «πᾱς τις» — καθένας ιδιαιτέρως
β) «δοκεῑ πάσαις [ταῑς ψήφοις]» — αποφασίζεται παμψηφεί
γ) «παντὸς μᾱλλον» — απολύτως, αναγκαίως
δ) «περὶ παντὸς ποιοῦμαι» — εκτιμώ περισσότερο από κάθε άλλο
ε) «οὐ πᾱς» — ουδείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πᾶς (< πắντ-ς με αντέκταση), πᾶσα (< πắνσα < πắνσσα < πắντyα), πᾶν (που, παρ' ότι βραχύ, πρβλ. αιολ. / δωρ. πάν, στην ιων. αττ. μακρύνθηκε αναλογικά προς το αρσενικό) συνδέεται πιθ. με τα τοχαρ Α' puk και το
χαρ. Β' pο, πληθ. ponta. Η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή των τ.: pate = πάντες, pasa = πᾶσα και pasi αποκλείουν την αναγωγή του επιθ. σε ρίζα με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και επομένως τη σύνδεση του με το ρ. πάομαι «κατέχω, είμαι κύριος» ή με το λατ. quantus «πόσος, οπόσος». Κατ' άλλους, τέλος, το επίθ. πᾶς συνδέεται με το επίρρ. πυξ «με γροθιά» και το αριθμητικό πέντε (πρβλ. και αρχ. άνω γερμ. fust «γροθιά», χεττιτ. τ. panku «πας»), βλ. λ. πυξ. Το επιθ. πᾶς, πᾶσα, πᾶν εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. της Ελληνικής με τις μορφές: α) παν- (και παγ- και παμ-) από το ουδ. παν (βλ. λ. παν-)
β) παντ(ο)- < θ. της γεν. πᾶς, παντός (βλ. λ. παντο-)
και γ) πασι- < θ. της δοτ. πληθ. πᾶσι (πρβλ. πασί-γνωστος, πασί-δηλος, πασι-φανής). Για τη σημασιολογική συνάφεια μεταξύ των πᾶς και ὅλος βλ. λ. όλος.
ΠΑΡ. πανταχόθεν, πανταχού, πάντη, πάντοθεν, παντοίος, πάντως, πάνυ
αρχ.
πανταχή, πανταχοί, πανταχόσε, πανταχώς, πάντοθι, πάντοσε, παντότης
αρχ.-μσν.
πανταχόθι
μσν.- νεοελλ.
πάντα (Ι).
ΣΥΝΘ. (Για συνθ. με α' συνθετικό πᾶς βλ. λ. παν- και παντο-). (Β' συνθετικό) απαξάπας, άπας, σύμπας
αρχ.
ανάπας, έμπας, επίπας, πάμπαν, πρόπας, συνάπας.

Russian (Dvoretsky)

πᾰς: πᾰσα, πᾶν, gen. παντός, πάσης, παντός (gen. pl. πάντων, πασῶν - эп. πασάων, ион. πασέων, - πάντων, dat. pl. πᾶσι - эп. πάντεσσι, - πάσαις, πᾶσι)
1) (тж. πᾶς τις Thuc. etc.) всякий, каждый (νῦν πᾶσι χαίρω, νῦν με πᾶς ἀσπάζεται Hom.; πᾶς Ἑλλήνων Soph.; πᾶς ἄνθρωπος Xen.): κτήνεα πάντα τρισχίλια Her. три тысячи голов скота всякого рода; ὁ ἀριθμὸς πᾶς Plat. каждое число (ср. 2);
2) весь, целый (πᾶς χαλκῷ λάμπε Hom.; πᾶσα γῆ Thuc.; πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον Hom.): λόγος λέλεκται πᾶς Soph. речь (моя) сказана вся, т. е. я кончил; πᾶν κράτος Soph. вся полнота могущества; κεῖνος, ἡ πᾶσα βλάβη Soph. он (т. е. Одиссей), воплощение всяческого преступления; πᾶσα ἀνάγκη Plat. совершенно неизбежно; ὁ πᾶς ἀριθμός Thuc. общее число, сумма (ср. 1); ὅλος καὶ πᾶς Polyb. целиком и полностью; τριάκοντα τὰς πάσας ἡμέρας Thuc. в течение целых тридцати дней; τὸ πᾶν Xen., ἐς τὸ πᾶν Aesch. и τῷ παντί Xen. целиком, совершенно; διὰ παντός Thuc. все время или вполне, совершенно; τὸ πᾶν Luc. всегда; εἰς τὸ πᾶν (χρόνου) Aesch. навсегда; πᾶν ποιεῖν Plat. (πράττειν Lys.) делать все возможное; παντὸς μᾶλλον Plat. более всего или прежде всего; ἐς πᾶν κακοῦ ἀφικνεῖσθαι Her. дойти до крайней нищеты; ἐν παντὶ ἀθυμίας εἶναι Thuc. прийти в крайнее отчаяние; πάντα и τὰ πάντα Hom., Her. во всех отношениях, полностью или постоянно Luc.; πάντα γίγνεσθαι Hom. принимать всевозможные формы; πάντα εἶναί τινι Thuc. быть кому-л. важнее всего; τὰ πολλὰ πάντα Her. почти всегда, в большинстве случаев;
3) pl. все (πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι Hom.): Σαμίων πάντες Thuc. все самосцы; ἅμα πάντες Hom., Her. все целиком, все сразу; πᾶσίν τινα ἐλέγχιστον θέμεναι βροτοῖσιν Hom. страшно опозорить кого-л. в глазах всех смертных; πάντες ἄνθρωποι Xen. все люди (вообще); οἱ πάντες (или πάντες οἱ) ἄνθρωποι Xen. все (из упомянутых); πᾶσι τούτοις ἔνοχος Isocr. находящийся в таких же точно условиях; διὰ πασῶν см. διά 1, 2.