κατατάσσω

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατάσσω Medium diacritics: κατατάσσω Low diacritics: κατατάσσω Capitals: ΚΑΤΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: katatássō Transliteration B: katatassō Transliteration C: katatasso Beta Code: katata/ssw

English (LSJ)

Att. κατατάττω, pf.
Aκατατέτᾰχα Plb.8.9.5, al.:—draw up in order, arrange, τὴν στρατιάν X.Cyr.3.3.11, cf. Oec.9.13; esp. place in, refer to a class, εἰς φυλήν Lys.13.79; τινὰ εἰς τοὺς δικαστάς Plu.2.178f; τινὰ μετά τινος Ath.8.335b:—Pass., εἰς τοὺς ἀσεβεῖς καταταχθείς D.S. 4.74; ἐς τοὺς ἱππεύοντας καταταγείς Hdn.6.8.1: Geog., insert in a map, Ptol.Geog.1.18.4: in Surgery, replace, τὸν δίδυμον Heliod. ap. Orib. 50.47.6: pf. part. Pass. κατατεταγμένος = in an ordered series, opp. ἀόριστος, μονάδες Procl.in Prm.p.561 S.; opp. ἐξῃρημένος, μονάδες ib.p.573 S.
2 appoint, ἐπί τι to do a thing, D.25.13; κ. τινὰ εἰς τάξιν ἡντινοῦν Pl.Lg.945a; εἰς λειτουργίαν POxv.1415.18 (iii A.D., Pass.); κ. τινὰ εἰςappoint one to go to a place, Plb.3.33.12.
3 pay into a treasury, εἰς τὸ βασιλικόν PSI5.510.13 (iii B.C.):—Pass., to be allocated to a fund, SIG459.6 (Beroea, iii B.C.).
II set down in order, narrate or describe fully, ἐν τοῖς ὑπομνήμασι Plb.2.47.11, cf. Phld.Ir. p.74 W., etc.; κ. εἰς τὴν ἀπόκρισιν διότι… Plb.24.10.7, etc.
III κατατάξασθαι τοῖς φυλέταις ὑπέρ τινος make arrangements with... D. 58.17.
IV assimilate food, in Pass., Sor.1.37; of things inhaled, Anon.Lond.23.31, al.

French (Bailly abrégé)

mettre en ordre :
1 ranger, mettre en rangs, acc.;
2 assigner une place à : τινα εἴς τινας LYS mettre qqn au nombre de certaines personnes.
Étymologie: κατά, τάσσω.

German (Pape)

aufstellen, ordnen, στρατιάν Xen. Cyr. 3.3.11; vom Range, αὐτὴν ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ κατατάττομεν Oec. 9.13; vgl. Ath. VIII.335c; εἰς Καρχηδόνα τινὰς κατέταξεν, ordnete sie dort ein, wies ihnen dort ihren Platz an, Pol. 3.33.12; εἰς τάξιν Lys. 13.82, wie Plat. Legg. XII.945a; in einer Schrift Etwas aufstellen, anführen, εἰς τὴν ἀπόκρισιν Pol. 26.3.7, ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν 2.47.11, πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ' ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται 8.11.5, er hat Viel dergleichen aufgeführt, geschrieben; τὰς ἱστορίας ἐν αἷς κατατετάχει τὰς πράξεις Δίωνος DL. 4.5.
Bei Clem.Al. auch = verdauen.

Russian (Dvoretsky)

κατατάσσω: атт. κατατάττω
1 располагать в порядке, выстраивать (τὴν στρατιάν Xen.);
2 зачислять, назначать (τινὰ εἰς τάξιν Plat.; τινὰ εἰς φυλήν Lys.; τινὰ εἰς τοὺς δικαστάς Plut.);
3 назначать, направлять (τινὰ εἰς Καρχηδόνα Polyb.);
4 причислять, относить (τινὰ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς Diod.);
5 вносить, записывать, излагать (τι ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν Polyb.; τὰς πράξεις τινὸς ἐν ταῖς ἱστορίαις Diog. L.);
6 med. устраиваться, договариваться (τινὶ ὑπέρ τινος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, θέτω ἢ τάσσω εἰ τὸν οἰκεῖον τόπον, εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, παρατάττω, τὴν στρατιὰν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 11, πρβλ. Οἰκ. 9. 13, πρβλ. καταγράφω, κατανέμω· ταξινομῶ, ὑπάγω εἰς τάξιν, εἰς φυλὴν Λυσ. 137. 19· τινὰ εἰς δικαστὰς Πλούτ. 2. 178F· εἰς τοὺς ἀσεβεῖς Διόδ. 4. 74· δέομαι τοὺς καταχθονίους θεοὺς τὴν ψυχὴν εἰς τοὺς εὐσεβεῖς κ. IGST, 1660· τινά μετά τινος Ἀθήν. 335G.·- Παθ., τακτοποιοῦμαι, διευθετοῦμαι, εἰς τοὺς ἱππεύοντας καταταγεὶς Ἡρῳδιαν. 6. 8. 2· εἰς τοὺς ἀσεβεῖς καταταχθεὶς Διόδ. 4. 74· καὶ ἐπὶ ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828. 2) διορίζω, ὁρίζω τινά, ἐπί τι, νὰ πράξῃ τι, Δημ. 733. 17· κ. τινὰ εἰς τάξιν ἡντινοῦν Πλάτ. Νόμ. 945Α· κ. τινὰ εἰς τόπον, ὁρίζω τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἴς τινα τόπον, Πολύβ. 3. 33, 12. ΙΙ. γράφω κατὰ σειράν, καταγράφω, ὁ αὐτ. 2. 47, 11· κ. τι εἰς την ἀπόκρισιν ὁ αὐτ. 26.3, 7· ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν 3. 21, 4· γραφή κατατεταγμένη ἐν χαλκώματι 3. 33, 18· πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ’ ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται, καταγέγραπται ὑπ’ αὐτοῦ, 2. 63, 6· αὐταῖς λέξεσι κατατετάχαμεν 8. 11, 5· τὰς ἱστορίας ἐν αἶς κατετετάχει τὰς πράξεις Δίωνος Διογ. Λαέρτ. 4.5. ΙΙ. κατατάξασθαι τινι τὰς ὑπέρ τοῦ ὀφλήματος, συνεννοοῦμαι μετά τινος διά τι πρᾶγμα, ἀπόδειξιν καὶ βεβαιότητα παρέχω εἰς τὸν δανεστὴν διὰ τὴν διαφιλονικουμένην ποσότητα, Δημ. 1327. 6. IV. ἐνεργ., καταπέσσω, χωνεύω, τὰς τροφὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 217, Σωραν. σ. 34.

Greek Monolingual

(AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω)
1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ
2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ
3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέση
νεοελλ.
(για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω κάποιον στη δύναμη όπλου ή στρατιωτικής μονάδας («τον κατέταξαν στο πεζικό»)
μσν.
1. καταπραύνω, γαληνεύω κάποιον
2. υποτάσσω κάποιον
3. (αμτβ.) ηρεμώ, ειρηνεύω
4. παθ. κατατάσσομαι
κατακαθίζω
αρχ.
1. σχεδιάζω χάρτες
2. (για σπασμένα οστά ή εξαρθρωμένα μέλη) ανατάσσω, επαναφέρω, επανατοποθετώ στη θέση του
3. ορίζω κάποιον να κάνει κάτι, και ειδ. να πάει σε κάποιο τόπο («τινὰς δ' εἰς αὐτὴν Καρχηδόνα κατέταξεν», Πολ.)
4. πάπ. καταθέτω, πληρώνω στο δημόσιο ταμείο
5. επιγρ. πάπ. (για χρηματικό ποσό) προστίθεμαι σε κάποιο κεφάλαιο
6. γράφω κατά σειρά, καταγράφω
7. χωνεύω
8. παθ. έρχομαι σε συμβιβασμό, σε συνεννόηση
9. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατατεταγμένος, -η, -ον
διαιρεμένος σε τάξεις.

Greek Monotonic

κατατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. 1. βάζω σε τάξη, τακτοποιώ, παρατάσσω, τὴν στρατιάν, σε Ξεν.
2. διορίζω, ορίζω, ἐπί τι, να κάνω κάτι, σε Δημ.
II. κατατάξεσθαί τινι, συνεννοούμαι με κάποιον, στον ίδ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
I. to draw up in order, arrange, τὴν στρατιάν Xen.
2. to appoint, ἐπί τι to do a thing, Dem.
II. κατατάξασθαί τινι to make arrangements with one, Dem.