ἀείδω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Ion. and poet. form used by Hom., Pi., and sometimes in Trag. and Com. (even in trim., A.Ag.16, E.Fr.188; intetram., Cratin. 305), also in Ion. Prose; contr. ᾄδω (also Anacr.45, Theoc.), Trag., Pl., etc.: impf.
A ἤειδον Od., Ep. ἄειδον Il., etc.; Trag. and Att. ᾖδον E.Alc.761, Th.2.21: fut. ἀείσομαι Od.22.352, Thgn.943, but ᾄσομαι h.Hom.6.2, 32.19, Thgn.243, and alwaysin Att. (ᾄσεις, σουσιν in Ar. Pax1297, Pl.Lg.666d are corrupt); rarely in act. form ἀείσω, Sapph. 11, Thgn.4, Ar.Lys.1243 (Lacon.), and late Poets, as Nonn. D. 13.47 (in E.HF681 ἀείδω is restored by Elmsl.); still more rarely ᾄσω, Babr. 12.13, Men.Rh.p.381S., Him.Or.1.6; Dor. ᾀσεῦμαι Theoc.3.38, ᾀσῶ Id.1.145: aor. ἤεισα Call.Epigr.23.4, Opp.C.3.1, Ep. ἄεισα [ᾰ] Od.21.411; ἄεισον E.Tr.513 (lyr.); ἀείσατε Ar.Th.115 (lyr.); ᾖσα Ar.Nu. 1371, Pl.Ti.21b:—Med., aor. ἀεισάμην (in act. sense) PMag.Lond. 47.43, imper. ἀείσεο h.Hom.17.1 (nisi leg. ἀείσεο):—Pass., ἀείδομαι Pi., Hdt.: poet. impf. ἀείδετο Pi.: aor. ᾔσθην, v. infr. 11.1: pf. ᾖσμαι Pl.Com.69.11. (ἀϝείδω, cf. αὐδή, ὑδέω.) [ᾰ: but ᾱ metri gr. Od. 17.519, h.Hom.12.1, 27.1, Il.Parv..1, Thgn.4, Theoc.7.41, etc.]:—sing, Il.1.604, etc.: hence of all kinds of vocal sounds, crow as cocks, Pl.Smp..223c; hoot as owls, Arat.1000; croak as frogs, Arist. Mir.835b3, Theophrastus Sign.3.5, etc.; οἱ τέττιγες χαμόθεν ᾄσονται Stes. ap.Arist.Rh.1412a23:—of other sounds, twang, of the bow-string, Od.21.411; whistle, of the wind through a tree, Mosch.Fr.1.8; ring, of a stone when struck, Theoc.7.26:—prov., πρὶν νενικηκέναι ᾄδειν = crow before winning, 'to crow too soon', Pl.Tht.164c.—Constr.:—ἀ. τινί sing to one, Od.22.346; also, vie with one in singing, Theoc.8.6; ᾄ. πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν sing to... Arist.Pr..918a23; ὑπ' αὐλοῖς Plu.2.41c:—ἀείσας.. χαίρειν Δημοκλέα, poet. for εἰπών, Epigr.Gr.237.7 (Smyrna).
II trans.,
1 c. acc. rei, sing of, chant, μῆνιν ἄειδε Il.1.1; παιήονα 1.473; κλέα ἀνδρῶν, νόστον, 9.189, Od.1.326; τὸν Βοιώτιον νόμον S.Fr.966: c. gen. (sc. μέλος), sing an air of... Φρυνίχου Ar.V.269, cf. 1225: abs., ἀ. ἀμφί τινος to sing in one's praise, Od.8.266; ἀμφί τινα Terp.2, cf. E.Tr.513; εἴς τινα Ar.Lys. 1243: later, simply = καλεῖν, Ael.NA3.28:—Pass., of songs, to be sung, Hdt.4.35; τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσέντα Pl.Ly.205e; ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν, opp. λόγος καλῶς ῥηθείς, X.Cyr.3.3.55; ᾄδεται λόγος the story runs, Ph.1.189.
2 of persons, places, etc., sing, praise, celebrate, B.6.6, etc.:—Pass., ἀείδεται θρέψαισ' ἥρωας is celebrated as the nurse of heroes, Pi.P.8.25, cf. 5.24.
3 Pass., to be filled with song, ἀείσετο πᾶν τέμενος.. θαλίαις Pi.O.10(11).76.
Spanish (DGE)
v. ᾄδω.
German (Pape)
[Seite 39] att. ᾄδω, singen, besingen, fut. ἀείσομαι und att. ᾄσομαι Thuc. 2, 54; ἀείσω Theogn. 4; Eur. Herc. Fur. 681; ᾀσῶ Theocr. 1, 145 neben ᾄσομαι 8, 55 u. ᾀσεῦμαι 3, 38, ᾀσεῖ 7, 72; ᾄσουσι auch Plat. Legg. II, 666 d; ᾖσεν Ion 535 at ᾖσται Plat. com. Ath. XV, 665 (v. 11); ᾀσθέν Xen. Cyr. 3, 3, 55; – ἀείσεο imper. futur. oder aor., wie z. B. ἐπιβήσεο, hymn. Hom. 19, 1. – In Ilias u. Odyssee oft praes. ἀείδω, impft. ἄειδον, ἤειδον, fut. ἀεισόμενος Od. 22, 352, aor. ἀεῖσαι Od. 14, 464, ἄεισον (v.l. ἄειδε Apoll. I. ex. Hom. 10, 13) 8, 492, niemals die contrah. Att. Formen; μῆνιν ἄειδε, θεά Iliad. 1, 1, ἄειδε δ'ἄρα κλέα ἀνδρῶν 9, 189, μοῦσ' ἄρ'ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι κλέα ἀνδρῶν Od. 8, 73, ἀοιδόν, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀείδω 22, 346; das α steht auch in der Arsis, Odyss. 17, 519 ἀείδῃ δεδαώς, u. so auch bei anderen Dichtern; wahrscheinlich hatte das Wort ein Digamma, ἀFείδω, verdoppelt ἀFFείδω, welche Erscheinung auch in andern Wörtern sich zeigt. – Pind. oft das praes., ἀεῖσαι Ol. 11, 26; ἀείσομαι I. 8, 39; pass-, ἀείδετο δὲ πᾶν τέμενος θαλίαις P. 11, 79; – Aesch. Ag. 16, 691; sp. Ep.; Ar. Lys. 1243; in Prosa überall; ἅπερ αἱ γραῖαι ᾄδουσιν, wovon sie immer sprechen, Plat. Lys. 203 c, u. so Sp., ᾄδεται παρὰ πάντων Luc. Somn. 12, u. Plut.; oft abs., singen; auch μέλος, ein Lied singen, Plat. Ion 535 a, ποιήματα ᾀδέσθω Legg. VIII, 829 d; φρουράς (so Bekker, Andere φρουρᾶς), Wachtlieder singen. = ἀγρυπνεῖν Ar. Nub. 711. Auch von Vögeln, Theocr. 7, 141; Ael. H. A. 6, 19; bes. vom Krähen des Hahnes, Plat. Conv. 223 c Theaet. 164 c.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤειδον, f. ἀείσω ou ἀείσομαι, ao. ἤεισα, pf. inus;
poét. c. ᾄδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀείδω ep. poët. Ion. voor ᾄδω.
Russian (Dvoretsky)
ἀείδω: стяж. ᾄδω (ᾰ, in crasi тж. ᾱ; fut. ᾄσομαι - эп. тж. ἀείσομαι - редко ἀείσω и ᾄσω, дор. ᾀσεῦμαι и ᾀσῶ, impf. ᾖδον - эп. ἤειδον и ἄειδον, aor. ᾖσα - эп. ἄεισα и ἄεισον; aor. pass. ᾔσθην)
1 петь (παιήονα Hom.; ᾄσματα καὶ σκώμματα Plut.; πρὸς и ὑπ᾽ αὐλόν Arst., Plut.): ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων Plat. с пением петухов; πρὶν νενικηκέναι ᾄ. погов. Plat. петь до одержания победы (о бойцовых петухах); τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα Plat. повествования и песни; ἀ. τινί Hom. петь во славу кого-л., Theocr. состязаться в пении с кем-л.;
2 воспевать, славить песнями (μῆνιν Ἀχιλῆος, κλέα ἀνδρῶν Hom.; τινά Pind.): νευρὴ ἄεισε Hom. тетива запела; ἀ. ἀμφί τινος Hom. и ᾄ. εἴς τινα Arph. петь в чью-л. честь; παρὰ πάντων ᾄδεσθαι Luc. быть прославляемым всеми;
3 pass. оглашаться: ἀείδετο τέμενος θαλίαις Pind. храм оглашался песнями.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: sing (about) (Il.)
Dialectal forms: Att. ᾄδω
Derivatives: ἀοιδή, ᾠδή song, ἀοιδός, ᾠδός singer.
Origin: IE [Indo-European] [76] *h₂ueid- sing
Etymology: The ablaut suggests PIE *h₂ueid-, but no cognate outside Greek is known. Older speculations, now dated, in Frisk and DELG.
See also: αὐδή, ἀηδών
Middle Liddell
compare the morphological problems with ἀείρω
I. to sing, Il., etc.:—then of any sound, to twang, of the bowstring, Od.; to whistle, of the wind, Mosch.; to ring, of a stone struck, Theocr.
II. trans.,
1. c. acc. rei, to sing, chant, μῆνιν, παιήονα, κλέα ἀνδρῶν Hom.:—absol., ἀείδειν ἀμφί τινος to sing in one's praise, Od.:—Pass., of songs, to be sung, Hdt.; ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν Xen.
2. c. acc. pers. to sing, praise, Attic
English (Autenrieth)
(ἀϝείδω), fut. ἀείσομαι, aor. ind. ἄεισε, imp. ἄεισον, inf. ἀεῖσαι: sing—I. trans., παιήονα, κλέα ἀνδρῶν, ‘lays of heroes;’ also w. acc. of the theme of minstrelsy, μῆνιν, Il. 1.1; Ἀχαιῶν νόστον, Od. 1.326; with ὡς, Od. 8.514; acc. and inf., Od. 8.516.—II. intrans., μάλ' ἀεῖσαι, ‘merrily’, λίγα, καλόν (adv.); met. of the bow-string, Od. 21.411.
English (Slater)
ᾰείδω (ἀείδω, -ει; -ων; -ειν· impf. ᾰειδ(ε), ἄειδον: fut. med. pro act. ἀείσομαι, -εται codd.: aor. ἀεῖσαι: pass. ἀείδεται; -όμενον: impf. ᾰείδετο.)
a sing abs. πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) (N. 5.22) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισι ἁρμόζων (I. 7.39) χρύσεαι δἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (Pae. 8.71)
b sing of, celebrate c. acc. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν (O. 5.10) ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός (O. 10.24) Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον (O. 14.18) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann, Boeckh: ὁ σὸς ἀείσεται παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen: locus non sanatus.) (N. 4.90) εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει (N. 5.50) γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται (N. 10.31) οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν (I. 2.12) τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; fr. 89a. 3. pass. σε ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας ἀειδόμενον (P. 5.24) πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις (Αἴγινα sc.) (P. 8.25) παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης (N. 7.8) fig. ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις was filled with the songs of (O. 10.76)
Greek Monotonic
ἀείδω: Ιων. και ποιητ. ρήμα (πρβλ. ἀείρω), σε Αττ. ᾄδω· παρατ. ἤειδον, Επικ. ἄειδον, Αττ. ᾖδον· μέλ. ἀείσομαι, Αττ. ᾄσομαι· σπανίως σε Ενεργ. τύπο ἀείσω· ακόμη σπανιότερα απαντά ο τύπος ᾄσω· Δωρ. ᾀσεῦμαι, ᾀσῶ· αόρ. αʹ ἤεισα, Επικ. ἄεισα [ᾰ], προστ. ἄεισον, Αττ. ᾖσα — Παθ., Αττ. αόρ. αʹ ᾔσθην, παρακ. ᾖσμαι·
I. άδω, παράγω οξύ ήχο, λέγεται για τη χορδή του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· σφυρίζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Μόσχ.· κάνω πάταγο, λέγεται για λίθο που προσκρούει κάπου, σε Θεόκρ.
II. μτβ.,
1. με αιτ. πράγμ., ψάλλω, διηγούμαι ψάλλοντας· μῆνιν, παιήονα, κλέα ἀνδρῶν, σε Όμηρ.· απόλ., ἀείδειν ἀμφί τινος, ψάλλω προς έπαινο κάποιου, εξυμνώ, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., λέγεται για άσματα, άδομαι, ψάλλομαι, σε Ηρόδ.· ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν, σε Ξεν.
2. με αιτ. προσ., ψάλλω, επαινώ, σε Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀείδω: Ἰων. καὶ Ποιητ. τύπος, (πρβλ. ἀείρω), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ., Πινδάρ. καὶ ἐνίοτε παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἔτι καὶ ἐν τριμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, Εὐρ. Ἀποστ. 188, Κρατίν. Ἄδηλ. 142), ὡσαύτως ἐν Ἰων. πεζογρ., οἱ Ἀττ. συναιροῦσιν ᾄδω (οὕτω καὶ ἐν Ἀνακρ. 45, Θεοκρ.) Τραγ., Πλάτ. κτλ. - παρατ. ἤειδον, Ὀδ., καὶ ἄειδον, Ἰλ., κτλ. Ἀττ. ᾖδον, Εὐρ. Ἄλκ. 761, Θουκ.: - μέλλ. ἀείσομαι, Ὀδ. Χ. 352, Θέογν. ἀλλὰ ᾄσομαι, Ὕμ. Ὁμ. 5. 2., 32.19, καὶ πάντοτε παρ’ Ἀττ. (διότι ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1297 τὸ ᾄσει ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτόν· καὶ ἐν Πλάτ. Νόμ. 666D ὁ Πόρσων διώρθωσε, ποίαν δὲ ἥσουσιν... φωνήν;). - Σπανίως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἀείσω, Σαπφ. 11, Θέογν. 4., Ἀριστοφ. Λυσ. 1243 (Λακων.), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς (ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 681 διωρθώθη ἀείδω ὑπὸ τοῦ Elmsley)· καὶ ἔτι σπανιώτερον ᾄσω (ἴδε ἀνωτ.) Βάβρ. 12.13. - Δωρ. ᾀσεῦμαι, Θεοκρ. 3. 38. ᾀσῶ, ὁ αὐτ. 1. 145: - ἀόρ. ἤεισα, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 22. 4 Ὀππ., Ἐπικ. ἄεισα, [ᾰ], Ὀδ. Φ, 411, καὶ μεταγεν. Ἐπ. ἄεισον, Εὐρ. Τρῳ. 513, Ἀριστοφ., ᾖσα, Ἀριστοφ. Νέφ. 1371, Πλάτ. Τίμ. 21Β. -Παθ. ἀείδομαι, Πίνδ., Ἡρόδ.: - ποιητ. παρατ. ἀείδετο, Πίνδ.: - ἀόρ. ᾔσθην, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ.1.: - παρακ. ᾖσμαι, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν», 1. 11. -Προστακτική τις τοῦ μέσου ἀορ. ἀείσεο, ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. Ὁμ. 16.1., ἐκτός ἂν ἀναγνωσθῇ ἀείδεο. - Πρβλ. διαείδω, ἐπ-, προσ-, συνᾴδω (ἐκ √ϜΕΙΔ μετά προθεματικοῦ α, ὡς ἐν τοῖς ἀείρω, ἀέξω, παράγονται τά ἀείδω (ἀϝείδω), ἀοιδός, ἀηδών, πρβλ. Σανσκρ. vad, vadâmi, (loquor), vâdas (sermo), Λιθουαν. vadinù (vocco)· πρβλ. καὶ τὰς μεταγεν. Ἑλλην. λέξεις ὕδω, ὕδης). [ᾰ: ἀλλ. ᾱ ἐν ἄρσει. Ὀδ. Ρ. 519, Ὕμ. Ὁμ. 27. 1, Θέογν. 4, Θεοκρ. 7. 41 κτλ.] ᾄδω, ψάλλω, Ἰλ. Α. 604, κτλ. Ἐντεῦθεν: πᾶς ἦχος φωνῆς (ὁπωσοῦν εὔηχος)· οὕτως ἐπὶ ἀλέκτορος, χελιδόνος, γλαυκός, βατράχου κτλ. Ἀριστ. Θαυμ. 70, Θεόφρ. περὶ Σημ. 3. 5. κτλ. οὕτω καὶ ἐπὶ ἄλλων ἤχων, οἷον τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ.411 - τοῦ συριγμοῦ, ὃν παράγει ὁ πνέων κατὰ τῶν δένδρων, Μόσχ. 5. 8: - τοῦ πατάγου, ὃν παράγει λίθος πληττόμενος, Θεόκρ. 7. 26: - πρὶν νενικηκέναι ᾄδειν, κρώζω (ἐπὶ ἀλέκτορος) πρὸ τῆς νίκης, Πλάτ. Θεαίτ. 146Α. - Σύνταξις: - ἀείδ. τινί, ᾄδω πρός τινα, Ὀδ. Χ. 346, ἀλλὰ καὶ ἀγωνίζομαι πρός τινα εἰς ᾠδήν, Θεοκρ. 8. 6· ᾄδ. πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, ψάλλω ἐν συμφωνίᾳ πρός ..., Ἀριστ. Πρβλ. 19. 9· ὑπ’ αὐλόν, Πλούτ. 2. 41C· ἀείσας ... χαίρειν Δημοκλέα, ποιητικ. ἀντὶ εἶπες, Συλλ. Ἐπιγρ. 3256, 7. ΙΙ. μεταβ. 1) μ. αἰτ. πράγμ. = ψάλλω, διηγοῦμαι ψάλλων, μῆνιν ἄειδε θεά, Ἰλ. Α.1· παιήονα, Α. 473· κλέα ἀνδρῶν, νόστον, κτλ. Ι. 189., Ὀδ. Α. 326· τὸν Βοιώτιον νόμον, Σοφ. Ἀποσπ. 858· καὶ ἀπολ. ἀ ἀμφί τινος, ψάλλω εἰς ἔπαινόν τινος, Ὀδ. Θ. 267· εἴς τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1243: - μεταγεν. ἁπλῶς, καλεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 2. 28: -Παθ. ἐπὶ ᾀσμάτων = ᾄδομαι, ψάλλομαι, Ἡρόδ. 4. 35· τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα, Πλάτ. Λυσ. 205Ε· ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν, ἀντιθέτως τῷ λόγος καλῶς ῥηθείς, Ξεν. Κυρ. 3. 3, 55. 2) μ. αἰτιατ. προσ. = ψάλλω, ἐπαινῶ. ὡς τὸ Λατ. Canere, Πινδ. Π. 5. 32. καὶ Ἀττ. Ἐντεῦθεν κατὰ παθ. ἀείδεται θρέψασ’ ἥρωας, δοξάζεται, φημίζεται ὡς ἡ τροφὸς ἡρώων, Πίνδ. Π. 8, 35. 3) παθητ. ὡσαύτως, ἀντηχῶ ἐκ τῶν ᾀσμάτων, ἀείδετο πᾶν τέμενος... θαλίαις, Πινδ. Ο. 10 (11), 92.
Frisk Etymology German
ἀείδω: att. ᾄδω
{aeídō}
Grammar: v.
Meaning: singen, besingen.
Derivative: Ableitungen: ἀοιδή, ᾠδή Gesang, Lied, woraus ἀοίδιμος, ᾠδικός. Nom. agentis ἀοιδός, ᾠδός Sänger. Davon (oder von ἀοιδή) ἀοιδιάω ep. = ἀείδω (vgl. Schwyzer 732 β); von ᾠδή Ὠιδεῖον Gebäude (in Athen) für musische Wettkämpfe (vgl. Chantraine Formation 61). Ferner ἄεισμα, ᾆσμα n. Gesang, Lied (ion. att.) mit ᾀσμάτιον (Pl. Kom.). ᾀσμός m. ib. (Pl. Kom.).
Etymology: Zu αὐδή, aber nähere Beziehungen unklar. Nach der geistreichen Annahme Wackernagels KZ 29, 151f. ist ἀείδω aus einem reduplizierten Aorist *ἀϝεϝδεεν entsprungen, der zuerst durch Dissimilation *ἀϝειδεῖν ergeben hätte, wie (ϝ)ειπεῖν für *ϝεϝπεεν steht. Zu dem so neugeschaffenen Präsens ἀείδω ferner ἀοιδός usw. Aber nach ἀλκή, ἀλαλκεῖν (neben ἀλέξω) zu schließen, hätte man neben αὐδή einen Aorist *ἀϝαυδεῖν erwartet. — Die Zerlegung in eine Wurzel αὐ- (s. ἄβα) mit zwei Erweiterungen: ηι (> ει oder η) und δ: ἀϝείδ-ω, ἀϝη-δών neben αὐδ-ή (Specht KZ 59, 119ff., Ursprung 281) ist sehr künstlich. Abzulehnen Diehl RhM 89, 96f., über den Gebrauch ebenda 91f.
Page 1,22-23