ἐπανίστημι

From LSJ
Revision as of 11:56, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανίστημι Medium diacritics: ἐπανίστημι Low diacritics: επανίστημι Capitals: ΕΠΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: epanístēmi Transliteration B: epanistēmi Transliteration C: epanistimi Beta Code: e)pani/sthmi

English (LSJ)

A set up again, τὰ τείχη ib.778d.
2 make to rise against, ἄνδρας ἐκ χαράδρας ἐ. τινί Plu.Sert.13; raise in revolt against, Ἰβηρίαν Ῥωμαίοις App.Hisp.101.
3 cause to arise, Plu.2.654f.
II Pass., with fut. Med. (Hdt.3.62, 1.89), aor. 2 and pf. Act., stand up after another or at his word, once in Hom., οἱ δ' ἐπανέστησαν Il.2.85.
b rise from bed, rise, Ar.Pl.539; ἐπὶ τοῦ καταστρώματος X.HG1.4.18; rise to speak, Id.Smp.4.2, D.19.46; of buildings, in pf., to be raised or built, ἢν τοῦτ' ἐπανεστήκῃ Ar.Av.554: c. gen., rise above, ἱερῷ -στηκότι τῆς ἀγορᾶς D.H.2.50; ταῖς -ισταμέναις <ἐκ add. cod. unus> τῶν ὑδάτων πομφόλυξιν Dsc.5.75.
2 rise up against, rise in insurrection against, τινί Hdt.1.89, 130, 3.62; τῷ δήμῳ Th.1.115, etc.; τοῖς πράγμασι Din.1.19: abs., rise in insurrection, opp. ἀφίσταμαι, Th.3.39,al.; οἱ ἐπανεστεῶτες the insurgents, Hdt.3.63: c. inf., ἐάν τις τυραννεῖν ἐπαναστῇ if any one aim at tyranny, Lexap.And.1.97; in mal. part., ἐ. ἀλλήλοις πώγωνας ἔχουσι Theopomp.Hist.217c; παρθένοις Ael.Ep.15.
3 Medic., of tumours, etc., rise, swell, Hp.Prorrh. 1.165; [ὦτα] ἐπανεστηκότα projecting, prorninent, Arist.PA691a13; λόφος αὐτῶν τῶν πτερῶν ἐ. crest which sticks up and is composed of feathers, Id.HA504b10.

German (Pape)

[Seite 903] (s. ἵστημι), dagegen aufstehen lassen, aufstellen, ἄνδρας Plut. Sert. 13; Polyaen. 6, 7, 2; aufwiegeln gegen Einen, Ἰβηρίαν Ῥωμαίοις App.; – wieder aufrichten, τὰ τείχη, neben καθεύδειν ἐᾶν, Plat. Legg. VI, 778 d. – Häufiger med. u. aor. II. nebst perf. act., dagegen aufstehen, Il. 2, 85, bei den Worten oder aus Ehrfurcht; ἐπανίστω, stehe auf, Ar. Plut. 539; ἐπαναστὰς ἐπὶ τοῦ καταστρώματος, sich darauf stellend, Xen. Hell. 1, 4, 7; zum Reden aufstehen, Dem. 19, 46; Pol. 27, 6, 13 u. öfter; – sich auflehnen, empören gegen Jem., neben ἐπιβουλεύω, im Gegensatz von ἀπέστησαν, Thuc. 3, 39; τινί, 1, 115. 8, 73; οἱ μάγοι εἰσί τοι οἱ ἐπανεστεῶτες, die sich gegen dich empört haben, Her. 3, 63 u. öfter; Plat. Legg. IV, 715 b u. Folgde; ἐάν τις τυραννεῖν ἐπ αναστῇ, wenn Jem. einen Aufstand macht, um Tyrann zu werden, Andoc. 1, 97, im Gesetze des Solon. – Auch von leblosen Dingen, sich erheben, anschwellen, Medic.; ἐπανεστηκὼς λόφος τῶν πτερῶν Arist. H. A. 2, 12, öfter. Vom Tempel, ἱερὸν μικρὸν ἐπανεστηκὸς τῆς ἀγορᾶς D. Hal. 2, 50; von einer neuen Stadt, ἂν τὸ πόλισμα ἐπανεστήκῃ, erbaut worden, Ar. Av. 554. – Theopomp. bei Ath. VI, 260 e in obscönem Sinne, ἀλλήλοις ἐτόλμων ἐπανίστασθαι.

French (Bailly abrégé)

I. tr. (aux temps suiv. : f. ἐπαναστήσω, ao. ἐπανέστησα);
1 relever;
2 faire se lever contre, lancer (des assaillants) : τινι contre qqn;
II. intr. (aux temps suiv. : ao.2 ἐπανέστην et pf. ἐπανέστηκα et ἐπανέσταα, et au Moy. ἐπανίσταμαι, f. ἐπαναστήσομαι) :
1 se lever, particul. se lever d'un siège, se lever pour sortir du lit, se lever;
2 se soulever, se porter contre : τινι contre qqn ; οἱ ἐπαναστεῶτες HDT les insurgés.
Étymologie: ἐπί, ἀνίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανίστημι: (fut. ἐπαναστήσω, aor. 2 ἐπανέστησα; для неперех. знач.: aor. 2 ἐπανέστην, pf. ἐπανέστηκα и ἐπανέσταα, тж. med. praes. и fut.)
1 вздымать, воздвигать (τὰ τείχη Plat.);
2 выпускать, двигать, бросать (ἐκ χαράδρας τρισχιλίους ἄνδρας, sc. τοῖς πολεμίοις Plut.); pass. быть побуждаемым (πρὸς τὰς ἀδικίας Plut.);
3 вздыматься, воздвигаться: κἄπειτ᾽ ἢν τοῦτο (τὸ πόλισμα) ἐπανεστήκῃ Arph. а когда этот город будет построен;
4 подниматься, вставать: ἐπανίστω Arph. вставай; ἐπαναστὰς ἔφη Dem. он встал и сказал;
5 становиться: ἐπαναστὰς ἐπὶ τοῦ καταστρώματος Xen. став на палубу;
6 поднимать восстание, восставать (τινι Thuc., Plut.): οἱ ἐπανεστεῶτες Her. повстанцы;
7 выдаваться вперед или наружу, выступать, торчать (λόφος τῶν πτερῶν ἐπανεστηκώς Arst.): ὦτα ἐπανεστηκότα Arst. торчащие уши.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανίστημι: μέλλ. -στήσω, ἀνεγείρω ἐκ νέου, τὰ τείχη... μὴ ἐπανιστάναι Πλάτ. Νόμοι 778D. 2) ἐγείρω τινὰ ἐξ ἐνέδρας ἐναντίον τινός, προλοχίσας τὴν ὁδόν τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος χαράδρας ἐπανίστησι (τῷ Ἀκυΐνῳ) Πλουτ. Σερτώρ. 13· κινῶ εἰς ἐπανάστασιν ἐναντίον τινός, Ἰβηρίαν Ρωμαίοις Ἀππ. Ἰβηρ. 101. ΙΙ. Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. (Ἡρόδ. 3. 62) καὶ ἀορ. βʹ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι μετά τινα ἢ τῇ κελεύσει αὐτοῦ, οἱ δὲ ἐπανέστησαν Ἰλ. Β. 85 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρ᾿ Ὁμ.)· ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἐγείρομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 539· ὁ δὲ Ἀντισθένης ἐπαναστάς, ἐγερθείς, Ξεν. Συμπ. 4, 2· ἐγείρομαι ὅπως ὁμιλήσω, Δημ. 355. 23· ἐπὶ οἰκοδομῶν, κατὰ πρκμ., ἀνεγείρομαι, κτίζομαι, κἄπειτ᾿ ἢν τοῦτ᾿ ἐπανεστήκῃ Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· μετὰ γεν., ἐγείρομαι ὑπεράνω, ὑψοῦμαι ὑπεράνω, ἔνια τῶν ὀρνέων λόφον ἔχουσι, τὰ μὲν αὐτῶν τῶν πτερῶν ἐπανεστηκότα, κτλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 50. 2) ἐπανίσταμαι κατά τινος, τοῦτον προσδέκεσθαί τοι ἐπαναστησόμενον Ἡρόδ. 1. 89· ἐπαναστάντες τοῖσι Μήδοισι αὐτόθι 130, Θουκ. 1. 115, κτλ.· τοῖς πράγμασι Δείναρχ. 92. 31· ἀπολ., ἐγείρομαι εἰς ἐπανάστασιν, ἐπαναστατῶ, ἐπανέστησαν μᾶλλον ἢ ἀπέστησαν Θουκ. 3. 39, κ. ἀλλ.· οἱ ἐπανεστεῶτες, οἱ ἐπαναστάται, Ἡρόδ. 3. 63· μετ᾿ ἀπαρ., ἐάν τις τυραννεῖν ἐπαναστῇ, ἐάν τις ἐγερθῇ ὅπως καταστῇ τύραννος, Νόμ. Σόλωνος παρ᾿ Ἀνδοκ. 13, 13· ἐντεῦθεν, μηχανῶμαι, ἐνεδρεύω, παγιδεύω, καὶ γάρ τοι κἀκεῖνος ἐρωτικὸς εὖ μάλα καὶ οἷος ἐπανίστασθαι παρθένοις Αἰλιαν. Ἀγροικ. Ἐπιστ. 15. 3) Ἰατρ., πρήσκομαι, ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ σώματος, Ἱππ. Προρρ. 82· ὦτα ἐπανεστηκότα, προέχοντα, ἐξέχοντα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 6, πρβλ. 3. 14, 9, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 27, 29.

English (Autenrieth)

only aor. 2 intrans., ἐπανέστησαν, thereupon arose, i. e. after him, Il. 2.85†.

English (Thayer)

future middle ἐπαναστήσομαι; to cause to rise up against, to raise up against; middle to rise up against (Herodotus, Aristophanes, Thucydides, Polybius, others): ἐπί τινα, Micah 7:6.

Greek Monolingual

(AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) ίστημι
παθ. επανίσταμαι
γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.)
μσν.
καθιστώ
αρχ.
1. ανεγείρω εκ νέου
2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου («τῷ Ἀκυΐνω τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος συσκίου χαράδρας ἐπανίστησιν», Πλούτ.)
3. παθ. α) εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου
β) σηκώνομαι από το κρεβάτι
γ) σηκώνομαι όρθιος («ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐσκόπει τοὺς αὑτοῦ ἐπιτηδείους», Ξεν.)
δ) σηκώνομαι μετά από κάποιον ή με τη διαταγή κάποιου
ε) σηκώνομαι για να μιλήσω («ἐπαναστὰς δ' ὁ Φιλοκράτης... ἔφη», Δημοσθ.)
4. (για κτίσματα) υψώνομαι πάνω από μια επιφάνεια, εγείρομαι, ιδρύομαι
5. (για όγκο ή οίδημα) πρήζομαι
6. προεξέχω, προβάλλω
7. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ ἐπανεστεῶτες ιων. τ.
οι επαναστάτες
8. φρ. «ἐπανίσταμαι τυραννεῖν» — επαναστατώ για να γίνω τύραννος
9. μέσ. ἐπανίσταμαι
ξεσηκώνω, διεγείρω ερωτικά.

Greek Monotonic

ἐπανίστημι: μέλ. -αναστήσω, αόρ. αʹ ἀνέστησα·
I. 1. ἐπανοικοδομώ, ανεγείρω εκ νέου, σε Πλάτ.
2. ξεσηκώνω κάποιον εναντίον, σε Πλούτ.
II. Παθ., με Μέσ. μέλ., Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι μετά από κάποιον ή με διαταγή του, σε Ομήρ. Ιλ.· σηκώνομαι απ' το κρεβάτι, σε Αριστοφ.· σηκώνομαι για να μιλήσω, σε Δημ.· λέγεται για κτίρια, ανεγείρομαι, κτίζομαι, σε Αριστοφ.
2. επαναστατώ, ξεσηκώνομαι εναντίον, συμμετέχω σε επανάσταση εναντίον, τινι, σε Ηρόδ., Θουκ.· απόλ., εγείρομαι, συμμετέχω σε εξέγερση, σηκώνω επανάσταση, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -αναστήσω aor1 -ανέστησα
I. to set up again, Plat.
2. to make to rise against, Plut.
II. Pass., with fut. mid., aor2 and perf. act. to stand up after another or at his word, Il.: to rise from bed, Ar.: to rise to speak, Dem.:—of buildings, to be raised, Ar.
2. to rise up against, rise in insurrection against, τινι Hdt., Thuc.: absol. to rise in insurrection, Thuc.

Chinese

原文音譯:™pan⋯stamai 誒普-恩-衣士他買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-向上-站
字義溯源:站起來,要起來,起來,謀反;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἀναπηδάω / ἀνίστημι)=站起)組成;而 (ἀναπηδάω / ἀνίστημι)又由(ἀνά)*=上)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 要起來(2) 太10:21; 可13:12